* Περισσότερα για το Κοράκι και την Ουλαλούμ Μπάμπης Ζαφειράτος: Ουλαλούμ - Η μεγαλοφυής ποιητική σύλληψη του Πόε για μια τραγωδία δίχως τέλος Πόε - Ντορέ: Το Κοράκι – Επιλεγόμενα και Μνήμη Παντελή Πασχαλίδη ____________________________________ Το Κοράκι
Έντγκαρ Άλαν Πόε
(19 Ιανουαρίου 1809 - 7 Οκτωβρίου 1849)
από τον
Γκουστάβ Ντορέ
(1832-1883)
__________________________________________________
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
ΚΙ ΕΓΕΡΝΑ ΑΠΟΚΑΜΩΜΕΝΟΣ
Μεσονύχτι, ήμουν θλιμμένος, κι έγερνα αποκαμωμένος,
Μες σε αλλόκοτα βιβλία κι ολοκίτρινα χαρτιά,
Σφάλιζαν τα βλέφαρά μου, κι ως γλιστρούσα στα όνειρά μου
Ξάφνου απ’ την εξώθυρά μου κάτι ακούστηκε πνιχτά
«Κάποιος επισκέπτης θα ’ναι, ψέλλισα, που μου χτυπά,
«Τούτο μόνο, τι άλλο πια;».
ΝΑ ΞΕΧΝΟΥΣΑ ΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ
ΤΗ ΛΕΟΝΟΡΑ ΠΟΥ ΘΡΗΝΟΥΣΑ
ΠΟΥ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΛΕΙΠΕΙ ΠΙΑ
Α, τη θύμησή μου αρπάζει κρύος Δεκέμβρης που οργιάζει,
Και στην κάμαρα σωριάζει στάχτες, σπίθες και στοιχειά
Το αύριο να ’ρθει λαχταρούσα, κι άδικα παρακαλούσα
Τη Λεονόρα που θρηνούσα να ξεχνούσα στα χαρτιά
Την πανέμορφη Λεονόρα των αγγέλων συντροφιά
Που είναι μακριά μου πια.
ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΞΕΝΟΣ ΠΟΥ ΧΤΥΠΑ
Οι κουρτίνες μου θροΐζουν όλο θλίψη ψιθυρίζουν
Άγριοι τρόμοι με θερίζουν κι ανταριάζει μου η καρδιά·
Έτσι για να ξεθαρρέψω την ψυχή μου να ημερέψω
Μονολόγησα «Ίσως είναι κάποιος ξένος που χτυπά
Ξένος, αργοπορημένος που την πόρτα μου χτυπά.
Αυτό θα ’ναι, τι άλλο πια».
ΠΙΣΣΑ, ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΠΙΑ
Κι ευθύς θέριεψε η ψυχή μου, χάνονται κι οι δισταγμοί μου
«Κύριε –λέω– ή Κυρία, συμπαθάτε με βαθιά,
Βάραιναν τα βλέφαρά μου κι από την εξώθυρά μου,
Σιγανά στα όνειρά μου, ήρθε ο χτύπος σας, πνιχτά.
Δυσκολεύτηκα ν’ ακούσω». Κι άνοιξα στην κρύα νυχτιά.
Πίσσα, τίποτε άλλο πια.
Τα όνειρά μου εφιάλτες ζωντανεύουν στη νυχτιά
Μα η γαλήνη δεν ραγίζει, κι η σιωπή που πλημμυρίζει
Μια λεξούλα μουρμουρίζει «Λεονόρα!», έτσι αχνά.
Εγώ το ’χα ψιθυρίσει και το αντήχησε η νυχτιά.
Αυτό θα ’ναι, τι άλλο πια.
Νάσου ξανακούω ήχο, μα από πριν πιο δυνατά.
«Βέβαια, λέω, μου χτυπάνε, στο παράθυρό μου θα ’ναι
Για να δω, τι μου ζητάνε, να λυθεί κι ο γρίφος πια
–Η καρδιά μου να ημερέψει, να λυθεί κι ο γρίφος πια–
Μπα! Ο αγέρας, τι άλλο πια!»
7.
ΚΙ ΩΣ ΑΝΟΙΓΩ ΤΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ
ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΜΕ ΛΟΓΑΡΙΑΖΕΙ
ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΑΛΛΑΔΑΣ, ΚΟΥΡΝΙΑΣΕ
Κι ως ανοίγω τα παντζούρια, φτερουγώντας όλο φούρια,
Μεγαλόπρεπο κοράκι μπαίνει σαν αρχαία γητειά.
Δίχως διόλου να διστάζει, δίχως να με λογαριάζει,
Στην εξώθυρα κουρνιάζει με ύφος λόρδου, με αρχοντιά,
–Σε μια προτομή Παλλάδας, κούρνιασε όλο αρχοντιά–
Κούρνιασε κι αυτό ήταν πια.
8.
Έτσι σοβαρό που στέκει με ατάραχη θωριά
«Κι αν σου κόψανε το ωραίο το λοφίο, είσαι σπουδαίο
Όρνιο αρχαίο, φρικαλέο, που πλανιέσαι στη νυχτιά,
Ποιο το αρχοντικό όνομά σου στην Πλουτώνια τη νυχτιά!»
Είπε το όρνιο «Ποτεπιά».
9.
Θαύμασα το άχαρο, πάλι, τ’ όρνιο που φωνή είχε βγάλει
Μ’ όλο που είπε τόσο λίγα –κι ας μην είχε ειρμό σταλιά·
Κι ο καθείς το ξέρει ακόμα, πως δεν το ’πε ανθρώπου στόμα
Όρνιο να είδε σ’ ένα δώμα, θρονιασμένο με αρχοντιά
Σε μια εξώθυρα στημένο, σ’ ένα μπούστο, με αρχοντιά,
Να το λένε «Ποτεπιά».
10.
Ετούτο, λες και ξεψυχούσε από αυτό το «Ποτέ πια».
Άλλο σαν να μη γνωρίζει, κι ούτε πούπουλο ανεμίζει
Κι ο εαυτός μου ψιθυρίζει «Κι άλλοι φίλοι έφυγαν πια»
Σαν ελπίδα θα πετάξει, το πρωί, κι αυτό ήταν πια.»
Είπε το όρνιο «Ποτεπιά».
11.
Τρόμαξα. Η γαλήνη σπάζει έτσι όπως ξανακράζει
«Σίγουρα, είπα, η επωδή του είναι φτωχή κληρονομιά
Απ’ τον πρώην Κύριό του, που απ’ το παράπονό του,
Τον αγιάτρευτο καημό του, έχει πληγωθεί βαριά,
Ώσπου τα άγρια μοιρολόγια το πληγώσανε βαριά
Με “Ποτέ–Ποτεπιά”».
12.
Και τραβώ μια πολυθρόνα αντίκρυ στου όρνιου τη ματιά·
Στο βελούδο της βουλιάζω, χίλιες σκέψεις αραδιάζω
Απ’ το νου μου όμως δεν βγάζω του άχαρου όρνιου τη γητειά
Του άθλιου, άγαρμπου, φριχτού όρνιου, την απόκοσμη γητειά
Που όλο κρώζει «Ποτεπιά».
Μπρος στα πυρωμένα μάτια που μου τρώνε την καρδιά,
Τα ’φερνα στο νου μου πάλι, κι είχα γείρει το κεφάλι
Στο βελούδο προσκεφάλι, που απ’ το φως στραφτοκοπά
Μα το βιολετί βελούδο που απ’ το φως στραφτοκοπά
Δεν θα Την αγγίξει πια!
Κι άγγελοι αλαφροπατάνε, κουδουνίζουν θυμιατά.
«Άθλιε, –κραύγασα– επιτέλους, σου ’στειλε ο Θεός μ’ αγγέλους
Νηπενθές, για να ξεχάσεις της Λεονόρας τη θωριά
Πιες το, ω! Πιες το, να ξεχάσεις της Λεονόρας τη θωριά!»
Είπε το όρνιο «Ποτεπιά».
Κι αν ο Πειρασμός κι η μπόρα σε ξεβράσαν στη νυχτιά
Άτρομο μπροστά μου τώρα κι έρμο στην πιο έρμη χώρα
Στο φριχτό μου μαύρο σπίτι, σε ικετεύω, πες μου πια,
Θα ’βρω στη Γαλαάδ γαλήνη; Θα ’βρω; Πες μου, πες μου, πια!»
Είπε το όρνιο «Ποτεπιά».
Στο Θεό μας σ’ εξορκίζω, στα ουράνια τα πλατιά
Την ψυχή μου τη θλιμμένη, πες, στην Έδεμ την προσμένει
Μια Λεονόρα αγιασμένη που ’χει αγγέλους αγκαλιά–
Μία κόρη εξαγνισμένη, που ’χει αγγέλους αγκαλιά;»
Είπε το όρνιο «Ποτεπιά».
ΟΡΝΙΟ Ή ΠΛΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ
ΧΑΣΟΥ, ΠΑΡΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΣΟΥ
«Τούτη ας είναι η επωδή σου, όρνιο ή πλάσμα της αβύσσου,
Παρ’ τη –ουρλιάζω– μες στην μπόρα, στην Πλουτώνια τη Νυχτιά!
Φύγε, πάρε τα φτερά σου, τα χοντρά τα ψέματά σου!
Μην τρυπάς τη μοναξιά μου! Απ’ το μπούστο χάσου, πια!
Μη ραμφίζεις την καρδιά μου, φύγε, εξαφανίσου, πια!»
Είπε το όρνιο «Ποτεπιά».
Τ’ όρνιο πια δεν θα πετάξει, στέκει ακόμα κι έχει αράξει
Στ’ ωχρό μπούστο της Παλλάδας πάνω απ’ την εξώθυρα
Στη ματιά του αργοδιαβαίνει δαίμονα φωτιά αναμμένη
Και στο πάτωμα χυμένη η βαριά του σκιά
Κι η ψυχή μου βουτηγμένη στην πηχτή του τη σκιά
Δεν θα φύγει – ποτέ πια!
(1η γραφή, 1969. 5η γραφή, 22-26 Σεπ. 2012) * Από το Κυπριακό ραδιόφωνο του Στην Κινούμενη Άμμο του Γιώργου Πήττα * Περισσότερα:
Βλέπε στο τέλος και τη μετάφραση του Γ. Β. Ιωαννίδη
Απαγγέλλει ο Βίνσεντ Πράις (1911-1993) The Raven
[First published in 1845]
1.
Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore — While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping, As of some one gently rapping, rapping at my chamber door — “ ’Tis some visiter,” I muttered, “tapping at my chamber door — Only this and nothing more.”
2.
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December;
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor. Eagerly I wished the morrow; — vainly I had sought to borrow From my books surcease of sorrow — sorrow for the lost Lenore — For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore — Nameless here for evermore.
3.
And the silken, sad, uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me — filled me with fantastic terrors never felt before; So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating “ ’Tis some visiter entreating entrance at my chamber door — Some late visiter entreating entrance at my chamber door; — This it is and nothing more.”
4.
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
”Sir,” said I, “or Madam, truly your forgiveness I implore; But the fact is I was napping, and so gently you came rapping, And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door, That I scarce was sure I heard you” — here I opened wide the door; — Darkness there and nothing more.
5.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before; But the silence was unbroken, and the stillness gave no token, And the only word there spoken was the whispered word, “Lenore?”
This I whispered, and an echo murmured back the word, “Lenore!”
Merely this and nothing more.
6.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before. “Surely,” said I, “surely that is something at my window lattice; Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore — Let my heart be still a moment and this mystery explore; — ’Tis the wind and nothing more!”
7.
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore; Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he; But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door — Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door — Perched, and sat, and nothing more.
8.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore, “Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art sure no craven, Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore — Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!” Quoth the Raven “Nevermore.”
9.
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning — little relevancy bore; For we cannot help agreeing that no living human being Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door — Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door, With such name as “Nevermore.”
10.
But the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour. Nothing farther then he uttered — not a feather then he fluttered — Till I scarcely more than unuttered “Other friends have flown before — On the morrow he will leave me, as my Hopes have flown before.” Then the bird said “Nevermore.”
11.
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
“Doubtless,” said I, “what it utters is its only stock and store Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster Followed fast and followed faster till his songs one burden bore — Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore Of ‘Never — nevermore.’ ”
12.
But the Raven still beguiling my sad fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door; Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore — What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore Meant in croaking “Nevermore.”
13.
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core; This and more I sat divining, with my head at ease reclining On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated o’er, But whose velvet-violet lining with the lamp-light gloating o’er, She shall press, ah, nevermore!
14.
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor. “Wretch,” I cried, “thy God hath lent thee —by these angels he hath sent thee Respite — respite and nepenthe from thy memories of Lenore; Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!” Quoth the Raven “Nevermore.”
15.
“Prophet!” said I, “thing of evil! — prophet still, if bird or devil! —
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore, Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted — On this home by Horror haunted — tell me truly, I implore — Is there — is there balm in Gilead? — tell me — tell me, I implore!” Quoth the Raven “Nevermore.”
16.
“Prophet!” said I, “thing of evil! — prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us — by that God we both adore — Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn, It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore — Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore.” Quoth the Raven “Nevermore.”
17.
“Be that word our sign of parting, bird or fiend!” I shrieked, upstarting —
“Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore! Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken! Leave my loneliness unbroken! — quit the bust above my door! Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!” Quoth the Raven “Nevermore.”
18.
And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door; And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming, And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor; And my soul from out that shadow that lies floating on the floor Shall be lifted — nevermore!
[1844 – 1849]
Βλέπε και:
|
1.
Σκυθρωποί οι ουρανοί βουρκωμένοι
Και τα φύλλα, στεγνά και ξερά–
Ρουφηγμένα τα φύλλα, ξερά:
Νύχτα του έρμου Οχτώβρη θλιμμένη
Μια αμνημόνευτη κρύα χρονιά
Πλάι μου του Ώμπερ η λίμνη, ένας βάλτος,
Στου Γουήρ τη βαριά καταχνιά–
Του Ώμπερ δίπλα ο θολός δασοβάλτος
Του Γουήρ τα μακάβρια στοιχειά.
2.
Σε Τιτάνια αλέα σεργιανούσα,
Κυπαρίσσια ψηλά κι η ψυχή μου–
Μια Ψυχή συντροφιά μου, η ψυχή μου.
Στην καρδιά μου ηφαίστεια βογγούσαν
Καταρράχτες που σέρνουν σκουριά–
Την καυτή τους τη λάβα ξερνούσαν
Και θειάφι απ’ το Γιάνικ σκορπούσαν,
Σε ακτές μακρινές του Βοριά–
Απ’ του Γιάνικ τα όρη περνούσαν
Για τις χώρες του άγριου Βοριά.
3.
Κουβεντιάζαμε αργά, βουρκωμένοι,
Μαραμένες οι σκέψεις χλωμές–
Οι αναμνήσεις προδότρες χλωμές·
Πως του Οχτώβρη ήταν νύχτα αγριεμένη,
Δεν το ξέραμε ή ποιας χρονιάς η νυχτιά–
(Ω, ποιας χρονιάς η πιο μαύρη χρονιά!)
Δεν προσέξαμε του Ώμπερ τον βάλτο,
(Κι ας είχαμε έρθει κάποια άλλη φορά)–
Δεν θυμόμαστε του Ώμπερ τον βάλτο,
Και του Γουήρ τα μακάβρια στοιχειά.
4.
Κι όπως σβήνουν της νύχτας τα ίχνη
Και τ’ αστράκια προαγγέλνουν αυγή–
Και τ’ αστράκια μηνούν την αυγή–
Η αλέα στο τέρμα της δείχνει
Ένα φέγγος γλυκό που έχει βγει
Κι από ’κει μισοφέγγαρη Αστάρτη
Ανατέλλει μ’ ένα κέρας διπλό–
Θαυμαστή διαμαντένια Αστάρτη,
Με ολόλαμπρο κέρας διπλό.
5.
«Πιο θερμή ειν’ απ’ την Άρτεμη, λέω,
Στους αιθέρες κυλάει των λυγμών–
Και χορεύει σε μέρη λυγμών.
Έχει δει που ασταμάτητα κλαίω
Κι οι παρειές μου τροφή σκουληκιών,
Απ’ του Λέοντα σταλμένη το αστέρι
Για να ανοίξουν για μας οι ουρανοί–
Της Λήθης οι γαλήνιοι ουρανοί–
Ναι, με πείσμα, απ’ του Λέοντα το αστέρι
Να μας στέρνει ματιά φωτεινή–
Απ’ το κρύφιο του Λέοντα λημέρι
Της έρωτά της ματιά φωτεινή».
6.
Μα η Ψυχή μουτο δάχτυλο υψώνει
Κι είπε –«Στο άστρο αυτό δυσπιστώ–
Στη ωχράδα του μπρος δυσπιστώ–
Βιάσου –ω, βιάσου ο φόβος μς ζώνει!
Ας πετάξουμε –ω πέτα– γι’ αυτό!».
Τρομαγμένη μιλά, και στη σκόνη
Συρθήκαν βαριά τα φτερά της–
Με εναγώνιαο λυγμό· μες στη σκόνη.
Βυθιστήκαν βαριά τα φτερά της–
Ξεψυχισμένα συρθήκαν στη σκόνη.
7.
Κι είπα –«Όνειρο είναι, το είδα.
Στο τρέμουλο φως του ας πιαστούμε!
Στο κρυστάλλινο φως του ας λουστούμε!
Που σαν Σίβυλλας λάμπει αχτίδα
Ομορφιά της νυχτιάς μας κι Ελπίδα:–
Δες! –απόψε αστράφτει το φως της!
Ω, ας πιστέψουμε αυτή την αχτίδα,
Να μας δείξει το δρόμο το φως της–
Ας πιαστούμε απ’ αυτή την ελπίδα,
Θα μας βρει σωστό δρόμο η αχτίδα,
Ως τα ουράνια απ’ το τρεμάμενο φως της».
8.
Τη φιλώ κι η Ψυχή ησυχάζει,
Και οι θλίψεις μακριά της κυλάνε–
Και οι φόβοι μακριά της κυλάνε·
Κι η αλέα στο τέρμα μάς βγάζει,
Μα το δρόμο ένα μνήμα μάς φράζει–
Ένα μνήμα με μια επιγραφή.
«Διάβασε –είπα– γλυκιά μου αδερφή
Τι να λέει ετούτη η γραφή;»
Κι απαντάει: –«Ουλαλούμ –Ουλαλούμ–
Το μνήμα της νεκρής σου Ουλαλούμ!»
9.
Βούρκος, στάχτη η καρδιά μου κι αθάλη
Μαραμένη σαν φύλλο στεγνό–
Ξεπνοϊσμένη σαν φύλλο στεγνό–
Κι αναφώνησα– «Οχτώβρης και πάλι,
Ήταν πέρσι μια ο λ ό ι δ ι α νυχτιά,
Που είχα έρθει –είχα έρθει εδώ!–
Φορτωμένος τον τρόμο ως εδώ–
Ω, απ’ τις νύχτες η πιο μαύρη νυχτιά,
Ω, ποιοι δαιμόνοι με σέρνουνε εδώ;
Ναι τον ξέρω του Ώμπερ τον βάλτο–
Του Γουήρ τη βαριά καταχνιά:–
Του Ώμπερ –ναι– τον μουντό δασοβάλτο–
Του Γουήρ τα μακάβρια στοιχειά!»
10.
[Ε ί π α μ ε, τότε, –κι οι δ υ ο– «Ω, να ’ναι
Τα μακάβρια του βάλτου στοιχειά–
Σπλαχνικά πικραμένα στοιχειά–
Που να φράξουν το δρόμο μας πάνε
Στην απόκρυφη ετούτη ερημιά–
Σε ό,τι κρύβει ετούτη η ερημιά–
Κι έχουν σύρει ένα φάσμα-πλανήτη
Απ’ τη λίμπο θλιμμένων ψυχών–
Λαμπερό κολασμένο πλανήτη
Απ’ την Κόλαση πλανόδιων ψυχών;»]
Μπ. Ζαφειράτος
(1η γραφή, 1969. 4η γραφή, 26-30 Σεπ. 2012, 5η γραφή, 7 Ιαν. 2021) Περισσότερα: Βλέπε στο τέλος και τη μετάφραση του Λεωνίδα Πολυδεύκη
_____________________________
Σημείωση (τελευταία στροφή 95-104): Η παράλειψη από τον Πόε, σε ορισμένες εκδόσεις, της τελευταίας στροφής, ήταν πρόταση της Σάρας Ουίτμαν. Δείτε τη λίστα Ingram, (αριθμοί 138 και 303). Το συναίσθημα είναι προφανώς άχαρο για μια αρραβωνιαστικιά. Η ίδια αργότερα αναγνώρισε το λάθος της. Και ο Πόε, επίσης.
(ΣτΜ: Σάρα Έλεν Πάουερ Ουίτμαν, 19 Ιανουαρίου του 1803 - 27 Ιουνίου 1878, ποιήτρια, δοκιμιογράφος, μεταφυσικός, πνευματίστρια και ρομαντικό φλερτ του Πόε). Ulalume - Η κλασική, πλέον, απαγγελία του τραγουδοποιού Jeff Buckley (1966-1997)
Ulalume - A Ballad
[1847-1849]
1
1. The skies they were ashen and sober;
2. The leaves they were crispéd and sere—
3. The leaves they were withering and sere;
4. It was night in the lonesome October
5. Of my most immemorial year;
6. It was hard by the dim lake of Auber,
7. In the misty mid region of Weir—
8. It was down by the dank tarn of Auber,
9. In the ghoul-haunted woodland of Weir.
2
10. Here once, through an alley Titanic,
11. Of cypress, I roamed with my Soul—
12. Of cypress, with Psyche, my Soul.
13. These were days when my heart was volcanic
14. As the scoriac rivers that roll—
15. As the lavas that restlessly roll
16. Their sulphurous currents down Yaanek
17. In the ultimate climes of the pole—
18. That groan as they roll down Mount Yaanek
19. In the realms of the boreal pole.
3
20. Our talk had been serious and sober,
21. But our thoughts they were palsied and sere—
22. Our memories were treacherous and sere—
23. For we knew not the month was October,
24. And we marked not the night of the year—
25. (Ah, night of all nights in the year!)
26. We noted not the dim lake of Auber—
27. (Though once we had journeyed down here)—
28. We remembered not the dank tarn of Auber,
29. Nor the ghoul-haunted woodland of Weir.
4
30. And now, as the night was senescent
31. And star-dials pointed to morn—
32. As the star-dials hinted of morn—
33. At the end of our path a liquescent
34. And nebulous lustre was born,
35. Out of which a miraculous crescent
36. Arose with a duplicate horn—
37. Astarte's bediamonded crescent
38. Distinct with its duplicate horn.
5
39. And I said—"She is warmer than Dian:
40. She rolls through an ether of sighs—
41. She revels in a region of sighs:
42. She has seen that the tears are not dry on
43. These cheeks, where the worm never dies,
44. And has come past the stars of the Lion
45. To point us the path to the skies—
46. To the Lethean peace of the skies—
47. Come up, in despite of the Lion,
48. To shine on us with her bright eyes—
49. Come up through the lair of the Lion,
50. With love in her luminous eyes."
6
51. But Psyche, uplifting her finger,
52. Said—"Sadly this star I mistrust—
53. Her pallor I strangely mistrust:—
54. Oh, hasten! oh, let us not linger!
55. Oh, fly!—let us fly!—for we must."
56. In terror she spoke, letting sink her
57. Wings till they trailed in the dust—
58. In agony sobbed, letting sink her
59. Plumes till they trailed in the dust—
60. Till they sorrowfully trailed in the dust.
7
61. I replied—"This is nothing but dreaming:
62. Let us on by this tremulous light!
63. Let us bathe in this crystalline light!
64. Its Sybilic splendor is beaming
65. With Hope and in Beauty to-night:—
66. See!—it flickers up the sky through the night!
67. Ah, we safely may trust to its gleaming,
68. And be sure it will lead us aright—
69. We safely may trust to a gleaming
70. That cannot but guide us aright,
71. Since it flickers up to Heaven through the night."
8
72. Thus I pacified Psyche and kissed her,
73. And tempted her out of her gloom—
74. And conquered her scruples and gloom:
75. And we passed to the end of the vista,
76. But were stopped by the door of a tomb—
77. By the door of a legended tomb;
78. And I said—"What is written, sweet sister,
79. On the door of this legended tomb?"
80. She replied—"Ulalume—Ulalume—
81. 'Tis the vault of thy lost Ulalume!"
9
82. Then my heart it grew ashen and sober
83. As the leaves that were crispèd and sere—
84. As the leaves that were withering and sere,
85. And I cried—"It was surely October
86. On this very night of last year
87. That I journeyed—I journeyed down here—
88. That I brought a dread burden down here—
89. On this night of all nights in the year,
90. Oh, what demon has tempted me here?
91. Well I know, now, this dim lake of Auber—
92. This misty mid region of Weir—
93. Well I know, now, this dank tarn of Auber—
94. In the ghoul-haunted woodland of Weir."
10
95. Said we, then—the two, then—"Ah, can it
96. Have been that the woodlandish ghouls—
97. The pitiful, the merciful ghouls—
98. To bar up our way and to ban it
99. From the secret that lies in these wolds—
100. From the thing that lies hidden in these wolds—
101. Had drawn up the spectre of a planet
102. From the limbo of lunary souls—
103. This sinfully scintillant planet
104. From the Hell of the planetary souls?"
_____________________________
Note (last stanza 95-104): Poe’s omission of the last stanza in some versions was at Mrs. Whitman’s suggestion. See the Ingram List, numbers 138 and 303. The sentiment is obviously ungraceful for a fiancé. But the lady later felt she had made a mistake, and Poe was to come to the same conclusion. (Note of Translator: Sarah Helen Power Whitman, January 19, 1803 – June 27, 1878, was a poet, essayist, transcendentalist, Spiritualist and a romantic interest of Edgar Allan Poe).
Βλέπε και:
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.