ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Το σημείωμα άλλοτε βιαστικό και ταραγμένο, άλλοτε φλύαρο ή λακωνικό, ακατάληπτο κι ερμητικό, κακογραμμένο κι αδέξιο, ευδιάκριτο ή ξεθωριασμένο. Μπουκαλάκια, φιαλίδια, φιάλες αερίου. Μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες... Με καθορισμένο, πάντοτε, στίγμα. Καλή στεριά, συνταξιδιώτες... Ή καλή θάλασσα.
Από Lenin Reloaded
Στην ανθρώπινη ιστορία, ο
γνωστικισμός --και συγκεκριμένα, η αιρετική θεωρία ενός κακού δημιουργού--
προηγήθηκε κατά αιώνες της αθεΐας. Οι άνθρωποι βρήκαν πολύ πιο εύκολο το να
πιστεύουν σε έναν κακό Θεό απ' το να μην πιστεύουν σε κανένα.
Με τον καπιταλισμό, που
διαδέχθηκε τη θρησκεία στη σφαίρα της μεταφυσικής πίστης, ισχύει ακριβώς το
ίδιο.
Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο
έτοιμοι να αποδεχτούν κάθε τσαρλατανική ιδέα περί "ανήθικων",
"διεφθαρμένων" ή "ανίκανων" καπιταλιστών παρά την απλή
και τρομακτική αλήθεια ότι ο καπιταλισμός είναι το ίδιο πέρα από το καλό και
το κακό όπως και ένας σεισμός, με την μοναδική διαφορά ότι αυτό το πέρα από
κάθε ηθική δεν τον απομακρύνει ούτε σπιθαμή από την ανθρώπινη ευθύνη, η οποία
απουσιάζει για τα κοσμογονικά φυσικά φαινόμενα που δεν οφείλονται σε
ανθρώπινες αλλαγές. |
Το αίτημα των πολυεθνικών (… και της Ε.Ε. των
πολυεθνικών):
«Θα μπορούσαμε να καταβάλλουμε από 250 ως 300 ευρώ για ολιγόωρη απασχόληση τρεις ή τέσσερις ημέρες την εβδομάδα»
Ο Γ.Γ. ΥΠ.ΟΙΚ ορκίζεται: «Ουδέποτε ζήτησα μείωση του κατώτατου μισθού»
Ο ΥΠ.ΕΡ.Κ.Α.Π αγορεύει πως: «Δεν θα μειωθεί ο κατώτερος μισθός»
Η Κομισάρια και των δύο, πρώτα ήξεις: «Δεν αποκλείεται περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού», και μετά αφήξεις: «Κατηγορηματικά αντίθετη στη μείωση του κατώτατου μισθού»
Κουβέντα να γίνεται, βέβαια, αφού:
Τα Μνημόνια κόβουν:
2. ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΙΣΘΩΝ (σελ. 518), αλλά
και
Οι πολυεθνικές ράβουν: |
Συνένοχοι;
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Τα γεγονότα
τρέχουν με την ταχύτητα του χρέους, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια.
Και τα δυο λόγια που ετοιμάζεσαι να αφήσεις σαν
τελευταίο ασπασμό στα παλληκάρια της Λάρισας ηχούν κούφια.
Μπερδεύονται με τις παραινέσεις εκείνων που μας
καλούν να αντέξουμε σήμερα τις «θυσίες», για να μας ζητήσουν αύριο
μεγαλύτερες.
Και αθωώνουν τις ρητορείες αυτών που «ερμηνεύουν»
την κοινωνία με την οικονομίστικη λογική
του χρέους.
Η φονική πολιτική που κόστισε τη ζωή στα δυο νέα
παιδιά, και έστειλε άλλα τρία στην εντατική να χαροπαλεύουν, δεν σχεδιάστηκε
από αρειανούς.
Την χάραξαν οι ισχυροί του κεφαλαίου στα σαλόνια
της ΕΕ. Την εφαρμόζουν τα πειθήνια όργανά τους που παριστάνουν τις
κυβερνήσεις στις χώρες-μέλη της.
Την επιτρέπει η σιωπή μας. Που υποθάλπει γιάπηδες
τύπου Τζήμερου να ελεεινολογούν για «έλλειψη παιδείας, επειδή κανένας δεν τους δίδαξε τις ιδιότητες του μονοξειδίου του άνθρακα», και
ανέχεται υστερικά φαινόμενα τύπου Άδωνι να «επιχειρηματολογούν» πως δεν είναι «αποτέλεσμα πολιτικής που πήραν την ψησταριά και την έβαλαν μέσα».
Το τραγικό συμβάν της Λάρισας δεν είναι ένα ατυχές
περιστατικό. Έχει ονοματεπώνυμο. Λέγεται Καπιταλιστική Βαρβαρότητα.
Είναι το τέρας του κεφαλαίου που τρέφεται
με φτωχούς, άνεργους, νέους, ηλικιωμένους.
Είναι ο διαρκής πόλεμος που έχουν κηρύξει
οι κεφαλαιοκράτες στον κόσμο της εργασίας.
Είναι
ένα αποτρόπαιο έγκλημα.
Η
αποσιώπηση των αιτίων του μας καθιστά συνενόχους.
|
Στους Υπουργούς
Ανεργίας, Εικονικής Οικονομίας και Υπανάπτυξης,
αφιερωμένο εξαιρετικά,
τώρα που οι Σκουριές και το Στρατώνι δεν βρίσκονται στη Χαλκιδική, αφού μετακόμισαν στα Τάρταρα
«Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι. Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά, μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει» ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, FATA MORGANA (ΤΡΑΒΕΡΣΟ, 1975) Δείτε εδώ: 2. Μπορεί να αξιοποιηθεί σε όφελος του λαού 3. Οι Σκουριές και η «σκουριά» της «μαυρίλας»! Και εδώ: 1. Η σιωπή δεν είναι χρυσός 2. Για ποια επένδυση μιλάμε; 3. Σκουριές Χαλκιδικής: Εικόνα από το μέλλον 4. Το φράγμα Χαβρία και τα μεταλλεία Κασσάνδρας Αλλά και εδώ: Ινδονησία: Ένα πολύ κοντινό μας παράδειγμα * Οι φωτογραφίες δείχνουν μόνο την όαση από την αυριανή έρημο |
Γιατί δεν με προειδοποίησες νωρίτερα
να ζήσω τουλάχιστον λίγο πιο συνετά;
Ένα σημάδι Σου θα μου ήταν αρκετό.
Πώς με άφησες να τρέφω ψευδαισθήσεις;
Μήπως τα του Οίκου Σου δεν νοιάστηκα;
Δεν ήμουν συνεπής;
Δεν ποίησα τις εξι ημέρες, ανελλιπώς, πάντα τα έργα Σου;
Ακόμα και την έβδομη Σου αφιέρωσα —θου Κύριε.
Σε αμφισβήτησα ποτέ; Είχα επιθυμίες παράλογες;
Κοντολογίς, δεν τήρησα όλες τις εντολές Σου κατά γράμμα;
Τι άλλο ήθελες να κάνω;
Γιατί με δοκιμάζεις, Κύριε;
Το μόνο που μπορείς να μου καταλογίσεις, Κύριέ μου,
είναι που άνθρωποι είμαστε,
και ως εκ τούτου παρασύρθηκα
από μικρές γήινες απολαύσεις υλικές.
Μπορεί να φόρτωσα τον προϋπολογισμό μου λιγάκι πιο πολύ
ζητώντας κάποιο δάνειο μικρό
—Σου το επέστρεφα άλλωστε και με το παραπάνω—
όμως, Εσύ μου επέτρεψες αυτό το βάρος να σηκώσω.
Ωστόσο, χάρη, Κύριε, πρώτα στη Χάρη Σου
και ύστερα σε αυτές τις μικροαπολαύσεις
στάθηκα πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων.
Κι όταν απείχα (τρόπος του λέγειν)
σπάνια απ’ τα καθήκοντά μου,
το έπραξα, γνωρίζεις, με βαριά καρδιά
γιατί δεχόμουν αφόρητες πιέσεις, Κύριε.
Και όπως πολύ καλά ξαναγνωρίζεις, Εσύ, ος τα πανθ’ οράς,
έπρεπε να το πράξω, για να σε προστατεύσω, Κύριε,
—και να προστατευτώ κι εγώ μαζί Σου—
Εσένα που τόσες προσβολές έχεις δεχτεί
από τους βλάστημους που πιάνουνε επί ματαίω το όνομά Σου,
και επιβουλεύονται τη θέση Σου,
αμφισβητούνε αυτό το περιβάλλον που δημιούργησες για εμάς
με τη σοφία Σου.
Ε, και στο κάτω κάτω της γραφής
δεν έκανα το έγκλημα του Κάιν.
Τον αδελφό μου, τον πλησίον, τον συνάνθρωπο
αγάπησα —Συ είπας Κύριε—,
κρατώντας, βεβαίως, αποστάσεις.
Σεβάστηκα του διπλανού μου το δικαίωμα να σε αμφισβητεί,
αν και ο συνάνθρωπος δεν συμμερίστηκε ομοίως το δικό μου.
Ουσιαστικά δεν έλειψα ποτέ από το πόστο μου,
που θα μπορούσα, εφόσον Εσύ αφήνεις περιθώρια.
Μα δεν το εκμεταλλεύτηκα ποτέ, ούτε και το επικαλέστηκα.
Και στις πιο δύσκολες συνθήκες,
και οδοιπόρος και ασθενής
στάθηκα πλάι σου να σε υπηρετήσω αγόγγυστα,
πολλές φορές και εξ αποστάσεως,
εν μέσω μεγάλων κρίσεων,
που τις περνάω με στερήσεις,
όποτε Εσύ κρατάς τον Οίκο σου κλειστό.
Και, Κύριε, πώς και γιατί εξαντλείς την Κρίση Σου
σε μας τους συνεπείς;
Κι οι άλλοι; Πώς θα τιμωρηθούνε αυτοί; Και πότε;
Σε τούτη ή στην άλλη Παρουσία;
Γιατί γίνεσαι τόσο άδικος μαζί μου;
Γιατί εμένα, Κύριε;
Δεν μου ταιριάζει η τιμωρία που μου επιφύλαξες.
Εγώ, κοίταζα πάντα τη δουλίτσα μου.
Πώς γίνεται να χάνω τώρα τη δουλειά μου;
Πώς;
Αλλά από ’δω και πέρα
εσύ τη δουλίτσα σου κι εγώ τη δουλειά μου!
Γιατί πολύ καλά το ξέρεις
—και κατά βάθος το ήξερα κι εγώ—
πως μόνο χάρη σ’ εμένα υπάρχεις, κύριε!
Μπάμπης
Ζαφειράτος, Φεβ. 2013
(Εδώ αποτυπώνεται η Β΄ γραφή, που δημοσιεύτηκε τον Ιαν. 2021)
____________
Πίνακας: Ρενέ
Μαγκρίτ (Βέλγιο, Βρυξέλλες, 1898-1967)
Ο ψεύτικος καθρέφτης (Le faux miroir, 1928)
Museum of Modern Art (MoMA), New York City (Λάδι σε καμβά, 54x80.9 cm)
Κρίση Μπάμπης Ζαφειράτος Ποίημα Ποίηση
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
–1η θέση με 14,6% ανεργία. (ΕΕ 8,7%)
–Οι άνεργες γυναίκες κάτω των 24 ετών είναι 37%, σχεδόν διπλάσιες από τους άνεργους άνδρες (20%).
–250.000 δουλεύουν στο σπίτι και σε δουλειές που δεν καταγράφονται (άτυπες μορφές εργασίας).
ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
–876.000.000 αναλφάβητοι. Τα 2/3 είναι γυναίκες.
–20% πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού στην οικογένεια. Χιλιάδες απ’ αυτές χάνουν τη ζωή τους.
–600.000 το χρόνο πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του τοκετού από έλλειψη σωστής φροντίδας.
–Εκατομμύρια ανήλικα κορίτσια οδηγούνται σε αναγκαστικούς γάμους, και δεκάδες χιλιάδες πουλιούνται ως σεξουαλικές σκλάβες.
–2.000.000 κορίτσια το χρόνο υποβάλλονται σε ακρωτηριασμό των γεννητικών τους οργάνων.
–Κάθε 6 λεπτά στις ΗΠΑ βιάζεται μια γυναίκα.
|
*
«Καπιταλισμός είναι η καταπληκτική
δοξασία κατά την οποία οι πιο αχρείοι άνθρωποι θα κάνουν τα πιο ανήθικα
πράγματα για το μέγιστο καλό του συνόλου των συνανθρώπων τους».
ΛΟΡΔΟΣ ΤΖΩΝ ΜΕΫΝΑΡΝΤ ΚΕΫΝΣ (1883-1946)
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ
Καρλ Μαρξ (1818-1883) - Φριντριχ Ενγκελς (1820-1895)
«ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΝΕΚΡΟΙ», έλεγε πριν από 70τόσα χρόνια ο λόρδος Κέυνς. Kαι υποστήριζε (αντίθετα από τους οικονομικούς φωστήρες της εποχής του) ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις δυνάμεις της αγοράς να ανασύρουν τις καπιταλιστικές οικονομίες από την υφεση στην οποία οι ίδιες οδηγούσαν. Θεωρούσε, ακόμα, ότι οι άνεργοι μιας χώρας δεν πρέπει να περιμένουν υπομονετικά το θάνατό τους −η λαϊκή σοφία το λέει: ζήσε μαύρε μου να φας το Μάη τριφύλλι−, ώσπου να καπνίσει της αγοράς να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα τους επιτρέψουν να ξαναβρούν δουλειά.
Πρότεινε λοιπόν την κρατική παρέμβαση με στόχο να αυξήσει την ενεργό ζήτηση, ώστε να ξαναπάρει μπρος η παραγωγική μηχανή.
«Στον καπιταλισμό −έλεγε όχι ο επαναστάτης Μαρξ, αλλά ο αστός Κέυνς− δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός ασφάλειας. Μόνο η κρατική παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει την οικονομία σε περιόδους ύφεσης. Δηλαδή δημόσιες επενδύσεις, ρυθμίσεις και μέτρα κοινωνικής προστασίας, παρεμβάσεις υπέρ των αδυνάτων. Η πραγματική ανάπτυξη βασίζεται στα εγχώρια κεφάλαια, που προέρχονται από την εθνική αποταμίευση. Η οικονομία της αγοράς, από μόνη της, είναι αδύνατον να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής σταθερότητας, επειδή στην καρδιά του καπιταλισμού φωλιάζει η αβεβαιότητα και όχι η σιγουριά».
Και συνέχιζε: «Τα σημαντικά σφάλματα της οικονομικής κοινωνίας στην οποία ζούμε είναι η αποτυχία της να εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση και η αυθαίρετη και άνιση διανομή του πλούτου και των εισοδημάτων».
Κατά τον Κέυνς, λοιπόν, το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει προστατεύοντας την εργασία και μειώνοντας δραστικά τις εισοδηματικές ανισότητες. Η αγορά από μόνη της δεν μπορεί να αυτορυθμιστεί, η ανάκαμψη δεν πρόκειται να φανεί ποτέ.
Άλλωστε από τότε πίστευε για το Μεγάλο Κραχ του 1929 ότι «Οι ρίζες του κατακλυσμού βρίσκονται στην ουτοπική προσπάθεια με την οποία ο οικονομικός φιλελευθερισμός θέλησε να δημιουργήσει ένα σύστημα αυτορυθμιζόμενης αγοράς». Βέβαια, αν η ΗΠΑ δεν έμπαιναν στον πόλεμο δεν θα είχαν βγει από την κρίση (μάλλον δεν θα είχε τελειώσει ακόμη) και ο λόρδος θα είχε τινάξει ταυ μυαλά του στον αέρα.
Μετά ο λόρδος πήγε να γνωρίσει τον σύντροφο Μαρξ (με τον οποίον δεν είχε συναντηθεί ποτέ, αφού γεννήθηκε τη χρονιά που πέθανε εκείνος) σ’ έναν κόσμο όπου έχει λύσει για πάντα όλα τα προβλήματα του Κεφαλαίου, της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, και όπου όλοι κυκλοφορούν χωρίς τσέπες.
Εκεί ίσως ψιλοκουβεντιάζουν ακόμα για την παγκοσμιοποίηση, όπως την περιέγραφε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο του ο θείος Κάρολος:
«Η ανάγκη για μια αγορά που εξαπλώνεται ολοένα προκειμένου να διοχετευτούν τα προϊόντα της, καταδιώκει την αστική τάξη σε όλη τη γήινη σφαίρα. Υποχρεώνεται να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να εγκαθιδρύει σχέσεις παντού».
Κι ακόμα: «Η σύγχρονη αστική κοινωνία, που έχει ως διά μαγείας παρουσιάσει τέτοια γιγαντιαία μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με τον μαθητευόμενο μάγο που δεν είναι πια σε θέση να ελέγξει τις υποχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος επικαλέστηκε με τα τεχνάσματά του».
Μιλώντας δε για τις περιοδικές εμπορικές κρίσεις, αναφέρει: «Και πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; Αφ’ ενός με την καταστροφή ενός αριθμού παραγωγικών δυνάμεων· αφ’ ετέρου, με την κατάκτηση νέων αγορών και την πληρέστερη εκμετάλλευση των παλαιών. Σαν να λέμε, προετοιμάζοντας κρίσεις ακόμα πιο εκτεταμένες και ολέθριες, και περιορίζοντας τα μέτρα για την αποτροπή τους».
Κι ο λόρδος Τζων, όμως, είχε φοβηθεί αυτό το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό μοντέλο, αφού είχε αντιπροτείνει μια παγκόσμια οικονομική συνεργασία −επειδή ακριβώς απεχθανόταν τον παγκόσμιο και χωρίς έλεγχο οικονομικό ανταγωνισμό−, προσπαθώντας, όπως έλεγε, να συνδυάσει «την οικονομική αποτελεσματικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την πολιτική ελευθερία».
Στο μεταξύ, οι θεωρίες του διδάσκονταν ήδη στα Πανεπιστήμια, δυο-τρεις γενιές οικονομολόγων μεγάλωσαν μ’ αυτές, χώρες και χώρες βγήκαν απ’ τη φτώχεια, στρατιές ανέργων την έβγαλαν καθαρή για κάμποσους Μάηδες. Το τριφύλλι έφτασε για καμιά πενηνταριά χρόνια.
Και τότε ενσκήπτει στην αγορά η περίφημη Σχολή του Σικάγου (το 1950 έχει ήδη ξεθάψει τον Άνταμ Σμιθ) στην πόλη όπου οι οικονομικές μελέτες του Αλ Καπόνε μύριζαν ακόμα νοθευμένο ουίσκυ. Κι έτσι, ο Νεοφιλελευθερισμός, από περιθωριακό κάποτε κίνημα, έγινε η κυρίαρχη ιδεολογία της δεκαετίας του 70.
Για την νέα «θρησκεία», ο Κέυνς είναι μάλλον ένας επικίνδυνος μαρξιστής! Αλλιώς γιατί παντρεύτηκε με την πρώτη μπαλαρίνα των Μπαλέτων Ντιαγκίλεφ;!
«Αυτός ο τύπος θα μας διαλύσει την αγορά, έτσι όπως το πάει. Ε, δεν είναι και λίγος μισός αιώνας βασιλείας του! Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους... », είπε το 1973 με την κρίση του πετρελαίου ένας λαμπρός αστήρ, ο κ. Μίλτον Φρήντμαν, ο οποίος είχε μπει στο μεταξύ στα πανεπιστήμια ως διδάκτωρ και είχε γίνει το νέο κατεστημένο στους κύκλους της Wall Street. «Αυξάνουν –είπε− τα ελλείμματα, τρέχει ο πληθωρισμός, ξεχάστε πια τον Λόρδο, ότι έγινε έγινε, το κράτος δεν μπορεί να κάνει τον εμποράκο, οι βιομήχανοι δεν αντέχουν άλλο τον πατρικό εναγκαλισμό του, ήγουν πάμε γι’ άλλα». Και τσουπ, το 1976 τον χρήζουν και με Nobel.
Και με αυτό το νόμπελ λήγει πλέον οριστικά η «Εποχή Κέυνς» (1945-1975).
Αξίζει ίσως εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση και να πούμε ότι το Ίδρυμα Νόμπελ και οι κληρονόμοι του βρίσκονται στα μαχαίρια, αφού ο Νόμπελ δεν ανέφερε ποτέ στη διαθήκη του την επιθυμία του για τη θέσπιση βραβείου για την οικονομία, ούτε όμως και το απαγόρευσε όπως είχε κάνει με τα μαθηματικά. Σχετικά με αυτό οι κληρονόμοι του Νόμπελ υποστηρίζουν ότι δεν τη θεωρούσε καθαρή επιστήμη και άξια να βραβεύεται με μία υψηλού κύρους διάκριση. Την άποψη αυτή τη συμμερίζονται και άλλοι, κυρίως εκπρόσωποι κλάδων μη αμφισβητούμενης επιστημονικότητας (φυσική, χημεία). Κάποιοι μάλιστα φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν την κατάργηση του βραβείου, ανάμεσα τους και ένας μακρινός εγγονός του Νόμπελ, ο Πίτερ Νόμπελ, δικηγόρος ασχολούμενος με θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υποστηρίζεται επίσης ότι η βράβευση με το βραβείο αυτό μπορεί να εμπεριέχει πολιτικές σκοπιμότητες καθώς τα οικονομικά αποτελούν κοινωνική επιστήμη. Το ζήτημα πάντως δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ρόμπερτ Μέρτον και Μάιρον Σόουλς, οι οποίοι πήραν νόμπελ το 1997 «για την ανάπτυξη μίας νέας μεθόδου προσδιορισμού της αξίας χρηματοοικονομικών παραγώγων». Την επόμενη χρονιά, το 1998, –ένα χρόνο πριν ξεσπάσουν τα μεγάλα σκάνδαλα με τις κομπίνες της Άρθουρ Άντερσεν και την κατάρρευση της Enron− οι νομπελίστες Μάιρον Σόουλς και ο Ρόμπερτ Μέρτον έχασαν τις οικονομίες τους όταν το Long-Term Capital Management, μια εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων (hedge fund) βασισμένη στις ιδέες τους περί ορθολογικής αγοράς, τινάχτηκε στον αέρα. Κλέινει η παρένθεση.
Για να φτάσει μέχρι εδώ ο κύριος "αυτορύθμιση", και σύμβουλος του Πινοσέτ, το «σύστημα» του παρείχε τα πάντα: περιοδικό, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, ίδρυμα, έδρα στο πανεπιστήμιο, διαλέξεις...
Τον ασπάζεται ο k. Ρήγκαν, τον ερωτεύεται η k. Θάτσερ, τον έχουν ήδη σπουδάσει στο Αμερικάνικο Kολλέγιο Αθηνών (της Αθήνας!) ο k. Manos και ο k. Giannos και o k. Alogoskoufis, και όλοι μαζί −σοσιαλίζοντες νεοφιλελεύθεροι και νεοφιλελευθεριάζοντες σοσιαλιστές− σαλπίζουν επίθεση.
Θάνατος σε κάθε τι κρατικό. Ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση των αγορών, μεταφραζόμενα στα καθ’ ημάς με ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΟΑ... Δώσε! 10, 11,... 20,... 120%. (Αυτό το τελευταίο ποσοστό δεν είναι φανταστικό, αφού παλιότερα ο σοσιαλφιλελεύθερος k. Nikos, ο Christodoulakis, «θα ιδιωτικοποιούμε επ’ άπειρον!» είχε πει, αλλά δεν το θυμάται και τώρα κατηγορεί τον k. Alogoskoufis για θατσερισμό).
Η νέα «νέα εποχή» της Πολιτικής των Ελευθέρων Θυρών, του laissez faire- laissez passer −«μπάτε σκύλοι αλέστε» σε ελεύθερη απόδοση− έχει παραβιάσει τις πόρτες μας.
Και σίγουρα αυτό το σύστημα μιας ανεξέλεγκτης αγοράς δεν έχει συμβάλει ούτε στο ελάχιστο στην άρση των ανισοτήτων και στη δίκαιη αναδιανομή πόρων. Το αντίθετο μάλιστα.
Η οικονομία του λόρδου Τζων Μέυναρντ Κέυνς, στην οποία στηρίχτηκαν οι πολιτικές των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων μετά τον πόλεμο, δηλαδή ιδιωτική πρωτοβουλία με ισχυρό κοινωνικό κράτος και αυξημένη συμμετοχή των συνδικάτων, αργά αλλά σταθερά ξεθεμελιώνεται.
Ο αυτοματισμός των αγορών απορρυθμίζει την κοινωνία, κι ο αυτισμός των αγοραίων της εξουσίας, ρυθμίζει τις τύχες μας.
Από την κραταιά αυτοκρατορία της k. Θάτσερ, ως την αυτοκρατορικά γαλαντόμα ενίσχυση των τραπεζών του k. Μπράουν, από την ισχυρή Ελλάδα του k. Simitis, μέχρι την επανίδρυση του ελληνικού κράτους, την οποία υποσχέθηκε ο k. Karamanlis, και από το βασίλειο των Μπερλουσκόνι, Σαρκοζί, Θαπατέρο, Μέρκελ και των άλλων μυθικών της Νέας Τάξης, η εργασία βρίσκεται υπό διωγμόν, οι στρατιές των ανέργων μεγαλώνουν, οι πολίτες λυγίζουν κάτω από την πίεση που ασκούν τα διάφορα «κέντρα» με τα «αποκρυφιστικά αρκτικόλεξα: ΕΕ, ΔΝΤ, G8, WTO, NAFTA, FTAA…»
Και τώρα, τι μέλλει πια γενέσθαι; Θάβουμε τον κόσμο της εργασίας και μένει η οικονομία μόνη της για να αυτορυθμιστεί; Ή προλαβαίνουμε να ξεθάψουμε τον λόρδο και να τον ρωτήσουμε πώς έληξε η κουβεντούλα με τον προλετάριο εκεί στους Άυλους Τόπους;
Κι εμείς, πώς θα πορευτούμε, αφού η παντοδύναμη «αόρατη χειρ» του Άνταμ Σμιθ δεν μπορεί να βάλει το... χέρι της στην αγορά και να μας σώσει; Ποιος θα μας τείνει χείρα βοηθείας με... τριφύλλι, αφού μεσοπρόθεσμα −μέχρι το Μάη, δηλαδή− θα είμαστε όλοι νεκροί;
Μάλλον όμως, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, πριν εξαϋλωθούμε, είναι να ξανασκεφτούμε ότι «Οι προλετάριοι δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, εξόν τις αλυσίδες μας. Κι έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε».
Ακόμα κι αν έχουμε φροντίσει οι ίδιοι να αγοράσουμε αυτές τις αλυσίδες με τις πιστωτικές μας κάρτες.
Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:
Καρλ Μαρξ - Φριντριχ Ενγκελς: Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετάφραση, Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης. (Εκδόσεις Ερατώ, 1997).
ΤΖΩΝ ΜΕΫΝΑΡΝΤ ΚΕΫΝΣ: Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος. Μετάφραση, Θανάσης Αθανασίου, Επιστημονική Επιμέλεια-Θεώρηση, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος. (Εκδόσεις Παπαζήσης, 2001).
Σημείωση 2: Ο Κέυνς από τον Zachary Pullen, σκιτσογράφο του λογοτεχνικού ενθέτου «The New York Times Book Review» (Το ΒΗΜΑ, 17/02/2002). Ο Μαρξ, επίσης από Το ΒΗΜΑ, 19/11/2000, χωρίς αναφορά σε καλλιτέχνη.
|