Λουίς Σεπούλβεδα (Luis Sepúlveda Calfucura)
Οβάγε, Χιλή, 1 Οκτωβρίου 1949 – Οβιέδο, Ισπανία, 16 Απριλίου 2020
*
Γράφει η
Σαπφώ Διαμάντη
Καθηγήτρια, μεταφράστρια, διερμηνέας
*
Ο κόνδορας και το χιόνι ακίνητα έμοιαζαν…
Άγγιξα την πέτρα και είπα:
Ποιος
με περιμένει;
Πάμπλο Νερούδα
Canto General
Αθήνα. - Θυμάμαι τα μάτια σου, Λουίς. Κουβεντιάζαμε για εκείνο το απόβραδο που διάβασα στον γιο μου τον Φοίβο, έξι χρονών τότε, την Ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει, για τα δάκρυα του μικρού που στραφτάλισαν ρυάκια ταξιδιάρικα στα μάτια όλων μας τριγύρω. Cuéntame las lágrimas, μου ζήτησες, πες μου για τα δάκρυα. Πώς εξιστορείς τα δάκρυα με λέξεις, πώς αιχμαλωτίζεις ένα άρωμα σε μια μνήμη, πώς κλείνεις ένα όνειρο σ’ ένα συρταράκι… Κι ύστερα είπαμε άλλα.
Οβάγε. - «Γεννήθηκα κόκκινος, κατακόκκινος», έλεγες, περήφανα, γλυκά. Χιλή. Εκείνα τα χρόνια. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αφού οι γονείς σου είχαν κλεφτεί. Πατέρας κομμουνιστής και μάνα Ινδιάνα, Μαπούτσε. Καλφουκούρα, «πέτρα γαλάζια» στα μαπουδουνγκούν. Και με «το ωραίο όνειρο να είσαι νέος δίχως να ζητάς την άδεια». Μα ναι. Είναι παράξενη η ζωή. Και το τι μπορούν να χτίσουν τα λόγια. Υποχρέωση του συγγραφέα
«να αφηγείται ωραία μια ωραία ιστορία και να μην αλλάζει την πραγματικότητα, γιατί τα βιβλία δεν αλλάζουν τον κόσμο. Αυτό το κάνουν οι πολίτες».
Κοιταχτήκαμε, βάλαμε τα γέλια. Η σπίθα της αναγνώρισης. Μια ζωή, πολλές ζωές, ανακάτωμα μύθων και πραγματικότητας, θρύλοι ανεπιβεβαίωτοι και αλήθειες αδιάψευστες, όργωσες κι εσύ όλες τις πιθανές και απίθανες επικράτειες της γεωγραφίας και της ουτοπίας. Κι ύστερα είπαμε για την ελπίδα.