Θέμος Κορνάρος: 1906 Σίβα, Μεσσαρά Κρήτης - 23 Απριλίου 1970, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 24.IV.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
|
ΚΟΥΜΠΑΡΕ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ
Στον Θέμο ΚΟΡΝΑΡΟ
Κουμπάρε,
σου γράφω σ’ ένα φαρδύ πλατανόφυλλο της Κρήτης,
ζωγραφίζω με γαλάζιο και κόκκινο το θυμό και το έλεος των χεριών σου
πάνω στα πήλινα κανάτια που ανασαίνουν στα παράθυρα των χωριατόσπιτων.
Όλοι ρωτάνε για σένα, κουμπάρε.
Οι ελιές ανθίζουν και σε χαιρετάνε.
Οι πορτοκαλιές φυλάνε τα πιο καλά φεγγάρια τους να φέγγουνε τη θύμησή σου.
Όλος ο λαός κρατάει μ' ευλάβεια μες στα δυο φύλλα της καρδιάς του το όνομά σου
όπως εσύ κρατάς στα δυνατά σου χέρια το Ευαγγέλιο τις Πατρίδας.
Μη μας συνεριστείς, κουμπάρε, που δε σου γράφουμε συχνά.
Εσύ ξέρεις τη σωστή ηλικία των αισθημάτων μας. Δύσκολες μέρες περνάμε.
Πολύ θα το ’θελα να σεργιανούσαμε μαζί την έναστρη ποίηση
μ’ ένα μαντιλάκι ειρήνη στην τσέπη μας για να σκουπίζουμε τα μέτωπά μας
που ιδρώνουν στοχασμό και θαυμασμό στο καλοκαίρι της αδελφοσύνης μας.
Πολύ θα το ’θελα να σεργιανάμε λεύτεροι τον κόσμο
χωρίς να γδέρνονται τα γόνατά μας στα συρματοπλέγματα
χωρίς να σκοντάφτουμε στα πεσμένα δοκάρια των ίσκιων.
Κουμπάρε των βουνών και των πουλιών και των απλών ανθρώπων,
τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό
απ’ το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού
απ’ τη Μακρόνησο στον Άη-Στράτη
δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου
με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου.
Πολλά αντίσκηνα τρύπησαν απ’ τις βροχές και τους ήλιους
πολλές ψυχές τρύπησαν απ’ τις σφαίρες
Έλιωσε το γαλάζιο πουκάμισο και του φετεινού Μάη.
Έλιωσαν τα παπούτσια σου στις πέτρες της εξορίας.
Τώρα ξυπόλυτος περπατάς στην ψυχή μας.
Έρχονται κάποτε στιγμές που τα λουλούδια μυρίζουν ναφθαλίνη
κι όλες τις ώρες το νερό μυρίζει αίμα.