Για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Το σημείωμα άλλοτε βιαστικό και ταραγμένο, άλλοτε φλύαρο ή λακωνικό, ακατάληπτο κι ερμητικό, κακογραμμένο κι αδέξιο, ευδιάκριτο ή ξεθωριασμένο. Μπουκαλάκια, φιαλίδια, φιάλες αερίου. Μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες... Με καθορισμένο, πάντοτε, στίγμα.
Καλή στεριά, συνταξιδιώτες...
Ή καλή θάλασσα.
Μερόπη κλείνω τα μάτια μου να θυμηθώ το χώμα που ρούφηξε το αίμα των σκοτωμένων πουλιών στα σπλάχνα του κι έγινε κάπου μιά φωτιά ένας καπνός κι ένα σίδερο πέρα απ’ τη σκόνη των ποταμιών που οι λυγαριές τραγουδάνε. Πάνω στα βραδυνά βουνά αναβοσβύνει ένα άστρο θέλει ν’ αρχίσει το χορό των αηδονιών και των γρύλλων.
Από το βιβλίο: Νίκος Γκάτσος, «Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο» Ίκαρος, Αθήνα 1994, σελ. 25 (ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ)
*
Γράμμα στον Kύριο Νίκο Γκάτσο - Τάνια Τσανακλίδου Στου τραγουδιού την όχθη (1994)
Στίχοι: Γιώργος Ανδρέου
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Το σπασμένο βιολί του κόσμου ακόμα ουρλιάζει
Στα νωπά σπαρμένα χωράφια η μέρα χαράζει
Φαντάροι χορεύουν τις νύχτες σε άδειες ταβέρνες
Δελφίνια στο πέλαγο μόνα, νεράκι στις στέρνες
Νησιά ταξιδεύουν στον ήλιο, κανείς δε μιλάει
Την Άνοιξη όλοι προσμένουν
Κι αυτή προσπερνάει
Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ
Όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις
Από της λύπης τον καιρό
Κι όταν γυρίσεις και σε δω
Μέσα στη στάμνα τη χρυσή νερό να φέρεις
Της λησμονιάς πικρό νερό
Το πιστό σκυλί της Ιθάκης στα πόδια σου κλαίει
Και η καλή, παλιά Περσεφόνη τραγούδια σου λέει
Η φωτιά πληγή που σε καίει ,δε λέει να γιάνει
Το πικρό το όνειρο φταίει του αδελφού Μακρυγιάννη
Πόσο ακόμα ραγιάδες η Κρήτη κι η Μάνη
Σκοτεινές μαυροφόρες, μανάδες στου Οδυσσέα το χάνι
* ΚΡΙΤΙΚΗ Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός, κάποιου πόχει πεθάνει. (Κ. Κ.)
*
Στο Άγαλμα Της Ελευθερίας Που Φωτίζει Τον Κόσμο Ελεγεία και Σάτιρες (1928) (Σάτιρες)
Στίχοι: Κώστας Καρυωτάκης
Μουσική, τραγούδι: Θανάσης Γκαϊφύλλιας (1999)
Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Μονεμβασιά, Πρωτομαγιά 1909 – 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ζωή, ‒ ένα τραύμα
στην ανυπαρξία. 27.VII.68
*
Ο ποιητής απαγγέλλει τη Σονάτα του σεληνόφωτος (1956)
Η Μαρία Χαιρογιώργου - Σιγαρά ερμηνεύει στο πιάνο το Α΄ Μέρος (Adagio Sostenuto) της Σονάτας του Σεληνόφωτος, έργο 27, αρ. 2., του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν
Ο βράχος. Τίποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδερόπετρα.
Πάνοπλη θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία.
Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου
πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο. Οι γριές με τα καζάνια τους
λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους
απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες. Ο ήλιος
αμείλιχτος φίλος με το δόρυ του κατάντικρυ στα τείχη
κι ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία
οπού οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους
με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας
σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. Τα τσακμάκια τους
κροτούν στην κόψη της παλάμης τους σπιθοβολούν.
Εγώ – είπε –
θ’ ανέβω πιο ψηλά, πάνω απ’ τη μαλακή συνέχεια, πατώντας
στον τρούλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησίας με τ’ αναμμένα
μανουάλια. Εγώ
με το γαλάζιο κόκκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια.