Οδυσσέας Ελύτης
2 Νοεμβρίου, 1911 Ηράκλειο Κρήτης - 18 Μαρτίου 1996, Αθήνα
Σχέδιο (1 από 2 του Ελύτη: Μπ. Ζαφειράτος, 1972.
(Μολύβι σε στρατσόχαρτο, 34 χ 39 εκ.)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
(Αποσπάσματα)
*
Είσοδος
ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ’ τα βουνά — κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει έξω απ’ τα λιμανια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει
Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρώ ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [I – ΧΧVIII]
Ι
ΜΙΑ ΜΕΡΑ τη ζωή που ’χασα, την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού πού με κοίταζε μ αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω-κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα, να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν’ αποκαταστήσω, από τις νύξεις πού έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή πού να ξεπλένει τα αίματα —το άδικο— και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους μου αρέσουν.