Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (14.6.1928 - 9.10.1967), Η Πέτρα

 

 

Ερνέστο “Τσε” Γκεβάρα

Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής
Δολοφονήθηκε από τη CIA, στη Λα Ιγέρα της Βολιβίας, στις 9 Οκτωβρίου 1967
Δεν πέθανε ποτέ!

 


 

56 χρόνια από τη δολοφονία του Τσε, με το διήγημά του Η Πέτρα, το ένα από τα δύο που έγραψε στο Κονγκό. Το δεύτερο είναι Η Αμφιβολία

Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

(Φωτό: Αρχείο Βελισσάριου Κοσσυβάκη)

 

 

 

Ερνέστο “Τσε” Γκεβάρα

Η Πέτρα

 

Μου το ’πε όπως πρέπει να λέγονται τέτοια πράγματα σε έναν άντρα δυνατό, σε κάποιον υπεύθυνο, και τον ευχαρίστησα. Δεν μου είπε ψέματα για την ανησυχία ή τη λύπη του και προσπάθησα να μη δείξω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήτανε τόσο απλό! Άσε που έπρεπε να περιμένω την επιβεβαίωση για να πενθήσω επίσημα. Αναρωτήθηκα αν μπορούσα να κλάψω λιγάκι. Όχι, δεν θα ’πρεπε, γιατί ο διοικητής είναι ψυχρός⸱ όχι πως του στερούνε το δικαίωμα να αισθάνεται⸱ απλά, δεν πρέπει να δείχνει αυτό που αισθάνεται⸱ για τους στρατιώτες του, ίσως.

—Κάποιος οικογενειακός φίλος που του τηλεφωνήσανε για να του πούνε πως ήτανε πολύ σοβαρά, αλλά εγώ έφυγα εκείνη τη μέρα.

—Πολύ σοβαρά; Θα πεθάνει;

—Ναι.

—Μη πάψεις να με ενημερώνεις για το οτιδήποτε.

—Μόλις μάθω κάτι, αλλά δεν υπάρχουνε ελπίδες. Νομίζω.

 Τώρα ο εξάγγελος του θανάτου είχε φύγει και δεν είχα επιβεβαίωση. Να περιμένω ήταν το μόνο που απόμενε. Με την επίσημη είδηση θα αποφάσιζα αν είχα το δικαίωμα ή όχι να δείξω τη θλίψη μου. Έκλινα προς στο όχι.

Ο πρωινιάτικος ήλιος έπεφτε αλύπητα μετά τη βροχή. Δεν υπήρχε σ’ αυτό κάτι αλλόκοτο⸱ έβρεχε καθημερινά κι ύστερα έβγαινε ο ήλιος και πήγαινε η υγρασία καλιά της. Κατά το απόγευμα το ρυάκι θα γινότανε πάλι κρυστάλλινο, αν και δεν είχε πέσει πολύ νερό στα βουνά εκείνη τη μέρα⸱ ήταν σχεδόν κανονικό.

Λέγανε πως στις 20 του Μάη θα σταμάταγε να βρέχει και μέχρι τον Οχτώβρη σταγόνα δε θα ’πεφτε.

Λέγανε… αλλά λένε τόσα και τόσα που δεν είναι και σίγουρα.

Σάμπως η φύση θα ακολουθήσει το ημερολόγιο; Δεκάρα δεν έδινα για το αν η φύση ακολουθούσε ή όχι το ημερολόγιο. Γενικά θα ’λεγα πως τίποτα απολύτως δε μ’ ένοιαζε⸱ ούτε εκείνη η αναγκαστική απραξία ούτε αυτός ο χωρίς στόχους ανόητος πόλεμος. Καλά, όχι και χωρίς στόχο⸱ μόνο που ήτανε τόσο αργός, τόσο χύμα, που έμοιαζε ακατόρθωτος, σαν μια σουρεαλιστική κόλαση όπου για αιώνια τιμωρία σου είχες την πλήξη. Κι εξάλλου, με ένοιαζε. Φυσικά και με ένοιαζε.

Πρέπει να βρω τον τρόπο να το αναστρέψω αυτό. Κι ήτανε εύκολο να σκεφτείς κάτι⸱ μπορεί κάποιος να κάνει άπειρα σχέδια, το ένα πιο δελεαστικό από τ’  άλλο. Να διαλέξει μετά τα καλύτερα. Να συνθέσει δύο ή τρία σε ένα, να το απλοποιήσει, να το ρίξει μετά στο χαρτί και να το υποβάλει. Εκεί τελειώνανε όλα και φτου κι απ’ την αρχή. Μια γραφειοκρατία πιο έξυπνη απ’ τη συνηθισμένη⸱ αντί να αρχειοθετείς, εξαφανίζεις. Οι άντρες μου λέγανε ότι το φουμέρνανε. Μπορείς να φουμάρεις το κάθε κομμάτι χαρτιού, αρκεί να ’χει μέσα του κάτι.

Υπήρχε ένα πλεονέκτημα⸱ ό,τι δε μου γουστάριζε μπορούσα να το αλλάξω στο επόμενο σχέδιο. Κανείς δεν θα το ’παιρνε είδηση. Φαινόταν πως θα τράβαγε έτσι μέχρι το άπειρο.

Μ’ έπιασε μια επιθυμία για κάπνισμα κι έβγαλα έξω την πίπα μου. Βρισκότανε, όπως πάντα, στην τσέπη μου. Δεν έχανα άλλωστε τις πίπες μου, όπως τις χάνανε αυτοί οι στρατιώτες. Είναι για μένα πολύ σημαντικό να την έχω. Στους δρόμους του καπνού μπορείς όπου θέλεις να πας⸱ θα ’λεγα πως μπορείς να πιστέψεις τα δικά σου τα σχέδια και να ονειρευτείς τη νίκη χωρίς να μοιάζει με όνειρο⸱ μια πραγματικότητα μόνο βουτηγμένη στην αχλή της απόστασης και στην ομίχλη που πάντα υπάρχει στου καπνού τους ορίζοντες. Ξεχωριστή μου συντρόφισσα η πίπα⸱ πώς μπορείς να χάσεις κάτι τόσο απαραίτητο. Τι αγριάνθρωποι.

Ε, όχι και τόσο αγριάνθρωποι⸱ είχανε δράση και της δράσης την κούραση. Δεν υπάρχει λόγος να σκέφτεσαι τότε⸱ και σε τι χρησιμεύει μια πίπα άμα δε σκέφτεσαι; Μπορείς να ονειρεύεσαι πάντως. Ναι, μπορείς να ονειρεύεσαι, αλλά η πίπα είναι σημαντική όταν βρίσκεσαι μακριά απ’ το όνειρο⸱ σ’ ένα μέλλον που ο μοναδικός του δρόμος είναι ο καπνός ή σ’ ένα παρελθόν τόσο απόμακρο που πρέπει να πας απ’ το ίδιο μονοπάτι. Αλλά τους πόθους που σε κατακλύζουνε τους νιώθεις σε άλλο μέρος απάνω στο σώμα σου⸱ έχουνε πόδια γερά και όραση σβέλτη⸱ τη βοήθεια του καπνού δεν τη χρειάζονται. Εκείνοι τη χάνανε επειδή δεν τους ήτανε απαραίτητη⸱ τα πράγματα που σου είναι απαραίτητα δεν τα χάνεις ποτέ.

Λες να ’χα κάτι άλλο παρόμοιο; Το μαντίλι από φίνο μετάξι. Αυτό ήτανε αλλιώτικο⸱ μου το ’δωσε εκείνη σε περίπτωση που πληγωνόμουν στο μπράτσο θα ήταν ένας νάρθηκας ερωτικός. Η δυσκολία χρήσης υπήρχε άμα μου σπάγανε το καύκαλο. Στην πραγματικότητα υπήρχε μια εύκολη λύση⸱ θα το ’βαζα στο κεφάλι για να μου κρατάει το πηγούνι και θα πήγαινα στον τάφο με δαύτο. Πιστός μέχρι το θάνατο. Αν τώρα απόμενα τέζα σε κάποιο βουνό ή με περιμαζεύανε οι άλλοι, τότε αντίο μεταξωτό μαντιλάκι⸱ θα σάπιζα μες στα χορτάρια ή θα με εκθέτανε σε κοινή θέα ή θα έβγαινα ίσως στο Life με την αγωνία του θανάτου και βλέμμα απελπισμένο, καρφωμένο στη στιγμή του υπέρτατου φόβου. Επειδή φοβάσαι⸱ γιατί να το αρνηθείς;

Είναι ο καπνός που μ’ έκανε και περπάτησα δρόμους παλιούς, φτάνοντας στων φόβων μου τις πιο μύχιες γωνιές με το θάνατο πάντα δεμένες, όπως εκείνο το ταραγμένο κι ανεξήγητο τίποτα, που οι πιο πολλοί από μας, μαρξιστές-λενινιστές, εξηγούμε τέλεια τον θάνατο σαν ένα τίποτα. Και τι είναι ετούτο το τίποτα; Τίποτα. Πιο απλή και πειστική εξήγηση, αδύνατον. Το τίποτα είναι τίποτα⸱ σφράγισε το μυαλό σου, ένα μαύρο, αν θες, ρίξε του πέπλο, με έναν ουρανό από αστέρια απόμακρα, κι αυτό είναι το τίποτα-τίποτα⸱ ισοδύναμό του: το άπειρο.

Επιβιώνει κανείς σαν είδος, στην ιστορία, που είναι μια μυστηριακή μορφή της ζωής στην εξέλιξη των ειδών⸱ σ’ αυτές τις πράξεις, σ’ ετούτες τις μνήμες. Άραγε, δεν έχεις νιώσει ποτέ ένα ρίγος στη ραχοκοκκαλιά σου διαβάζοντας για τις εφορμήσεις της  ματσέτας του Μασέο; Ε, αυτό είναι η ζωή μετά απ’ το τίποτα. Τα παιδιά σου, επίσης. Δε θα ’θελα να ζήσω μέσα απ’ τα παιδιά μου: δε με ξέρουνε καν⸱ είμαι ένα σώμα ξένο για να αναστατώνει την ηρεμία τους κάποιες φορές που βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά και στη μάνα τους.

Φαντάστηκα τον γιο μου μεγάλο κι αυτήν γκριζομάλλα να του λέει σε τόνο επίπληξης: ο πατέρας σου δεν θα ’κανε αυτό ή εκείνο. Ένιωσα μέσα βαθιά μου, παιδί του πατέρα μου εγώ, μιαν ανταρσία αφάνταστη. Εγώ σαν παιδί, δε θα ’ξερα αν ήταν αλήθεια ή όχι πως εγώ σαν πατέρας δε θα ’χα κάνει ετούτο η το άλλο κακό, αλλά θα ’νιωθα ενοχλημένος, προδομένος στην εικόνα ενός τέτοιου πατέρα που θα μου τον τρίβανε κάθε τόσο στη μούρη. Ο γιος μου έπρεπε να γίνει άνθρωπος⸱ τίποτα περισσότερο, καλύτερο ή χειρότερο⸱ άνθρωπος μόνο. Ευχαριστούσα τον πατέρα μου, την άστατη και γλυκιά τρυφεράδα του χωρίς παραδείγματα. Και τη μάνα μου; Τη φτωχιά μου γριά. Επισήμως δεν είχα το δικαίωμα ακόμα, έπρεπε να περιμένω την επιβεβαίωση.

Κάπως έτσι περιπλανιόμουν στου καπνού τα σοκάκια, όταν με διέκοψε, μες την τρελή χαρά που θα φαινότανε χρήσιμος, ένας στρατιώτης.

—Δε χάσατε τίποτα;

—Τίποτα —είπα, συνδέοντάς το μ’ εκείνο το άλλο το τίποτα απ’ το ονειροπόλημά μου.

—Για σκεφτείτε καλά.

Ψαχούλεψα τις τσέπες μου⸱ τα πάντα στη θέση τους.

—Τίποτα.

—Κι αυτή η πετρούλα; Την έχω δει στο μπρελόκ σας.

—Γαμώτη μου!

Και τότε με χτύπησαν οι ενοχές με δύναμη άγρια. Δε χάνεται τίποτα απαραίτητο, ζωτικής σημασίας. Και ζεις αν δεν είσαι απαραίτητος; Φυτό, ναι⸱ πλάσμα ανθρώπινο, όχι⸱ έτσι πιστεύω, τουλάχιστον.

Ένιωσα κιόλας να βουτάω στη μνήμη μου κι άρχισα να ψαχουλεύω τις τσέπες μου εξονυχιστικά, ενώ το ρυάκι, καφετί από χώμα βουνίσιο, μου έκρυβε καλά το μυστικό του. Η πίπα, πρώτα η πίπα⸱ βρισκόταν στη θέση της. Τα χαρτιά ή το μαντίλι θα επιπλέανε. Ο εισπνευστήρας, παρών⸱ οι πένες εκεί⸱ τα σημειωματάριά μου ντυμένα με νάυλον, ναι⸱ ο αναπτήρας, επίσης παρών, τα πάντα εντάξει. Βγήκα στην επιφάνεια πάλι.

Δύο ενθύμια μόνο μικρά εκράταγα σ’ ετούτον τον πόλεμο⸱ το μαντίλι της γυναίκας μου από φίνο μετάξι και το μπρελόκ με την πέτρα, της μάνας μου, πάμφθηνο αυτό, συνηθισμένο⸱ είχε ξεκολλήσει η πέτρα του και την εφύλαξα μέσα στην τσέπη μου.

Ήτανε άραγε σπλαχνικό ή εκδικητικό, ή μόνο ψυχρό όπως ένας διοικητής, το ρυάκι; Δεν κλαις επειδή δεν πρέπει ή επειδή δεν μπορείς; Δεν υπάρχει δικαίωμα στη λήθη, ακόμα και μέσα στον πόλεμο; Είναι τάχα απαραίτητο να μασκαρευτείς σαν σκληρό αρσενικό από πάγο; Τι ξέρω εγώ; Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως έχω μιαν ανάγκη φυσική να εμφανιστεί μπροστά μου η μάνα μου και να γείρω το κεφάλι μου στη λιπόσαρκη αγκαλιά της κι αυτή να μου πει «γέρο μου», με μια τρυφεράδα στεγνή αλλά τόσο γεμάτη και να νιώσω μες στα μαλλιά μου το αδύναμο χέρι της να με χαϊδεύει αναπεταρίζοντας, σαν μαριονέτα, κι η τρυφεράδα θα ανάβρυζε απ’ τη φωνή κι απ’ τα μάτια της, επειδή οι σπασμένοι της σπάγκοι δεν την αφήνανε να κατέβει στα δάχτυλα. Και τα τρεμάμενα χέρια της ψηλαφίζουνε λες, παρά που χαϊδεύουνε, αλλά η στοργή ξεχειλίζει κι απλώνεται πάνω τους και νιώθεις τόσο όμορφα, τόσο μικρούλης και τόσο ανίκητος. Δε χρειάζεται να ζητήσεις συγγνώμη⸱ κι αυτή καταλαβαίνει τα πάντα⸱ το ξέρεις όταν ακούς εκείνο το «γέρο μου»

—Είναι βαρύς; Κι εμένα μου φτιάχνει κεφάλι⸱ χτες κόντεψα να πέσω την ώρα που πήγα να σηκωθώ. Είναι που δεν τον αφήνουνε να στεγνώσει καλά, όπως φαίνεται.

—Είναι σκατά⸱ περιμένω την παραγγελία, και να δω αν θα φέρουνε ψιλοκομμένο ταμπάκο ανθρωπινό. Έχει κανείς το δικαίωμα να φουμάρει, ας είναι και πίπα, αραχτός και αμέριμνος, έτσι δεν είναι;

 

[Κονγκό, Μάης(;) 1965]

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 13 Ιαν. 2022

______________________________

Η Σέλια δε λα Σέρνα γεννήθηκε στις 21 Ιουν. 1906, στο Μπουένος Άιρες, όπου και πέθανε από καρκίνο, σε ηλικία 58 ετών, στις 18 Μαΐου 1965.

Γριά. Η Ίλντα Γαδέα στο Η  ζωή μου με τον Τσε [Mi vida con el Che. Txalaparta, 2017 (σσ. 60-61)] γράφει γι’ αυτό το γριά:

Μου μίλησε αναλυτικά για την οικογένειά του, για τους γονείς και για τα αδέρφια του. Στα λόγια του διέκρινες μια απέραντη στοργή γι’ αυτούς, ειδικά για τη μητέρα του, αν και μερικές φορές έλεγε:

―Της γριάς της άρεσε να συναναστρέφεται πολλούς διανοούμενους, κι εγώ την προειδοποιούσα: Να προσέχεις μ’ αυτούς τους αγνούς διανοούμενους, που μπορούν να έρθουνε τα πάνω κάτω...

Ωστόσο, πάντα αποκάλυπτε τη μεγάλη του αγάπη και τον θαυμασμό του για τη μητέρα του, τη  γ ρ ι ά  όπως την έλεγε. Σημειωτέον ότι στην Αργεντινή οι γονείς κάποιου αποκαλούνται  γ έ ρ ο ς  ή  γ ρ ι ά, όπως στο Μεξικό λένε  γ ρ ι ά  ή  γ έ ρ ο  μια γυναίκα ή έναν άντρα, ακόμα κι αν πρόκειται για νεογέννητα.

Η Πέτρα τοποθετείται λίγο μετά τις 22 Μαΐου 1965, όταν ο Οσμάνι Σιενφουέγος μετέφερε στον Τσε την είδηση.

Μου μετέφερε, γράφει ο Τσε, «τα πιο θλιβερά νέα του πολέμου: σε μια τηλεφωνική συνομιλία από το Μπουένος Άιρες του είπαν πως η μητέρα μου ήταν πολύ άρρωστη, σε ύφος που θα έκανε κάποιον να υποθέσει ότι αυτή ήταν απλώς μια προκαταρκτική ανακοίνωση. (...) Έπρεπε να περάσω ένα μήνα σε αυτή τη θλιβερή αβεβαιότητα, περιμένοντας τα αποτελέσματα για κάτι που μάντευα, αλλά με την ελπίδα πως επρόκειτο για λάθος είδηση, ώσπου ήρθε η επιβεβαίωση του θανάτου της μητέρας μου».
[Εrnesto Che Guevara, Pasajes de la guerra revolucionaria: Congo (Mondadori, 2005, p. 29)]

Osmany Cienfuegos (γεν. 1931): Κουβανός αρχιτέκτονας, επαναστάτης και πολιτικός, ο μεγαλύτερος αδερφός του Καμίλο (1932-1959). Μετά τον θρίαμβο της Επανάστασης διετέλεσε Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της Κούβας μέχρι το 2009 και υπουργός με διάφορα χαρτοφυλάκια.

Αμέριμνος: Sabroso στο πρωτότυπο (βλ. ισπανικό κείμενο). Από το λεξιλόγιο της Κούβας, για κάποιον που προσπαθεί να ζήσει χωρίς σκοτούρες ή χωρίς να καταβάλει προσπάθεια ή και σε βάρος των άλλων.

  

 

La Piedra

 

Φωτό: http://misiones.cubaminrex.cu/

Me lo dijo como se deben decir estas cosas a un hombre fuerte, a un responsable, y lo agradecí. No me mintió preocupación o dolor y traté de no mostrar ni lo uno ni lo otro. ¡Fue tan simple! Además había que esperar la confirmación para estar oficialmente triste. Me pregunté si se podía llorar un poquito. No, no debía ser, porque el jefe es impersonal; no es que se le niegue el derecho a sentir, simplemente, no debe mostrar que siente lo de él; lo de sus soldados, tal vez.

—Fue un amigo de la familia, le telefonearon avisándole que estaba muy grave, pero yo salí ese día.

—Grave, ¿de muerte?

—Sí.

—No dejes de avisarme cualquier cosa.

—En cuanto lo sepa, pero no hay esperanzas. Creo.

Ya se había ido el mensajero de la muerte y no tenía confirmación. Esperar era todo lo que cabía. Con la noticia oficial decidiría si tenía derecho o no a mostrar mi tristeza. Me inclinaba a creer que no.

El sol mañanero golpeaba fuerte después de la lluvia. No había nada extraño en ello; todos los días llovía y después salía el sol y apretaba y expulsaba la humedad. Por la tarde, el arroyo sería otra vez cristalino, aunque ese día no había caído mucha agua en las montañas; estaba casi normal.

Decían que el 20 de mayo dejaba de llover y hasta octubre no caía una gota.

Decían… pero dicen tantas cosas que no son ciertas.

¿La naturaleza se guiará por el calendario? No me importaba si la naturaleza se guiaba o no por el calendario. En general, podía decir que no me importaba nada de nada, ni esa inactividad forzada, ni esta guerra idiota, sin objetivos. Bueno, sin objetivo no; solo que estaba tan vago, tan diluido, que parecía inalcanzable, como un infierno surrealista donde el eterno castigo fuera el tedio. Y, además, me importaba. Claro que me importaba.

Hay que encontrar la manera de romper esto, pensé. Y era fácil pensarlo; uno podía hacer mil planes, a cual más tentador, luego seleccionar los mejores, fundir dos o tres en uno, simplificarlo, verterlo al papel y entregarlo. Allí acababa todo y había que empezar de nuevo. Una burocracia más inteligente que lo normal; en vez de archivar, lo desaparecían. Mis hombres decían que se lo fumaban, todo pedazo de papel puede fumarse, si hay algo dentro.

Era una ventaja, lo que no me gustara podía cambiarlo en el próximo plan. Nadie lo notaría. Parecía que eso seguiría hasta el infinito.

Tenía deseos de fumar y saqué la pipa. Estaba, como siempre, en mi bolsillo. Yo no perdía mis pipas, como los soldados. Es que era muy importante para mí tenerla. En los caminos del humo se puede remontar cualquier distancia, diría que se pueden creer los propios planes y soñar con la victoria sin que parezca un sueño; solo una realidad vaporosa por la distancia y las brumas que hay siempre en los caminos del humo. Muy buena compañera es la pipa; ¿cómo perder una cosa tan necesaria? Qué brutos.

No eran tan brutos; tenían actividad y cansancio de actividad. No hace falta pensar entonces y ¿para qué sirve una pipa sin pensar? Pero se puede soñar. Sí, se puede soñar, pero la pipa es importante cuando se sueña a lo lejos; hacia un futuro cuyo único camino es el humo o un pasado tan lejano que hay necesidad de usar el mismo sendero. Pero los anhelos cercanos se sienten con otra parte del cuerpo, tienen pies vigorosos y vista joven; no necesitan el auxilio del humo. Ellos la perdían porque no les era imprescindible, no se pierden las cosas imprescindibles.

¿Tendría algo más de ese tipo? El pañuelo de gasa. Eso era distinto; me lo dio ella por si me herían en un brazo, sería un cabestrillo amoroso. La dificultad estaba en usarlo si me partían el carapacho. En realidad había una solución fácil, que me lo pusiera en la cabeza para aguantarme la quijada y me iría con él a la tumba. Leal hasta en la muerte. Si quedaba tendido en un monte o me recogían los otros no habría

pañuelito de gasa; me descompondría entre las hierbas o me exhibirían y tal vez saldría en el Life con una mirada agónica y desesperada fija en el instante del supremo miedo. Porque se tiene miedo, a qué negarlo.

Por el humo, anduve mis viejos caminos y llegué a los rincones íntimos de mis miedos, siempre ligados a la muerte como esa nada turbadora e inexplicable, por más que nosotros, marxistas-leninistas explicamos muy bien la muerte como la nada. Y, ¿qué es esa nada? Nada. Explicación más sencilla y convincente imposible. La nada es nada; cierra tu cerebro, ponle un manto negro, si quieres, con un cielo de estrellas distantes, y esa es la nada-nada; equivalente: infinito.

Uno sobrevive en la especie, en la historia, que es una forma mistificada de vida en la especie; en esos actos, en aquellos recuerdos. ¿Nunca has sentido un escalofrío en el espinazo leyendo las cargas al machete de Maceo?: eso es la vida después de la nada. Los hijos; también. No quisiera sobrevivirme en mis hijos: ni me conocen; soy un cuerpo extraño que perturba a veces su tranquilidad, que se interpone entre ellos y la madre.

Me imaginé a mi hijo grande y ella canosa, diciéndole, en tono de reproche: tu padre no hubiera hecho tal cosa, o tal otra. Sentí dentro de mí, hijo de mi padre yo, una rebeldía tremenda. Yo hijo no sabría si era verdad o no que yo padre no hubiera hecho tal o cual cosa mala, pero me sentiría vejado, traicionado por ese recuerdo de yo padre que me refregaran a cada instante por la cara. Mi hijo debía ser un hombre; nada más, mejor o peor, pero un hombre. Le agradecía a mi padre su cariño dulce y volandero sin ejemplos. ¿Y mi madre? La pobre vieja. Oficialmente no tenía derecho todavía, debía esperar la confirmación.

Así andaba, por mis rutas del humo cuando me interrumpió, gozoso de ser útil, un soldado.

Así andaba, por mis rutas del humo cuando me interrumpió, gozoso de ser útil, un soldado.

—¿No se le perdió nada?

—Nada –dije, asociándola a la otra de mi ensueño.

—Piense bien.

Palpé mis bolsillos; todo en orden.

—Nada.

—¿Y esta piedrecita? Yo se la vi en el llavero.

—Ah, carajo.

Entonces me golpeó el reproche con fuerza salvaje. No se pierde nada necesario, vitalmente necesario. Y, ¿se vive si no se es necesario? Vegetativamente sí, un ser moral no, creo que no, al menos.

Hasta sentí el chapuzón en el recuerdo y me vi palpando los bolsillos con rigurosa meticulosidad, mientras el arroyo, pardo de tierra montañera, me ocultaba su secreto. La pipa, primero la pipa; allí estaba. Los papeles o el pañuelo hubieran flotado. El vaporizador, presente; las plumas aquí; las libretas en su forro de nylon, sí; la fosforera, presente también, todo en orden. Se disolvió el chapuzón.

Solo dos recuerdos pequeños llevé a la lucha; el pañuelo de gasa, de mi mujer, y el llavero con la piedra, de mi madre, muy barato este, ordinario; la piedra se despegó y la guardé en el bolsillo.

¿Era clemente o vengativo, o solo impersonal como un jefe, el arroyo? ¿No se llora porque no se debe o porque no se puede? ¿No hay derecho a olvidar, aun en la guerra? ¿Es necesario disfrazar de macho al hielo? Qué sé yo. De veras, no sé. Solo sé que tengo una necesidad física de que aparezca mi madre y yo recline mi cabeza en su regazo magro y ella me diga: «mi viejo», con una ternura seca y plena y sentir en el pelo su mano desmañada, acariciándome a saltos, como un muñeco de cuerda, como si la ternura le saliera por los ojos y la voz, porque los conductores rotos no la hacen llegar a las extremidades. Y las manos se estremecen y palpan más que acarician, pero la ternura resbala por fuera y las rodea y uno se siente tan bien, tan pequeñito y tan fuerte. No es necesario pedirle perdón; ella lo comprende todo; uno lo sabe cuando escucha ese «mi viejo»…

—¿Está fuerte? A mí también me hace efecto; ayer casi me caigo cuando me iba a levantar. Es que no lo dejan secar bien, parece.

—Es una mierda, estoy esperando el pedido a ver si traen picadura como la gente. Uno tiene derecho a fumarse aunque sea una pipa, tranquilo y sabroso, ¿no?…

[1965]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.