Λορέντζος Μαβίλης
6 Σεπτεμβρίου 1860, Ιθάκη - 28 Νοεμβρίου 1912, Δρίσκος, Ιωάννινα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26.ΧI.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)
26 και 28 Νοεμβρίου
6 Σεπτεμβρίου 1860, Ιθάκη - 28 Νοεμβρίου 1912, Δρίσκος, Ιωάννινα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26.ΧI.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)
26 και 28 Νοεμβρίου
1912. Α' Βαλκανικός Πόλεμος. Στις 26/11/1912 ξεκινά η μάχη του Δρίσκου στην Πίνδο. Οι Γαριβαλδινοί (Ιταλοί ριζοσπάστες) εθελοντές που πολεμούσαν στο πλευρό των Ελλήνων αποδεκατίζονται από τις οθωμανικές δυνάμεις. Δυο μέρες αργότερα, στις 28/11/1912, ανάμεσα στους νεκρούς θα είναι και ο Κερκυραίος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, βουλευτής από το 1911.
Μπάμπης Ζαφειράτος
ΜΙΑ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ-ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΩΝ ΣΟΝΕΤΩΝ...
Λουσμένος στου ρυθμού του την παλέτα
Ομορφος, μες στης ποίησης τα χνάρια
Ρίπισε της φωνής του τα βλαστάρια
Εχοντας μόνο του όπλο τα σονέτα.
Ντυμένος με σκουτιά που παλληκάρια
Τα βάψανε σε αίμα από βιολέτα
Ζωγράφισε στων στίχων τα στιλέτα
Οράματα ακοίμητα φεγγάρια.
Με νέα Γλώσσα και ψυχή αρματωμένος
Ανέβηκε ψηλά αποφασισμένος
Βαδίζοντας προς του ήλιου του το δίσκο
Ιδανικός οδηγητής κι οδηγημένος
Λάμνοντας στη φωτιά· και διψασμένος
Ηπιε νερό της Λήθης απ’ το Δρίσκο.
Μπάμπης Ζαφειράτος, 1966
ΛΗΘΗ
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ’ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση∙
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.−
Α δε μπορείς παρά να κλαίς το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν∙
θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.
(Δημοσιεύτηκε το 1899)
ΜΙΑ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ-ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΩΝ ΣΟΝΕΤΩΝ...
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν∙
θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.
(Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη)
Λουσμένος στου ρυθμού του την παλέτα
Ομορφος, μες στης ποίησης τα χνάρια
Ρίπισε της φωνής του τα βλαστάρια
Εχοντας μόνο του όπλο τα σονέτα.
Ντυμένος με σκουτιά που παλληκάρια
Τα βάψανε σε αίμα από βιολέτα
Ζωγράφισε στων στίχων τα στιλέτα
Οράματα ακοίμητα φεγγάρια.
Με νέα Γλώσσα και ψυχή αρματωμένος
Ανέβηκε ψηλά αποφασισμένος
Βαδίζοντας προς του ήλιου του το δίσκο
Ιδανικός οδηγητής κι οδηγημένος
Λάμνοντας στη φωτιά· και διψασμένος
Ηπιε νερό της Λήθης απ’ το Δρίσκο.
Μπάμπης Ζαφειράτος, 1966
ΛΗΘΗ
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ’ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση∙
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.−
Α δε μπορείς παρά να κλαίς το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν∙
θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.
(Δημοσιεύτηκε το 1899)