|
(Το μνημείο του Διονυσίου Σολωμού στην ομώνυμη πλατεία, στη Ζάκυνθο. Αντίγραφο. Το πρωτότυπο καταστράφηκε στο μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου το 1953 |
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ – ΦΙΛΟΣ – ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ: Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να
πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα,
και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας,
χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζη ή κανένας Τούρκος
βαβίζη· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.
ΦΙΛΟΣ: Βέβαια είναι εχθροί μας και οι δύο· με
κάνεις να θυμηθώ τα λόγια του Λοκ: Η γλώσσα είναι ένα μεγάλο ποτάμι, εις το
οποίον έχουν ανταπόκριση τα όσα γνωρίζει ο άνθρωπος, και όποιος δεν την
μεταχειρίζεται καθώς πρέπει, κάνει ό,τι του βολέση για να κόψη ή να εμποδίση
τους δρόμους, με το μέσον των οποίων τρέχει η πολυμάθεια. Όποιος κάνει λοιπόν
αυτό με απόφαση θεληματική, πρέπει οι άλλοι να τον στοχάζωνται εχθρόν της
αλήθειας και της πολυμάθειας.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Τι λες; ως πότε θα πηγαίνη εμπρός αυτή η
υπόθεση; ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλή σ' έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από
το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλή μίαν γλώσσαν δικήν τους!
ΦΙΛΟΣ: Για κάποιον καιρό η υπόθεση θέλει ακολουθήση· η
αλήθεια είναι καλή Θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρή.
Κάποιοι γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά επειδή γράφοντας εις εκείνον τον τρόπον τον
σκοτεινόν απόχτησαν κάποια φήμη σοφίας, τον ακολουθούν, και ας είναι και
σφαλερός.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους
οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι.
(Διονυσίου Σολωμού, «Διάλογος». Άπαντα,
Τόμος δεύτερος, Πεζά και Ιταλικά, Έκδοση – Σημειώσεις: Λίνου Πολίτη (β’ έκδοση
(φωτολιθογραφική), 1968. Ίκαρος, σελ. 12)