Απεναντι στη στεντορεια σιωπη
«Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ»
του Κεν Λόουτς
Κείμενο: Old Boy - elculture.gr
Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας ξυλουργός κοντά εξήντα χρονών, που εργαζόταν και έβγαζε μόνος του τα προς το ζην, μέχρι που έπαθε καρδιακό επεισόδιο πάνω στις σκαλωσιές και κόντεψε να πεθάνει. Οι γιατροί τού έχουν απαγορεύσει να δουλεύει λόγω της καρδιάς του. Και τώρα που έχει αντικειμενικά την ανάγκη του κράτους για να συντηρηθεί, μέσω ενός επιδόματος ασθενείας, η υπάλληλος της ιδιωτικής εταιρίας που εξετάζει τα αιτήματα των υποψηφίων για να δει αν μπορούν να εργαστούν ή όχι -γιατί το κράτος έχει παραχωρήσει αυτόν τον τομέα σε ιδιώτες- , του φέρεται λες και την ενοχλεί το αίτημά του και στα κουτάκια που έχει η προδιατυπωμένη φόρμα που πρέπει να συμπληρώσει, τικάρει αν μπορεί να σηκώσει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του.
Ο Ντάνιελ έρχεται αντιμέτωπος με μια γραφειοκρατία που έχει καφκικά στοιχεία
Της εξηγεί ξανά και ξανά ότι το πρόβλημά του είναι στην καρδιά του, εκείνη συμπληρώνει τα άσχετα κουτάκια. Κακώς του στερεί το επίδομα και τον αφήνει χωρίς εισόδημα; Προφανέστατα. Αλλά είτε το λάθος έγινε επειδή δεν έκανε σωστά τη δουλειά της, είτε επειδή η δουλειά της είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε τα όποια λάθη γίνονται να είναι προς την πλευρά της απόρριψης και όχι της έγκρισης των αιτημάτων, από εκεί πέρα ο Ντάνιελ έχει να έρθει αντιμέτωπος με τη λογική «αν λες ότι το σύστημα έκανε κάπου λάθος, θα χρειαστεί να αντέξεις πολλά μέχρι να σου δώσουμε το δικαίωμα να το αποδείξεις». Γιατί έχει όντως δικαίωμα να κάνει ένσταση. Μόνο που μέχρι να εξεταστεί μεσολαβεί ο Κάφκα. Και πρέπει να ζήσει και κάπως. Οπότε του λένε να κάνει παράλληλα αίτηση για επίδομα προσπάθειας ανεύρεσης εργασίας. Το οποίο δεν απαιτεί μόνο να ψάχνει 35 ώρες την εβδομάδα για δουλειά, αλλά με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να το αποδεικνύει κιόλας. Αν και ακόμη κι αν βρει κάποια δουλειά, πάλι δεν κάνει να την κάνει, αν δεν θέλει να τον εγκαταλείψει τελείως η καρδιά του.