Νίκος Ζαχαριάδης
Γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1903, στην Αδριανούπολη της Τουρκίας.
Αυτοκτόνησε στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, 1 Αυγούστου 1973.
Σχέδιο, Αντώνης Πρωτοπάτσης (Μυτιλήνη, 1897 - Αθήνα, 1947)
Γιάννης Ρίτσος
Ο Σύντροφός μας
Νίκος Ζαχαριάδης
Ήρθες απ’ του Νταχάου τα συρματοπλέγματα
ήρθες απ’ τη δεκάχρονη σκλαβιά
όπως έρχεται ο ήλιος απ’ την πόρτα της νύχτας.
Ήρθες μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
εσύ αρχηγός δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με το παιδιάστικο χαμόγελό σου ανίσκιωτο
σαν ένα γαρούφαλλο στην κουμπότρυπα του πόνου μας
μονάχα με τον ήλιο της ψυχής σου κρεμασμένον
σα φυλαχτό στον κόρφο του λαού μας.
Ήρθες χωρίς παράτες με τα σκονισμένα σου μαλλιά
καθώς κ’ Εκείνος μπήκε στα Ιεροσόλυμα με σκονισμένα ματόκλαδα
δίχως σημαίες και δίχως τύμπανα πάνου σ' ένα άσπρο γαϊδουράκι
κρατώντας μες στο φωτεινό του χέρι ένα κλαδάκι πικροδάφνη.
[...]
«Αρχηγέ μας
καλώς μας ήρθες απ’ τα πέρατα του πόνου και της δόξας
στη ματωμένη μας πατρίδα καλώς ήρθες.
Από δω μέσα σύντροφε σου σφίγγουμε το χέρι
κι από δω μέσα σύντροφε σου δίνουμε τον όρκο μας
να πολεμάμε για το φως και για το δίκιο
καθώς πολέμησες και συ λεύτερος πίσω απ' τα κάγκελα
καθώς μας έμαθες εσύ να πολεμάμε
με το σπαθί της λευτεριάς ακονισμένο στην καρδιά σου
ακονισμένο στην καρδιά σου πούναι και καρδιά μας.»
............................................................................................................
[...]
Ήρθες.
Και κάπου εκεί στην Κοκκινιά σ’ ένα καλύβι ασβεστωμένο
που η μάντρα του δέκα βολές γαζώθηκε απ’ το ντουφεκίδι
που η πόρτα του δέκα βολές βάφτηκε μ’ αίμα απ’ την κορυφή ως τα νύχια
και κάπου εκεί σ’ ένα καμένο σπίτι στα Καλάβρυτα
που απόμειναν στους μαύρους τοίχους του όλο-όλο τρία γράμματα
αυτά μονάχα: Κ.Κ.Ε.
σαν το μονόγραμμα της λεβεντιάς σαν τρία κόκκινα άστρα
τρεις παπαρούνες της δικιάς μας άνοιξης
και κάπου εκεί σ’ ένα καλύβι σιωπηλό της αντρειωμένης Ρούμελης
σ’ ένα καλύβι του Μωριά σ’ άλλο της Ήπειρος
ένας λεβέντης λέει: «νιώθω τα μπράτσα μου πιο δυνατά»
ένα κορίτσι λέει: «νιώθω το γαίμα μου πιο κόκκινο»
ένα παιδάκι λέει: «νιώθω δυο σπιθαμές ψηλότερος»
μια χήρα μάννα μες στα μαύρα σκύβει πάνου απ’ τα ορφανά της
και λέει σφουγγίζοντας τα μάτια της: «ήρθε ο πατέρας σας παιδιά μου»
κι η Λευτεριά σου λέει: «καλώς το το παιδί μου»
κ' εγώ σου στέλνω τούτο το τραγούδι απ’ την ψυχή ολωνώνε μας
για να σου πει το «καλωσόρισες» αδέρφι της ψυχής μας.
Αθήνα. Μάης 1945
Γιάννης Ρίτσος
(Γιάννης Ρίτσος, Ο Σύντροφός μας, Γκοβόστης 1945)
Εδώ τρία αποσπάσματα: Αρχή (σ.5), μέση (σ.7) και το τέλος (σ.10)
*