*
Εφοπλίζω = εξοπλίζω. Εφοδιάζω με όπλα· παρέχω τον κατάλληλο εξοπλισμό⸱ αρματώνω. [Μπαμπινιώτης]
Εφοπλίζω· ως και νυν, οπλίζω τινά εναντίον τινός (Οππιανός, ποιητής. 180 μ. Χ.). [Liddel-Scott] - Ακριβώς όπως και σήμερα.
*
Το μόνο που μας απομένει είναι η ταξική μας συνείδηση και μ' αυτήν πολεμάμε.
*
Αφοπλίζουμε το κεφάλαιο οπλίζοντας την ταξική μας συνείδηση
*