Πάμπλο Νερούδα
100 Σονέτα του Έρωτα
Cien Sonetos de Amor (1959)
Δ. Νύχτα
Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIX – C)
Πρόλογος –
Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης
Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Με το ισπανικό κείμενο
Τα υπόλοιπα εδώ:
Α. Πρωί - Β. Μεσημέρι - Γ. Απόγευμα
Πρώτες δημοσιεύσεις 49 σονέτων
Πάβλο
Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο 12 Ιουλ. 2024
Σχέδιο (2ο από 2 του Νερούδα), Μπάμπης Ζαφειράτος, 23.IX.2016 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)
23 Σεπ. 2022 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 12 Σονέτα του Έρωτα
12 Ιουλ. 2022 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 11 Σονέτα του Έρωτα
Το αντικείμενο του πόθου (του)
Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα.
[…] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας.
(Σονέτο XXXII, Πρωί)
Τα 100 Σονέτα του Έρωτα (Cien Sonetos de Amor) γράφτηκαν για τον μεγάλο έρωτα του Νερούδα, την Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urrutia Cerda, Τσιγιάν -Chillán, 5 Μαϊου 1912 – Σαντιάγο, 5 Ιανουαρίου του 1985). Είναι η τρίτη σύζυγος του Πάβλο Νερούδα, από το 1966 μέχρι το θάνατό του το 1973, η οποία εργαζόταν ως φυσιοθεραπεύτρια στη Χιλή και ήταν η πρώτη γυναίκα παιδοθεραπεύτρια στη Λατινική Αμερική.
Η σχέση του ποιητή με την Ματίλντε, «παράνομη» αρχικά, κρατήθηκε μυστική και οι συναντήσεις τους γίνονταν στο σπίτι τους στο Σαντιάγο, το καταφύγιό τους (μουσείο σήμερα), τη La Chascona (αυτή με τα ατίθασα, τα ανυπότακτα, τα ανακατεμένα μαλλιά, τα μαλλιά αφάνα που λέμε). Εκεί βρίσκεται και το διπλό πορτρέτο της Ματίλντε –έργο του Διέγο Ριβέρα– όπου «κρυμμένο» μέσα στα κόκκινα σγουρά μαλλιά βρίσκεται το προφίλ του Νερούδα.
Διέγο Ριβέρα, La Chascona (1953)
ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΑΪΔΟΥΡΙΝΗ ο Διέγο ο Ριβέρα
στα χρώματά του έψαχνε το σμαραγδί του δάσους,
το βερμιγιόν, το απρόσμενο, το αιμάτινο λουλούδι,
σύναζε στο πορτρέτο σου το φως όλου του κόσμου.
(Σονέτο LXXVI, Απόγευμα)
Τα 100 Σονέτα πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Αργεντινή το 1959.
Η Ματίλντε με τον Νερούδα είχαν πρωτοσυναντηθεί στο Σαντιάγο το 1946 και ξανά στο Μεξικό το 1949, όπου ο ποιητής βρισκόταν εξόριστος επειδή ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής.
Η Ματίλντε ήταν η μούσα του για μια ακόμη σύνθεση, πριν από τα Σονέτα: Los versos del capitán (Οι στίχοι του Καπετάνιου, 1951). Το βιβλίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1952, ανώνυμα, για να μην πληγωθεί η δεύτερη συζυγός του, από το 1943-1966 (κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του), Δέλια δελ Καρίλ, ενώ με το όνομά του δημοσιεύτηκε στη Χιλή το 1963, όπου ο ποιητής, εν είδει προλόγου, σημειώνει:
Επεξήγηση
Η ανωνυμία αυτού του βιβλίο πολύ συζητήθηκε. Ωστόσο, εκείνο που πάλευα μέσα μου ήταν αν έπρεπε ή όχι να το απομακρύνω από την αρχική του προέλευση: Tο να αποκαλύψω την καταγωγή του σήμαινε να φανερώσω τη σχέση που το γέννησε. Και δεν μου φαινότανε ότι μια τέτοια ενέργεια ήτανε συνεπής στα εκρηκτικά συναισθήματα του έρωτα και του πάθους, μέσα στο αποκαρδιωτικό και φλεγόμενο τοπίο της εξορίας που του έδωσε ζωή.
Από την άλλη, πιστεύω ότι όλα τα βιβλία θα έπρεπε να είναι ανώνυμα. Αλλά, ανάμεσα στο να αφαιρέσω από όλα τα δικά μου το όνομά μου ή να το παραδώσω σε κάτι πιο μυστηριώδες, τελικά υπέκυψα, αν και χωρίς μεγάλη προθυμία.
Οπότε, γιατί κράτησε τόσον καιρό αυτό το μυστήριο; Για το τίποτα και για όλα, για το κοντινό και το απόμακρο, για τις ξένες χαρές, για τον ξένο πόνο. Όταν ο Πάολο Ρίτσι, σύντροφος φωτισμένος, το τύπωσε για πρώτη φορά στη Νάπολη το 1952, σκεφτήκαμε ότι εκείνα τα λιγοστά αντίγραφα, που τα φρόντισε και τα ετοίμασε με περισσή επιμέλεια, θα εξαφανίζονταν χωρίς να αφήσουνε ίχνη στην άμμο του νότου.
Δεν έγινε έτσι. Και η ζωή που διεκδίκησε το εκρηκτικό μυστικό του, μου το επιβάλλει σήμερα σαν παρουσία ενός ακλόνητου έρωτα.
Παραδίδω, λοιπόν, αυτό το βιβλίο χωρίς άλλες εξηγήσεις, σαν να ήταν και να μην ήταν δικό μου: Αρκεί που θα μπορούσε να ταξιδέψει μόνο του στον κόσμο και να τα βγάλει μόνο του πέρα. Τώρα που το αναγνωρίζω, ελπίζω πως το ξέφρενο αίμα του θα με αναγνωρίσει επίσης.
Πάβλο Νερούδα
Ίσλα Νέγρα, Νοέμβριος 1963
Μετά το θάνατο της Ματίλντε κυκλοφόρησε το βιβλίο της, Η ζωή μου με τον Πάβλο Νερούδα (1986).
________________
Κεντρική φωτό: Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα. […] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας (σονέτο XXXII κάτω).
Δυο λόγια για τα 100 Σονέτα και τη μετάφραση
Αυτά τα 100 σονέτα στο μόνο που θυμίζουν… σονέτο είναι η μορφή των τεσσάρων στροφών (4-4-3-3). Δεν έχουν δηλαδή ούτε τη ρίμα –ευτυχώς για μας– ούτε τον αυστηρό 11σύλλαβο στίχο του κλασικού 14στιχου με 5 ρίμες (αβαβ / αβαβ / γδε / γδε –οι 6 τελευταίοι στίχοι σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς– και ρίζες στη Σικελία του 13ου αιώνα), που μας έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίδει, σπουδαία δείγματα.
Τα σονέτα του Νερούδα, «τρόπος του λέγειν σονέτα» ή «σονέτα από ξύλο», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος (βλ.κ.), αριθμημένα με λατινικά νούμερα, από I – C (1 – 100), είναι όλα άτιτλα, με στίχο κυρίως 14σύλλαβο, που όμως ποικίλλει από 11 έως 15 ή και 20 συλλαβές και συχνά αλλάζει από σονέτο σε σονέτο ή στο ίδιο 14στιχο.
Και τα 100
σονέτα έχουν ιαμβικό στίχο (υ –, όπου τονίζεται η
δεύτερη συλλαβή), παροξύτονο, εκτός από 25 εξαιρέσεις: Στους 1.400
στίχους απαντώνται 9 προπαροξύτονοι στίχοι και 16 οξύτονοι,
σε 22 σονέτα, συνολικά.
— Τρία σονέτα, XXII (22), LXIII (63), LXXVIII (78) είναι ανισοσύλλαβα και σε όλες τις εκδόσεις εμφανίζονται με λοξά στοιχεία, μορφή που ακολουθείται και εδώ.
— Ένα μόνο σονέτο, το νούμερο LXVI (66), είναι… σονέτο-σονέτο, 11σύλλαβο και μάλιστα με 2 μόνο ρίμες: αβαβ / αβαβ / ααβ / ααβ, γεγονός που καθιστά τη μεταφορά του στα Ελληνικά μάλλον αδύνατη. Το μεταφράζω σε 13σύλλαβο στίχο, με 6 ρίμες: αββα / αγγα / δδε / ζζε.
Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τα περίφημα σονέτα του Σαίξπηρ έχουν 7 ρίμες (αβαβ / γδγδ / εζεζ / ηη). Βλ. από Μποτίλια Στον Άνεμο – Σαίξπηρ.
Η σύνθεση χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες:
Πρωί –Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (I – XXXII). Η έντονη, πληθωρική νεότητα, η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, το μεγάλο πάθος και η κορύφωση της ερωτικής επιθυμίας.
Μεσημέρι –Mediodía [12:00 – 14:30], 21 σονέτα (XXXIII – LIII). Η ηρεμία του έρωτα.
Απόγευμα –Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIV – LXXVIII). Απαισιόδοξα συναισθήματα, αφού η νύχτα πλησιάζει, αλλά με τον έρωτα να παραχωρεί τη θέση του στην αγάπη.
Νύχτα –Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIX – C). Η αιωνιότητα της αγάπης, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τον αναπότρεπτο θάνατο.
Η μετάφραση είναι έμμετρη, άλλοτε με την αντιστοιχία των συλλαβών του πρωτότυπου και άλλοτε όχι. Σε πάρα πολλά μεταφράσματα –έχουν μεταφραστεί όλα τα σονέτα– υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκηση που δεν χωράει, βέβαια, στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης. Ωστόσο, δυο δείγματα βρίσκονται στα σονέτα XXV και στο LXIII, όπου παρατίθενται δύο εκδοχές.
___________________
Σημ. Τα 100 Σονέτα έχουν κυκλοφορήσει στη γλώσσα μας (δυσεύρετα σήμερα) από τις εκδόσεις Γνώση (2001) με πρόλογο και μετάφραση του αείμνηστου πολιτικού μηχανικού Ηλία Ματθαίου (Παπαματθαίου), ο οποίος μας άφησε σημαντικά έργα και ανθολογίες της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
100 Σονέτα του Έρωτα
Στην Ματίλντε Ουρούτια
Πολυαγαπημένη μου Κυρά, πολύ εδεινοπάθησα γράφοντας αυτά τα τρόπος του λέγειν σονέτα που τόσο με πόνεσαν και με δυσκόλεψαν, αλλά η ευτυχία να σου τα προσφέρω είναι μεγαλύτερη κι από έναν απέραντο κάμπο. Όταν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, ήξερα πολύ καλά πως οι ποιητές όλων των εποχών, με ιδιαίτερη αφοσίωση και χάρη, παράθεσαν ρίμες που καμπάνιζαν σαν ασημικά, κρύσταλλα ή ομοβροντίες κανονιών. Η αφεντιά μου, με περισσή ταπεινότητα έφτιαξε ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσε τον ήχο αυτής της κρουστής και ανόθευτης ύλης και έτσι πρέπει να φτάσουνε στ’ αφτιά σου. Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφιο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ. Και τώρα που θεμέλιωσα τους λόγους του έρωτά μου, σε παραδίνω στην αιωνιότητα: Με εκατό σονέτα από ξύλο που υπάρχουνε μόνο και μόνο γιατί εσύ τους έδωσες ζωή.
Οκτώβρης του 1959
Νύχτα
Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIX – C)
Η αιωνιότητα της αγάπης, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τον αναπότρεπτο θάνατο.
LXXIX
ΤΗ
ΝΥΧΤΑ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ, την καρδιά σου στην καρδιά μου
δέσε κι οι δυο τους στ’ όνειρο θα ρίξουν τα σκοτάδια
όπως ταμπούρλα δίδυμα που μάχονται στο δάσος
κόντρα στον τοίχο τον κρουστό των μουσκεμένων φύλλων.
Νυχτερινό
τραβέρσο, μέσα στη μαύρη θράκα του ύπνου
που τα τσαμπιά των σταφυλιών έχει στη γη ρημάξει
σαν ένα τρένο που ’φυγε στην ώρα του και τρέχει
κρύες κοτρώνες και σκιές σέρνοντας φρενιασμένο.
Γι’ αυτό, έρωτά
μου, τράβα με μ’ αυτά τ’ αγνά σου χέρια,
στη σταθερή καρδιά σου που χτυπάει
με τις φτερούγες ενός κύκνου ποντισμένου,
έτσι που τ’
όνειρό μας να μπορέσει ν’ απαντήσει
στα ερωτηματικά των αστεριών, να ξεκλειδώσει
αυτή την πόρτα την φραγμένη απ’ το σκοτάδι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)
LXXIX
DE NOCHE, AMADA, amarra tu corazòn al mío
y que ellos en el sueño derroten las tinieblas
como un doble tambor combatiendo en el bosque
contra el espeso muro de las hojas mojadas.
Nocturna travesía, brasa negra del sueño
interceptando el hilo de las uvas terrestres
con la puntualidad de un tren descabellado
que sombra y piedras frías sin cesar arrastrara,
Por eso, amor, amárrame al movimiento puro,
a la tenacidad que en tu pecho golpea
con las alas de un cisne sumergido,
para que a las preguntas estrelladas del cielo
responda nuestro sueño con una sola llave,
con una sola puerta cerrada por la sombra.
LXXX (Δημοσιεύτηκε και στις 23/9/2025)
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΑΠΟ πίκρες και ταξίδια έχω γυρίσει,
στο χέρι σου –πουλί με την κιθάρα–, στη φωνή σου,
στη φλόγα αυτή που με φιλιά φθινόπωρα τσακίζει,
στον ουρανό που απάνω του η νύχτα γράφει κύκλους.
Ζητάω ψωμί και δύναμη για όλους τους ανθρώπους,
παρακαλάω να ’χει γη ο δύσμοιρος αγρότης,
το αίμα και το τραγούδι μου μη λείψουν σε κανέναν.
Μα αν την αγάπη σου αρνηθώ τότε θα ’χω πεθάνει.
Γι’ αυτό, παίξε το βαλς της ήρεμης σελήνης,
τη βαρκαρόλα μες στο κύμα της κιθάρας
μέχρι να γείρω το κεφάλι στο όνειρό μου:
εκεί που έπλεξαν οι αγρύπνιες της ζωής μου
τις φυλλωσιές που ζει το χέρι σου πετώντας,
φρουρός στη νύχτα νυσταγμένου ταξιδιώτη.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021
(Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2025)
LXXX
DE VIAJES Y dolores yo regresé,
amor mío,
a tu voz, a tu mano volando en la guitarra,
al fuego que interrumpe con besos el otoño,
a la circulación de la noche en el cielo.
Para todos los hombres pido pan y reinado,
pido tierra para el labrador sin ventura,
que nadie espere tregua de mi sangre o mi canto.
Pero a tu amor no puedo renunciar sin morirme.
Por eso toca el vals de la serena luna,
la barcarola en el agua de la guitarra
hasta que se doblegue mi cabeza soñando:
que todos los desvelos de mi vida tejieron
esta enramada en donde tu mano vive y vuela
custodiando la noche del viajero dormido.
LXXXI
ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΙΑ. Με τ’ όνειρό σου γείρε στ’ όνειρό
μου.
Η αγάπη, η πίκρα, τα έργα μας πρέπει να κοιμηθούνε.
Γυρίζει η νύχτα απάνω στους αόρατους τροχούς της,
κι εσύ πλάι μου αμόλυντη, αιώνιο κεχριμπάρι.
Άλλη καμιά, αγάπη μου,
δεν θα ’μπει στα όνειρά μου.
Θα μπεις εσύ, θα μπούμε οι δυο στου χρόνου τα ποτάμια.
Καμιά άλλη δε θα πλανηθεί μες στις σκιές μαζί μου,
μονάχα εσύ, αμάραντη, φεγγάρι πάντα και ήλιος.
Τώρα τα χέρια σου άνοιξες
κι απ’ τις αβρές παλάμες
να πέσουν άφησες αργά τα τρυφερά σημάδια,
τα μάτια σου με σκέπασαν σαν δυο σταχτιές φτερούγες,
καθώς κυλάω με το νερό
που πίνεις και με πίνει:
η νύχτα, ο κόσμος, ο άνεμος τη μοίρα τους ξετυλίγουν·
χωρίς εσένα είμ’ εγώ μονάχα τ’ όνειρό σου.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)
LXXXI
YA ERES MÍA. Reposa con tu
sueño en mi sueño.
Amor, dolor, trabajos, deben dormir ahora.
Gira la noche sobre sus invisibles ruedas
y junto a mí eres pura como el ámbar dormido.
Ninguna más, amor, dormirá con mis sueños.
Irás, iremos juntos por las aguas del tiempo.
Ninguna viajará por la sombra conmigo,
sólo tú, siempreviva, siempre sol, siempre luna.
Ya tus manos abrieron los puños delicados
y dejaron caer suaves signos sin rumbo,
tus ojos se cerraron como dos alas grises,
mientras yo sigo el agua que llevas y me lleva:
la noche, el mundo, el viento devanan su destino,
y ya no soy sin ti sino sólo tu sueño.
LXXXII
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΤΗΝ πόρτα ετούτη κλείνοντας της νύχτας
σε σκιερά μέρη πάρε με να πάμε έρωτά μου:
μπες με τον ουρανό σου μες στα μάτια μου, ονειρέψου,
σάλπαρε μες στο αίμα μου σαν σε πλατύ ποτάμι.
Αντίο, αντίο, φως διάφανο
σκληρό που έχεις κυλήσει
στων περασμένων το σακί που πέφτουνε κι οι μέρες·
πορτοκαλιών και ρολογιών γλυκιά αστραπή αντίο,
γεια σου κι εσύ, συντρόφισσα σκιά που αναβοσβήνεις!
Στο πλοίο αυτό —ή θάνατο
ή νερό ή νέα ζωή το πούμε—,
πάλι ενωμένοι είμαστε, στ’ όνειρο αναστημένοι,
ζευγάρι όπως η νύχτα που παντρεύεται με το αίμα.
Ποιος ζει δεν ξέρω ή
ποιος πεθαίνει ούτε ποιος ησυχάζει
ή ποιος ξυπνάει, μα είν’ η καρδιά σου εκείνη που μοιράζει
πλούσια μέσα στο είναι μου της χαραυγής τα δώρα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)
LXXXII
AMOR MÍO,
AL cerrar esta puerta nocturna
te pido, amor, un viaje por oscuro recinto:
cierra tus sueños, entra con tu cielo en mis ojos,
extiéndete en mi sangre como en un ancho río.
Adiós, adiós, cruel claridad que fue cayendo
en el saco de cada día del pasado,
adiós a cada rayo de reloj o naranja,
salud oh sombra, intermitente compañera!
En esta nave o agua o muerte o nueva vida,
una vez más unidos, dormidos, resurrectos,
somos el matrimonio de la noche en la sangre.
No sé quién vive o muere, quién reposa o despierta,
pero es tu corazón el que reparte
en mi pecho los dones de la aurora.
LXXXIII
ΩΡΑΙΑ
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, αγάπη μου, τη νύχτα να σε νιώθω,
πλάι μου αόρατη, βαριά, ο ύπνος να σε παίρνει
την ώρα που τις έγνοιες μου πασχίζω να ξεμπλέξω,
όπως πασχίζει ένας ψαράς σε μπερδεμένα δίχτυα.
Μακριά, μέσα
στα όνειρα, κάνει πανιά η καρδιά σου,
μα αναπνέει το σώμα σου παραδομένο ως είναι,
χωρίς να ξέρει με ζητάει· κι εμένα τ’ όνειρο μου
θεριεύει όπως θεριεύουνε στη σκιά οι περιπλοκάδες.
Ολόρθη, αύριο
θα είσαι εσύ μια άλλη που θα ζήσει
όμως από τα όρια που χάθηκαν στη νύχτα,
σύνορα που απ’ την ύπαρξη πάμε σε ανυπαρξία
κάτι απομένει
στης ζωής το φως και μας κυκλώνει
λες κι η σκιά που απλώνεται γυρεύει να σφραγίσει
τα πλάσματα της τα κρυφά με πυρωμένη στάμπα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)
LXXXIII
ES BUENO, AMOR, sentirte cerca de mí en la noche,
invisible en tu sueño, seriamente nocturna,
mientras yo desenredo mis preocupaciones
como si fueran redes confundidas.
Ausente, por los sueños tu corazón navega,
pero tu cuerpo así abandonado respira
buscándome sin verme, completando mi sueño
como una planta que se duplica en la sombra.
Erguida, serás otra que vivirá mañana,
pero de las fronteras perdidas en la noche,
de este ser y no ser en que nos encontramos
algo queda acercándonos en la luz de la vida
como si el sello de la sombra señalara
con fuego sus secretas criaturas.
LXXXIV (Δημοσιεύτηκε και στις 23/9/2025)
ΞΑΝΑ, ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ, ο ιστός των ημερών γκρεμίζει
έργα, τροχούς, φωτιές, αποχαιρετισμούς κι αγκούσες
και μες στη νύχτα αφήνουμε το λιχνισμένο στάρι
που από το φως κι από τη γη πήρε το μεσημέρι.
Μόνο η σελήνη σε άγραφο χαρτί ζωγραφισμένη
στηρίζει στις κολώνες της του ουρανού τις όχθες,
η κάμαρή μας του χρυσού έχει πάρει τη γαλήνη
και τρέχουνε τα χέρια σου τη νύχτα να ετοιμάσουν.
Ω έρωτά μου, ω νύχτα μου, θολόχτιστο ποτάμι
με ανεξιχνίαστα νερά στου ουρανού τους ίσκιους
που πίνει και αναγεννά της θύελλας τα σταφύλια,
μέχρι να γίνουμε απλά ένα ερεβώδες σύμπαν,
μια κούπα που με τ’ ουρανού τη στάχτη θα γεμίσει,
στάλα που ρέει μ’ αναπαλμούς σε αργό, μακρύ ποτάμι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
(Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2025)
LXXXIV
UNA VEZ MÁS, amor, la red del día
extingue
trabajos, ruedas, fuegos, estertores, adioses,
y a la noche entregamos el trigo vacilante
que el mediodía obtuvo de la luz y la tierra.
Sólo la luna en medio de su página pura
sostiene las columnas del estuario del cielo,
la habitación adopta la lentitud del oro
y van y van tus manos preparando la noche.
Oh amor, oh noche, oh cúpula cerrada por un río
de impenetrables aguas en la sombra del cielo
que destaca y sumerge sus uvas tempestuosas,
hasta que sólo somos un solo espacio oscuro,
una copa en que cae la ceniza celeste,
una gota en el pulso de un lento y largo río.
LXXXV
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΑΠ’ τη θάλασσα, βολτάρει η λάγνα ομίχλη
όπως το χνώτο ενός βοδιού θαμμένου μες στο κρύο
κι οι μακριές γλώσσες του νερού πλουταίνουν και σκεπάζουν
το μήνα που μας έταξε να ’ναι παραδεισένιος.
Μπαίνει φθινόπωρο, γλυκό το θρόισμα των φύλλων,
το λάβαρό σου πάλλεται πάνω απ’ τις πολιτείες,
τρελές γυναίκες τραγουδούν και τρέχουν τα ποτάμια,
κι άλογα χλιμιντρίζουνε μες στην Παταγονία.
Του αποσπερίτη αγιόκλημα φιλάει το πρόσωπό σου
και σκαρφαλώνει σιωπηλά μ’ έρωτα φορτωμένο
ως τ’ ουρανού τ’ ανθόφυλλα που ακούς τριζοβολάνε.
Γέρνω απάνω απ’ τη φωτιά, στη νύχτα του κορμιού σου
κι εξόν τα στήθη σου αγαπώ του φθινοπώρου το αίμα,
που πέρα κι απ’ τις θάλασσες κυλάει μες στην ομίχλη.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)
Παταγονία: Το ανεμοδαρμένο οροπέδιο στο νοτιότερο άκρο της νοτιοαμερικανικής ηπείρου.
LXXXV
DEL MAR HACIA las calles corre la vaga niebla
como el vapor de un buey enterrado en el frío,
y largas lenguas de agua se acumulan cubriendo
el mes que a nuestras vidas prometió ser celeste.
Adelantado otoño, panal silbante de hojas,
cuando sobre los pueblos palpita tu estandarte
cantan mujeres locas despidiendo a los ríos,
los caballos relinchan hacia la Patagonia.
Hay una enredadera vespertina en tu rostro
que crece silenciosa por el amor llevada
hasta las herraduras crepitantes del cielo.
Me inclino sobre el fuego de tu cuerpo nocturno
y no sólo tus senos amo sino el otoño
que esparce por la niebla su sangre ultramarina.
LXXXVI
ΣΤΑΥΡΕ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ εσύ, φωσφορικό τριφύλλι μυρωδάτο,
ήρθε με τέσσερα φιλιά σήμερα η ομορφιά σου
και τη σκιά και το σομπρέρο μου τρυπάει
και το φεγγάρι έτρεχε ολοστρόγγυλο στο κρύο.
Και να, με την λατρεία μου και με τον έρωτά μου,
ω εσύ γαλήνη του γλαυκού, μπλε διαμαντένια πάχνη,
καθρέφτη μου, επρόβαλες και ξεχειλίζει η νύχτα
στα τετραπλά κελάρια σου κρασί που σπαρταράει.
Ω, ασήμι φλογερό, από στιλπνό κι άσπιλο ψάρι,
χλωρέ σταυρέ μου, πετροσέλινο του μεγαλόπρεπου ίσκιου,
πυγολαμπίδα στ’ ουρανού τη σφαίρα δικασμένη,
ξάπλωσε απάνω μου κι ας μείνουνε με μάτια σφαλισμένα.
Μέσα στη νύχτα του άντρα σου για μια στιγμή κοιμήσου.
Και με τα τέσσερ’ άστρα σου άστραψε στην ψυχή μου.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)
Σταυρός του Νότου ή Νότιος Σταυρός: Μικρό τετραπλό σύστημα αστέρων, ένας από τους πιο ευδιάκριτους αστερισμούς, που σηματοδοτεί στο Νότιο Ημισφαίριο τον χειμώνα.
LXXXVI
OH CRUZ DEL
Sur, oh trébol de fósforo fragante,
con cuatro besos hoy penetró tu hermosura
y atravesó la sombra y mi sombrero:
la luna iba redonda por el frío.
Entonces con mi amor, con mi amada, oh diamantes
de escarcha azul, serenidad del cielo,
espejo, apareciste y se llenó la noche
con tus cuatro bodegas temblorosas de vino.
Oh palpitante plata de pez pulido y puro,
cruz verde, perejil de la sombra radiante,
luciérnaga a la unidad del cielo condenada,
descansa en mí, cerremos tus ojos y los míos.
Por un minuto duerme con la noche del hombre.
Enciende en mí tus cuatro números constelados.
LXXXVII
ΤΡΙΑ ΨΑΛΙΔΙΑ, ΤΡΕΙΣ φωτιές, τρία θαλασσοπούλια
σκίζουν τον παγερό ουρανό ίσια για Αντοφαγάστα
και να γιατί φαινότανε να ανατριχιάζει ο αγέρας,
σαν λαβωμένο λάβαρο τρεμούλιαζαν τα πάντα.
Ω μοναξιά, της βαθιάς φύτρας σου το σήμα χάρισέ μου,
εκείνων των σκληρών πουλιών τ’ αόρατο μονοπάτι,
το καρδιοχτύπι δώσε μου που πρώτα απ’ όλα υπάρχει
στο μέλι και στη μουσική, στη θάλασσα, στη γέννα.
(Μια μοναξιά απέραντη σε αμετάβλητη όψη
που σαν ανθάκι πένθιμο αδιάκοπα ψηλώνει
ωσότου του άσωτου ουρανού τα σμήνη ν’ αγκαλιάσει).
Απ’ τ’ Αρχιπέλαγο φτερά της παγωνιάς πλανιόνταν
στης Βοειοδυτικής Χιλής την έρημο να πάνε.
Κι όλες τις πόρτες τ’ ουρανού αμπάρωσε η νύχτα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)
Αντοφαγάστα: Εργατούπολη – λιμάνι της ομώνυμης επαρχίας στην έρημο Ατακάμα του Βορρά, (βορειοκεντρική Χιλή), με νιτρωρυχεία που εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Νερούδα.
Στο Canto General (Canto VIII –Η γη που τη λένε Χουάν, Ποίημα VIIΙ) «αφιερώνει» το ποίημά του Η Μαργαρίτα Ναράνχο (Νιτρωρυχείο «Μαρία-Ελένα» Αντοφαγάστα, 1948).
Ο Τσε στην κριτική του για το Canto General σημειώνει:
Και τότε εμφανίζεται η γη, Η γη που τη λένε Χουάν, και ανάμεσα στο άγαρμπο των εργατών τραγούδι ακούγεται εκείνο της εργάτριας Μαργαρίτας Ναράνχο που σου σπαράζει την καρδιά με το αβάσταχτο πάθος του:
Κείτομαι νεκρή. Είμαι απ’ τη Μαρία-Ελένα
Βλ. Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε
Φτερά της παγωνιάς πλανιόνταν: Η Αντοφαγάστα έχει την υψηλότερη ηλιακή ένταση του πλανήτη. Τα πουλιά πετάνε από τον παγωμένο νότο της Χιλής προς τον ζεστό βορά της Αντοφαγάστας.
LXXXVII
LAS TRES AVES del mar, tres rayos, tres tijeras
cruzaron por el cielo frío hacia Antofagasta,
por eso quedó el aire tembloroso,
todo tembló como bandera herida.
Soledad, dame el signo de tu incesante origen,
el apenas camino de los pájaros crueles,
y la palpitación que sin duda precede
a la miel, a la música, al mar, al nacimiento.
(Soledad sostenida por un constante
rostro
como una grave flor sin cesar extendida
hasta abarcar la pura muchedumbre del cielo.)
Volaban alas frías del mar, del Archipiélago,
hacia la arena del Noroeste de Chile.
Y la noche cerró su celeste cerrojo.
LXXXVIII
Ο ΜΗΝΑΣ ΜΑΡΤΗΣ γύρισε με το κρυμμένο φως του,
ψάρια πελώρια, αμέτρητα στον ουρανό γλιστράνε,
σέρνεται ύπουλα στη γη νωχελικά η ομίχλη,
τα πράγματα μες στη σιωπή ένα ένα καταρρέουν.
Μα
ευτυχώς στην κρίση αυτή, στο αδέσποτο το σύμπαν
όλες τις ζωές της θάλασσας και της φωτιάς ενώνεις,
τη γκρίζα μετακίνηση στο σκάφος του χειμώνα,
και τη μορφή που ο έρωτας άφησε στην κιθάρα.
Ω
έρωτα, ρόδο ολόδροσο απ’ αφρούς κι από σειρήνες,
φωτιά που με χορούς σκαλιά άυλα σκαρφαλώνει
και σε αγρύπνιας σήραγγα το αίμα σπαρταράει
έτσι
που εκεί στον ουρανό τα κύματα να σβήσουν
για να ξεχάσει η θάλασσα τους λέοντες και τα δώρα
κι ο κόσμος όλος να πιαστεί μέσα σε μαύρα δίχτυα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
(Πρώτη δημοσίευση - παρουσίαση, για το BookSitting, 12/7/2024)
Μάρτης – κρυμμένο φως: Στο Νότιο Ημισφαίριο το φθινόπωρο μετατοπίζεται στον Μάρτη. Βλ. επίσης Σονέτο LXXIV από τον σύνδεσμο κάτω, 12 Ιουλ. 2022. Τον μήνα Γενάρη είναι η καρδιά του καλοκαιριού· ο Αύγουστος είναι τα τέλη του χειμώνα και οι αρχές της άνοιξης.
Ο έρωτας στην κιθάρα: Η Ματίλντε Ουρούτια (Τσιγιάν, 5 Μαΐ. 1912 – Σαντιάγο, 5 Ιαν. 1985), τρίτη σύζυγος του Νερούδα, ο μεγάλος του έρωτας και μούσα του, η… δημιουργός των 100 σονέτων είχε σπουδάσει στο Εθνικό Μουσικό Ωδείο, τραγούδαγε και έπαιζε κιθάρα.
LXXXVIII
EL MES DE Marzo vuelve con su luz escondida
y se deslizan peces inmensos por el cielo,
vago vapor terrestre progresa sigiloso,
una por una caen al silencio las cosas.
Por suerte en esta crisis de atmósfera errabunda
reuniste las vidas del mar con las del fuego,
el movimiento gris de la nave de invierno,
la forma que el amor imprimió a la guitarra.
Oh amor, rosa mojada por sirenas y espumas,
fuego que baila y sube la invisible escalera
y despierta en el túnel del insomnio a la sangre
para que se consuman las olas en el cielo,
olvide el mar sus bienes y leones
y caiga el mundo adentro de las redes oscuras.
LXXXIX
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ στα μάτια μου απίθωσε αν πεθάνω·
θέλω το στάρι και το φως των λατρευτών χεριών σου
πάνω μου ακόμα μια φορά ν’ αφήσουν τη δροσιά τους·
να νιώσω τη γλυκύτητα που μου άλλαξε τη μοίρα.
Θέλω να ζήσεις όσο εγώ, σαν σε ύπνο, σε προσμένω,
θέλω τ’ αφτιά σου, αγάπη μου, τον άνεμο ν’ ακούνε,
τις ευωδιές της θάλασσας να νιώθεις που αγαπάμε
και να πατάς στις αμμουδιές που περπατάμε οι δυο μας.
Θέλω να μείνει αιώνιο ετούτο που αγαπάω
κι ως πάνω απ’ όλα σ’ αγαπώ και σ’ έχω τραγουδήσει
ν’ ανθίζεις μόνο σου ζητώ, να ’σαι πάντ’ ανθισμένη,
για ν’ αποχτήσεις όλα αυτά που η αγάπη μου σου ορίζει,
για να μπορεί να σεργιανά η σκιά μου στα μαλλιά σου,
του τραγουδιού μου το σκοπό να τόνε ξέρουν όλοι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)
LXXXIX
CUANDO YO MUERA quiero tus manos en mis ojos:
quiero la luz y el trigo de tus manos amadas
pasar una vez más sobre mí su frescura:
sentir la suavidad que cambió mi destino.
Quiero que vivas mientras yo, dormido, te espero,
quiero que tus oídos sigan oyendo el viento,
que huelas el aroma del mar que amamos juntos
y que sigas pisando la arena que pisamos.
Quiero que lo que amo siga vivo
y a ti te amé y canté sobre todas las cosas,
por eso sigue tú floreciendo, florida,
para que alcances todo lo que mi amor te ordena,
para que se pasee mi sombra por tu pelo,
para que así conozcan la razón de mi canto.
XC
ΝΟΜΙΖΑ ΠΩΣ ΘΑ πέθαινα, ένιωσα να παγώνω,
κι απ’ τη ζωή μου ολάκερη θ’ άφηνα μόνο εσένα:
το στόμα σου ήτανε της γης οι μέρες μου κι οι νύχτες, ve βιβλία,
οι θησαυροί που ακούραστα είχαμε συναγμένους,
το σπίτι αυτό το διάφανο που χτίσαμε οι δυο μας:
εκτός από τα μάτια σου, ανύπαρκτα ήταν όλα.
Γιατί όταν μας χτυπάει η
ζωή μονάχα η αγάπη
είναι κύμα θεόρατο πάνω απ’ τα κύματα όλα·
μα, αχ, όταν ο θάνατος την πόρτα μας χτυπήσει
μόνο το βλέμμα σου μπορεί
τόσο κενό ν’ αντέξει,
μόνο το φέγγος σου μπορεί την παγωνιά να σπάσει,
μόνο η αγάπη σου μπορεί να διώξει τα σκοτάδια.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)
XC
PENSÉ MORIR, SENTÍ de cerca el frío,
y de cuanto viví sólo a ti te dejaba:
tu boca eran mi día y mi noche terrestres
y tu piel la república fundada por mis besos.
En ese instante se terminaron los libros,
la amistad, los tesoros sin tregua acumulados,
la casa transparente que tú y yo construimos:
todo dejó de ser, menos tus ojos.
Porque el amor, mientras la vida nos acosa,
es simplemente una ola alta sobre las olas,
pero ay cuando la muerte viene a tocar a la puerta
hay sólo tu mirada para tanto vacío,
sólo tu claridad para no seguir siendo,
sólo tu amor para cerrar la sombra.
XCI (Δημοσιεύτηκε και στις 23/9/2025
ΣΑΝ ΜΙΑ ΨΙΧΑΛΑ μας σκεπάζει η ηλικία,
είναι στεγνός κι ασήκωτος ο χρόνος,
ένα φτερό αλατιού το πρόσωπό σου αγγίζει,
σαν το σαράκι η κάθε στάλα του με τρώει.
Ο χρόνος διάκριση στα χέρια μου δεν κάνει
ή στο φτερούγισμα πορτοκαλιών μες στα δικά σου·
γδέρνει με χιόνι τη ζωή, σκάβει μ’ αξίνα:
είν’ η δικιά σου η ζωή που είν’ και δικιά μου.
Η ζωή αυτή που σου ’χω δώσει είναι γεμάτη
με χρόνια, όπως το τσαμπί το μεστωμένο.
Θα γίνουν πάλι τα σταφύλια χώμα αφράτο.
Και κάτω εκεί πάντα θα κρύβεται ο χρόνος,
που περιμένει, που τη σκόνη μας μουσκεύει,
ως και την απουσία μας διψασμένος ν’ αφανίσει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
(Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2025)
XCI
LA EDAD NOS cubre como la
llovizna,
interminable y árido es el tiempo,
una pluma de sal toca tu rostro,
una gotera carcomió mi traje:
el tiempo no distingue entre mis manos
o un vuelo de naranjas en las tuyas:
pica con nieve y azadón la vida:
la vida tuya que es la vida mía.
La vida mía que te di se llena
de años, como el volumen de un racimo.
Regresarán las uvas a la tierra.
Y aún allá abajo el tiempo sigue siendo,
esperando, lloviendo sobre el polvo,
ávido de borrar hasta la ausencia.
XCII
ΑΓΑΠΗ
ΜΟΥ, ΑΝ πρώτα εγώ πεθάνω,
αγάπη μου, αν πρώτα εσύ πεθάνεις,
στον πόνο ας μη δώσουμε άλλο χώρο:
το πιο μεγάλο είναι αυτό που ζούμε.
Σκόνη στο
στάρι, άμμος μες στην άμμο
χρόνος, νεροσυρμές, αργός αέρας,
σαν κόκκους μας παράσυραν στον κόσμο.
Μπορεί και να μη σμίγαμε στο χρόνο.
Και στο λιβάδι
αυτό που ’χουμε σμίξει
—ω, ελάχιστο άπειρο!— ξαναγυρνάμε.
Μα ετούτη η αγάπη, αγάπη, δεν τελειώνει·
κι όπως δεν
είχε γέννηση ποτέ της
και θάνατο δεν έχει, σαν ποτάμι
μακρύ, χώμα και χείλια μόνο αλλάζει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)
XCII
AMOR MÍO, SI muero y tú no mueres,
amor mío, si mueres y no muero
no demos al
dolor más territorio:,
no hay extensión como la que vivimos.
Polvo en el trigo, arena en las arenas
el tiempo, el agua errante, el viento vago
nos llevó como grano navegante.
Pudimos no encontrarnos en el tiempo.
Esta pradera en que nos encontramos,
oh pequeño infinito! devolvemos.
Pero este amor, amor, no ha terminado,
y así como no tuvo nacimiento
no tiene muerte, es como un largo río,
sólo cambia de tierras y de labios.
XCIII
ΑΝ
ΚΑΠΟΤΕ Η καρδιά σου σταματήσει,
αν πάψει κάποια σπίθα στις φλέβες σου να καίει,
αν η φωνή σου
λέξη δεν πει, τα χέρια σου όταν
ξεχάσουν να πετάνε και αποκοιμηθούνε,
Ματίλντε, αγάπη
μου, άσε μισάνοιχτα τα χείλη
το τελευταίο φιλί μας ν’ αντέξει όσο θα ζήσω,
ασάλευτο να μείνει στο στόμα σου για πάντα,
για να με συνοδέψει κι αυτό στο θάνατό μου.
Το κρύο τρελό
σου στόμα φιλώντας θα πεθάνω,
στο σώμα σου που χάνω θα τ’ αγκαλιάσω ατόφυο,
και των κλειστών ματιών σου το φως θ’ αποζητάω.
Κι όταν η γη θα
πάρει αυτό τα αγκάλιασμά μας
θα πάμε έτσι δεμένοι στη χώρα του θανάτου,
να ζήσουμε για πάντα στο αιώνιο φιλί μας.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)
XCIII
SI ALGUNA VEZ tu pecho se detiene,
si algo deja de andar ardiendo por tus venas,
si tu voz en tu boca se va sin ser palabra,
si tus manos se olvidan de volar y se duermen,
Matilde, amor, deja tus labios entreabiertos
porque ese último beso debe durar conmigo,
debe quedar inmóvil para siempre en tu boca
para que así también me acompañe en mi muerte.
Me moriré besando tu loca boca fría,
abrazando el racimo perdido de tu cuerpo,
y buscando la luz de tus ojos cerrados.
Y así cuando la tierra reciba nuestro abrazo
iremos confundidos en una sola muerte
a vivir para siempre la eternidad de un beso.
XCIV (Δημοσιεύτηκε και στις 23/9/2025)
ΑΜΑ ΠΕΘΑΝΩ ΖΗΣΕ εσύ, βάλε τα δυνατά σου,
Της ώχρας και της παγωνιάς να διώξεις τη μανία,
το μάτια σου ακατάλυτα τον κόσμο να κοιτάξουν
κι από πρωί σε άλλο πρωί γίνε πνοή κιθάρας.
Δε θέλω να είναι αβέβαιο το γέλιο σου ή το βήμα,
η ευτυχία που σου ’δωσα δε θέλω να πεθάνει·
θα λείπω απλά, γι’ αυτό κι εσύ στο στήθος μου μην κλάψεις.
Μπες μες στην απουσία μου, μείνε, κατοίκησέ με.
Ένα άδειο σπίτι απέραντο είναι η απουσία
που μέσα από τους τοίχους του μονάχη θα περάσεις
και στον αέρα θα κρεμάς τα κάδρα αγαπημένη.
Είναι ένα τόσο διάφανο σπίτι η απουσία
που θα σε βλέπω όπως θα ζεις κι ας είμαι πεθαμένος
κι αν θα πονάς, αγάπη μου, συνέχεια θα πεθαίνω.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
(Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2025)
XCIV
SI MUERO SOBREVÍVEME con
tanta fuerza pura
que despiertes la furia del pálido y del frío,
de sur a sur levanta tus ojos indelebles,
de sol a sol que suene tu boca de guitarra.
No quiero que vacilen tu risa ni tus pasos,
no quiero que se muera mi herencia de alegría,
no llames a mi pecho, estoy ausente.
Vive en mi ausencia como en una casa.
Es una casa tan grande la ausencia
que pasarás en ella a través de los muros
y colgarás los cuadros en el aire.
Es una casa tan transparente la ausencia
que yo sin vida te veré vivir
y si sufres, mi amor, me moriré otra vez.
XCV (Δημοσιεύτηκε και στις 23/9/2025)
ΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ ΣΑΝ κι εμάς αγαπηθήκανε; Τις στάχτες
ας βρούμε τις παλιές απ’ την καμένη την καρδιά μας
και μέσα εκεί ας πέσουν ένα ένα τα φιλιά μας
μέχρι που το παντέρημο ν’ αναστηθεί λουλούδι.
Τον έρωτα ας λατρέψουμε που έθρεψε τον καρπό του
και που κατέβηκε στη γη με δύναμη και σάρκα:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που θα υπάρχει πάντα,
το στάχυ που ’ναι αλύγιστο κι ας είναι ντελικάτο.
Στον έρωτα, που θάφτηκε απ’ το χρόνο μες στο κρύο,
στην άνοιξη, στο χιόνι, στο φθινόπωρο, στη λήθη,
όλο το φως ν’ αγγίξουμε ενός καινούργιου μήλου,
σαν την καινούργια την πληγή που ολόδροση ανοίγει,
σαν τον πανάρχαιο έρωτα που σιωπηλά βαδίζει
μέσα από αθάνατες φωνές στον τάφο κλειδωμένες.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
(Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2025)
XCV
¿QUIÉNES SE AMARON como nosotros?
Busquemos
las antiguas cenizas del corazón quemado
y allí que caigan uno por uno nuestros besos
hasta que resucite la flor deshabitada.
Amemos el amor que consumió su fruto
y descendió a la tierra con rostro y poderío:
tú y yo somos la luz que continúa,
su inquebrantable espiga delicada.
Al amor sepultado por tanto tiempo frío,
por nieve y primavera, por olvido y otoño,
acerquemos la luz de una nueva manzana,
de la frescura abierta por una nueva herida,
como el amor antiguo que camina en silencio
por una eternidad de bocas enterradas.
XCVI (αδημοσίευτο)
Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ μ’ ερωτεύτηκες, πιστεύω,
θα πάει καλιά της και θα ’ρθεί άλλο γαλάζιο,
στα ίδια οστά θα υπάρχει τώρα άλλο δέρμα,
την άνοιξη κάποια άλλα μάτια θα τη δούνε.
Απ’ όσους είχαν στραγγαλίσει αυτή την ώρα,
απ’ όσους μίλαγαν με λόγια του αέρα,
λαθρέμποροι, περαστικοί και κυβερνήτες,
κανένας πια δεν θα κουνιέται από τους σπάγκους.
Άγριοι θεοί διοπτροφόροι θα παρέλθουν,
και σαρκοφάγα με προβιές και με βιβλία
και τα παράσιτα κι οι τσιρλοπασεΐρος.
Κι όταν ο κόσμος καθαρίσει από την κόπρο
θα γεννηθούνε στο νερό καινούργια μάτια
και δίχως δάκρυα θα ψηλώσουνε τα στάρια.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
Tσιρλοπασεΐρος – pipi-passeyros: Υποτιμητικός υπαινιγμός για τον Γαλλοουρουγουανό ποιητή και διπλωμάτη Ρικάρδο Πασεΐρο (Ricardo Paseyro, 1926-2009), δηλωμένο αντικομμουνιστή, πολέμιο της αριστερής διανόησης, και ορκισμένο εχθρό του Νερούδα, τον οποίον διέσυρε συστηματικά.
Το 1958 κυκλοφόρησε τον λίβελό του, La palabra muerta de Pablo Neruda (Ο νεκρός λόγος του Πάμπλο Νερούδα, 1958), που ξανακυκλοφόρησε το 1965 με τον τίτλο Ο μύθος του Νερούδα. «Ο Νερούδα και ο νερουδισμός είναι η άρνηση της ποίησης...» έγραφε.
Το 1960, ο Πασεΐρο ηγήθηκε εκστρατείας στον Τύπο για να αποτρέψει την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Νερούδα. Με βίαια άρθρα στη Le Figaro και με παρεμβάσεις του στο ραδιόφωνο επέκρινε τον Νερούδα για την κακή ποίησή του και την πολιτική του στράτευση.
Ο Νερούδα στο αυτοβιογραφικό του Ομολογώ ότι έχω ζήσει (Confieso que he vivido, Barcelona, Seix Barral, 1974) κάνει λόγο για έναν «αμφιλεγόμενο ουρουγουανό με γαλλικιανό επώνυμο, κάτι σαν Ribeyro» (ambiguo uruguayo de apellido gallego, algo así como Ribeyro), αποφεύγοντας περιφρονητικά να τον αναφέρει με το όνομά του. (Βλ. και Σονέτο LVII
XCVI
PIENSO, ESTA ÉPOCA en que tú me
amaste
se irá por otra azul sustituida,
será otra piel sobre los mismos huesos,
otros ojos verán la primavera.
Nadie de los que ataron esta hora,
de los que conversaron con el humo,
gobiernos, traficantes, transeúntes,
continuarán moviéndose en sus hilos.
Se irán los crueles dioses con anteojos,
los peludos carnívoros con libro,
los pulgones y los pipipasseyros.
Y cuando esté recién lavado el mundo
nacerán otros ojos en el agua
y crecerá sin lágrimas el trigo.
XCVII (αδημοσίευτο)
Σ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ εποχές πώς τάχα να πετάξεις;
Κι όμως πετάς χωρίς φτερά κι αεροπλάνο·
δίχως γιατρειά τώρα τα βήματα περνάνε,
κι ούτε που σάλεψαν τα πόδια του επιβάτη.
Κάθε στιγμή ωστόσο πρέπει να πετάμε
σαν τους αετούς, τις μύγες και τις μέρες, πρέπει
να κατακτήσουμε του Κρόνου τους δακτύλιους
εκεί καινούργιες για να στήσουμε καμπάνες.
Τώρα δε φτάνουν τα σαντάλια και οι δρόμοι,
τώρα η γη δεν είναι πια για τους αλήτες,
τώρα οι ρίζες διασχίζουνε τη νύχτα,
κι εσύ θα πας να κατοικήσεις σε άλλο αστέρι,
και θα ’ναι αποφαιστική η μετάβασή σου,
αφού εντέλει θα ’χεις γίνει παπαρούνα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XCVII
HAY QUE VOLAR en este tiempo, a
dónde?
Sin alas, sin avión, volar sin duda:
ya los pasos pasaron sin remedio,
no elevaron los pies del pasajero.
Hay que volar a cada instante como
las águilas, las moscas y los días,
hay que vencer los ojos de Saturno
y establecer allí nuevas campanas.
Ya no bastan zapatos ni caminos,
ya no sirve la tierra a los errantes,
ya cruzaron la noche las raíces,
y tú aparecerás en otra estrella
determinadamente transitoria
convertida por fin en amapola.
XCVIII (αδημοσίευτο)
ΚΙ ΕΤΟΥΤΗ Η λέξη, το χαρτί που ’ναι γραμμένο
από ενός μόνο χεριού τα χίλια χέρια,
δεν μένει εντός σου, για τα όνειρα δεν κάνει,
στο χώμα πέφτει κι εκεί μέσα θα καρπίσει.
Και δεν πειράζει άμα το φως ή και ο αίνος
χύνονται έξω από την ξέχειλη την κούπα,
αν του κρασιού ήταν η επίμονη η λάμψη
αν του αμάραντου είχες το άλικο το στόμα.
Η συλλαβή η στερνή δε θέλει τίποτ’ άλλο,
απ’ ό,τι φέρνουν και ξεσέρνουν τα κοράλλια
στις θύμησές μου κι ο αφρός ο θυμωμένος,
δε θέλει άλλο απ’ το να γράψει τ’ όνομά σου.
Κι αν ο θλιμμένος έρωτάς μου το αποκρύψει
θα ’ρθει η άνοιξη για θα το συλλαβίσει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XCVIII
Y ESTA PALABRA, este papel
escrito
por las mil manos de una sola mano,
no queda en ti, no sirve para sueños,
cae a la tierra: allí se continúa.
No importa que la luz o la alabanza
se derramen y salgan de la copa
si fueron un tenaz temblor del vino,
si se tiñó tu boca de amaranto.
No quiere más la sílaba tardía,
lo que trae y retrae el arrecife
de mis recuerdos, la irritada espuma,
no quiere más sino escribir tu nombre.
Y aunque lo calle mi sombrío amor
más tarde lo dirá la primavera.
XCIX (αδημοσίευτο)
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΘΑ ’ρθουνε κι όλοι θα μάθουν
τη σιωπή από τα φυτά και τους πλανήτες
και πόσα πράγματα ωραία θα συμβούνε!
Άρωμα θα ’χουν τα βιολιά από φεγγάρι!
Και το ψωμί ίσως θα είναι σαν κι εσένα:
με τη φωνή σου, με τη στόφα σου από στάρι,
και άλλα πλάσματα θα έχουν τη φωνή σου·
τα άλογα τ’ άγρια του φθινόπωρου, ας πούμε.
Ακόμα κι αν όλα δε γίνουνε όπως πρέπει,
υδρίες μεγάλες ο έρωτάς μας θα γεμίσει,
όπως το μέλι το πανάρχαιο των τσοπάνων·
και τότε εσύ μέσα στη σκόνη της καρδιάς μου
(όπου θα υπάρχουνε τεράστια κελάρια)
θα σεργιανάς ανάμεσα σε ολόδροσα καρπούζια.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XCIX
OTROS DÍAS VENDRÁN, será entendido
el silencio de plantas y planetas
y cuántas cosas puras pasarán!
Tendrán olor a luna los violines!
El pan será tal vez como tú eres:
tendrá tu voz, tu condición de trigo,
y hablarán otras cosas con tu voz:
los caballos perdidos del Otoño.
Aunque no sea como está dispuesto
el amor llenará grandes barricas
como la antigua miel de los pastores,
y tú en el polvo de mi corazón
(en donde habrán inmensos almacenes)
irás y volverás entre sandías.
C
ΕΚΕΙ
ΣΤΗ ΜΕΣΗ αυτής γης, για να σε βλέπω,
όλου του κόσμου τα σμαράγδια θα σαρώσω,
κι εσύ θα κάθεσαι αντιγράφοντας τα στάχυα
με μια γραφίδα από νερό μαντατοφόρα.
Ω, κόσμε! Ω
βάθος πετροσέλινου! Ποιο πλοίο
μέσα στην άφατη γλυκύτητα αρμενίζει!
Και θα ’σαι εσύ, μπορεί κι εγώ, ένα τοπάζι!
Και δεν θα υπάρχει άλλος ήχος στις καμπάνες.
Και δεν θα
υπάρχει παρά μόνο εμείς κι η φύση,
κόκκινα μήλα από τον άνεμο φερμένα,
το όλο χυμούς σκιερό βιβλίο της ζωής μας·
κι ύστερα εκεί
που τα γαρύφαλλα ανασαίνουν
σε μια καινούργια φορεσιά θ’ αρματωθούμε
στο αιώνιο φως ενός φιλιού μας νικηφόρου.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)
C
EN MEDIO DE la tierra apartaré
las esmeraldas para divisarte
y tú estarás copiando las espigas
con una pluma de agua mensajera.
Qué mundo! Qué profundo perejil!
Qué nave navegando en la dulzura!
Y tú tal vez y yo tal vez topacio!
Ya no habrá división en las campanas.
Ya no habrá sino todo el aire libre,
las manzanas llevadas por el viento,
el suculento libro en la enramada,
y allí donde respiran los claveles
fundaremos un traje que resista
la eternidad de un beso victorioso.
Βλέπε επίσης
Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα από την Κατιούσα
Η ποίηση του
Πάμπλο Νερούδα από την Μποτίλια
και
Περισσότερα για τον Νερούδα
Άλλα ερωτικά ποιήματα του Νερούδα
100 Ερωτικά Σονέτα 100 Σονέτα του Έρωτα 21 Σονέτα του Έρωτα Cien Sonetos de Amor Diego Rivera La Chascona Matilde Urrutia Pablo Neruda Κούβα Ματίλντε Ουρούτια Μπάμπης Ζαφειράτος Ντιέγκο Ριβέρα Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Ριβέρα Σονέτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.