ΑΗ – ΣΤΡΑΤΗΣ, Νοέμβρης 1950
ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ μου Ζολιό, σου γράφω από τον Άη ‒ Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ’ ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.
ΑΔΕΛΦΕ μου Ζολιό, κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε
από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας στη ράχη μας τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε δυο λιθάρια να βάλουμε πάνου το τσουκάλι μας
μην προφταίνοντας να ξυριστούμε και να καπνίσουμε μισό τσιγάρο.
Από προσκλητήριο σε προσκλητήριο
από αγγαρεία σε αγγαρεία
κουβαλώντας στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
‒ όσο πάει ξεθωριάζουν ‒ δε γνωρίζονται ‒
θα ‘ταν αυτός ο κήπος μας ‒ πώς ήταν;
‒ πώς είναι ένα στόμα που λέει «σ’ αγαπώ» ;
πώς είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
όταν εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; ‒ δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε μονάχα
μια φεγγερή φωνή μέσα στη νύχτα
μια σιγανή φωνή να λέει: λευτεριά και ειρήνη.