Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα, 100 Σονέτα του Έρωτα – Γ. Απόγευμα: 25 σονέτα, LIV – LXXVIII (Πρόλογος - Ισπανικό κείμενο - Σημειώσεις)

Πάμπλο  Νερούδα

100 Σονέτα του Έρωτα

Cien Sonetos de Amor (1959)

Γ. Απόγευμα

Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIVLXXVIII)

Πρόλογος – Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Με το ισπανικό κείμενο

Ta υπόλοιπα εδώ:

Α. Πρωί - Β. Μεσημέρι - Δ. Νύχτα

Πρώτες δημοσιεύσεις 49 σονέτων

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο 12 Ιουλ. 2024
Σχέδιο (1ο από 2 του Νερούδα), Μπάμπης Ζαφειράτος, 23.XII.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

12 Ιουλ. 2024 Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 4 Σονέτα του Έρωτα | Ισπανικό κείμενο - Μετάφραση - Σημειώσεις: Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο

23 Σεπ. 2023 Μπάμπης Ζαφειράτος: Ο Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 - 23.9.1973) του Τσε Γκεβάρα (14.6.1928 - 9.10.1967) — Το Farewell, ο Ρεταμάρ και ένα (1) Σονέτο του Έρωτα

23 Σεπ. 2022 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 12 Σονέτα του Έρωτα

12 Ιουλ. 2022 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 11 Σονέτα του Έρωτα

23 Σεπ. 2021 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 21 Σονέτα του Έρωτα – Πρόλογος - Ισπανικό κείμενο - Σημειώσεις (Αφιέρωμα)

Το αντικείμενο του πόθου (του)

Τα 100 Σονέτα του Έρωτα (Cien Sonetos de Amor) γράφτηκαν για τον μεγάλο έρωτα του Νερούδα, την Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urrutia Cerda, Τσιγιάν -Chillán, 5 Μαϊου 1912 – Σαντιάγο, 5 Ιανουαρίου του 1985). Είναι η τρίτη σύζυγος του Πάβλο Νερούδα, από το 1966 μέχρι το θάνατό του το 1973, η οποία εργαζόταν ως φυσιοθεραπεύτρια στη Χιλή και ήταν η πρώτη γυναίκα παιδοθεραπεύτρια στη Λατινική Αμερική.

Η σχέση του ποιητή με την Ματίλντε, «παράνομη» αρχικά, κρατήθηκε μυστική και οι συναντήσεις τους γίνονταν στο σπίτι τους στο Σαντιάγο, το καταφύγιό τους (μουσείο σήμερα), τη La Chascona (αυτή με τα ατίθασα, τα ανυπότακτα, τα ανακατεμένα μαλλιά, τα μαλλιά αφάνα που λέμε). Εκεί βρίσκεται και το διπλό πορτρέτο της Ματίλντε –έργο του Διέγο Ριβέρα– όπου «κρυμμένο» μέσα στα κόκκινα σγουρά μαλλιά βρίσκεται το προφίλ του Νερούδα.

Διέγο Ριβέρα, La Chascona (1953)

ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΑΪΔΟΥΡΙΝΗ ο Διέγο ο Ριβέρα
στα χρώματά του έψαχνε το σμαραγδί του δάσους,
το βερμιγιόν, το απρόσμενο, το αιμάτινο λουλούδι,
σύναζε στο πορτρέτο σου το φως όλου του κόσμου.
(Σονέτο LXXVI, Απόγευμα)

Τα 100 Σονέτα πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Αργεντινή το 1959.

Η Ματίλντε με τον Νερούδα είχαν πρωτοσυναντηθεί στο Σαντιάγο το 1946 και ξανά στο Μεξικό το 1949, όπου ο ποιητής βρισκόταν εξόριστος επειδή ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής.

Η Ματίλντε ήταν η μούσα του για μια ακόμη σύνθεση, πριν από τα Σονέτα: Los versos del capitán (Οι στίχοι του Καπετάνιου, 1951). Το βιβλίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1952, ανώνυμα, για να μην πληγωθεί η δεύτερη συζυγός του, από το 1943-1966 (κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του), Δέλια δελ Καρίλ, ενώ με το όνομά του δημοσιεύτηκε στη Χιλή το 1963, όπου ο ποιητής, εν είδει προλόγου, σημειώνει:

Επεξήγηση

Η ανωνυμία αυτού του βιβλίο πολύ συζητήθηκε. Ωστόσο, εκείνο που πάλευα μέσα μου ήταν αν έπρεπε ή όχι να το απομακρύνω από την αρχική του προέλευση: Tο να αποκαλύψω την καταγωγή του σήμαινε να φανερώσω τη σχέση που το γέννησε. Και δεν μου φαινότανε ότι μια τέτοια ενέργεια ήτανε συνεπής στα εκρηκτικά συναισθήματα του έρωτα και του πάθους, μέσα στο αποκαρδιωτικό και φλεγόμενο τοπίο της εξορίας που του έδωσε ζωή.

Από την άλλη, πιστεύω ότι όλα τα βιβλία θα έπρεπε να είναι ανώνυμα. Αλλά, ανάμεσα στο να αφαιρέσω από όλα τα δικά μου το όνομά μου ή να το παραδώσω σε κάτι πιο μυστηριώδες, τελικά υπέκυψα, αν και χωρίς μεγάλη προθυμία.

Οπότε, γιατί κράτησε τόσον καιρό αυτό το μυστήριο; Για το τίποτα και για όλα, για το κοντινό και το απόμακρο, για τις ξένες χαρές, για τον ξένο πόνο. Όταν ο Πάολο Ρίτσι, σύντροφος φωτισμένος, το τύπωσε για πρώτη φορά στη Νάπολη το 1952, σκεφτήκαμε ότι εκείνα τα λιγοστά αντίγραφα, που τα φρόντισε και τα ετοίμασε με περισσή επιμέλεια, θα εξαφανίζονταν χωρίς να αφήσουνε ίχνη στην άμμο του νότου.

Δεν έγινε έτσι. Και η ζωή που διεκδίκησε το εκρηκτικό μυστικό του, μου το επιβάλλει σήμερα σαν παρουσία ενός ακλόνητου έρωτα.

Παραδίδω, λοιπόν, αυτό το βιβλίο χωρίς άλλες εξηγήσεις, σαν να ήταν και να μην ήταν δικό μου: Αρκεί που θα μπορούσε να ταξιδέψει μόνο του στον κόσμο και να τα βγάλει μόνο του πέρα. Τώρα που το αναγνωρίζω, ελπίζω πως το ξέφρενο αίμα του θα με αναγνωρίσει επίσης.

Πάβλο Νερούδα
Ίσλα Νέγρα, Νοέμβριος 1963

Μετά το θάνατο της Ματίλντε κυκλοφόρησε το βιβλίο της, Η ζωή μου με τον Πάβλο Νερούδα (1986).

________________

Κεντρική φωτό: Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα. […] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας (σονέτο XXXII κάτω).

Δυο λόγια για τα 100 Σονέτα και τη μετάφραση

Αυτά τα 100 σονέτα στο μόνο που θυμίζουν… σονέτο είναι η μορφή των τεσσάρων στροφών (4-4-3-3). Δεν έχουν δηλαδή ούτε τη ρίμα ευτυχώς για μας ούτε τον αυστηρό 11σύλλαβο στίχο του κλασικού 14στιχου με 5 ρίμες (αβαβ / αβαβ / γδε / γδε οι 6 τελευταίοι στίχοι σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και ρίζες στη Σικελία του 13ου αιώνα), που μας έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίδει, σπουδαία δείγματα.

Τα σονέτα του Νερούδα, «τρόπος του λέγειν σονέτα» ή «σονέτα από ξύλο», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος (βλ.κ.), αριθμημένα με λατινικά νούμερα, από IC (1 – 100), είναι όλα άτιτλα, με στίχο κυρίως 14σύλλαβο, που όμως ποικίλλει από 11 έως 15 ή και 20 συλλαβές και συχνά αλλάζει από σονέτο σε σονέτο ή στο ίδιο 14στιχο.

Και τα 100 σονέτα έχουν ιαμβικό στίχο (υ –, όπου τονίζεται η δεύτερη συλλαβή), παροξύτονο, εκτός από 25 εξαιρέσεις: Στους 1.400 στίχους απαντώνται 9 προπαροξύτονοι στίχοι και 16 οξύτονοι, σε 22 σονέτα, συνολικά.

Τρία σονέτα, XXII (22), LXIII (63), LXXVIII (78) είναι ανισοσύλλαβα και σε όλες τις εκδόσεις εμφανίζονται με λοξά στοιχεία, μορφή που ακολουθείται και εδώ.

Ένα μόνο σονέτο, το νούμερο LXVI (66), είναι… σονέτο-σονέτο, 11σύλλαβο και μάλιστα με 2 μόνο ρίμες: αβαβ / αβαβ / ααβ / ααβ, γεγονός που καθιστά τη μεταφορά του στα Ελληνικά μάλλον αδύνατη. Το μεταφράζω σε 13σύλλαβο στίχο, με 6 ρίμες: αββα / αγγα / δδε / ζζε.

Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τα περίφημα σονέτα του Σαίξπηρ έχουν 7 ρίμες (αβαβ / γδγδ / εζεζ / ηη). Βλ. από Μποτίλια Στον Άνεμο – Σαίξπηρ.

Η σύνθεση χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες:

Πρωί –Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (IXXXII). Η έντονη, πληθωρική νεότητα, η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, το μεγάλο πάθος και η κορύφωση της ερωτικής επιθυμίας.

Μεσημέρι –Mediodía [12:00 – 14:30], 21 σονέτα (XXXIIILIII). Η ηρεμία του έρωτα.

Απόγευμα –Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIVLXXVIII). Απαισιόδοξα συναισθήματα, αφού η νύχτα πλησιάζει, αλλά με τον έρωτα να παραχωρεί τη θέση του στην αγάπη.

Νύχτα –Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIXC). Η αιωνιότητα της αγάπης, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τον αναπότρεπτο θάνατο.

Η μετάφραση είναι έμμετρη, άλλοτε με την αντιστοιχία των συλλαβών του πρωτότυπου και άλλοτε όχι. Σε πάρα πολλά μεταφράσματα –έχουν μεταφραστεί όλα τα σονέτα– υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκηση που δεν χωράει, βέβαια, στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης. Ωστόσο, δυο δείγματα βρίσκονται στα σονέτα XXV και  στο LXIII, όπου παρατίθενται δύο εκδοχές.

___________________

Σημ. Τα 100 Σονέτα έχουν κυκλοφορήσει στη γλώσσα μας (δυσεύρετα σήμερα) από τις εκδόσεις Γνώση (2001) με πρόλογο και μετάφραση του αείμνηστου πολιτικού μηχανικού Ηλία Ματθαίου (Παπαματθαίου), ο οποίος μας άφησε σημαντικά έργα και ανθολογίες της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

100 Σονέτα του Έρωτα

Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα.
[…] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας.
(Σονέτο XXXII, Πρωί)
 

Στην Ματίλντε Ουρούτια

Πολυαγαπημένη μου Κυρά, πολύ εδεινοπάθησα γράφοντας αυτά τα τρόπος του λέγειν σονέτα που τόσο με πόνεσαν και με δυσκόλεψαν, αλλά η ευτυχία να σου τα προσφέρω είναι μεγαλύτερη κι από έναν απέραντο κάμπο. Όταν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, ήξερα πολύ καλά πως οι ποιητές όλων των εποχών, με ιδιαίτερη αφοσίωση και χάρη, παράθεσαν ρίμες που καμπάνιζαν σαν ασημικά, κρύσταλλα ή ομοβροντίες κανονιών. Η αφεντιά μου, με περισσή ταπεινότητα έφτιαξε ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσε τον ήχο αυτής της κρουστής και ανόθευτης ύλης και έτσι πρέπει να φτάσουνε στ’ αφτιά σου. Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφιο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ. Και τώρα που θεμέλιωσα τους λόγους του έρωτά μου, σε παραδίνω στην αιωνιότητα: Με εκατό σονέτα από ξύλο που υπάρχουνε μόνο και μόνο γιατί εσύ τους έδωσες ζωή.

Οκτώβρης του 1959

Απόγευμα

Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIVLXXVIII)

Απαισιόδοξα συναισθήματα, αφού η νύχτα πλησιάζει, αλλά με τον έρωτα να παραχωρεί τη θέση του στην αγάπη.

 

LIV  (αδημοσίευτο)

 

ΜΙΑ ΕΞΑΙΣΙΑ ΛΟΓΙΚΗ κι ένα λαμπρό δαιμόνιο

σ’ ένα μπουκέτο απόλυτο, στ’ ολόρθο μεσημέρι

κι είμαστε εντέλει εδώ δίχως τη μοναξιά μας, μόνοι,

μακριά απ’ το παραλήρημα της άγριας πολιτείας.

 

Σαν την καμπύλη μιας γραμμής που ’γινε περιστέρι,

και σαν φωτιά που στόλισε και τρέφει τη γαλήνη

εσύ κι εγώ εφτιάξαμε αυτό το ουράνιο θαύμα!

Η λογική κι ο έρωτας γυμνοί σ’ αυτό το σπίτι.

 

Όνειρα ξέφρενα, πικρά μα σίγουρα ποτάμια

και πιο σκληρές κι απ’ το όραμα ενός σφυριού αποφάσεις

στον αμφορέα πέσανε των δυο ερωτευμένων.

 

Ώσπου ισορροπήσανε οι δίδυμές ψυχές τους,

η λογική κι ο έρωτας σαν δυο φτερούγες.

Και τούτο εδώ το κρύσταλλο έχουνε χτίσει.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LIV

ESPLÉNDIDA RAZÓN, DEMONIO claro
del racimo absoluto, del recto mediodía,
aquí estamos al fin, sin soledad y solos,
lejos del desvarío de la ciudad salvaje.

Cuando la línea pura rodea su paloma
y el fuego condecora la paz con su alimento
tú y yo erigimos este celeste resultado!
Razón y amor desnudos viven en esta casa.

Sueños furiosos, ríos de amarga certidumbre
decisiones más duras que el sueño de un martillo
cayeron en la doble copa de los amantes.

Hasta que en la balanza se elevaron, gemelos,
la razón y el amor como dos alas.
Así se construyó la transparencia.

 

 

LV

 

ΓΥΑΛΙΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ, ΑΓΡΙΑΓΚΑΘΑ και θρήνος και αρρώστιες
μέρα και νύχτα πολιορκούν της ευτυχίας το μέλι·
τα οχυρά ανίσχυρα, τα τείχη, τα ταξίδια:
η δυστυχία διαπερνάει τα ειρηνικά όνειρά μας,

 

οι πίκρες πάνε κι έρχονται, φέρνουν τα πάνω κάτω
και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το ’χει νιώσει
και δεν υπάρχει επέτειος και στέγη μα και φράχτης:
να πάρουμε στα σοβαρά το δεδομένο ετούτο.

 

Κι ούτε στον έρωτα κλειστά τα μάτια που φελάνε,
κι απ’ τις σαπρές πληγές μακριά τ’ απόκρυφα κλινάρια,
ή απ’ όποιον τη σημαία του κερδίζει βήμα βήμα.

 

Γιατί η ζωή σαν ποταμός ξεσπάει με στραπάτσα
και ματωμένη σήραγγα ανοίγει και μας βλέπουν
τα μάτια μιας γιγάντιας δυναστείας από πίκρες.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021

(Πρώτη δημοσίευση - παρουσίαση, για το BookSitting, 12/7/2024) 

 

 

LV

 

ESPINAS, VIDRIOS ROTOS, enfermedades, llanto
asedian día y noche la miel de los felices
y no sirve la torre, ni el viaje, ni los muros:
la desdicha atraviesa la paz de los dormidos,

el dolor sube y baja y acerca sus cucharas
y no hay hombre sin este movimiento,
no hay natalicio, no hay techo ni cercado:
hay que tomar en cuenta este atributo.

Y en el amor no valen tampoco ojos cerrados,
profundos lechos lejos del pestilente herido,
o del que paso a paso conquista su bandera.

Porque la vida pega como cólera o río
y abre un túnel sangriento por donde nos vigilan
los ojos de una inmensa familia de dolores.

 

 

LVI  (αδημοσίευτο)

 

ΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙΣ ΝΑ κοιτάς ξοπίσω μου τον ίσκιο,

να βγαίνουνε τα χέρια σου διάφανα από τις πίκρες,

σαν το πρωί που τα έπλασε το κύμα: κι απ’ το αλάτι,

κρυστάλλινες, αγάπη μου, σου ’δωσε αναλογίες.

 

Ο φθόνος στο τραγούδι μου παύει, πονάει, τελειώνει,

οι θλιβεροί του φύλακες πεθαίνουν ένας ένας.

Αγάπη λέω και κατακλύζουνε τον κόσμο περιστέρια.

Μέσα απ’ την κάθε συλλαβή μια άνοιξη γεννιέται.

 

Τότε εσύ, ολάνθιστη, καρδιά μου, αγαπημένη,

πάνω απ’ τα μάτια μου πετάς σαν φυλλωσιά του απείρου

κι εγώ εσένανε κοιτώ που είσαι στη γη γερμένη.

 

Σμάρι τα χάδια του ακουμπά ο ήλιος στο πρόσωπό σου,

ρίχνω το βλέμμα μου ψηλά, το βήμα σου γνωρίζω.

Ματίλντε, αγαπημένη μου, δόξα μου, καλώς ήρθες.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LVI

ACOSTÚMBRATE A VER detrás de mí la sombra
y que tus manos salgan del rencor, transparentes,
como si en la mañana del mar fueran creadas:
la sal te dio, amor mío, proporción cristalina.

La envidia sufre, muere, se agota con mi canto.
Uno a uno agonizan sus tristes capitanes.
Yo digo amor, y el mundo se puebla de palomas.
Cada sílaba mía trae la primavera.

Entonces tú, florida, corazón, bienamada,
sobre mis ojos como los follajes del cielo
eres, y yo te miro recostada en la tierra.

Veo el sol trasmigrar racimos a tu rostro,
mirando hacia la altura reconozco tus pasos.
Matilde, bienamada, diadema, bienvenida!


 

LVII  (αδημοσίευτο)

 

ΨΕΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΣΟΙ είπανε πως έχω χάσει το φεγγάρι,

όσοι επροφητέψανε το μέλλον μου απ’ την άμμο,

και πήρανε και δώσανε με τις κακιές τους γλώσσες:

ν’ απαγορέψουνε ήθελαν του σύμπαντος το άνθος.

 

«Τώρα το επαναστατημένο κεχριμπάρι της σειρήνας

τις μάζες έχει μοναχά και δε θα ξανακελαηδήσει».

Και μασουλάγανε χωρίς ανάσα τα χαρτιά τους

στοιχηματίζοντας πως πάει η κιθάρα μου στη λήθη.

 

Μα μπρος τους εξαπόλυσα τ’ ακόντια του έρωτά μας,

τους στράβωσα καρφώνοντας μαζί τις δυο καρδιές μας,

το γιασεμί διεκδίκησα στα χνάρια σου ανθισμένο,

 

κάτω απ’ τα βλέφαρά σου δίχως φως τη νύχτα ήμουν χαμένος

κι όταν τα πάντα ξεκαθάρισαν γεννήθηκα και πάλι

κι ήμουν εγώ το αφεντικό, δικά μου τα σκοτάδια.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

Ψεύτες: Αναφορά στις επιθέσεις που δέχτηκε ο Νερούδα από αντικομμουνιστικούς κυρίως κύκλους για την πολιτική του στράτευση. Βλ .σχετικά στο Σονέτο XCVI).

https://lyricstranslate.com/el/soneto-lvii-sonnet-lvii-ils-mentent-ceux-qui-disent.html

 

Η μυθολογική Σειρήνα, μισή γυναίκα και μισή ψάρι, που τραγουδάει τραγούδια αγάπης τα φεγγαρόφωτα βράδια και σαγηνεύει τους ναυτικούς, για να τους οδηγήσει στη συνέχεια στο κρυστάλλινο παλάτι της στο βυθό της θάλασσας, εκεί όπου η ευτυχία και η αιώνια αγάπη έχουν το τίμημα της αιώνιας φυλακής.

 

Η Σειρήνα ταυτίζεται επίσης και με τη νεράιδα Pincoya της χιλιανής μυθολογία, ένα πνεύμα των νερών ασύγκριτης ομορφιάς με μακριά ξανθά μαλλιά, που ανεβαίνει από τα βάθη της θάλασσας για να σαγηνεύσει τους ναυτικούς, αλλά και με το φρενήρη χορό της στις ακρογιαλιές  τις νύχτες με πανσέληνο να εγγυηθεί αφθονία ψαριών και οστρακοειδών.

 

Η σειρήνα εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Νερούδα, όπως π.χ. στο μεταθανάτιο Βιβλίο των Ερωτήσεων (1974):

Son los senos de las sirenas / las redondescas caracolas? (XLVIII/1) ή

Por qué no ataca el tiburón / a las impávidas sirenas? (IV/2)

ή

Es verdad que el ámbar contiene / las lágrimas de las sirenas? (XX/1)

Είναι αλήθεια ότι το κεχριμπάρι περιέχει / τα δάκρυα των σειρήνων;

 

Φαέθων:

 

Θα επανέλθει και στο σονέτο LXXXVIII: Oh amor, rosa mojada por sirenas y espumas,

 

 

LVII

MIENTEN LOS QUE dijeron que yo perdí la luna,
los que profetizaron mi porvenir de arena,
aseveraron tantas cosas con lenguas frías:
quisieron prohibir la flor del universo.

«Ya no cantará más el ámbar insurgente
de la sirena, no tiene sino pueblo.»

Y masticaban sus incesantes papeles
patrocinando para mi guitarra el olvido.

Yo les lancé a los ojos las lanzas deslumbrantes
de nuestro amor clavando tu corazón y el mío,
yo reclamé el jazmín que dejaban tus huellas,

yo me perdí de noche sin luz bajo tus párpados
y cuando me envolvió la claridad
nací de nuevo, dueño de mi propia tiniebla.


 

LVIIΙ  (αδημοσίευτο)

 

ΜΕΣ Σ’ ΟΛΟΥΣ τους σπουδαίους και τρανούς καλαμαράδες

σαν ναυτικός περνάω που είναι από μέρη αλαργεμένα

που δεν γνωρίζει κατατόπια κι όλο τραγουδάει

γιατί στ’ αλήθεια , ναι, τι άλλο του ’μελλε να κάνει;

 

Από τα ταραγμένα αρχιπέλαγα έχω φέρει

με θύελλες κι άγριες ριπές βροχής τ’ ακορντεόν μου,

και την αργή συνήθεια των φυσικών πραγμάτων:

αυτών που την ατίθαση διαμόρφωσαν καρδιά μου.

 

Έτσι όταν αυτές οι λογοτεχνικές μασέλες

πασχίσανε το έντιμό μου σβέρκο να δαγκώσουν

σφύριζα με τον άνεμο αδιάφορα περνώντας

 

μέσα από μνήμες βροχερές των παιδικών μου χρόνων

μέσα απ’ του Νότου του άφατου τα παγωμένα δάση

εκεί όπου κατακλύστηκε η ζωή μου απ’ το άρωμά σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LVIII

ENTRE LOS ESPADONES de fierro literario
paso yo como un marinero remoto
que no conoce las esquinas y que canta
porque sí, porque cómo si no fuera por eso.

De los atormentados archipiélagos traje
mi acordeón con borrascas, rachas de lluvia loca,
y una costumbre lenta de cosas naturales:
ellas determinaron mi corazón silvestre.

Así cuando los dientes de la literatura
trataron de morder mis honrados talones,
yo pasé, sin saber, cantando con el viento

hacia los almacenes lluviosos de mi infancia,
hacia los bosques fríos del Sur indefinible,
hacia donde mi vida se llenó con tu aroma.


 

LIX  (αδημοσίευτο)

(G. M.)

 

ΦΤΩΧΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ που κι η ζωή κι ο θάνατος τους έχει

μ’ αλύπητη επιμονή στο ζόφο κυνηγήσει,

κι ύστερα τους σκεπάζουνε με φούσκες και παράτες

για να παραδοθούν βορά στα δόντια του θανάτου.

 

Και τώρα αυτοί –μπλάβοι σάμπως ταφόπλακες– τραβάνε

τέζα πίσω από μια πομπή από περήφανα άτια,

με τις ορέξεις πλέον των εισβολέων της εξουσίας

και των λακέδων της για να ταφούνε με φανφάρες.

 

Που σίγουροι πως ο νεκρός είναι νεκρός για πάντα

κάνουνε αξιοθρήνητα συμπόσια τις κηδείες

με κάτι ρήτορες και γαλοπούλες και γουρούνια.

 

Εκαραδόκααν να πεθάνουνε κι αρχίσανε να βρίζουν

μόνο γιατί το στόμα τους το ’χουνε σφαλισμένο

και δεν μπορούν ν’ αποκριθούνε τραγουδώντας.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

G. M.: Αναφορά του ποιητή στην μεγάλη Χιλιανή ποιήτρια, διπλωμάτη, εκπαιδευτικό και φεμινίστρια Γαβριέλα Μιστράλ (Gabriela Mistral  –Lucila Godoy Alcayagal), 7 Απρ. 1889 – 10 Ιαν. 1957. Νόμπελ Λογοτεχνίας 1945, Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας 1951. Το 1920, ο μαθητής Νεφταλί Ρέγιες θα γνωρίσει τη Μιστράλ, διευθύντρια στο  Γυμνάσιο που φοιτούσε και όπως θα πει ο ίδιος «με έκανε να διαβάσω τα πρώτα μεγάλα ονόματα της ρωσικής λογοτεχνίας που τόσο πολύ με επηρέασαν».

 

Η Μιστράλ έφυγε από τη Χιλή στις 23 Ιουνίου 1922, σε ηλικία τριάντα τριών ετών και επέστρεψε οριστικά το 1954, μετά από δύο ακόμη ταξίδια στη γενέτειρά της.

 

Αιτία της «φυγής» της ήταν η δυσπιστία και η αντιπάθεια που ένιωθε για το εθνικό λογοτεχνικό και πολιτικό δεξιό κατεστημένο της Χιλής.

 

Η Μιστράλ συγκρούστηκε με τους δασκάλους της πρωτεύουσας, οι οποίοι αμφισβήτησαν τον διορισμό της ως διευθύντριας του νεοσύστατο 6ου Λυκείου Θηλέων (Liceo de Niñas) στο Σαντιάγο και την κατηγορούσαν ότι δεν κατείχε τον διδασκαλικό τίτλο και η θέση της δόθηκε χαριστικά από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών Πέδρο Αγίρε Σέρδα (Pedro Aguirre Cerda), ο οποίος είχε προωθήσει το διορισμό της.

 

Απόδειξη της χαμηλής εκτίμησης των κυβερνήσεων στο έργο της είναι πως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1945) της απονεμήθηκε έξι χρόνια αφότου έλαβε το Νόμπελ (1945).

 

Σε προσωπικά της κείμενα η Μιστράλ αναφέρεται σε αυτή τη διαμάχη:

 

«Όσο ζούσα στις επαρχίες, μου συγχώρεσαν τη διεύθυνση Λυκείου· στο Σαντιάγο, όχι. Η συντεχνία των δασκάλων δεν θα μου συγχωρήσει ποτέ την έλλειψη τίτλου. Μοναδικός προστάτης της καριέρας μου στάθηκε ο Aguirre Cerda. Αυτός γνώριζε ότι με είχαν κάνει ακόμη και ερωμένη του για να δικαιολογήσουν τον διορισμό μου. Αγνόησε διάφορα άλλα, τα ίδια ή και χειρότερα. [...]». (Γαβριέλα Μιστράλ: Ευλογημένη να είναι η Γλώσσα μου) [Πηγή: Museo Gabriela Mistral].


Η χρονιά θανάτου της Μιστράλ (1957) είναι η εποχή συγγραφής των Σονέτων.  Και ο Νερούδα με αφορμή τις επιθέσεις που είχε δεχτεί η «δασκάλα» του μιλάει εμμέσως πλην σαφώς για τις επιθέσεις που δεχόταν ο ίδιος την εποχή εκείνη (βλ. Σονέτο XCVI).

 

Για Γαβριέλα Μιστράλ βλ. και Σονέτο LXVIII,  G.M. – σημείωση, Πλωριά Γοργόνα.

 

Δόντια του θανάτου (diente funerario): Αναφορά τους οιωνούς των ονείρων, όπου η εμφάνιση ή η απώλεια των δοντιών (γομφίοι και τραπεζίτες κυρίως) προαναγγέλλουν το θάνατο κοντινού μας προσώπου.

 

 

LIX

(G. M.)

POBRES POETAS A quienes la vida y la muerte
persiguieron con la misma tenacidad sombría
y luego son cubiertos por impasible pompa
entregados al rito y al diente funerario.

Ellos -oscuros como piedrecitas- ahora
detrás de los caballos arrogantes, tendidos
van, gobernados al fin por los intrusos,
entre los edecanes, a dormir sin silencio.

Antes y ya seguros de que está muerto el muerto
hacen de las exequias un festín miserable
con pavos, puercos y otros oradores.

Acecharon su muerte y entonces la ofendieron:
sólo porque su boca está cerrada
y ya no puede contestar su canto.



LX  (αδημοσίευτο)

 

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ να με πονέσει σε πληγώνει

και το φαρμακερό κεντρί που στρέφεται σ’ εμένα

σαν από αόρατη τροχιά στα έργα μου περνάει

και μια κηλίδα από σκουριά τον ύπνο σου ταράζει.

 

Δε θέλω, αγάπη μου, σ’ αυτό το ολάνθιστο φεγγάρι

που ’χεις για πρόσωπο να δω την έχθρα που ενεδρεύει.

Δε θέλω στ’ όνειρό σου να τρυπώσει η κακία

των άλλων και τ’ αναίτια μαχαίρια να σου μπήξει.

 

Όπου κι αν πάω. άγρια βήματα με παίρνουν στο κατόπι,

όπου γελάω μια μάσκα τρόμου στ’ άλλο πρόσωπο αντικρίζω

κι ο φθόνος όπου τραγουδώ, γελάει, χλευάζει και ξεσκίζει

 

Και να, αγάπη μου, η σκιά που πήρα απ’ τη ζωή μου:

ένα άδειο ρούχο που διαρκώς ξοπίσω μου τρεκλίζει,

σαν σκιάχτρο που χαμογελάει με στόμα ματωμένο.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021 

 

 

LX

A TI TE hiere aquel que quiso hacerme daño,
y el golpe del veneno contra mí dirigido
como por una red pasa entre mis trabajos
y en ti deja una mancha de óxido y desvelo.

No quiero ver, amor, en la luna florida
de tu frente cruzar el odio que me acecha.
No quiero que en tu sueño deje el rencor ajeno
olvidada su inútil corona de cuchillos.

Donde voy van detrás de mí pasos amargos,
donde río una mueca de horror copia mi cara,
donde canto la envidia maldice, ríe y roe.

Y es ésa, amor, la sombra que la vida me ha dado:
es un traje vacío que me sigue cojeando
como un espantapájaros de sonrisa sangrienta.


 

LXI  (αδημοσίευτο)

 

ΕΧΩΣΕ Η ΑΓΑΠΗ την ουρά της από πόνους,

το στατικό της κεραυνό που έχει αγκάθια

και κλείνουμε τα μάτια μας γιατί κανένας,

τίποτα και καμιά πληγή δεν μας χωρίζει.

 

Δε φταιν’ τα μάτια σου για τούτο εδώ το κλάμα·

δεν είν’ τα χέρια σου που μπήξανε μαχαίρι·

δεν ειν’ τα πόδια σου που διάλεξαν το δρόμο·

το μαύρο μέλι έσταξε μες στην καρδιά σου.

 

Κι όταν σαν ένα κύμα θεόρατο η αγάπη

μας χτύπησε και πέσαμε στα βράχια,

μας ζύμωσε μαζί από το ίδιο αλεύρι,

 

χάθηκε η θλίψη σ’ ένα πρόσωπο όλο γλύκα

κι έτσι σε μια εποχή στο φως παραδομένη

δοξάστηκε η άνοιξη η ως τότε πληγωμένη.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LXI

TRAJO EL AMOR su cola de dolores,
su largo rayo estático de espinas
y cerramos los ojos porque nada,
porque ninguna herida nos separe.

No es culpa de tus ojos este llanto:
tus manos no clavaron esta espada:
no buscaron tus pies este camino:
llegó a tu corazón la miel sombría.

Cuando el amor como una inmensa ola
nos estrelló contra la piedra dura,
nos amasó con una sola harina,

cayó el dolor sobre otro dulce rostro
y así en la luz de la estación abierta
se consagró la primavera herida.


 

LXII  (αδημοσίευτο)

 

ΑΛΙΜΟΝΟ ΜΟΥ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ, αλίμονό μας

θέλαμε αγάπη μοναχά, ν’ αγαπηθούμε,

κι αποφασίσαμε μέσα σε τόσους πόνους

να είμαστε μονάχα οι δυο μας πληγωμένοι.

 

Θέλαμε το εσύ και το εγώ οι δυο μας,

το εσύ για το φιλί, το εγώ για το ψωμάκι

το μυστικό κι έτσι ήταν όλα απλά κι αιώνια,

μέχρι που μπήκε απ’ το παράθυρο ο φθόνος.

 

Φθονούν αυτοί που την αγάπη μας δε θέλουν

κι ούτ’ άλλη αγάπη αγαπούν, δυστυχισμένοι

σαν τις καρέκλες σε ακατοίκητο δωμάτιο,

 

ώσπου θαφτήκανε στην ίδια τους την τέφρα

και το απειλητικό, δυσοίωνο πρόσωπό τους

ξεθώριασε μέσα στου σούρουπου το θάμπος.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021 

 

 

LXII

AY DE MÍ, ay de nosotros, bienamada,
sólo quisimos sólo amor, amarnos,
y entre tantos dolores se dispuso
sólo nosotros dos ser malheridos.

Quisimos el tú y yo para nosotros,
el tú del beso, el yo del pan secreto,
y así era todo, eternamente simple,
hasta que el odio entró por la ventana.

Odian los que no amaron nuestro amor,
ni ningún otro amor, desventurados
como las sillas de un salón perdido,

hasta que se enredaron en ceniza
y el rostro amenazante que tuvieron
se apagó en el crepúsculo apagado.


 

LXIII

ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΜΟΝΟ σε έρημες στεριές που η αλατόπετρα είναι
όπως ρόδο μονάκριβο κι ανθός θαμμένος κάτω από το κύμα,
περπάτησα και σε όχθες ποταμών που χάραζαν το χιόνι.
Τα βήματά μου γνώρισαν τις πικρές κορφές της κορδιλιέρας.

Πατρίδα μου άγρια, μπερδεμένη, χώρα που ο άνεμος σφυρίζει,
λιάνες που το θανατερό τους το φιλί τη σέλβα αλυσοδένει,
υγρό παράπονο πουλιού που ακούγεται και ρίγη ξεσηκώνει,
ω, γη εσύ του σπαραγμού, του αδέσποτου του θρήνου δίχως τέλος!

Δεν είναι όλο το έχει μου το δηλητήριο στου χαλκού τη φλούδα
ή και το νίτρο που απλώνεται, άγαλμα συντριμμένο χιονισμένο,
μα και το αμπέλι, η κερασιά που η άνοιξη γερά την ανταμείβει,

είναι κι αυτά δικά μου, κι εγώ, ένα μαύρο μόριο, που ανήκω
στη γη την άνυδρη, στο φως το φθινοπωρινό απάνω στα σταφύλια
σε μια πατρίδα όλο μέταλλο που υψώνεται σε πύργους από χιόνι.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

 

(Δεύτερη εκδοχή)

LXIII

ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΜΟΝΟ σε ερημιές που η αλατόπετρα είναι

το ρόδο το μοναδικό, ο ανθός κάτω απ’ το κύμα,

πήγα και σε όχθες ποταμών στο χιόνι χαραγμένες.

Περπάτησα και στις πικρές κορφές της κορδιλιέρας.

 

Άγρια πατρίδα μου, τρελή, χώρα μου μπερδεμένη,

λιάνες που σαν μοιραίο φιλί τη σέλβα αλυσοδένουν,

υγρό παράπονο πουλιού που ρίγη σε γεμίζει,

ω, χώρα μύχιων σπαραγμών με κλάμα δίχως τέλος!

 

Το νίτρο που σωριάζεται σαν άγαλμα στο χιόνι

ή το φαρμάκι του χαλκού δεν είν’ το έχει μου όλο

μα και το αμπέλι, η κερασιά που η άνοιξη ανταμείβει

 

κι αυτά δικά μου είναι κι εγώ, μαύρη ύπαρξη, σου ανήκω

άνυδρη γη του σταφυλιού στο φως του φθινοπώρου,

πατρίδα μου από μέταλλο στο χιόνι πυργωμένη.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)

 

 

LXIII

NO SÓLO POR las tierras desiertas donde la piedra salina

es como la única rosa, la flor por el mar enterrada,

anduve, sino por la orilla de ríos que cortan la nieve.

Las amargas alturas de las cordilleras conocen mis pasos.

 

Enmarañada, silbante región de mi patria salvaje,

lianas cuyo beso mortal se encadena en la selva,

lamento mojado del ave que surge lanzando sus escalofríos,

oh región de perdidos dolores y llanto inclemente!

 

No sólo son míos la piel venenosa del cobre

o el salitre extendido como estatua yacente y nevada,

sino la viña, el cerezo premiado por la primavera,

 

son míos, y yo pertenezco como átomo negro

a las áridas tierras y a la luz del otoño en las uvas,

a esta patria metálica elevada por torres de nieve.


 

LXIV  (αδημοσίευτο)

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΣΗ αγάπη βάφτηκε μενεξεδιά η ζωή μου

και πήγαινα κλαδί κλαδί σαν τα τυφλά πουλάκια

ώσπου, καλή μου, έφτασα και στο παράθυρό σου·

και ένιωσες το θρόισμα σαν ράγισε η καρδιά μου

 

κι ανέβηκα απ’ τη σκοτεινιά μέσα στην αγκαλιά σου

και δίχως να ’χω άλλη ζωή κι άμαθος όπως ήμουν

ήρθα στους πύργους του σταριού στα χέρια σου να ζήσω,

ανέβηκα απ’ τη θάλασσα κι έπεσα στη χαρά σου.

 

Κανείς δε γίνεται να πει το πόσα σου χρωστάω·

φως φανερό είναι, αγάπη μου· σαν ρίζα Αραουκάνα

σ’ εσένανε το χρέος μου γλυκιά μου αγαπημένη.

 

Είναι ένα σύμπαν, σίγουρα, αυτό που σου χρωστάω,

ένα πηγάδι αστείρευτο στη μέση της ερήμου

όπου ο καιρός εφύλαξε τους άγριους κεραυνούς του.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

Αραουκανία – Αραουκάνα (Araucanía – Araucana): Βλ. Σονέτο V.

 

Πύργοι του Σταριού (torre del trigo): Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα τα μεγάλα αγροκτήματα (estancias) στην Αραουκανία (Araucanía) της... Ματίλντε καλλιεργούνταν με σιτάρι, έτσι που η περιοχή είναι γνωστή  σαν «σιταποθήκη της Χιλής». (https://en.wikipedia.org/wiki/Araucan%C3%ADa_Region)

 

Ρίζα Αραουκάνα: Ρίζα της Araucaria araucana, ρίζα του πεύκου της Χιλής και των Άνδεων, η γνωστή Αρωκάρια. Βλ. και Σονέτο LI.

 

 

LXIV

DE TANTO AMOR mi vida se tiñó de violeta
y fui de rumbo en rumbo como las aves ciegas
hasta llegar a tu ventana, amiga mía:
tú sentiste un rumor de corazón quebrado

y allí de la tinieblas me levanté a tu pecho,
sin ser y sin saber fui a la torre del trigo,
surgí para vivir entre tus manos,
me levanté del mar a tu alegría.

Nadie puede contar lo que te debo, es lúcido
lo que te debo, amor, y es como una raíz
natal de Araucanía, lo que te debo, amada.

Es sin duda estrellado todo lo que te debo,
lo que te debo es como el pozo de una zona silvestre
en donde guardó el tiempo relámpagos errantes.


 

LXV  (αδημοσίευτο)

 

ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; Αιστάνθηκα να μου συμβαίνει κάτι

κάτω απ’ τη γραβάτα, εδώ, και πάνω απ’ την καρδιά μου

εδώ ακριβώς, στο στήθος μου σαν μια μελαγχολία,

κι ο λόγος είναι ότι άξαφνα βρέθηκες μακριά μου.

 

Με έκανες να αποζητώ το ζωογόνο φως σου

κι έψαχνα, κατασπάραζα μια μάταιη ελπίδα,

χωρίς εσένα το κενό έβλεπα κι ήταν σπίτι

που τραγικά παράθυρα τού απόμειναν μονάχα.

 

Μες στην απόλυτη σιωπή ακούει η σκεπή του

να πέφτουνε αρχαίες βροχές, φθινόπωρα θλιμμένα,

φτερά κι ό,τι άλλο κράτησε φυλακισμένο η νύχτα:

 

έτσι σαν σπίτι έρημο κι εγώ σε περιμένω

για να γυρίσεις, να με δεις και να με κατοικήσεις.

Ειδάλλως τα παράθυρα τρίζουν και με πονάνε.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LXV

MATILDE DÓNDE ESTÁS? Noté, hacia abajo,
entre corbata y corazón, arriba,
cierta melancolía intercostal:
era que tú de pronto eras ausente.

Me hizo falta la luz de tu energía
y miré devorando la esperanza,
miré el vacío que es sin ti una casa,
no quedan sino trágicas ventanas.

De puro taciturno el techo escucha
caer antiguas lluvias deshojadas,
plumas, lo que la noche aprisionó:

y así te espero como casa sola
y volverás a verme y habitarme.
De otro modo me duelen las ventanas.


 

LXVI

ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ, αφού, ωστόσο, σ’ αγαπάω
κι από το θέλω στο δε θέλω ερωτά μου,
κι από το κρύο στη φωτιά χτυπάει η καρδιά μου
σαν σε προσμένω όταν δε σε καρτεράω.

Σε θέλω μόνο γιατί εσένα λαχταράω
και δίχως τέλος σε μισώ μα σε ικετεύω
κι είν
της αγάπης μου το μέτρο που γυρεύω
να μη σε βλέπω μα τυφλός να σε αγαπάω.

Μπορεί η άκαρδη ακτίνα του Γενάρη
όλο το φως απ’ την καρδούλα μου να πάρει
και της γαλήνης το κλειδί να μου ληστέψει.

Στην ιστορία μας εγώ πεθαίνω μόνο
κι ως σ’ αγαπώ απ’ τον έρωτα μου θ’ αργολειώνω:
με φωτιά κι αίμα σ’ έχω αγάπη μου λατρέψει.

[αββα / αγγα / δδε / ζζε].

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

 

LXVI

NO TE QUIERO sino porque te quiero

y de quererte a no quererte llego

y de esperarte cuando no te espero

pasa mi corazón del frío al fuego.

 

Te quiero sólo porque a ti te quiero,

te odio sin fin, y odiándote te ruego,

y la medida de mi amor viajero

es no verte y amarte como un ciego.

 

Tal vez consumirá la luz de Enero,

su rayo cruel, mi corazón entero,

robándome la llave del sosiego.

 

En esta historia sólo yo me muero

y moriré de amor porque te quiero,

porque te quiero, amor, a sangre y fuego.


 

LXVII

ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ Η ραγδαία βροχή τρυπάει την Ίσλα Νέγρα
σαν μια γιγάντια βαριά και διάφανη σταγόνα,
τον κρύο κόρφο της η θάλασσα ανοίγει και ρουφάει,
τη μοίρα της μαθαίνει η γη σαν ξέχειλο ποτήρι.

Ψυχή μου, δώσε μου νερό να πιω απ’ τα φιλιά σου,
νερό αλμυρό από θάλασσες και μέλι από τη γη σου,
τ’ άρωμα το υγρό απ’ του γλαυκού τα χίλια χείλια,
της θάλασσας την άγια υπομονή μες στο χειμώνα.

Κάτι υπάρχει, μας καλεί, με διάπλατες τις πόρτες,
στα παραθύρια το νερό κυλάει και μουρμουρίζει
και μεγαλώνει ο ουρανός χαϊδεύοντας τις ρίζες,

κι έτσι το ουράνιο δίχτυ της ράβει ξηλώνει η μέρα
με χρόνο, αλάτι, ψίθυρους , με νέα ζωή, με στράτες,
και μ’ ένα αντρόγυνο στη γη παρέα με το χειμώνα.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)

 

LXVII

LA GRAN LLUVIA del sur cae sobre Isla Negra
como una sola gota transparente y pesada,
el mar abre sus hojas frías y la recibe,
la tierra aprende el húmedo destino de una copa.

Alma mía, dame en tus besos el agua
salobre de estos mares, la miel del territorio,
la fragancia mojada por mil labios del cielo,
la paciencia sagrada del mar en el invierno.

Algo nos llama, todas las puertas se abren solas,
relata el agua un largo rumor a las ventanas,
crece el cielo hacia abajo tocando las raíces,

y así teje y desteje su red celeste el día
con tiempo, sal, susurros, crecimientos, caminos,
una mujer, un hombre, y el invierno en la tierra.


 

LXVIII

                                                   (Πλωριά Γοργόνα)

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ δεν ήρθε περπατώντας
εκεί στα τούβλα ξάφνου βρέθηκε καθισμένη
άνθη αρχαία της θάλασσας σκέπαζαν τα μαλλιά της
κι είχε βαθιά στο βλέμμα τη θλίψη ριζωμένη.

Στάθηκε εκεί κοιτώντας τις διάπλατες ζωές μας,
που υπάρχουν, σεργιανάνε στης γης το πηγαινέλα,
που αργα της μέρας τα άνθη πιάνουν και ξεθωριάζουν.
Κι η ξύλινη κοπέλα φρουρός, μα δε μας βλέπει.

Κι έτσι στεφανωμένη με κύματα αιώνων,
μας παρακολουθούσε με μάτια νικημένα.
Γατί ήξερε πως ζούμε στο αλαργινό μας δίχτυ

από νερό και χρόνο, ήχους, βροχή και κύμα·
είμαστε η ύπαρξή μας ή τάχα τ’ όνειρό της;
Ετούτη είν’ η ιστορία της ξύλινης κοπέλας.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021) 

Πλωριά Γοργόνα: Mascarón de Proa (: ακρόπρωρο) στο πρωτότυπο. Στο σονέτο χρησιμοποιεί τα: niña de madera (ξύλινο κορίτσι) και muchacha de madera (ξύλινη κοπέλα).`

 

Η πλωριά γοργόνα μια βραδιά

πήδησε στον Πόντο μεθυσμένη

Νίκος Καββαδίας, Αρμίδα (Πούσι, 1947)

 

Ο Νερούδα, παθιασμένος συλλέκτης (βλ. επίσης Isla Negra, Σονέτο XIX) συνέλλεγε μεταξύ άλλων και ακρόπρωρα-γοργόνες. Μια από αυτές η María Celeste, ήταν έξω από το σπίτι του στην Ίσλα Νέγρα και ο ποιητής έλεγε ότι στ’ αλήθεια έκλαιγε τους χειμώνες. Για μια άλλη ισχυριζόταν ότι είναι φτυστή η Γαβριέλα Μιστράλ (Σονέτο LIXG.M.) και ότι οι ντόπιες θεοσεβούμενες γυναίκες τη θεωρούσαν ιερή, της πρόσφεραν λουλούδια και της άναβαν κεριά.

 

LXVIII

                                (Mascarón de Proa)

 

LA NIÑA DE madera no llegó caminando:

allí de pronto estuvo sentada en los ladrillos,

viejas flores del mar cubrían su cabeza,

su mirada tenía tristeza de raíces.

 

Allí quedó mirando nuestras vidas abiertas,

el ir y ser y andar y volver por la tierra,

el día destiñendo sus pétalos graduales.

Vigilaba sin vernos la niña de madera.

 

La niña coronada por las antiguas olas,

allí miraba con sus ojos derrotados:

sabía que vivimos en una red remota

 

de tiempo y agua y olas y sonidos y lluvia,

sin saber si existimos o si somos su sueño.

Ésta es la historia de la muchacha de madera.

 

LXIX  (αδημοσίευτο)

 

ΙΣΩΣ ΤΟ ΝΑ μην ζω είναι να ζω δίχως να υπάρχεις,

δίχως να φεύγεις για να πας να κόψεις, σαν λουλούδι

γαλαζωπό, το μεσημέρι, ή δίχως να βαδίζεις

το απόγευμα μέσα στο πούσι μες στα καλντερίμια,

 

δίχως αυτό το φως που κουβαλάς στα χέρια,

που ίσως δεν θα το δούνε οι άλλοι χρυσαφένιο

που ίσως ότι μεγάλωσε σαν τη ζωή του ρόδου,

την κατακόκκινη ζωή, κανένας δεν το ξέρει,

 

ή δίχως να υπήρχες, δίχως να ’ρχόσουνα, εντέλει,

άξαφνα, σαγηνευτικά, να μάθεις τη ζωή μου,

σαν έκρηξη τριαντάφυλλου, σαν στάρι του ανέμου,

 

και από τότε υπάρχω εγώ γιατί εσύ υπάρχεις,

κι από τότε υπάρχεις, υπάρχω, υπάρχουμε οι δυο μας,

θα υπάρχω από έρωτα, θα υπάρχεις και θα ζούμε.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LXIX

 

TAL VEZ NO ser es ser sin que tú seas,
sin que vayas cortando el mediodía
como una flor azul, sin que camines
más tarde por la niebla y los ladrillos,

sin esa luz que llevas en la mano
que tal vez otros no verán dorada,
que tal vez nadie supo que crecía
como el origen rojo de la rosa,

sin que seas, en fin, sin que vinieras
brusca, incitante, a conocer mi vida,
ráfaga de rosal, trigo del viento,

y desde entonces soy porque tú eres,
y desde entonces eres, soy y somos,
y por amor seré, serás, seremos.


 

LXX

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ’ΧΩ πληγές κι ας μη ματώνω
καθώς με βρήκε μια αστραπή απ’ τη ζωή σου
και μ’ εμποδίζει το νερό μέσα στη σέλβα:
είν’ η βροχή κι ο ουρανός που καταρρέει.

Μες στην καρδιά μου είχε βρέξει⸱ την αγγίζω:
ξέρω εκεί ότι τα μάτια σου εισβάλλουν
μέσα στο απέραντο της θλίψης μου τοπίο
και το μουρμούρισμα ενός ίσκιου αναβλύζει:

Ποιος να ’ναι, λέω, ποιος; Μα όνομα δεν είχε
το φύλλο ή το νερό που πάλλεται του ζόφου,
άλαλο, καταμεσής στη σέλβα και στη στράτα·

κι ήξερα, αγάπη μου, πως ήμουν λαβωμένος
και δεν εμίλαγε κανείς πάρεξ οι ίσκιοι,
κι η νύχτα η αλήτισσα, η βροχή που με φιλούσε.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)

  

LXX

TAL VEZ HERIDO voy sin ir sangriento
por uno de los rayos de tu vida
y a media selva me detiene el agua:
la lluvia que se cae con su cielo.

Entonces toco el corazón llovido:
allí sé que tus ojos penetraron
por la región extensa de mi duelo
y un susurro de sombra surge solo:

Quién es? Quién es? Pero no tuvo nombre
la hoja o el agua oscura que palpita
a media selva, sorda, en el camino,

y así, amor mío, supe que fui herido
y nadie hablaba allí sino la sombra,
la noche errante, el beso de la lluvia.

 

LXXI  (αδημοσίευτο)

 

ΚΑΗΜΟ ΚΑΗΜΟ ο έρωτας περνάει απ’ τα νησιά του

και ρίχνει ρίζες που ύστερα με δάκρυ τις ποτίζει

και δεν υπάρχει άνθρωπος το δρόμο για να κλείσει

σε μια καρδιά αμίλητη που τρέφεται με σάρκες.

 

Έτσι οι δυο μας ψάξαμε μια κόγχη, άλλον πλανήτη

όπου το αλάτι δεν μπορεί ν’ αγγίξει τα μαλλιά σου,

δε θα φυτρώνει ο σπαραγμός από δική μου αιτία,

με ζυμωμένο το ψωμί χωρίς καμιά αγωνία.

 

Στις φυλλωσιές θελήσαμε κρυμμένο έναν πλανήτη,

μιαν έρημη γη, μια ξέρα ακατοίκητη, στα μάκρη,

να χτίσουμε γερή φωλιά με τα δικά μας χέρια,

 

με δίχως πόνους και πληγές, χωρίς κακιά κουβέντα,

μα ο έρωτας ήταν μοναχά μια πόλη τρελαμένη

όπου οι άνθρωποι χλωμοί σβήνουνε στα μπαλκόνια.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LXXI

DE PENA EN pena cruza sus islas el amor
y establece raíces que luego riega el llanto,
y nadie puede, nadie puede evadir los pasos
del corazón que corre callado y carnicero.

Así tú y yo buscamos un hueco, otro planeta
en donde no tocara la sal tu cabellera,
en donde no crecieran dolores por mi culpa,
en donde viva el pan sin agonía.

Un planeta enredado por distancia y follajes,
un páramo, una piedra cruel y deshabitada,
con nuestras propias manos hacer un nido duro,

queríamos, sin daño ni herida ni palabra,
y no fue así el amor, sino una ciudad loca
donde la gente palidece en los balcones.

 


LXXII  (αδημοσίευτο)

 

ΛΟΥΦΑΞΕ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ξανά στην τρύπα του ο χειμώνας,

η γη ετοίμασε για μας τα ολόχρυσά της δώρα

και να που τώρα απλώνουμε σε αλαργινή πατρίδα

το χέρι μας, χαϊδεύοντας της γεωγραφίας την κόμη.

 

Να πάμε! Σήμερα! Εμπρός, πλοία, τροχοί, καμπάνες,

αεροπλάνα ατσάλινα απ’ το άπειρο της μέρας,

για το γαμήλιο άρωμα στη γη του αρχιπελάγους

μέσα από στάρια και χαρές σε μήκη και σε πλάτη!

 

Έλα, σήκω, πάμε λοιπόν, το διάδημά σου βάλε, ανέβα

κατέβα, τρέξε, με τον άνεμο κελάηδα και μαζί μου,

πάμε στα τρένα που κινούν για Αραβία ή Τοκοπίλα,

 

σαν ταξιδιάρικα πουλιά, στο στρόβιλο της γύρης,

σε λαούς με ακόντια που φορούν κουρέλια και γαρδένιες

και που τους κυβερνούν φτωχοί ξυπόλητοι μονάρχες. 

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

Τοκοπίγια (Tocopilla): Στη γλώσσα Κέτσουα «η γωνιά του διαβόλου». Πόλη και λιμάνι στην περιοχή Αντοφαγάστα (Σονέτο LXXXVII), στο βόρειο τμήμα της Χιλής. Πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Η γνωστή μας από τον Καββαδία Τοκοπίλα.

«Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό

κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.

Από να φοβάμαι και να καρτερώ

κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα».

(Πούσι, Πούσι, 1947).

Στην Τοκοπίλα βρίσκονται και το τραγουδισμένο από τον Νερούδα —στο Κάντο Χενεράλ (1950), στο Επικό Τραγούδι (1961) και αλλού— Τσουκικαμάτα (Chuquicamata), το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο χαλκού στον κόσμο, το εθνικοποιημένο έως σήμερα από τον Αγιέντε ορυχείο της αμερικανικής εταιρείας Anaconda: «Με όνομα φιδιού κουλουριασμένου, / σαγόνι αχόρταγο, πράσινο τέρας...», όπως τραγουδάει στο Canto General (La Αnaconda Copper Mining Co. – Canto V. Τα προδομένα χώματα).

 

Και στρέφονται στην Κούβα οι μινεράδες

του νότου, τα έρημα παιδιά της πάμπας,

βοσκοί απ’ την παγερή Παταγονία,

γονέοι που ζουν στον τσίγκο και στο ασήμι ,

οι παντρεμένοι με την κορδιλιέρα,

οι χαλκωρύχοι του Τσουκικαμάτα [...]

(Πάμπλο Νερούδα: Στον Φιδέλ Κάστρο, Επικό τραγούδι, 1960. Μτφρ: Μπ. Ζαφειράτος)

 

[Η United Fruit Co.]

Όταν η σάλπιγγα ήχησε, τα πάντα

ήταν πάνω στη γη ετοιμασμένα,

κι ο Γιεχωβάς εμοίρασε τον κόσμο

στη Coca-Cola Inc., στην Anaconda,

και στη Ford Motors, κι άλλους οίκους:

η Κομπανία Φρουτέρα Inc.

κράτησε το πιο ζουμερό κομμάτι,

την κεντρική ακτογραμμή της γης μου

τη γλυκιά μέση της Αμερικής μας.

 

Με όνομα φιδιού κουλουριασμένου,

σαγόνι αχόρταγο, πράσινο τέρας,

στα υψώματα που λίγος είν’ ο αέρας,

στο διάσελο που βρίσκεται κρυμμένο,

της χώρας μου, κάτω από το φεγγάρι

από την απονιά του εκσκαφέα,

που ανοίγει σεληνιακούς κρατήρες

για να σκυλέψει εκεί στις γαλαρίες

χαλκό παρθένο, επενδυμένο

μέσα στα γρανιτένια χώματά της του.

 

Έχω δει να καίγεται στην αιώνια νύχτα

της Chuquicamata, στο ύψος,

 

Για Αντοφαγάστα βλέπε επίσης, Σονέτο ΙΙ και Σονέτο XXVI.

 

 

LXXII

AMOR MÍO, EL invierno regresa a sus cuarteles,
establece la tierra sus dones amarillos
y pasamos la mano sobre un país remoto,
sobre la cabellera de la geografía.

Irnos! Hoy! Adelante, ruedas, naves, campanas,
aviones acerados por el diurno infinito
hacia el olor nupcial del archipiélago,
por longitudinales harinas de usufructo!

Vamos, levántate, y endiadémate y sube
y baja y corre y trina con el aire y conmigo
vámonos a los trenes de Arabia o Tocopilla,

sin más que trasmigrar hacia el polen lejano,
a pueblos lancinantes de harapos y gardenias
gobernados por pobres monarcas sin zapatos.


LXXIII  (αδημοσίευτο)

 

ΕΚΕΙΝΟΝ ΤΟΝ ΞΕΡΑΚΙΑΝΟ άνθρωπο, ίσως τον θυμάσαι,

που σαν μαχαίρι εγλίστρησε μέσα από το σκοτάδι

και πριν εμείς το μάθουμε αυτός το ’ξερε ήδη:

είδε καπνό και έκρινε πως και φωτιά είχε αρπάξει.

 

Και η γυναίκα η άχρωμη με τα μαλλιά τα μαύρα

άξαφνα εξεπρόβαλε σαν ψάρι της αβύσσου·

κι εκείνοι οι δυο εστήσανε στον έρωτα ενάντια

μια μηχανή πολεμική με νύχια και με δόντια.

 

Γυναίκα κι άντρας γκρέμισαν οροσειρές και κήπους,

μες σε ποτάμια βούτηξαν, σκαρφάλωσαν σε τείχη,

και στα βουνά ανεβάσανε τα στυγερά πυρά τους.

 

Τότε έμαθε ο έρωτας έρωτας πως λεγόταν.

Κι όταν τα μάτια σήκωσα αντίκρυ στ’ όνομά σου

στο άψε σβήσε μού άνοιξε το δρόμο η καρδιά σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021

 

 

LXXIII

RECORDARÁS TAL VEZ aquel hombre afilado
que de la oscuridad salió como un cuchillo
y antes de que supiéramos, sabía:
vio el humo y decidió que venía del fuego.

La pálida mujer de cabellera negra
surgió como un pescado del abismo
y entre los dos alzaron en contra del amor
una máquina armada de dientes numerosos.

Hombre y mujer talaron montañas y jardines,
bajaron a los ríos, treparon por los muros,
subieron por los montes su atroz artillería.

El amor supo entonces que se llamaba amor.
Y cuando levanté mis ojos a tu nombre
tu corazón de pronto dispuso mi camino.




LXXIV

ΒΡΕΓΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ νερά του Αυγούστου είναι ο δρόμος
γυαλίζει απ’ την ολόγιομη σελήνη σμιλεμένος,
λες κι απ’ τη λάμψη ενός μήλου στραφταλίζει,
μες στην καρδιά φθινοπωριάτικης οπώρας.

Η αχλή, το απέραντο γλαυκό, το αργό της μέρας δίχτυ
με κρύα γεμίζει όνειρα, με ήχους και με ψάρια,
η άχνα απ’ τα νησιά παλεύει τη στεριά και κάτω
απ’ της Χιλής το φως το κύμα τρεμουλιάζει.

Τα πάντα σαν το μέταλλο κρουστά, σκληρά, τα φύλλα
κρύβονται και τη φύτρα του σκεπάζει ο χειμώνας
κι είμαστε διαρκώς τυφλοί, τυφλοί απλά και μόνο.

Υπήκοοι μόνο είμαστε σε απόκρυφο ποτάμι
της κίνησης, του ταξιδιού, του αντίο και του δρόμου:
αντίο· και αργοκυλούν τα δάκρυα της φύσης.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος (Πρώτη δημοσίευση,12/7/2022)

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)

Αύγουστος: Τέλη χειμώνα. Η αντιστροφή των εποχών του Νότιου Ημισφαιρίου.

 

LXXIV

EL CAMINO MOJADO por el agua de Agosto
brilla como si fuera cortado en plena luna,
en plena claridad de la manzana,
en mitad de la fruta del otoño.

Neblina, espacio o cielo, la vaga red del día
crece con fríos sueños, sonidos y pescados,
el vapor de las islas combate la comarca,
palpita el mar sobre la luz de Chile.

Todo se reconcentra como el metal, se esconden
las hojas, el invierno enmascara su estirpe
y sólo ciegos somos, sin cesar, solamente.

Solamente sujetos al cauce sigiloso
del movimiento, adiós, del viaje, del camino:
adiós, caen las lágrimas de la naturaleza.

 

LXXV  (αδημοσίευτο)

 

ΝΑΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ μας, η θάλασσα, η σημαία.

Σαν δίπλα σε άλλους ξένους τοίχους να γυρνάμε.

Δε βρίσκαμε ούτε την εξώπορτα ή τον ήχο

από την απουσία, λες κι ήταν πεθαμένο.

 

Εντέλει να το σπίτι ανοίγει τη σιωπή του,

μπαίνουμε, μες στην εγκατάλειψη πατάμε,

σε ψόφιους ποντικούς, σε αδειανά αντίο,

με το νερό κλαμένο μέσα στους σωλήνες.

 

Έκλαιγε, έκλαιγε το σπίτι μέρα νύχτα,

κλαψούριζε μισόκλειστο με τις αράχνες,

ώσπου στερέψανε τα μαύρα του τα μάτια·

 

και τώρα διαμιάς θα ξαναζωντανέψει,

το κατοικούμε, όμως αυτό δε μας γνωρίζει:

πρέπει ν’ ανθίσει, μα το πώς δεν το θυμάται.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021 

 

 

LXXV

ÉSTA ES LA casa, el mar y la bandera.
Errábamos por otros largos muros.
No hallábamos la puerta ni el sonido
desde la ausencia, como desde muertos.

Y al fin la casa abre su silencio,
entramos a pisar el abandono,
las ratas muertas, el adiós vacío,
el agua que lloró en las cañerías.

Lloró, lloró la casa noche y día,
gimió con las arañas, entreabierta,
se desgranó desde sus ojos negros,

y ahora de pronto la volvemos viva,
la poblamos y no nos reconoce:
tiene que florecer, y no se acuerda.

 

LXXVI

ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΑΪΔΟΥΡΙΝΗ ο Διέγο ο Ριβέρα
στα χρώματά του έψαχνε το σμαραγδί του δάσους,
το βερμιγιόν, το απρόσμενο, το αιμάτινο λουλούδι,
σύναζε στο πορτρέτο σου το φως όλου του κόσμου.

Ζωγράφιζε της μύτης σου το αγέρωχο το σχήμα,
τη σπίθα μες στις ξέφρενες τις κόρες των ματιών σου,
τα νύχια σου που τρέφουνε του φεγγαριού τον φθόνο,
στόμα καρπούζι άλικο σε ηλιοκαμένη σάρκα.

Με δυο κεφάλια σ’ έφτιαξε, ηφαίστεια που κοχλάζουν,
γεμάτα λάβα, έρωτα και ρίζα Αραουκάνα,
και τις δυο όψεις σου χρυσές, από πηλό πλασμένες,

τις σκέπασε με μια άγρια πύρινη καταιγίδα
κι εκεί στην άκρη βρίσκονται κρυμμένα, μπερδεμένα
τα μάτια μου: στο θεόρατο το κάστρο των μαλλιών σου.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022) 

Η Ματίλντε με τα δύο πρόσωπα (προφίλ και ανφάς) και με την προφίλ σιλουέτα του Νερούδα που είναι «κρυμμένος» μέσα στα πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά της μούσας του, φιλοτεχνημένο από τον μεγάλο Μεξικανό ζωγράφο και μουραλίστα Διέγο Ριβέρα (8 Δεκ. 1886 – 24 Νοε. 1957).

Βερμιγιόν (Ισπ. bermellón· Αγγλ. vermilion· Γαλ. vermillon, Ιταλ. vermiglio). Λέξη προερχόμενη από τα Αγγλογαλλικά και τα παλαιά Γαλλικά: vermail, vermeil «φωτεινό-κόκκινο, κόκκινο, βυσσινί»· το λατινικό vermiculus, «ένα μικρό σκουλήκι», συγκεκριμένα, το κοχίνιο (vermis, worm) από το οποίο έπαιρναν βυσσινί βαφές. Αλλιώς κινναβαρίτης (το «αίμα του δράκου»· δάνειο περσικής πιθανόν προέλευσης), ο θειούχος υδράργυρος, καστανού έως κόκκινου χρώματος· το έντονο κόκκινο, το άλικο, το πορφυρό χρώμα· μίξη κόκκινου, πράσινου και μπλε.

Ως βερμιγιόν είναι γνωστό στη ζωγραφική και έτσι το αποδίδω, αφού το σονέτο είναι περιγραφή ζωγραφικού έργου και το χρώμα δεν μπορεί να αποδοθεί με το όνομα μιας συγκεκριμένης απόχρωσης.

Πρόκειται για το βυσσινί των κλασικών ζωγράφων. Αγαπημένο χρώμα στους πίνακες του Τισιανού (Τιτσιάνο Βετσέλλιο, περ. 1485/1490 – 27 Αυγ. 1576), γνωστότερο στις Ανακλινόμενες Αφροδίτες του.

«Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου / και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα / με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, / για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.», όπως λέει ο Καββαδίας στο ποίημά του Πικρία (Τραβέρσο, 1975).

 Περμαγγανάτο (διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου), πορφυρού επίσης χρώματος που αποδίδεται με το βερμιγιόν, ήταν σε χρήση παλιότερα ως αντισηπτικό στα πορνεία.

LXXVI

DIEGO RIVERA CON la paciencia del oso
buscaba la esmeralda del bosque en la pintura
o el bermellón, la flor súbita de la sangre
recogía la luz del mundo en tu retrato.

Pintaba el imperioso traje de tu nariz,
la centella de tus pupilas desbocadas,
tus uñas que alimentan la envidia de la luna,
y en tu piel estival, tu boca de sandía.

Te puso dos cabezas de volcán encendidas
por fuego, por amor, por estirpe araucana,
y sobre los dos rostros dorados de la greda

te cubrió con el casco de un incendio bravío
y allí secretamente quedaron enredados
mis ojos en su torre total: tu cabellera.

 

LXXVII  (αδημοσίευτο)

 

ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ σήμερα με χρόνο φορτωμένο

ασήκωτο, με τα φτερά όσων αύριο θα γίνουν,

το σήμερα είν’ της θάλασσας ο Νότος, η ηλικία

η αρχαία του νερού, και η ζωή μιας νέας μέρας.

 

Το στόμα σου που άγγιξε το φως ή το φεγγάρι

με όλα τ’ άνθη εγέμισε μιας μέρας ξοδεμένης

κι έρχεται βιαστικό το χτες στο σκοτεινό του δρόμο

το πρόσωπό σου να θυμόμαστε που τώρα έχει πεθάνει.

 

Τ’ αύριο, το σήμερα, το χτες τα τρώμε περπατώντας,

το χρόνο ροκανίζουμε σαν το ψητό μοσχάρι,

προσμένει το κοπάδι μας με μετρημένες μέρες,

 

μα ο χρόνος στην καρδούλα σου έβαλε τη μαγιά του,

κι έχτισε φούρνο η αγάπη μου με λάσπη απ’ το Τεμούκο:

κι ο άρτος ο επιούσιος είσαι για την ψυχή μου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021 

 

Τεμούκο –Temuco – «agua de Temu»:  Το Νερό του Τέμου, ονομασία που προέρχεται από τη φυλή των ιθαγενών Μαπούτσε ή Αραουκάνων, που ζούσαν εκεί. 700 περ. χλμ. νότια του Σαντιάγο, ανήκει στη νότια ζώνη της Χιλής, στην περιοχή της Αραουκανίας (Σονέτα V και  LXIV).

 

Η πόλη ιδρύθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, μετά τη συνθήκη που συνήψαν με την κεντρική διοίκηση του Τσιγιάν οι ανεξάρτητοι και περήφανοι Αραουκανοί Ίνδιος, που επί αιώνες αντιστάθηκαν στις σκληρές κατακτητικές και αποικιστικές εκστρατείες των Ίνκας, των Ισπανών, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης της Χιλής.

 

Στο «Macchu Picchu» (Μάκτσου Πίτσου) και αλλού ο Νερούδα (με τις γνωστές «μεταφορικές του εικόνες» αναφέρεται στους Αραουκανούς, στην «Araucanía», στο «Arauco για να τονίσει την ανεξαρτησία και αυτονομία των λαών της Νότιας Αμερικής. Ή χρησιμοποιεί απλά τη λέξη «región»: περιφέρεια, περιοχή, επαρχία, αλλά και χώρα· βλ. Σονέτο LXXIII –«χώρα» και «γη» ή και «τοπίο», όπως στο Σονέτο LXX  «μέσα στο απέραντο της θλίψης μου τοπίο», όπου η περιοχή της Ματίλντε ταυτίζεται με την ψυχή του.

 

Στο Τεμούκο και στην ακτή της La Frontera (Σονέτο V) ο Νερούδα πήγε σε ηλικία 2 ετών, το 1906, όπου έζησε με τον σιδηροδρομικό πατέρα του, έγραψε τους πρώτους στίχου του,  και ανδρώθηκε μαζί με την ποίησή του.

 

Ο Νερούδα έζησε την παιδική του ηλικία, την εφηβεία και τη νεότητά του στο Τεμούκο. Η βροχή, τα δάση, το ξύλο και τα πουλιά ήταν εκείνα που τον οδηγήσανε να γράψει τα πρώτα του ποιήματα.

 

Το 1910, ο Νερούδα μπήκε στο γυμνάσιο ανδρών Temuco, σήμερα στο Λύκειο Pablo Neruda, όπου έμεινε μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1920. Σε ηλικία 13 ετών, τον Ιούλιο του 1917, η εφημερίδα "La Mañana" από το Temuco , δημοσίευσε ένα σύντομο πεζογραφικό άρθρο με τίτλο: «Ενθουσιασμός και επιμονή».

 

Η πρώτη δημοσίευση με το όνομα Pablo Neruda εμφανίστηκε τον Οκτώβριο του 1920 και στις 28 Νοεμβρίου του ίδιου έτους έλαβε το πρώτο βραβείο στο Εαρινό Φεστιβάλ στο Temuco, με το ποίημα «Canción de Fiesta». Διορίστηκε επίσης πρόεδρος του Literary Athenaeum του Liceo de Temuco και αναπληρωτής γραμματέας του Συνδέσμου Φοιτητών Cautín.

 

Ολοκληρώνοντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, και λίγο πριν πάρει την απόφαση η οικογένειά του για να τον στείλει στην πόλη του Σαντιάγο, γνώρισε την Gabriela Mistral, η οποία τότε είχε αναλάβει τη διεύθυνση του Λυκείου Θηλέων της πόλης.

 

LXXVII

HOY ES HOY con el peso de todo el tiempo ido,
con las alas de todo lo que será mañana,
hoy es el Sur del mar, la vieja edad del agua
y la composición de un nuevo día.

A tu boca elevada a la luz o a la luna
se agregaron los pétalos de un día consumido,
y ayer viene trotando por su calle sombría
para que recordemos su rostro que se ha muerto.

Hoy, ayer y mañana se comen caminando,
consumimos un día como una vaca ardiente,
nuestro ganado espera con sus días contados,

pero en tu corazón el tiempo echó su harina,
mi amor construyó un horno con barro de Temuco:
tú eres el pan de cada día para mi alma. 

 

LXXVIII

ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ ποτέ, δεν έχω πάντα. Στην άμμο
η νίκη άφησε τα ίχνη της σβησμένα.
Είμαι ένας άνθρωπος φτωχός, τους όμοιους του που θέλει ν’ αγαπήσει.
Κι ας μη σε ξέρω, σ’ αγαπώ. Και δεν χαρίζω ούτε πουλάω αγκάθια.

Κάποιος μπορεί να ξέρει πως δεν έπλεξα στεφάνια
ματωμένα, πως πάλεψα τη χλεύη,
με την αλήθεια της φουσκονεριάς εγέμισε η ψυχή μου.
Την αθλιότητα πλήρωσα δίνοντας περιστέρια.

Δεν έχω πια ποτέ γιατί διαφέρω
έτσι ήμουν είμαι και θα είμαι. Και στου έρωτά μου
τ’ όνομα που διαρκώς αλλάζει για το ανόθευτο φωνάζω.

Πέτρα της λήθης είναι ο θάνατος μονάχα.
και σ’ αγαπώ, στο στόμα σου φιλώ την ευτυχία.
Φέρνουμε ξύλα. Στο βουνό φωτιά θ’ ανάψουμε μεγάλη.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

 

LXXVIII

NO TENGO NUNKA más, no tengo siempre. En la arena

la victoria dejó sus pies perdidos.

Soy un pobre hombre dispuesto a amar a sus semejantes.

No sé quién eres. Te amo. No doy, no vendo espinas.

 

Alguien sabrá tal vez que no tejí coronas

sangrientas, que combatí la burla,

y que en verdad llené la pleamar de mi alma.

Yo pagué la vileza con palomas.

 

Yo no tengo jamás porque distinto

fui, soy, seré. Y en nombre

de mi cambiante amor proclamo la pureza.

 

La muerte es sólo piedra del olvido.

Te amo, beso en tu boca la alegría.

Traigamos leña. Haremos fuego en la montaña.

 

Βλέπε επίσης

Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα από την Κατιούσα

Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα από την Μποτίλια

Επικό Τραγούδι

και

Σονέτο και Σονέτο Μποτίλια

Περισσότερα για τον Νερούδα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα - Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι – 5 ποιήματα από το Canto General

Άλλα ερωτικά ποιήματα του Νερούδα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973) - Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο

100 Ερωτικά Σονέτα 100 Σονέτα του Έρωτα 21 Σονέτα του Έρωτα Cien Sonetos de Amor Diego Rivera La Chascona Matilde Urrutia Pablo Neruda Κούβα Ματίλντε Ουρούτια Μπάμπης Ζαφειράτος Ντιέγκο Ριβέρα Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Ριβέρα Σονέτο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.