Ο Χουάν Χέλμαν φωτογραφημένος στην παρουσίαση της ανθολογίας «Φλογερό Επάγγελμα (Oficio Ardiente)», που εκδόθηκε με αφορμή την απονομή του «Βραβείου Ρεϊνά Σοφία για την Ιβηροαμερικανική Ποίηση (Premio Reina Sofía de Poesía Iberoamericana)», τον Οκτώβριο του 2005. Foto: Cristóbal Manuel / EL PAÍS.
«μ’ αυτό το ποίημα δε θα πάρεις την εξουσία» λέει
«μ’ αυτούς τους στίχους δε θα κάνεις την Επανάσταση» λέει
«ούτε και με χιλιάδες στίχους θα κάνεις την Επανάσταση» λέει
κάθεται στο τραπέζι και γράφει
Juan Gelman – Χουάν Χέλμαν
(3 Μαΐου 1930, Αργεντινή, Μπουένος Άιρες – 14 Ιανουαρίου 2014, Πόλη του Μεξικού, Μεξικό)
8 ποιήματα από 5 συλλογές
Το πιο αξιοθαύμαστο, ίσως, στοιχείο στην ποίησή του είναι η σχεδόν απίστευτη τρυφερότητά του, όπου δικαιολογείται ο παροξυσμός της απόρριψης και της καταγγελίας, η επίκληση τόσων πολλών σκιών, από μια φωνή που ηρεμεί και νανουρίζει, ένα ασίγαστο χάδι λέξεων σε άγνωστους τάφους.
Χούλιο Κορτάσαρ
*
Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος / Μποτίλια Στον Άνεμο
Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα, 14/1/2022
*
Χουάν Χέλμαν
Ο Χουάν Χέλμαν το 2005, στη Φοιτητική Εστία της Μαδρίτης. Foto: LUIS MAGÁN (Πηγή: www.canalcaribe.icrt.cu)
Ερωτική Απουσία
Πώς είναι
αναρωτιέμαι.
Πώς είναι να σε αγγίζω στο πλάι μου.
Πάω τρελός στον άνεμο
και πάω και δεν πάω.
Πώς είναι να
κοιμάμαι
στου στήθους σου τη χώρα τόσο απόμακρα.
Είμαι θεόφτωχος χριστός στη θύμησή σου
μια καρφωμένος μια ξεκάρφωτος.
Όπως και να ’χει.
Μπορεί το σώμα μου να εκραγεί και μόνο αυτό να περιμένω.
Και θα με φας μετά γλυκά γλυκά
κομμάτι το κομμάτι.
Θα είμαι αυτό που
έπρεπε.
Το πόδι σου. Το χέρι σου.
Το παιχνίδι που
παίζουμε
El juego en que andamos [1957-1958]
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 5 Ιαν. 2021
Αυτή η Προσευχή
Κάτω απ’ τη νύχτα
τρεμουλιάζουνε οι στάχτες μου, να σ’ αγαπάω,
να σε ζητάω.
Πόσο μεγάλωσε η
μοναξιά, ω εσύ αφέντρα του έρωτά μου,
είσαι μακριά, είσαι μονάχη μακριά μου.
Απ’ το όνομά σου,
ωστόσο, μπαίνω μέσα στη μέρα
το στόμα μου φτιάχτηκε για να πω τ’ όνομά σου.
Το φως που απ’ το όνομά σου αναδύεται.
Πάρε με
μη μ’ αφήνεις
αφού εσύ με έκανες από το θάνατό μου να γίνω πιο μεγάλος
Κούβα
για σένα η θλίψη
μου φωτίζει τη νύχτα,
για σένα η χαρά μου φωτίζει τη νύχτα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 5 Ιαν. 2021
Ποιητική Τέχνη
Ανάμεσα σε τόσα επαγγέλματα ασκώ αυτό που δεν είναι δικό μου,
σαν αφέντης
αδίσταχτος
με αναγκάζει να δουλεύω μέρα νύχτα,
με πόνο, με αγάπη
μες στη βροχή, μες στην καταστροφή,
όταν ανοίγει της τρυφερότητας η αγκαλιά ή της ψυχής,
όταν χώνει τα χέρια της η αρρώστια.
Σ’ αυτό το
επάγγελμα με σπρώχνει ο ξένος πόνος,
τα δάκρυα, τα μαντίλια του αποχαιρετισμού,
οι υποσχέσεις στη μέση του φθινόπωρου ή της φωτιάς,
τα φιλιά της συνάντησης, τα φιλιά του αποχωρισμού,
τα πάντα με σπρώχνουνε να δουλεύω με τις λέξεις, με το αίμα.
Ποτέ δεν ήμουν ο
ιδιοχτήτης της στάχτης μου, πρόσωπα σκοτεινά
τους στίχους μου τους γράφουνε σαν να πυροβολούνε ενάντια στο θάνατο.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 5 Ιαν. 2021
Ποίημα
Σαν τον έρωτα, σαν
τον έρωτα επιμένεις
τίποτα δεν μπορεί να σε πάρει μακριά,
ούτε η πιο άγρια πέτρα που πετάω εναντίον μου.
Έρχεσαι, χτυπάς,
αλαφροπάτητο,
σαν τον έρωτα υψώνεσαι,
καθαρή ευτυχία,
φουσκονεριά σκοτεινού άγνωστου θαύματος.
Κάτω από μια
καλοκαιριάτικη μέρα που σβήνει στους ίσκιους
μες στην αντάρα προσώπων προβλέψιμων θα πεθάνω,
για χάρη σου μόνο, για χάρη σου μόνο, πάθος του κόσμου, ποίημα.
Μετάφραση: Μπάμπης
Ζαφειράτος, 6 Ιαν. 2021
Το Κορίτσι Στο Μπαλκόνι
Το απόγευμα
κατηφόριζε εκείνο το δρόμο στο πλάι του λιμανιού
με βήμα αργό, ανάλαφρο, γεμάτο ευωδιές,
τα παλιά σπίτια θαμπώνουνε κάτι τέτοια απογεύματα
η κουρελιασμένη μελαγχολία τους δεν είναι ποτέ πιο μεγάλη
ούτε είναι πιο θλιβερά απ’ τους τοίχους,
στα βαθιά σκαλοπάτια φωσφορισμοί λαμπυρίζουνε όπως η θάλασσα,
ίσως μάτια νεκρά που κοιτάζουνε το απόγευμα σαν να θυμούνται.
Ήταν έξι η ώρα, μια
γλύκα καθήλωνε το άγνωστο πλήθος,
μια γλύκα σαν τα χείλια του απογεύματος, σάρκινη, ερωτική,
τα πρόσωπα γίνονται τρυφερά κάτι τέτοια απογεύματα,
καίγονται με μια φλόγα παιδικής αθωότητας
κόντρα στο σκοτάδι, στων χορών την αντάρα.
Αυτή η γλύκα ήτανε
λες κι ο καθένας θυμότανε κάποια γυναίκα,
οι μηροί της αγκαλιασμένοι, το κεφάλι ν’ ακουμπάει στην κοιλιά της,
η σιωπή των αγνώστων
ήτανε μια φουσκοθαλασσιά στη μέση του δρόμου
με τα γόνατα και τ’ απομεινάρια της τρυφερότητας να συντρίβονται
στο «New Inn»,
στις πόρτες, στα κατώφλια της πολύχρωμης εγκατάλειψης.
Ως τη στιγμή που το
κορίτσι φάνηκε στο μπαλκόνι
ολόρθο μέσα στο αισθησιακό απόγευμα σαν το δωμάτιό του με το κρεβάτι το άστρωτο
εκεί όπου όλοι πιστεύανε πως το είχανε κάποια φορά ερωτευτεί
προτού να έρθει η λησμονιά.
Ολονυχτία του
μοναχικού
Velorio del solo
[1959-1961]
Μετάφραση: Μπάμπης
Ζαφειράτος, 6 Ιαν. 2021
Αγκυροβολημένος Στο Παρίσι
Αυτό που νοσταλγώ
είναι το γέρικο λιοντάρι του ζωολογικού κήπου,
πίναμε πάντα τον καφέ μας στο Bois de Boulogne,
μου διηγιότανε τη ζωή του στη Νότια Ροδεσία
μα έλεγε ψέματα, ήτανε φως φανάρι πως δεν το ’χε κουνήσει ρούπι απ’ τη Σαχάρα.
Τέλος πάντων με μάγευε η κομψότητά του,
ο τρόπος που ανασήκωνε τους ώμους του μπρος στις μικρότητες της ζωής,
χάζευε τους Φραντσέζους απ’ το παράθυρο του μπιστρό
κι έλεγε «κάνουνε παιδιά οι ανόητοι».
Οι δυο τρεις Άγγλοι
κυνηγοί που είχε φάει
του φέρνανε άσχημες αναμνήσεις και μια μελαγχολία,
«τα πράγματα που κάνει κάποιος για να ζήσει» συλλογιότανε
κοιτάζοντας τη χαίτη του μες στον καθρέφτη του μπιστρό.
Ναι, μου λείπει
αφάνταστα,
δεν πλήρωνε ποτέ για τα ποτά,
αλλά έδειχνε το φιλοδώρημα φεύγοντας
κι οι σερβιτόροι το χαιρετάγανε με ιδιαίτερο σεβασμό.
Αποχαιρετιόμαστε
στην άκρη του σούρουπου,
γύριζε à son bureau, όπως έλεγε,
όχι χωρίς να με προειδοποιήσει πρώτα μ’ ένα χτυπηματάκι στον ώμο
«να προσέχεις, γιε μου, με το νυχτερινό Παρίσι».
Στ’ αλήθεια, μου
λείπει αφάνταστα,
τα μάτια του φορές φορές γεμίζανε με έρημο,
μα ήξερε να σωπαίνει σαν αδερφός
όταν συνεπαρμένος, συνεπαρμένος,
του μίλαγα για τον Καρλίτος Γαρδέλ.
Γκοτάν
Gotán [1962]
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 7 Ιαν. 2021
Σημείωση:
― Ο τίτλος παραπέμπει στο ομότιτλο διάσημο τραγούδι του Κάρλος Γαρδέλ (https://youtu.be/5n3_5ELv0-Y. Με στίχους: https://youtu.be/g6bkcLm_P5s).
― Bois de Boulogne (Γαλλικά στο κείμενο): Το Δάσος της Βουλώνης.
― Νότια Ροδεσία: Ζιμπάμπουε από το 1965 (Βόρεια Ροδεσία: Ζάμπια από το 1964).
― à son bureau (Γαλλικά στο κείμενο): στο γραφείο του.
Έτσι Ακριβώς
είναι καλή και
όμορφη σαν τη θάλασσα
είναι σκοτεινή μπροστά στα πρόσωπα της σιωπής μου
είναι απέραντη κάτω απ’ τον ήλιο
τρίζει μέσα στη νύχτα το ζώο εντός της
ανεξερεύνητη χώρα
δεν έχεις όνομα ακόμα.
Χολέρα των Βοοειδών
Cólera buey
[1962-1968]
Μετάφραση: Μπάμπης
Ζαφειράτος, 7 Ιαν. 2021
Πεποιθήσεις
κάθεται στο τραπέζι
και γράφει
«μ’ αυτό το ποίημα δε θα πάρεις την εξουσία» λέει
«μ’ αυτούς τους στίχους δε θα κάνεις την Επανάσταση» λέει
«ούτε και με χιλιάδες στίχους θα κάνεις την επανάσταση» λέει.
κι ακόμα: αυτοί οι
στίχοι δεν πρόκειται θα χρησιμέψουνε
στους εργάτες στους δάσκαλους στους ξυλοκόπους να ζήσουνε καλύτερα
να τρώνε καλύτερα ή αυτός ο ίδιος να φάει να ζήσει καλύτερα
ούτε και που θα χρησιμέψουνε για να ερωτευτεί καμιά
δε θα κερδίσει
λεφτά με δαύτους
δε θα μπει τζάμπα στο σινεμά με δαύτους
δε θα του δώσουνε ρούχα με δαύτους
δε θα εξασφαλίσει καπνό ή κρασί με δαύτους
ούτε παπαγαλάκια
ούτε τίποτα τυχερά ούτε πλεούμενα
ούτε μοσχάρια ούτε ομπρέλες θα αποχτήσει με δαύτους
αν εξαρτιότανε από δαύτους θα τον εμούσκευε η βροχή
δε θα κερδίσει τη συχώρεση ή καμιά χάρη από δαύτους
«μ’ αυτό το ποίημα
δε θα πάρεις την εξουσία» λέει
«μ’ αυτούς τους στίχους δε θα κάνεις την Επανάσταση» λέει
«ούτε και με χιλιάδες στίχους θα κάνεις την Επανάσταση» λέει
κάθεται στο τραπέζι και γράφει
Συνάφειες
Relaciones [1971-1973]
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 8 Ιαν. 2021
(Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιαν. 2021)
(Ισπανικό κείμενο κάτω)
Ο Χουάν Χέλμαν στην Μποτίλια
Χουάν Χέλμαν (Juan Gelman)
3 Μαΐου 1930, Αργεντινή, Μπουένος Άιρες – 14 Ιανουαρίου 2014, Πόλη του
Μεξικού, Μεξικό
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6.Χ.2017 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ. από φωτό του 2013)
Μπάμπης Ζαφειράτος: Χουάν Χέλμαν (3.5.1930 – 14.1.2014), Γκοτάν (7 ποιήματα)
*
*
*
*
*
Μπάμπης Ζαφειράτος: Χουάν Χέλμαν, Φιντέλ, το άλογο (video)
Ισπανικό κείμενο
Ο Χουάν Χέλμαν το 2009, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στη Μαδρίτη. Foto: Cristóbal Manuel / EL PAÍS.
AUSENCIA DE AMOR
Cómo será pregunto.
Cómo será tocarte a mi costado.
Ando de loco por el aire
que ando que no ando.
Cómo será acostarme
en tu país de pechos tan lejano.
Ando de pobrecristo a tu recuerdo
clavado, reclavado.
Será ya como sea.
Tal vez me estalle el cuerpo todo lo que he esperado.
Me comerás entonces dulcemente
pedazo por pedazo.
Seré lo que debiera.
Tu pie. Tu mano.
ESTA ORACIÓN
Bajo la noche tiemblan mis cenizas, amándote, llamándote.
Cómo la soledad vino creciendo, oh gran señora del amor,
lejos estás, estás sola de mí.
De tu nombre entro al día sin embargo,
inventaron mi boca para decir tu nombre.
La luz que sube de tu nombre.
Tómame
no me dejes
ya que me has hecho mayor que mi muerte
Cuba
mi tristeza de ti va encendiendo la noche,
mi alegría de ti va encendiendo la noche.
ARTE POÉTICA
Entre tantos oficios ejerzo este que no es mío,
como un amo implacable
me obliga a trabajar de día, de noche,
con dolor, con amor,
bajo la lluvia, en la catástrofe,
cuando se abren los brazos de la ternura o del alma,
cuando la enfermedad hunde las manos.
A este oficio me obligan los dolores ajenos,
las lágrimas, los pañuelos saludadores,
las promesas en medio del otoño o del fuego,
los besos del encuentro, los besos del adiós,
todo me obliga a trabajar con las palabras, con la sangre.
Nunca fui el dueño de mis cenizas, mis versos
rostros oscuros los escriben como tirar contra la muerte.
POEMA
Como el amor, como el amor insistes,
nada puede alejarte,
ni la piedra más dura que tiro contra mí.
Vienes, golpeas, pie ligero,
como el amor asciendes,
dicha pura,
oleaje de la oscura desconocida maravilla.
Bajo un día de verano clausura de la sombra
entre un ruido de rostros probables moriré,
solo de ti, solo de ti, pasión del mundo, poema.
LA MUCHACHA DEL BALCÓN
La tarde bajaba por esa calle junto al puerto
con paso lento, balanceándose, llena de olor,
las viejas casas palidecen en tardes como ésta,
nunca es mayor su harapienta melancolía
ni andan más tristes de paredes,
en las profundas escaleras brillan fosforescencias como de mar,
ojos muertos tal vez que miran a la tarde como si recordaran.
Eran las seis, una dulzura detenía a los desconocidos,
una dulzura como de labios de la tarde, carnal, carnal,
los rostros se ponen suaves en tardes como ésta,
arden con una especie de niñez
contra la oscuridad, el vaho de los dáncings.
Esa dulzura era como si cada uno recordara a una mujer,
sus muslos abrazados, la cabeza en su vientre,
el silencio de los desconocidos
era un oleaje en medio de la calle
con rodillas y restos de ternura chocando
contra el “New Inn”, las puertas, los umbrales de color abandono.
Hasta que la muchacha se asomó al balcón
de pie sobre la tarde íntima como su cuarto con la cama deshecha
donde todos creyeron haberla amado alguna vez
antes de que viniera el olvido.
ANCLAO EN PARÍS
Al que extraño es al viejo león del zoo,
siempre tomábamos café en el Bois de Boulogne,
me contaba sus aventuras en Rhodesia del Sur
pero mentía, era evidente que nunca se había movido del Sahara.
De todos modos me encantaba su elegancia,
su manera de encogerse de hombros ante las pequeñeces de la vida,
miraba a los franceses por la ventana del café
y decía “los idiotas hacen hijos”.
Los dos o tres cazadores ingleses que se había comido
le provocaban malos recuerdos y aún melancolía,
“las cosas que uno hace para vivir” reflexionaba
mirándose la melena en el espejo del café.
Sí, lo extraño mucho,
nunca pagaba la consumición,
pero indicaba la propina a dejar
y los mozos lo saludaban con especial deferencia.
Nos despedíamos a la orilla del crepúsculo,
él regresaba a son bureau, como decía,
no sin antes advertirme con una pata en mi hombro
“ten cuidado, hijo mío, con el París nocturno”.
Lo extraño mucho verdaderamente,
sus ojos se llenaban a veces de desierto
pero sabía callar como un hermano
cuando emocionado, emocionado,
yo le hablaba de Carlitos Gardel.
ASÍ ES ASÍ ES
es buena y bella como el mar
es oscura anterior rostros de mi silencio
ella es inmensa bajo el sol
en la noche crepita su profundo animal
tierra sin descubrir
no tenés nombre todavía
CONFIANZAS
se sienta a la mesa y escribe
“con este poema no tomarás el poder” dice
“con estos versos no harás la Revolución” dice
“ni con miles de versos harás la Revolución” dice
y más: esos versos no han de servirle para
que peones maestros hacheros vivan mejor
coman mejor o él mismo coma viva mejor
ni para enamorar a una le servirán
no ganará plata con ellos
no entrará al cine gratis con ellos
no le darán ropa por ellos
no conseguirá tabaco o vino por ellos
ni papagayos ni bufandas ni barcos
ni toros ni paraguas conseguirá por ellos
si por ellos fuera la lluvia lo mojará
no alcanzará perdón o gracia por ellos
“con este poema no tomarás el poder” dice
“con estos versos no harás la Revolución” dice
“ni con miles de versos harás la Revolución” dice
se sienta a la mesa y escribe
Ο Χουάν Χέλμαν τον Απρίλιο του 2008, στο Αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της πόλης Αλκαλά δε Ενάρες (Alcalá de Henares), γενέτειρα του Θερβάντες, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στην οποία του απονεμήθηκε το Βραβείο Θερβάντες. Foto: Uly Martín / EL PAÍS.
***
GOTÁN Juan Gelman Julio Cortazar Γκοτάν Κούβα ΚΟΥΒΑ - Λατινική Αμερική Μπάμπης Ζαφειράτος Ποίηση Χουάν Χέλμαν Χούλιο Κορτάσαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.