Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Αλκυονίς: Σαμοΐλης, Βάρναλης, Λουντέμης − Μουσική και Ποίηση για την Οκτωβριανή Επανάσταση − Συναυλία, 20 Φεβ. 2017 − Και το ποίημα του Ρίτσου για τον Λουντέμη

«ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΕΜΠΕΥΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Συναυλία με μελοποιημένη ποίηση του ΣΠΥΡΟΥ ΣΑΜΟΙΛΗ στα πλαίσια του πολύπτυχου αφιερώματος της NEW STAR
Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου στις 20.00 στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema.
Θα παρουσιαστούν τραγούδια από τις συλλογές «Κραυγή στα Πέρατα» σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη και «Βάστα Καρδιά» σε ποίηση Κώστα Βάρναλη.
Θα τραγουδήσουν Νίκος Θεοδωράκης, Ελένη Τζαγκαράκη, μαζί τους θα παίξουν μπουζούκι Βασίλης Τσατσάρας, πιάνο Φίλιππος Παχνιστής, φλάουτο Μαρία Παχνιστή.
Ο Σπύρος Σαμολης ο Κερκυραίος μουσικοσυνθέτης - μαέστρος είναι διαποτισμένος από το πνεύμα του Οκτώβρη, καθώς μελοποίησε τους κορυφαίους έλληνες ποιητές και όχι μόνο, που ύμνησαν την Οχτωβριανή Επανάσταση. Είχε εξαρχής μια πορεία δημιουργική, ποιητική και αγωνιστική, σε χρόνια δύσκολα, αψήφησε κινδύνους και βρέθηκε στο πλάι απλών λαϊκών ανθρώπων, με ρεκόρ συναυλιών. Παρά την λογοκρισία και το πολιτικό κλίμα της εποχής έμεινε πιστός στα πιστεύω του.
Ο πρώτος μεγάλος προσωπικός δίσκος του, με τίτλο «Βάστα καρδιά» σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Νίκου Πανδή και Σαράντη Αλιβιζάτου, κυκλοφορεί το 1975 με ερμηνευτές τον Πέτρο Πανδή και την Ελένη Βιτάλη. Σύντομα, ακολουθήσει και η «Κραυγή στα πέρατα» σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη. Στη συναυλία αυτή, που είναι αφιερωμένη στα 100 Χρόνια του Οκτώβρη, θα μας παρουσιάσουν τα δυο αυτά έργα του, δύο εξαίρετοι τραγουδιστές, ο Νίκος Θεοδωράκης και η Ελένη Τζαγκαράκη, οι οποίοι ερμηνεύουν πιστά το έργο του εδώ και χρόνια.
Μαζί τους οι μουσικοί  να μας δώσουν τα ηχοχρώματα των στίχων που έγραψαν οι υμνητές του αγώνα, Κώστας Βάρναλης και Μενέλαος Λουντέμης.
«Βάστα καρδιά» σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Νίκου Πανδή και Σαράντη Αλιβιζάτου
«Κραυγή στα πέρατα» σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη
Μουσική: Σπύρος Σαμοΐλης
Τραγούδι: Νικος Θεοδωρακης-Ελένη Τζαγκαράκη
Mπουζούκι: Βασίλης Τσαρτσάρας
Πιάνο: Φίλιππος Παχνιστής
Φλάουτο: Μαρία Παχνιστή
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ
 
ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Διαβάζει ο ποιητής Μενέλαος Λουντέμης
1)      ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ  -  ΠΡΩΤΟΝ  ΜΗΤΕΡΟΥΛΑ
 ΑΧ, ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ 'ΧΑ ΕΝΑΝ ΟΥΡΑΝΟ
 ΜΑΝΟΥΛΑ ΕΣΥ  - ΚΙ ΑΣ ΜΗΝ ΕΧΩ  - Νίκος Θεοδωράκης
2)     ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΝΙΑΤΑ - Ελένη Τζακαράκη
3)      Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ - Ελένη Τζαγκαράκη
4)     Η ΤΑΧΥΔΡΟΜΑ  - Νίκος Θεοδωράκης & Ελένη Τζαγκαράκη
5)     ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ Θ' ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ - Ελένη Τζαγκαράκη
6)     ΑΡΜΑΤΩΜΕΝΑ ΒΟΥΝΑ - Νίκος Θεοδωράκης

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΒΑΣΤΑ ΚΑΡΔΙΑ
1)      1ΗΡΘΑΝΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ – Νίκος Θεοδωράκης
2)     ΤΡΙΖΟΒΟΛΟΥΝ ΤΡΙΖΟΝΙΑ – Νίκος Θεοδωράκης
3)     ΣΟΥ ΤΟ 'ΛΕΓΑ – Ελένη Τζαγκαράκη
4)     ΧΤΥΠΑΝΕ ΣΗΜΑΝΤΡΑ - Ελένη Τζαγκαράκη 
5)     ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΕΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΟ – Νίκος Θεοδωράκης 
6)     ΚΙ ΑΝ Ο ΚΑΗΜΟΣ – Ελένη Τζαγκαράκη
7)     ΒΑΣΤΑ ΚΑΡΔΙΑ – Νίκος Θεοδωράκης
Η αίθουσα έχει χωρητικότητα 330 ατόμων, εξασφαλίστε έγκαιρα το εισιτήριο σας.
Πληροφορίες κρατήσεις στα τηλέφωνα 2108220008--2108220023
Εισιτήριο.:€10.00, Φοιτητικό/Ανέργων €5.00,
ΑΛΚΥΟΝΙΣ newstarart cinema
ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ 42-46, ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ (ΜΕΤΡΟ Βικτώρια)
Parking διαθέσιμο κάτω από τον κινηματογράφο

*
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και

*
Σπύρος Σαμολης
Ο Σπύρος Σαμολης ο Κερκυραίος μουσικοσυνθέτης διαποτισμένος από το πνεύμα του Οκτώβρη, καθώς μελοποίησε κορυφαίους ποιητές που ύμνησαν την Οχτωβριανή Επανάσταση.
Είχε εξαρχής μια πορεία δημιουργική, ποιητική και αγωνιστική, σε χρόνια δύσκολα, αψήφησε κινδύνους και βρέθηκε στο πλάι απλών λαϊκών ανθρώπων, με ρεκόρ συναυλιών. Παρά την λογοκρισία και το πολιτικό κλίμα της εποχής έμεινε πιστός στα πιστεύω του.
Ο πρώτος μεγάλος προσωπικός δίσκος του, με τίτλο «Βάστα καρδιά» σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Νίκου Πανδή και Σαράντη Αλιβιζάτου, κυκλοφορεί το 1975 με ερμηνευτές τον Πέτρο Πανδή και την Ελένη Βιτάλη. Σύντομα, ακολουθούν οι δίσκοι «Κραυγή στα πέρατα» σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη και «Οι γειτονιές του κόσμου» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Κυκλοφόρησαν αργότερα οι δίσκοι του « ΛΑΪΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ » – « ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ» – και μαζί με τον Ηλία Ανδριόπουλο η «ΛΑΪΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ».
Μελοποίησε ακόμη Οδυσσέα Ελύτη, Τάσο Λειβαδίτη, Γιώργο Κοτζιούλα, Βλ. Μαγιακόφσκι και άλλους πολλούς ποιητές. Ατέλειωτος ο κατάλογος. Συνεργάστηκε με σπουδαίους τραγουδιστές τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Αντώνη Καλογιάννη, την Ελένη Βιτάλη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου κ.ά.
Το 1976 ξεκινά τις περιοδείες του στις συνοικίες της Αθήνας και το 1977 τον ατέλειωτο γυρισμό του σε όλη την Ελλάδα, κάνοντας σε 10 χρόνια 2.000 συναυλίες, που αποτελεί μέχρι σήμερα παγκόσμιο ρεκόρ συναυλιών, όπως λέει:
«Σε πόλεις, σε χωριά… χειμώνα – καλοκαίρι… σε γήπεδα… σε πλατείες …σε θέατρα …σε καφενεία… με κυνηγητά… μηνύσεις… απαγορεύσεις… φοβέρες και τραμπουκισμούς… Μα… με τον κόσμο κοντά μας… και την αγάπη του παντού, όπου πηγαίναμε!!!».
Στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κρακοβίας – Πολωνίας, παίρνει Βραβείο Μουσικής, μεταξύ 120 συνθετών από όλο τον κόσμο, για τη μουσική του σε ντοκιμαντέρ του Ε.Ο.Τ. με αφηγητή τον Μάνο Κατράκη. Βραβεύεται δυο φορές, στο φεστιβάλ Έντεχνου Tραγουδιού του ΟΔΗΓΗΤΗ. Επίσης, παίρνει Βραβεία μουσικής στα Πανελλήνια Φεστιβάλ Θεάτρου Ιθάκης– Λέσβου, Καρδίτσας και Κορίνθου.
ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη
«Είδα το Λένιν» από την συλλογή του «Κραυγή στα πέρατα»:
«Τον είδα να τρέχει χέρι - χέρι με τη Ζωή.
Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο με τον ώμο του την Ιστορία.
Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται.
Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Ολα.
Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές.
«Σήμερα νωρίς - αύριο θάν' αργά».
Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια
Ναι. Ηταν καιρός...
Το φώναξε κι η «Αβρόρα» απ' το ποτάμι.
Ηταν καιρός.
Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας.
Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια.
Ηταν καιρός:
Η Πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη.
Και μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε.
Μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε σαν φανάρι.
Για να δείξει στο Μέλλον να περάσει.»
Όλο το έργο του «Κραυγή στα Πέρατα» μια ποιητκή εξιστόριση της ζωής του με συνεξόριστους φίλους του και αξιόλογους λογοτέχνες και καλλιτέχνες,  από πριν έως και μετά την εξορία.
Ο συγγραφέας, αγωνιστής και άνθρωπος Μενέλαος Λουντέμης, ο αντιπολεμικός, αντιρατσιστικός, ο ποιητής που παραμένει πάντα επίκαιρος.
Το «όπλο» του η πένα του. Μ’ αυτήν αγωνίστηκε ως το τέλος της ζωής του για την ελευθερία, την αγάπη, τη δικαιοσύνη -για μία κοινωνία ισότητας, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
«Έζησα με τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους.
Γι’ αυτούς έγραψα, γι’ αυτούς αγωνίστηκα
με αγάπη και για την πνευματική τους άνοδο…»
Συγγραφέας αυτοδίδακτος, πολυγραφότατος, με λογοτεχνικό ταλέντο μοναδικό, κατόρθωσε από τα πρώτα του βιβλία να αγκαλιαστεί και να αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό.
Καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη λόγου και κέρδισε επάξια μία θέση στα νεοελληνικά γράμματα. Τα σκληρά του βιώματα -προσφυγιά, φτώχεια, εξορίες, αρρώστιες- επηρέασαν το έργο του, όχι όμως και την ευαισθησία με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους.
Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!
(Μενέλαος Λουντέμης, απόσπασμα από το ποίημα «Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο»)
Τα κείμενά του υπήρξαν παρηγοριά για πολλούς φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές. Καθώς και για πολλούς λαϊκούς ανθρώπους, του μόχθου και της βιοπάλης. Ήταν η φωνή τους, το σύμβολο της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Ένας από αυτούς. Που, παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τα εμπόδια, τα κατάφερε.
Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο, τα βιβλία του θα είναι μία αχτίδα φωτός στο σκοτάδι, ένα κίνητρο για να μην εγκαταλείψουν τον αγώνα…
Είμαι καλά, Μητερούλα... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει... Μάνα...
Τρεμούλα των χεριών...
Χρόνια που ξεφεύγετε απ’ τη μπόλια...
Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου...
Είμαι καλά.
«Όταν έγραφα αυτά τα ποιήματα του ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ, άκουγα μέσα μου τους ρυθμούς.
Να. λοιπόν, που τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τους ακούω μελοποιημένους,
από το νέο συνθέτη Σπύρο Σαμοΐλη. Το ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ, το έγραψα βαρύ χειμώνα,
κάτω από ένα τρύπιο τσαντίρι. Τότε που άρχισαν οι ομαδικοί βασανισμοί
και τα μαρτύρια και που, καρπός τους ήταν 3.000 τρελοί, που είχαν παραφρονήσει
από τη φρίκη και νεκροί, που δεν μπορέσαμε να ελέγξουμε τον αριθμό.
Είχε, τότε, απαγορευτεί κάθε επικοινωνία με την αντικρινή στεριά.
Ο συρτός, όμως, θρήνος, έφτασε μέχρι την Αθήνα.
Οι μανάδες δεν έπαιρναν ειδήσεις και κατέβηκαν στους δρόμους,
φωνάζοντας: «Σκοτώσατε τα παιδιά μας» !
Τότε, μας μοίρασαν μια κάρτα και μας υποχρέωσαν να γράψουμε: «ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ»…»
Μενέλαος Λουντέμης

*
ΒΑΣΤΑ ΚΑΡΔΙΑ σε ποίηση Κώστα Βάρναλη
Ο κορυφαίος υμνητής της Οχτωβριανής Επανάστασης στην Ελλάδα
Ο εκπαιδευτικός, ο ποιητής, ο χρονογράφος, ο κριτικός, ο δοκιμιογράφος, ο μεταφραστής, ο θεατρικός συγγραφέας, μα πάνω απ' όλα ο ανατρεπτικός, τολμηρός και επίκαιρος διανοητής Κώστας Βάρναλης. Ήταν αγαπημένος «δάσκαλος» για μία ολόκληρη γενιά προοδευτικών ανθρώπων και λογοτεχνών, ενώ για την τέχνη του τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.
Ο ποιητής του λαού και κονταρομάχος των φτωχών Κώστας Βάρναλης
Ο ποιητή της εργατιάς
Η ταξική συνείδηση και η επαναστατικότητα διαπερνούν σχεδόν το σύνολο του έργου του Βάρναλη, πράγμα λογικό καθώς μιλάμε για τον πρωτοπόρο του 20ου αιώνα, για τον επαναστάτη ποιητή της εργατικής τάξης.
Είναι ο προοδευτικός διανοουμένους του τόπου μας και θεμελιωτής της αγωνιστικής μας λογοτεχνίας
Να με ξεριζώσεις χάρε, σ’ αντιστέκομαι σαν δρυ,
όση φόρα θέλεις πάρε, να με πάρει δεν μπορεί.
Να με ξεριζώσεις, όχι, δεν το θέλω και βαστώ,
όσο η καρδιά μου το ’χει, το κουράγιο της σωστό.
Στ’ αγιασμένο τούτο χώμα, που ‘πιεν αίμα ποταμό
μας κρατάει το χρέος ακόμα, για το μέγα λυτρωμό.
*
ΛΟΥΝΤΕΜΗ - ΣΑΜΟΪΛΗ: ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ 1
ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΜΟΪΛΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ "βάστα καρδιά"


Ο Νίκος Θεοδωράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1967 στις αρχές της δικτατορίας.
Θυμάμαι το ραδιόφωνο που μιλούσε για γενική επιστράτευση με την εισβολή στην Κύπρο. Ο Μίκης  διωκόμενος από την χούντα ήταν ακόμα στο Παρίσι.
Στα έντεκα συμμετέχει σε παιδικές συναυλίες του Σπύρου Σαμολη και μπαίνει για πρώτη φορά στο στούντιο για να ηχογραφηθεί το μαστορόπουλο...

Το μαστορόπουλο
Σπύρος Σαμοΐλης-Γιώργος Κοτζιούλας
Αρχίζει μαθήματα μουσικής και πιάνου στον Σαμοϊλη στο Ωδείο Καλλιθέας και έπειτα στο ωδείο Καλομοίρη στην Αθήνα...
Μετακομίζει στην Κέρκυρα για οικογενειακούς λόγους συνδέεται ξανά με τον Σπύρο Σαμοϊλη και συμμετέχει σε συναυλίες του τραγουδώντας μαζί με τον Μιχάλη Βιολάρη Γεράσιμο Ανδρεάτο και άλλες μεγάλες μορφές του ελληνικού τραγουδιού παράλληλα διοργανώνει αφιερώματα στον Μίκη Θεοδωράκη με χορωδίες του νησιού. Σήμερα ζει στην Αθήνα και συνεχίζει τα αφιερώματα στο Μίκη Θεοδωράκη.
Νίκος Θεοδωράκης:
«Πιστεύω πως χρειάζεται μια αδιάκοπη συνέχιση της διάδοσης των τραγουδιών του Μίκη μιας και το μεγαλύτερο μέρος τους είναι άγνωστο στο πλατύ κοινό. Πέρα από αυτό φέρνει σε επαφή νέα παιδιά με τους μεγάλους ποιητές της εποχής μας, της  σύγχρονης  πολιτιστικής  ιστορίας της Ελλάδας. Σε αυτούς τους καιρούς είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε  για να αφυπνίσουμε συνειδήσεις πολιτιστικής κληρονομιάς!!!!»
Link με συναυλίες του Νίκου Θεοδωράκη.
Ελένη Τζαγκαράκη

Απόφοιτη του Εθνικού Ωδείου , σπούδασε δέκα χρόνια κλασσικό τραγούδι και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή «Πέλου Κατσέλη».
Εκπαιδευτικά σεμινάρια
1) «Ο Ηθοποιός παίζει με μάσκα», Μάγια Λυμπεροπούλου
2) «Αυτοσχεδιασμός», Νίκη Τριανταφυλλίδη
3) Διετή σεμινάρια σκηνοθεσίας για ηθοποιούς (Σόφια, Βουλγαρία)
Οι συμμετοχές της στο θέατρο:
  • Θίασος «Μοντέρνοι Καιροί», Βασιλιάς Υμπύ του Ζαρύ, σκηνοθεσία Κ. Νταλιάνης
  • Θεσσαλικό Θέατρο, «Αγαπητικός της Βασιλοπούλας», σκηνοθεσία Διαγόρας Χρονόπουλος
  • Ροκ Όπερα «Δαίμονες», σε σκηνοθεσία Ρότζερ Ουίλιαμς
  • Ρόκ Όπερα «Σακουρά», σε σκηνοθεσία Μάγδας Μαυρογιάννη
  • Θέατρο Πολύτεχνο, Μονόπρακτα των Σκούρτη, Μουρσελά, Μπόστ, «Ρωμαίικο Ραβίσι»
  • Θέατρο Ελυζέ, «Η κυρία δεν πενθεί» του Μουρσελά
  • Ρόκ Όπερα «Αδάμ και Χαλίμά», Εθνική Λυρική Σκηνή, σκηνοθεσία Νέλλη Καρρά
  • ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης, «Ντα», του Λέοναρντ Χιού, σκηνοθεσία Π. Σκουρολιάκος
  • Εθνικό Θέατρο, «Στη χώρα των πουλιών», διασκευή από «Όρνιθες», του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Γ. Καλατζόπουλου
  • Θέατρο Άλεκτον, «Παίζετε ζάρια κύριε Φάουστ?», σε σκηνοθεσία Κ. Μαζάνη
  • ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, «Ματωμένος Γάμος», σε σκηνοθεσία Κ.Τσιάνου
  • Θέατρο Όψεις, «Ράφτης Κυριών», σε σκηνοθεσία Π. Βησαρίου
  • Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, «Φασουλήδες- Κατσ/πόρα», Λόρκα, σε σκηνοθεσία Σίμων Πάτροκλου
  • Θέατρο Όψεις, «Η απαγωγή της Σμαραγδής», Μ.Κουνελάκης
  • «Κάποιος να με φωνάξει», Αναστασία Βούλγαρη, Σκηνοθεσία  -Ερμηνεία: Ελένη Τζαγκαράκη,
  • Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Θέατρο Συν-Κάτι, Χώρος Μεθώνης 46,
  • Θέατρο Αργώ, «ΚΤΕΛ Πελοποννήσου», του Δημήτρη Λέντζου, Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
  • Ίδρυμα Μ. Κακογιάννη. «ΣΑΡΒΙΛ», σκηνοθεσία Αλέξιος Κοτσώρης, κείμενο Αχιλλέας Κούμπος
  • «Κάποιος να με φωνάξει», Αναστασία Βούλγαρη, Σκηνοθεσία: Aλέξιος Κοτσώρης – Ερμηνεία: Ελένη Τζαγκαράκη, Αντιγόνη Δρακουλάκη, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Θέατρο Μεταξουργίο Αθήνα
***
Ο συγγραφέας, ο αγωνιστής, ο άνθρωπος  Μενέλαος Λουντέμης
«Έζησα με τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους.
Γι’ αυτούς έγραψα, γι’ αυτούς αγωνίστηκα
με αγάπη και για την πνευματική τους άνοδο…»
Συγγραφέας αυτοδίδακτος, πολυγραφότατος, με λογοτεχνικό ταλέντο μοναδικό, κατόρθωσε από τα πρώτα του βιβλία να αγκαλιαστεί και να αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό. Καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη λόγου και κέρδισε επάξια μία θέση στα νεοελληνικά γράμματα.
Τα σκληρά του βιώματα -προσφυγιά, φτώχεια, εξορίες, αρρώστιες- επηρέασαν το έργο του, όχι όμως και την ευαισθησία με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους.
Τα κείμενά του υπήρξαν παρηγοριά για πολλούς φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές. Καθώς και για πολλούς λαϊκούς ανθρώπους, του μόχθου και της βιοπάλης. Ήταν η φωνή τους, το σύμβολο της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Ένας από αυτούς. Που, παρ’ όλες τις αντιξοότητες και  τα εμπόδια, τα κατάφερε.
Οι ήρωες του Λουντέμη είναι ζωντανοί, αληθινοί, μιλούν την αυθεντική τους γλώσσα, κινούνται στους φυσικούς τους χώρους. Είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που χειρίζεται με τόση ευκολία και επιτυχία τους ιδιωματισμούς και τις τοπικές διαλέκτους.
Στις δύσκολες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, αλλά και της ανθρωπότητας, κάποιοι το έβαλαν στα πόδια, κάποιοι ήταν απόντες, κάποιοι πολέμησαν με όσα μέσα διέθεταν. Το «όπλο» του Μενέλαου Λουντέμη ήταν η πένα του. Μ’ αυτήν αγωνίστηκε ως το τέλος της ζωής του για την ελευθερία, την αγάπη, τη δικαιοσύνη -για μία κοινωνία ισότητας, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
Ο λόγος του, αντιπολεμικός, αντιρατσιστικός, παραμένει επίκαιρος. Κι όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο, τα βιβλία του θα είναι μία αχτίδα φωτός στο σκοτάδι, ένα κίνητρο για να μην εγκαταλείψουν τον αγώνα…
Κραυγή στα πέρατα
Ποιητική συλλογή του Μενέλαου Λουντέμη (1954)
Το ποιητικό έργο του Μ. Λουντέμη ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ περιλαμβάνει τέσσερεις χρονικές περιόδους της ζωής του επηρεασμένη από τα βιώματά του από πριν την εξορία έως και την επιστροφή του στην Αθήνα.
Την περίοδο 1932-1940, 1941-1944 (Η κατοχή), 1947-1953 (Μακρόνησος) και 1954 (Στην Αθήνα).
Από τα ποιήματα αυτά μελοποιήθηκαν από τον Σπύρο Σαμοίλη στο ομότιτλο έργο του «Κραυγή στα Πέρατα»:
Οι Κερασιές Θ' Ανθίσουν Και Φέτος είναι από την πρώτη περίοδο, τα Μαρτυρικά Νιάτα, ο Θάνατος Του Αντάρτη, η  Ταχυδρόμα, και τα Αρματωμένα Βουνά από την περίοδο της κατοχής.

Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!
(Μενέλαος Λουντέμης,
απόσπασμα από το ποίημα
«Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο»)
Γράφοντας την Κραυγή στα Πέρατα…
Τον Ιανουάριο του 1950 μεταφέρθηκαν και οι γυναίκες εξόριστες από το Τρίκερι στη Μακρόνησο και εγκαταστάθηκαν στο Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών που ανήκε στη δικαιοδοσία του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών. Κάτω από αβάστακτες συνθήκες βίας, οι γυναίκες θα χωριστούν κι αυτές σε «ανανήψασες» και αμετανόητες.
Ο Μενέλαος Λουντέμης θα αφιερώσει ένα ποίημα σ’ αυτά τα αγέρωχα αγριοπούλια που φτάνουν σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου μεσ’ στην καρδιά του χειμώνα: Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους «αμετανόητους» που μεταφέρονται από το κολαστήριο της Μακρονήσου στον Άη Στράτη  ήταν και ο Μενέλαος Λουντέμης που δεν είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο. Στο ποίημά του «Ταξίδι στον Άη-Στράτη» ο συγγραφέας περιγράφει το ταξίδι του και αποτυπώνει τις πρώτες εντυπώσεις του στον νέο τόπο της εκτόπισης και του μαρτυρίου του: Ταξίδι στον Άη-Στράτη.
Ο Άη Στράτης ήταν τότε ένα απομονωμένο νησί στην άγονη γραμμή του Βορείου Αιγαίου, που δεν μπορούσε να ζήσει τους λιγοστούς κατοίκους του, που συνέχεια ξενιτεύονται. Ήταν μια γη που της έλειπε το νερό, όμως μόνιμα η ατμόσφαιρά της ήταν κορεσμένη από υγρασία. Οι γυμνές πλαγιές που τις έδερναν ολοχρονίς οι άνεμοι οδηγούσαν στη χαράδρα. Εκεί στήνονταν τα τσαντίρια των εξόριστων...»
Το στρατόπεδο των εξόριστων βρισκόταν σε κάποια απόσταση από τον παλιό οικισμό μέσα σε δύο μικρές κοιλάδες που σχηματίζουν οι χείμαρροι Παραδείσης και Τενεδιώτης πριν να ενωθούν για να καταλήξουν στην παραλία του οικισμού. Ολόγυρα στις πλαγιές και τα υψώματα, όπως του Αγίου Μηνά που βρίσκεται ανάμεσα στις δυο κοιλάδες, υπήρχαν φυλάκια και σκοπιές της χωροφυλακής που επιτηρούσαν νυχθημερόν τους εξόριστους. Η δύναμη της φρουράς αποτελούνταν από ένα λόχο χωροφυλακής με 100-120 άνδρες ενώ υπήρχε και Τμήμα Ασφαλείας. Οι εξόριστοι ζούσαν συλλογικά και χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, κυρίως με βάση την καταγωγή τους, μέσα σε σκηνές από καραβόπανο και αυτοσχέδια πλινθόκτιστα καλύβια. Για τους ηλικιωμένους και τους άρρωστους είχαν ενοικιαστεί μικρά σπιτάκια και δωμάτια στον οικισμό.
Στον Άη Στράτη την περίοδο 1948 - 1963 οι εξόριστοι μαζί με τους φρουρούς - χωροφύλακές τους ξεπέρασαν τους 4.000:
«Οι αγέρηδες κουρελιάζουν τα τσαντίρια..., πρέπει ν’ αγωνιστούμε για ν' αυξηθεί το επίδομα πείνας..., να σταματήσει η λογοκρισία, να σπάσει η απομόνωσή μας από το χωριό και τους κατοίκους του, να επιτραπεί το επισκεπτήριο..., να σταματήσουν οι ψυχολογικές πιέσεις, οι απειλές και οι ‘υποσχέσεις’... Κάθε χρόνο... οι επιτροπές δημόσιας ασφάλειας συνεδριάζουν και υπογράφουν τις στερεότυπες παρατάσεις της εκτόπισης (που) συνέχεια ανανεώνονται... Πρέπει να οργανώσουμε την ‘επ' αόριστον’ ζωή μας εδώ... Ανοίγουμε πηγάδια και προσπαθούμε με το γλυφό νερό να εξασφαλίσουμε μια μικρή παραγωγή σε λαχανικά»
Εκτός από τον Μενέλαο Λουντέμη βρίσκονταν εκεί οι Βάρναλης, Ρίτσος, Καρούζος, Κατράκης, Πατρίκιος, Λειβαδίτης κ.α. Ανάμεσα στους εκτοπισμένους βρέθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου, όπως οι Τζαβαλάς, Κώστας Μπαλαδήμας, Φάνης Καμπάνης, καθώς και λογοτέχνες, όπως οι 'Aρης Αλεξάνδρου, Μανώλης Φουρτούνης, Νίκος Παπαπερικλής. Πολλοί ήταν και οι μουσικοί και μουσικολόγοι, μεταξύ των οποίων οι Φοίβος Ανωγειανάκης, Νίκος Μάργαρης, Κώστας Τριανταφύλλου και Στάθης Αλημίσης. Υπήρχαν επίσης ζωγράφοι και χαράκτες, όπως ο Χρίστος Δαγκλής και άλλοι. Κοντά τους εκπαιδεύτηκαν και αργότερα διακρίθηκαν στη ζωγραφική και τη χαρακτική ο Γιώργος Φαρσακίδης, ο Τάκης Τζανετέας και πολλοί άλλοι εκτοπισμένοι.
Εξόριστος στον Άη-Στράτη ήταν εκείνη την εποχή και ο Κώστας Γαβριηλίδης, πρώτος βουλευτής Θεσσαλονίκης στις εκλογές του 1951 με το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ.
Εκεί συντάσσει με τους άλλους πολιτικούς εξόριστους του Άη-Στράτη ένα άρθρο καταγγέλλοντας το απαράδεκτο καθεστώς της εκτόπισης και κάνοντας έκκληση στη δημοκρατική συνείδηση των λαών όλου του κόσμου να αφυπνιστεί και να διαμαρτυρηθεί για να σταματήσει αυτό το απάνθρωπο καθεστώς της τρομοκρατίας και των στερήσεων που με την εφεύρεση του νόμου 511 επιβάλλουν στους εξόριστους και τους εκτοπισμένους στα ξερονήσια του Αιγαίου:
«Αδέλφια όλου του κόσμου
Ελεύθεροι άνθρωποι της Γης, απευθυνόμαστε σε εσάς. Στην συνείδησή σας, στην αγάπη σας για την ανθρωπότητα, ζητώντας να μας βοηθήσετε.
Σας καλούμε να μας βοηθήσετε σαν ανθρώπους, σαν φίλους της ειρήνης και της ευτυχίας των ανθρώπων.
Σας καλούμε σαν γονιούς, που δεν θέλετε να βρεθούν τα παιδιά σας σε μια τέτοια τρομακτική κατάσταση.
Σας καλούμε σαν γυιούς, που δεν θα θέλατε η πείνα και η δυστυχία να καταφάει τα μέτωπα των γονιών σας σταλιά - σταλιά
Σας καλούμε σαν ανθρώπους, που η συνείδησή σας δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητη στο τραγικό δράμα χιλιάδων ανδρών και γυναικών που πεινάνε και φθίνουνε και πεθαίνουν σε όλα τα άγονα νησιά του Αιγαίου.
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΘΕΙΤΕ σε όλες τις αρχές, σε όλες τις ελληνικές και ξένες πρεσβείες και τον Ερυθρό Σταυρό.
Να σταματήσει αυτό το απάνθρωπο καθεστώς της τρομοκρατίας και των στερήσεων που με την εφεύρεση του νόμου 511 μας επιβάλλουν. Για να μας αυξήσουν το επίδομα εφόσον μας κρατούν σε ένα στοιχειώδες ανθρώπινο επίπεδο, τουλάχιστον 8000 ελληνικές δραχμές.
Για να ματαιωθεί ο μαρτυρικός θάνατος, ο αργός μαρτυρικός θάνατος από την πείνα
Για να καταργηθούν τα Στρατόπεδα στην Ελλάδα
Για να απολυθούν όλοι οι εξόριστοι....»
Εκεί, στις 17 Σεπτέμβρη 1952, ο Κώστας Γαβριηλίδης, γραμματέας της ΕΔΑ, και διευθυντής της εφημερίδας «Δημοκρατική», θα αφήσει μέσα σε αφάνταστες κακουχίες την τελευταία του πνοή . Ο συνεξόριστός του Μενέλαος Λουντέμης θα του αφιερώσει το ποίημά του «Ολόρθος».
Στα 1954 είχε διακοπεί προσωρινά η εκτόπιση του Μενέλαου Λουντέμη στον Αη-Στράτη και ο ίδιος βρισκόταν στην Αθήνα. Εκεί παίρνει ένα γράμμα από κάποιον συνεξόριστό του που τον είχε αφήσει πίσω σ’ αυτόν τον άγονο βράχο του Βόρειου Αιγαίου. «Απόψε είχαμε πλημμύρα…», του γράφει,  ανασύροντας στον συγγραφέα βιώματα, συγκινήσεις και εμπειρίες από τις κακουχίες που είχε μοιραστεί με τους εκτοπισμένους αγωνιστές, τις οποίες μετουσίωσε ποιητικά στο: «Η ψυχή μου έμεινε εξορία».
Όντας στην Αθήνα ο Λουντέμης λαμβάνει γράμμα από τη γυναίκα του που έχει πια υπογράψει δήλωση και έχει φύγει με το παιδί τους, τη Μυρτώ, για τη Γερμανία. Η είδηση τον συγκλονίζει. Το παιδί είναι νεκρό...... Τού έγραφε ψέματα όπως θα μάθει χρόνια αργότερα... Ο ποιητής συγκλονίζεται και γράφει το ποίημα «Η Μυρτώ χάθηκε».
Ωστόσο, πολλοί κατάφεραν να επιβιώσουν και να αντεπεξέλθουν στις αντιξοότητες, χάρη στη δημιουργικότητα, την εφευρετικότητα, την οργάνωση και την αλληλεγγύη τους, φθάνοντας να διοργανώνουν αθλητικές και γιορταστικές εκδηλώσεις και να ανεβάζουν ακόμη και θεατρικές παραστάσεις, όπως οι «Πέρσες» του Αισχύλου, ο «Ποπολάρος» του Ξενόπουλου, ο «Οθέλος» και πολλές άλλες με πρωτεργάτη τον Μάνο Κατράκη . Πολύ δημοφιλείς ήταν και οι παραστάσεις με σατιρικά σκετς ή με έργα επιθεωρησιακού χαρακτήρα.
Θα πει ο Γιώργος Φαρσακίδης με τη φωνή σπασμένη απ’ τη συγκίνηση και τα μάτια να λάμπουν στη θύμηση εκείνης της εποχής:
«Μετά τη δοκιμασία της Μακρονήσου το στρατόπεδο εξoρίστων του Άη-Στράτη -παρά τις στερήσεις και τα εμπόδια που μας επέβαλε το επίσημο κράτος- θα γνωρίσει έναν πρωτόγνωρο μορφωτικό και πολιτιστικό οργασμό».
Να ένα ευτράπελο περιστατικό που σημειώθηκε εκεί:
«Το 1953, ο Καρούζος είχε επιστρέψει από άδεια και αναζητούσε ένα λεπτό νεανικό πρόσωπο για το ρόλο της «Δυσδαιμόνας» στον «Οθέλλο». «Μα και βέβαια υπάρχει» του λέει ο Λουντέμης, «είναι ο Αυδίκος, στον τρίτο τομέα». Πάει τρέχοντας, στη σκηνή του ο Καρούζος. «Ποιος είναι ο Αυδίκος», ρωτάει. «Φωνάξτε τον γρήγορα, τον θέλω να παίξει στο θέατρο». «Εγώ είμαι» του απαντάει εκείνος, κολακευμένος για την προτίμηση. «Εσύ είσαι! Νερό, βρε παιδιά. Ρίξτε μου νερό να συνέλθω. Βρε τον άτιμο, βρε τον κοντυλοφόρο του σατανά». Κι ο Αυδίκος μπροστά του, μαυριδερός, τριχωτός και πελώριος. «Όχι παιδί μου», του λέει ο Καρούζος, «μην απελπίζεσαι. Θα σε προτιμήσω σε μια άλλη παράσταση, για Δερβέναγα, με την χαντζάρα στο χέρι». Στιγμές απείρου κάλλους ξετυλίγονταν από εξαίσιους ανθρώπους, εκείνα τα δύσκολα χρόνια».
Μελοποιημένα ποιήματα από τις «Κραυγές στα Πέρατα» από τον Σ. Σαμοίλη
*
Είμαι Καλά

Είμαι καλά, Μητερούλα... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω το φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ' τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει... Μάνα...
Τρεμούλα των χεριών....
Χιόνια που ξεφεύγετε απ' τη μπόλια...
Στεναγμέ που μετράς το μισεμό μου..
Είμαι καλά.

Πρώτον Σεβαστή μου..
Πρώτον έρχομαι να ρωτήσω...μα δε ρωτώ.
Εδώ δεν ρωτούν. Εδώ όλοι είναι καλά..
Κι ας ανεμίζουν οι κρεμάλες από πάνω τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα..
Όλοι είναι καλά.
Πρώτον Μητερούλα υγείαν έχω
και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό
κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα του στα πλευρά μου.
Πρώτον Μητερούλα...Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δε θα μάθεις την αλήθεια.
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά την θάλασσα.
Η αλήθεια μανούλα είναι βόλι. Και δεν θα στην πω.
Είμαι καλά.

Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα.
Μα έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συγχώρα με. Συγχώρα με και σήμερα
για τα χίλια <είμαι καλά>.
Τα χίλια ψέματά μου.

Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί.
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα
Είμαι καλά.

Ξέρω..Αχ Μητερούλα...
Ξέρω, πως σου στέλνω κάθε μέρα,
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω,
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω..
Είμαι καλά.

Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φώς.
Δεν είναι καν ανάγκη ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο ναρθεί, ν' ακουστεί στην εξώπορτα..
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε Μανούλα μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου.
Είμαι καλά.

Είμαι καλά αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμα καλά αφού μπορώ και το ψελίζω.
Είμαι καλά αφού μπορώ κι αραδιάζω στο χαρτί,
τα τσακισμένα τούτα λόγια..
Είμαι καλά.

Αχ, να μπορούσα να' χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα' χυνα στο διάστημα..
Για να' ρχονται κι όταν εγώ δεν θ' ανασαίνω.
Να' ρχονται και να ραμφίζουνε το τζάμι του σπιτιού μας.
Αυτό που κοιτάζει κατά την θάλασσα.
Και να κελαηδούνε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές.
Είμαι καλά.

Μανούλα εσύ.. Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα.
Εσύ που μιλάς τη γλώσσα των χεριών..
Ακούμπα τα χείλη σου στο χαρτί.
Έτσι όπως εύρισκες ,σαν ήμουνα παιδί, τον πυρετό μου..
Και διάβασε στ' άγραφο χαρτί.(Σβήσε το <καλά>).
Και διάβασε απ' την καρδιά μου.

Μάνα..Αχ.. Μάνα..Μάνα..
Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου.
Έλιωσε σήμερα κάτω απ' το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου.
Βέλαξε κάτω απ' το μαχαίρι.
Μα εσύ, γέλα ακριβή μου. Γέλα...
Πες πως ξύπνησες απ' όνειρο κακό.
Και γέλα να το διώξεις.
Γέλα. Κι εγώ -ησύχασε μανούλα-
<Είμαι καλά>.

Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Χτες κάψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά.
Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά..Είμαι καλά...

Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό, το σκάβω, το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ' αυτό τον ανεμοδαρμένο γκρεμνό..
Σ' αυτό το τρελό Νεκροταφείο,
πως όλοι οι νεκροί του...
Είναι καλά

*

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ

Ένα φεγγάρι εκρέμουνταν στην αγριελιά κλαμμένο
προχτές που φέραν τέσσερις το Βάγγο χτυπημένο.
Κι είχε μια αχνάδα η όψη του, μια μελανιά η θωριά του ―
μια αγριάδα του θανάτου.

Μαζί του κατηφόριζε κι ένα δροσάτο αγέρι ―
μια καλονιά απ’ τη Ρούμελη, χλωμή σαν τ’ αγιοκέρι.
Με λίγα αμίλητα παιδιά κομμένα απ’ τα γιουρούσα
και μια σκυλίτσα ρούσσα.

Τον στρώσαν σε ψηλόν οντά με τα φαντά σεντόνια
κι απ’ τα κονίσματα ψηλά σιγόσταζε η συμπόνοια.
Κι ένα λουλούδι που πικρά κούρνιαζε σαν το σπίνο ―
σκύβει να ιδεί και εκείνο.

Τα παραθύρια σβήσανε κι απόμειναν κλεισμένα.
Μη δουν κεφάλια ξέπλεκα και μάτια δακρυσμένα
τ’ αστέρια που κατέβηκαν τούτα τα κρύα τα βράδυα,
για να κρατήσουν βάρδια.

Θρηνολογά η κουφοξυλιά, δέρνονται τ’ αρμυρίκια!
Κλαιν οι οξυές φύλλα χλωμά κλαιν τα γκρεμνά χαλίκια.
Κι ένας τσομπάνος άπραγος με το ραβδί που εκράτα ―
δέρνει τρελλά τα βάτα.

Τον είχε ο λόγγος σταυραητό, τα τρίκορφα γιορντάνι.
Τον είχε η λέφκα ψυχογιό, τα διάσελα καλπάκι.
Τον είχε η σύναξη αδερφό, και το Καπετανάτο
φλουρί κωσταντινάτο.

Περνούν και τον θρηνολογούν, περνούνε και τον ραίνουν.
Λυπητερά μαλώματα, κακιώματα του κραίνουν.
Κι ο Βάγγος τους χαμογελά από το προσκεφάλι
σαν κόρη πούχει σφάλλει.

Διαβαίνουν οι γερόντισσες και χύνουν τα μαλλιά τους.
Περνούν κι οι νιες και χύνουνε ρόδα ― τα μαγουλά τους.
Περνάει κι ο Πικροχάροντας κι απ’ τ’ άτι ξεπεζεύει ―
ο Βάγγος για ν’ ανέβει.

*

Η ΤΑΧΥΔΡΟΜΑ

- Βρε τρελονυφίτσα, βρε δεντρογαλιά,
τι έκρυβες, πολυώρα, μες στην αγρελιά ;

- Λύκος να σε φάει, γιόμα και προσφάι,
που 'φερν' απ' τη χώρα, για τη φαμελιά.

- Γιόμα και προσφάι ; αϊ, ρε παρλιακό,
να με κουγιουνάρεις μ' ήβρες βολικό...
Είχες μες στη μπόλια, γράμματα και βόλια
κι έπιανες τον όχθο τον προσηλιακό !

- Γράμματα και βόλια; Χρστούλι μου ψευτιά !
χτέν' είχα και τάσι και λερά σκουτιά...
Γέρο κουσκουσούρη, λύκος να σε σούρει,
δε νογάω τι κρένεις, να μ' χυθεί η ματιά !

- Μη σ 'χυθεί η μπαρούτι, κάλιο να τηράς...
- Αχ, γέρο παππούλη, μη με μαρτυράς...
- Θα σε μαρτυρήσω, μήλο τραγανάτο,
- Πού, γερο -- παππούλη ;
- Στο καπιτανάτο !
*
Οι κερασιές θ΄ ανθίσουν και φέτος
«Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάµα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραµένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε».
Δύο στενοί φίλοι, ο Ευγένης Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, µοιράζονται τη φτώχεια και την απελπισία και φουντώνουν από αγανάκτηση για την αδικία που κυβερνάει αυτό τον κόσµο, προσπαθώντας να την εξηγήσουν ο καθένας απ’ τη µεριά του. Κάποτε θα συναντήσουν τυχαία –ή µήπως όχι;– τον γερο-Ραµατά. Αυτός, στον παλιό καφενέ του, θα γίνει ο πατέρας τους, συντροφεύοντάς τους καθώς θα έρχονται αντιµέτωποι µε τις επιλογές τους. Ώσπου µια µέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, Για λίγο ουρανό, που χωρίς να το περιµένουν θ’ αλλάξει τελικά τη ζωή τους.
Πρόσωπα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρωµένο, τα οποία ανακαλύπτουν πως τελικά «οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος»...
Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή* που είναι η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που είναι η ζωή!

Άνοιξε το παράθυρο στην πρωινή γιορτή,
για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι,
και μια πληγή από βόλι είναι για σε, ποιητή!**

Πικρή που είναι η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που είναι η ζωή!

Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λιώνω,
μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα έστω πρωί
χίλια θε να `δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!

Πικρή που είναι η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που είναι η ζωή!

*

Άλλα ποιήματα που περιέχονται στη συλλογή Κραυγή στα Πέρατα

*

Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο

Απ’ τ’ ακρωτήρι που κυττάει προς τα πελάγη
μες’ σ’ ένα σύννεφο απ’ αμμόσκονη και φως,
Με τ’ ανοιξιάτικου πρωινού τις ηλιαχτίνες
κινούνε, κι έρχονται, και φτάνουνε, καθώς
-σμήνος χαρμόσυνο- οι μικρές μας χρυσαϊτίνες.

Ξαναγυρνούν οι ουρανοί οι λησμονημένοι…
Μεθυστικός δονεί στα στέρνα μας σεισμός.
Στ’ ακροθαλάσσι μας φτεροκοπούν αλκυόνες.
Περνάει φλογάτη μια βραγιά από ανεμώνες,
που τις μαστίγωσε ο χιονιάς, κι’ ο φασισμός.

Καλωσορίσατε. Σα φύλλα από βιολέττες,
τα λόγια αυτά από τα τραγούδια μου μαδώ,
καθώς ο μπάτης το μαντήλι μου φουσκώνει
Πάω να σας δείξω ουρανό –και δείχνω σκόνη…
Δεν έχουμε άλλο τίποτα εδώ.
Περνάει η γυναίκα, -η Ανδρομάχη, η Ηγερία…
Περνάει μαζί της η φωτιά κα το νερό.
Μα οι ραβδισμοί βαρειά τα γόνατα λυγάνε.

Ά! Τη γυναίκα, που δεν πρέπει να τη χτυπάνε
ούτε και με της μύγας το φτερό.

Πρώτη περνά –παραμερίστε να διαβεί-
Περνάει πικρή, βαλαντωμένη, η νέα μητέρα.
Μικρή τρυγόνα, δίχως ταίρι και φωλιά.
Η αυγουστιάτικη περνάει μοσκοβολιά,
της νέας μας θρησκείας η πλατυτέρα.

Περνάει η Μάνα –γονατίστε- η μαύρη Μάνα-
Στήθος κλειστό σαν ιερό εκκλησιάς βουβής.
Μερονυχτίς ηχολογάνε νοερά της,
τα Σκοπευτήρια που ματώσαν τα όνειρά της,
καταμεσίς στο πανηγύρι της ζωής.

Περνούν οι ωραίες –ωραίες όλες, ως τη μια:
Τα έκθαμβα μάτια, τ’ ανυπόμονα τα χείλη..
Περνάει η νέα Ελληνίδα η ανθοστήλη.
Όλες ωραίες –ωραίες όλες- ως τη μια.
Για να περάσουνε πετούμε τις πληγές μας-
γιασεμιά…

Λεύκες ολόρθες που εθροούσατε μακρυά μας
τρεις αργοκίνητους αιώνες, τρεις χρονιές.
Σήμερα θύελλα, αύριο πείνα –οι παγωνιές.
Ζούσατε κάτω απ’ τη βροχή κι’ απ’ τη στοργή μας
(μια βαρβαρότητα όλη η μέρα σας ωμή)
Με λίγα ψίχουλα από ελπίδα και ψωμί.

Ά, τα τραγούδια που θα λέαμε στη χαρά μας…
Τάπαμε κλάματα τρεις χρόνους στη σειρά,
για τα χαμένα καλοκαίρια –τα παιδιά μας,
που άφησαν βίαια τη ζωή με μια κραυγή,
και το γαρούφαλο του έρωτα απ’ το στόμα
τους το φορέσανε στο στήθος μια πληγή.

Και τα κορίτσια, τ’ ανθισμένα, ωραία, κορίτσια.
Που ακινητούν σε κοιμητήρια βραδυνά,
λιγνά φυτά, κεραυνωμένα απ’ το δρολάπι ,
πούφυγαν άξαφνα απ’ το πλάι σας με ένα «αχ»!...
πριν να προφτάσουν να στενάξουν απ’ αγάπη.

Μα ας τη σκορπίσουμε τη θλίψη αυτή την ώρα.
Κι ας ξεδιπλώσουμε στον ήλιο τη χαρά.
Καλωσορίσατε! Κι’ οι γάζες μας μαντήλια!
(Ά, τι γλυκά η πληγή μας τώρα που πονεί…)
Καλωσορίσατε! Ξεβράχνιασε η φωνή!

Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!

*

Ταξίδι στον Άη-Στράτη.

Χτες την αυγή φουντάραμε
στο νέο πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’ ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες του. Και ξέρασε-
μιαν αμπαριά καινούργιους Ιωνάδες.

Βαρύ ήταν το ταξίδι μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’ ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του Αιγαίου.
-Μεταλλικό κιβούρι-
που έψαχνε για το νεκροταφείο μας.

Είμαστ’ ένα φορτίο αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
Φερέοικοι Ροβινσώνες του Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το Μαραθώνιο.

… Πίσω στο βράχο του Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει,
η διψασμένη ανάσα μας.
Και στο γιαλό απ’ την πέτρινην εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε ξεφούσκωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια ραγισμένα για νερό.
Και κάτι χέρια κόκκαλα…

Και χτες πρωί, με την αυγή
φουντάραμε στον Κόσμο μας,
σε νέο καταστρωμένο ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο στα νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).

Μα ο κόσμος ήταν πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το κατόπι…)

Μα σαν επήραμε σιγά τη ρεματιά,
πατώντας στο εμβατήριο που μας έψελναν
οι ραψωδοί της ζέστης – τα τζιτζίκια.
Σαν πήραμε το ρέμα για το πλάτωμα.
Εκεί που βούιζε το πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν και μας προσμέναν
κάτι γρηούλες μυγδαλιές
λίγου νερού ζητιάνες
Σαν πήραμε το ρέμα-ρέμα για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά καταμεσίς στη ρεματιά,
(προσκυνητάρι της πανώριας Άνοιξης)
Αγκάλιασε τη μέση μας σαν αδελφή.
Και μας θυμιάτισε με τη μοσκοβολιά της…

Κι’ εκεί… Αυτή η ψυχή…
Αυτή η ψυχή που ελύγισε τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή, αυτή η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο της πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθειά. Βαθειά πολύ.
Ανάσανε για όλες τις ανάσες.
Και προσκύνησε.
Ήταν η πρώτη φορά…

*

Ολόρθος!

(Στη Σκιά του Κ. Γαβριηλίδη)
Η στάση αυτή του αιώνιου ύπνου δε σου ταίριαζε,
αγαπημένε φίλε.
Εσύ ολόρθος ήσουν πάντα.
Ολόρθος στους αφρούς της λύσσας και της θάλασσας,
εκεί στο Μακρονήσι.
Ολόρθος πλάι στο κοντάρι το στητό
με τη σημαία «αδελφωθήτε».
Ολόρθος στην πλώρη της ζωής. Κι’ ολόρθος –μάθε το-
-σ’ όποια στάση κι’ αν σ’ έδωκαν στη γη-
ολόρθος στη μνήμη μας θα μένεις.

Θάθελα ακόμη να το πω. Κι’ άλλη φορά: Ολόρθος!
Σα θρύλος. Σαν αγρύπνια. Σα λόχη της φωτιάς.
Ολόρθος. Σαν τον ήλιο του καταμεσήμερου.
Σαν τις κολόνες των Ναών,
που ζούνε και πεσμένες.

Το φέρετρό σου το κρατήσαμε με τα δόντια,
ορκισμένοι υπήκοοι της καρδιάς σου.
Σ’ ένα διάβα σπαραχτικό μες στα δρομάκια,
τα μουσκεμένα απ’ τα δάκρυα του χωριού,
(οι γρηές κι’ οι κοπελούδες τ’ Άη-Στράτη
Για τις γρηές και κοπελούδες της Ελλάδας).

Α, ηλιοκαμένες χωριάτισσες του τόπου μας.
Εσείς που του χαρίσατε ψωμί κι’ αλάτι,
κι’ αργαλίσια πετσέτα [25] να πλυθεί …
Πως βλέπω τα μαλλιά σας λυμένα καταγής
ν’ ανεμίζουν σαν τα στάχυα της Θεσσαλίας.
Χωριάτισσες της πικραμένης Ρούμελης.
Της Ήπειρος γρηές – ξεραγκιανά εικονίσματα.
Και του Μωρηά βαβάδες…

Του Πόντου Παναγιές –«ρίζα μ’ Κωστή...»
Και της Μακεδονίας μυροφόρες…
Έφυγ’ ο δικός σας, έφυγε πρωινός.
Και πάει πικρό ταξίδι.
Πάει. Μ’ άφησε πίσω τον ίσκιο τον πλατύ,
να σας δροσολογάει στα λιοπύρια.
Πάει ταμένος κουρμπάνι στη σφαγή
για να στεριώσει το γιοφύρι της αγάπης.

Έφυγε πρωινός. Μα θα ξανάρθει.
Σα θα μεστώσει το δέντρο του καρπό,
Το δέντρο της αυλής του –της Ειρήνης…
Και πάρουν να βουίζουν οι αυλακιές,
Να κελαϊδούν ξετρελλαμένα τα δρεπάνια…
Θάρθει, σα γνώριμος αχός πα στα σπαρτά,
να σκουπίσει ανασασμένος τον ιδρό του.
Και να σφυρίξει το σκοπό του θεριστή
στον πρότυπον αγρό «Κώστας Γαβριηλίδης».

*

Η ψυχή μου έμεινε εξορία

«Απόψε είχαμε πλημμύρα…»
(Από γράμμα τους)
Ακούστε εσείς.
Εσείς που κοιμηθήκατε κι’ απόψε στα ζεστά,
σβήνοντας με μια κίνηση το φώς.
Σαν τους θεούς που παίζουν τη «Δημιουργία»:
(«Γεννηθήτω φως» -και εγένετο).
Ακούστε με!

Τούτη την άναρθρη νύχτα που σωπαίνουν οι λύκοι –
Γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Ακούστε με.
Εσείς, που κοιμάστε αγκαλιά με τα όνειρα.
Εσείς, που σας φιλά στο στόμα η Ζωή.
Που σας χαϊδεύει με το μετάξι της. Εσείς.
Ακούστε με!

Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεργιά,
Και χίλια χρόνια μακρυά απ’ την Οικουμένη.
Παλεύει ένα ολομόναχο νησί,
-πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας-
στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.
Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.

Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,
Ξεκολλημένος απ’ τις σελίδες της Μυθολογίας.
Κι’ έσπασε τους μύλους του Νησιού.
Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του
τον πυρρίχιο της λύσσας.

Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή,
Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντηριών τους.
Ο βοριάς δείχνει ολόϊσα το νησί.
Κραυγή στα πέρατα.
Και τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους
ίσα πάνω του.
Και σκάβουν, σκάβουν, την πλαγιά.
(Κι’ ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)

Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές.
Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν.
Τι μπόγους, τι σοδειές, και τι υπάρχοντα.
Τι αίματα, τι δέματα, και τι φυλαχτά…
Το γράμμα της μανούλας… Που βράχηκε,
Και δε θα διαβάζεται πια
(Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)

Κι’ όλα αυτά, γιατί; Μα γιατί;
Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.
Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.
Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκειά και ταπεινή.
Σαν την «επί του όρους» ομιλία.

Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.
Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.
Και θα βογγήξω με τους άρρωστους.
Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί.
Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε
μού δωσε το σταυρό του μαζί μου…

*

Η Μυρτώ χάθηκε

Πού χάθηκες κοριτσάκι;
«Μυρτώ ... Μυρτώ...» Γέμισα τον κόσμο.
Έσπειρα τον κόσμο με τ’ όνομά σου.
Μα εσύ δεν βρέθηκες.

Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι;
Ποια φτερά σε σήκωσαν απ’ τη ζωή;
Ρωτώ τους δρόμους:
«Μην ακούσατε κάτι βηματάκια; -ήταν πολύ αλαφρά».
Κείνοι πνίγονται στη σκόνη.
Δεν απαντούν.

Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι;
Αν μου το ‘καναν αυτό οι ουρανοί,
πώς μπόρεσαν;
Πώς μπόρεσαν κείνοι να σ’ αγαπήσουν
πιο πολύ απ’ τον πατέρα;

Ρωτώ τους αέρηδες – αυτούς που ‘ρχονται απ’ τα δάση,
απ’ τη γη, απ’ τις θάλασσες.
«Ήταν κάτι λογάκια που μύριζαν πασκαλιά –
μην τ’ άκουσε κανείς;»
Κείνοι βογκούν –σαν λαίμαργα πουλιά – Και φεύγουν.

Πού χάθηκες κοριτσάκι;
Ρωτώ τα φύλλα, τα καΐκια, τους ατμούς.
Τα μπουμπούκια που ξεκίνησαν απ’ την ανυπαρξία.
Τα σύννεφα ...
«Μην είδατ’ ένα προσωπάκι; - Ήταν πολύ αχνό».
Σωπαίνουν.

Πού χάθηκες κοριτσάκι;
Τα μάτια μου θα σ’ έβρισκαν –
και δίχως φως.
Και δίχως ήλιο – θα σ’ έπιαναν τα δάχτυλά μου.
Πώς χάθηκες λοιπόν μικρό μου;
Πότε μεγάλωσε τόσο πολύ ο κόσμος,
ώστε να μπορέσεις να χαθείς εσύ;

Εγώ θα σ' έβρισκα...
Ας είσαι μικρό σαν το χνουδάκι.
Σαν πεταλούδα ας είσαι αλαφρό
Αδύνατο, σαν τη φλογίτσα του κεριού, ας είσαι.
Εγώ θα σ’ έβρισκα.

Γιατί σωπαίνεις; Γιατί σωπαίνεις, λοιπόν, κοριτσάκι;
Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις.
Αν δεν μπορείς να τους πεις να με φωνάξουν.
Τότε κλάψε, κοριτσάκι. Κλάψε!
Και τ’ αυτιά μου θα σ’ ακούσουν
Κι ύστερα ας μην ακούσουν πια
άλλην μουσική στον κόσμο.

*

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Μενέλαος Λουντέμης, κατά κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης ή Μπαλάσογλου ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που με την εγκατάσταση του στην Ελλάδα έγινε Βαλασιάδης) και της Δόμνας Τσουφλίδη. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι να εγκατασταθεί το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας.Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Έτσι, ο νεαρός Δημήτρης αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού (Λουδίας). Από τον ποταμό Λουδία εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης. Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Λουντέμης θα έλθει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους διακεκριμένους ομοτέχνους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στην «Αθηναϊκή Λέσχη» και να ανασάνει οικονομικά.
Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο, λόγω των πολιτικών του περιπετειών και της οικονομικής του ανέχειας. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας και τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν».
Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο (ο οποίος έχει γράψει ένα ποίημα αφιερωμένο στον Μενέλαο).
Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» αναφέρονται «….προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας….». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».
Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν.όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Εκπατρισμός στη Ρουμανία
Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.
Μεταφράσεις και μελοποιήσεις των έργων του
Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης κάποια απ' αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά. Κάποια ποιήματα του μελοποιήθηκαν, με γνωστότερα το «Ερωτικό κάλεσμα» από τους αδερφούς Κατσιμίχα και το «Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος» που ερμηνεύει ο Αντώνης Καλογιάννης σε μουσική του Σπύρου Σαμοΐλη.
Πνευματική κληρονομιά
Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς και μια κόρη, τη Μυρτώ. Ο Λουντέμης ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιότυπο λόγω του "ερασιτεχνικού" τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Αντίθετα, σκοπός του είναι η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Μαξίμ Γκόρκι, Κνουτ Χάμσουν). Χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε και το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Ο Λουντέμης έχει την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.
Αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!
Ακούω μηνύματα. Φωνές απ’ την Ελλάδα. Ελληνικά καλέσματα. “Έλα! Ο επαναπατρισμός σου είναι ελεύθερος”. Μα εγώ ρωτώ: Ο επαναπατρισμός μου ναι είναι ελεύθερος. Εγώ όμως θα είμαι ελεύθερος μετά τον επαναπατρισμό μου; Ένας αγαπητός μου φίλος μου τηλεφώνησε. “Έχεις το κλειδί της πατρίδας στο χέρι σου! Άνοιξε και μπες”. Μα εγώ θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα της πατρίδας μου μ’ ελληνικό χέρι, ενώ η επίσημη δήλωση είναι κάπως θολή.  Τέλος πάντων, τι μου προσφέρουν, ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; “Επαναπατρισμόν” μου απαντούν “χωρίς Ιθαγένεια”. Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!
Γιατί νάρθω στην Ελλάδα. Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα. Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος.
Είμαι πικραμένος αφάνταστα για τη μεταχείριση των αρχών απέναντί μου. Μα είναι απελπιστικό. Η Ελλάδα που γεννήθηκε για να προσφέρει την ελευθερία στους άλλους ν’ αρνείται να την προσφέρει στα παιδιά της.
Η πατρίδα μας από φριχτά ολισθήματα, λάθη και προδοσίες άλλων, μπήκε στον κυκλώνα μιας αληθινής τραγωδίας. Και να γιατί σαστίζω. Πώς σε μια τόσο μεγάλη Ελλάδα δεν μπορούν να χωρέσουν στον κόρφο της μερικές χιλιάδες ορφανεμένα της παιδιά.
Δεν ξέρω τι με περιμένει στο μέλλον. Αύριο ξαναμπαίνω στο Νοσηλευτήριο, πολύ μακριά από το Βουκουρέστι και δε θα μπορώ να λέω πια τα παράπονά μου στον αγαπημένο μου Ελληνικό Τύπο. Έτσι λυπούμαι που δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω ούτε ένα από τα χρέη μου. Περιορίζομαι μόνο ν’ απευθύνω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου που με τόση γενναιοφροσύνη και ανθρωπιά μου συμπαραστάθηκαν στον ανέλπιδο αγώνα μου.
Σφίγγω με αγάπη στο στήθος μου την παλλόμενη ελληνική καρδιά του Κέβιν Άντριους.
Χαιρετώ όλους όσοι με σκέπτονται και με καρτερούν. 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 11/4/1975
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ 



***



Γιάννης Ρίτσος



Το Σπίτι Του Αδελφού Μας


Στον Μενέλαο ΛΟΥΝΤΕΜΗ


Αλήθεια, Μενέλαε, πολύ βουρκωμένες οι μέρες μας –
συννεφιάζει στα μάτια των παιδιών που κοιτάζουν το λιόγερμα
συννεφιάζει στα μάτια των μανάδων που μπαλώνουν στο κατώφλι τις 
    κάλτσες μας και τα χρόνια μας
συννεφιάζει στο τραπέζι που λείπει ο ήλιος του ψωμιού
συννεφιάζει στα τζάμια των σπιτιών που βλέπουν στα συρματοπλέγματα.
Ο ουρανός είναι κομμένος σε μικρά τετράγωνα απ' τα σταυρωτά κάγκελα,
ψάχνω στη συννεφιά και στη νύχτα να βρω το σπίτι σου, αδελφέ μου,–
Μυρτούλα, λέω, Μυρτούλα,
ο πατερούλης κρυώνει, Μυρτούλα,
Μυρτούλα που είσαι σαν μπουκετάκι φως στη νύχτα της λύπης του,
Μυρτούλα που είσαι δυο σειρές μυρτιές στις όχτες της καρδιά του,
Μυρτούλα, ο πατερούλης με την πίκρα σου
φτιάχνει χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά
χιλιάδες μπουκετάκια περασμένα στις πευκοβελόνες της έγνοιας του.
τ’  αφήνει σιωπηλά στα φτωχόσπιτα
τ’ αφήνει στις λαϊκές ταβέρνες, στα μπαρμπέρικα με τους πικρούς
    συνοικιακούς καθρέφτες
τ’ αφήνει στο τραπέζι του άνεργου πλάι στο σταχτοδοχείο με τ΄αποτσίγαρα
    του μόχθου του
τ’ αφήνει στο παγκάκι του μπαλωματή, στα πανέρια των πλανόδιων
    μικροπωλητάδων
τ’ αφήνει μπρος στο κόνισμα της ειρήνης πλάι σ΄ ένα κλουβί καναρίνια
πάνου στα λιγνά γόνατα της φτώχειας
μπροστά στη Μητρόπολη της Δημοκρατίας.
Χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά, σ΄ όλα τα σκαλοπάτια της νύχτας
– είναι τα χνάρια του για να τον βρεις, Μυρτούλα.
Προχτές καθόταν μονάχος στην πέτρα.
μαδούσε τις μαργαρίτες των άστρων και φώναζε:
Καληνύχτα ζωή, καληνύχτα. Δεν τον άκουσες;
Βουρκωμένες μέρες, βουρκωμένες νύχτες, βουρκωμένες καρδιές.
Μαύρα τα σπίτια, μαύρα, κατάμαυρα
θεόκλειστες οι πόρτες των μεγάρων,
σε κάθε γωνιά μια λόγχη οργής. Πού είσαι, αδελφέ μας;
Ανάβω το λαδοφάναρο της καρδιάς μου και ψάχνω
Φωτίζω μια-μια τις ταμπέλες των δρόμων και τις πόρτες: 


                            οδός Αβύσσου, οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν.



Όχι, δεν είναι εδώ το σπίτι του αδελφού μας,

το σπίτι του αδελφού μας είναι αλλού –πού ψάχνεις;

Μοσκοβολάει η νύχτα γιασεμί κι ελπίδα –είναι τα χνάρια σου, Μενέλαε,–

στέκω, βάζω τ’ αυτί στον τοίχο του σκοταδιού, αφουγκράζομαι,
ακούω τις ανάσες των άστρων –είναι η φωνή του αδελφού μας:

Παππού Θεέ, κι άλλη βολά σε περικάλεσα στο Βερτεκόπι – δε θυμάσαι;
Είναι καιρός που με βλέπεις δίχως ρούχα, δίχως Σίικα, δίχως ψωμί
    και δεν με συμπονάς.
Ο Δροσιάδης, το γειτονάκι μου, έχει ίσαμε δέκα φορεσιές,
έχει κι ένα ψηλό-ψηλό μπαλκόνι να μας φτύνει σαν περνάμε.
Παππού, ως και στα σαλιγκάρια έδωκες στο καθένα το σπιτάκι του,
ως και στις χελώνες έδωκες στην κάθε μια την παραγκίτσα της,
μια και δεν μπορείς να δώκεις κάτι και σε μένανε
γιατί δεν με κάνεις σαλιγκάρι ή χελωνόπουλο;

Μα, όχι, παππού, δεν χρειάζεται,
σαν άγριο κατσικάκι ο αδελφός μας σκαρφαλώνει τα βράχια της οργής σου.
πηδάει ένα-ένα τα γκρεμνά της πληγής του
και πάει μπροστά μαζί με τ’ αδέλφια του
ν’ ακουμπήσει το πυρωμένο του μέτωπο στο δροσερόν ώμο της αυγής.
Μενέλαε, σε βλέπουμε τα βράδια ν’ ανεβαίνεις το βουνό με τ’ αγκάθια
κουτσαίνοντας απ’ το βαρύ φορτίο ενός φεγγαριού στοργής που κουβαλάς
    στους λιγνούς ώμους σου
και πλάι σου η Μυρτούλα μ’ ένα ξύλινο καραβάκι χαμόγελο
και πλάι σου η Σίικα με μαλλιά από λουλουδάκια γαζίας
και παρακεί τα λουστράκια με τα κασελάκια τους γεμάτα μικρά ουράνια
    τόξα
να βάψουν τα πέδιλα της άνοιξης και τα φορέματα των λουλουδιών
και στα ζερβά της Μυρτούλας, το Γυφτάκι ντυμένο την Κυριακή της
    προσευχής σου
και στα δεξιά σου το Τουρκάκι με δυο σταυρούς απορία στο λιόγερμα
    των ματιών σου
κι η μάνα σου μ’ ένα ποτήρι θάλασσα αλατισμένη απ’ τα δάκρυα όλω
    των μανάδων
και πίσω σου οι λασπάδες με βουνά κεραμίδια στη ράχη τους για τις καινούργιες
    στέγες των φτωχών
στέγες κατάστιχτες απ’ τις κουτσουλιές των περιστεριών και των άστρων
οι λασπάδες σου με μεγάλα στρογγυλά σταμνιά για το νερό, το λάδι, το 
    κρασί της παγκόσμιας αγάπης.
Τι κόσμος, Μενέλαε, κοντά σου,
μητέρες και παιδιά και πολιτείες και αιώνες
ταϊσμένοι απ’ το ράμφος της πένας σου
θρεμμένοι από τον κόκκινο άρτο της καρδιάς σου
και τα γκαρσόνια της Αιδηψού με τις άσπρες πετσέτες στραβά στον
    ώμο τους
να ξεσκονίζουν απ’ τη γύρη των πεύκων τα πράσινα τραπεζάκια
μιας ακροθαλασσιάς από λιακάδα λευτεριάς κι ευτυχία.
Κόσμος και κόσμος κι ο Λουκάς ο «Πανοραματοποιός»
α, ο μαγικός φακός της τέχνης σου, Μενέλαε,
ΕΔΩ, κύριοι, βλέπετε τις πυρκαίες  και τους καπνούς μιας πολιτείας
    που καίγεται και λιώνει και τελειώνει
πάιντος, πάιντος, πάιντος,
κι ΕΔΩ, αδέρφια, βλέπετε τη νέα πολιτεία,
ανθρώπους που σφίγγουν τα χέρια και φιλιούνται,
βουνά σιδεροδοκούς, βουνά καρπούς, βουνά στάχυα,
ζευγαράκια στα πάρκα, η Μυρτούλα μ’ ένα καινούργιο λουλουδιστό
    φόρεμα,
πέτρινη γούρνα στη μέση της αυλής που πίνουν το νεράκι τ’ ουρανού
    τα σπουργίτια κι οι κότες,
ετούτα τ’ ανθισμένα δέντρα που βλέπετε στον ορίζοντα
είναι οι καπνοί των συντροφικών τραίνων τ’ αεροπλάνα δικά μας,
    έμπα,
περιστέρια, περιστέρια, περιστέρια στις ψηλές καμινάδες,
πλατιά παράθυρα σαν ανοιχτά βιβλία με φαρδύστενους στίχους,
τραβήξου πιο κει, θα βάψεις τα πόδια σου στο μούστο της χαράς.
ΕΔΩ οι εργάτες σηκώνουν στη ράχη τους τον ειρηνικό μόχθο
σαν ένα ακορντεόν ξεχειλισμένο από εύθυμα τραγούδια σε μια εκδρομή
    Σαββατοκύριακου στον πευκώνα.
ΕΔΩ ο Κρίστα μ’ ολοκαίνουργια παπούτσια και με φρέσκα μύγδαλα στις
    τσέπες του παντελονιού του
ΕΔΩ ο μεγάλος μας φίλος μ’ έναν Απρίλη γαρύφαλλα κάτου απ’ το
    ματωμένο του πουκάμισο
και τα ποτάμια ζεμένα για το αγώι μας σαν άλογα
ΕΔΩ οι σημαίες, τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.
ΕΔΩ ο Νερούντα, ο Φαντεέφ, ο Χικμέτ, ο Αραγκόν, ο Ερεμπούργκ
κάτου απ’ τις λεύκες της βεβαιότητας
κουβεντιάζοντας μεγάλα τριαντάφυλλα λόγια
πελώρια όνειρα ορείχαλκο
πολυώροφα ποιήματα από μπετόν, σίδερο και ήλιο
ποίηματα λαϊκές πολυκατοικίες και πανεπιστήμια και αστεροσκοπεία
ΕΔΩ, αδέλφια, βλέπετε
ΕΔΩ ανατέλλει το ψωμί
ΕΔΩ ο ανατέλλει ο άνθρωπος
εδώ ποτέ δε συννεφιάζει
εδώ δεν είναι πάιντος
είναι η αρχή του κόσμου
αρχή, αρχή, αρχή
ΕΔΩ δεν είναι το παλιό «Πανόραμα»
είναι η Ζωή.
Εδώ τα πλοία αράζουν
εδώ ο αδελφός μας Μενέλαος Λουντέμης
σεργιανάει στην προκυμαία της αξιοπρέπειας
κουβαλώντας περήφανα στους ώμους του
το φορτίο του ήλιου και την ευθύνη του
χαρούμενος
                   χαρούμενος
                                      χαρούμενος
γιατί εδώ τελειώνουν τα συρματοπλέγματα
γιατί εδώ δεν είναι ένταλμα συλλήψεων
γιατί εδώ δεν διώκονται οι ποιητές που καρπίζουν τη γη κι ανθίζουν τον
    αέρα.
ΕΔΩ η στοργή του λαού στεγάζει τους ποιητές του.
Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός 1.
Δε χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να μπεις.
Μ’ αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου. Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε, αδέρφια. Το σπίτι του όλους μάς χωράει.
Εδώ μένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ’ τον ήλιο της καρδιάς του
    και φωτίζει.
ΑΘΗΝΑ, Απρίλης 1955

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μυρτούλα είναι η κόρη του Λουντέμη, Βουρκωμένες Μέρες και Συννεφιάζει είναι τίτλοι των έργων του. Οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν, ένα μυθιστόρημά του. Η προσευχή Παππού Θεέ απόσπασμα απ' το βιβλίο του Συννεφιάζει. Το Καληνύχτα Ζωή τίτλος μυθιστορήματός του. Η Σίικα, το Γυφτάκι, ο Κρίστα, οι λασπάδες, ο Λουκάς ο Πανοραματοποιός, ήρωες του Συννεφιάζει. Τα γκαρσόνια της Αιδηψού, απ' το Καληνύχτα Ζωή. Η μάνα μ' ένα ποτήρι θάλασσα απ' τις Βουρκωμένες Μέρες. Πάιντος σημαίνει τέλος κι είναι ο τίτλος ενός διηγήματός του από το Ουράνιο Τόξο. Αυτό το διήγημα εποεξεργάστηκε κι ανάπτυξε αργότερα κι έτσι βγήκε το έργο του Συννεφιάζει. Στα ΕΔΩ, ΕΔΩ, με κεφαλαία, κρατάω τον τύπο του Λουντέμη, όπως στο κεφάλαιο του Συννεφιάζει για τον Πανοραματοποιό.
Γ.Ρ.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην «ΑΥΓΗ», 22 Μάη 1955, σελ. 2

(Ο Ρίτσος και ο Λουντέμης ήταν συνεξόριστοι στη Μακρόνησο)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 75 - 79)
Μεταγραφή Μπ. Ζ.
 



*
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Κώστας Βάρναλης
14 Φεβρουαρίου 1884, Μπουργκάς, Βουλγαρία - 16 Δεκεμβρίου 1974, Αθήνα.
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 22.IV.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Εργάστηκε για χρόνια ως καθηγητής στη δημόσια μέση εκπαίδευση σε Βουλγαρία και Ελλάδα και το 1919 έλαβε υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής, ενώ ήρθε σε επαφή με τα προοδευτικά ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού και τον επαναστατικό αέρα του μεσοπολέμου.
Οι αριστερές ιδέες έγιναν έκδηλες στην ποίησή του, κάτι που αργότερα του κόστισε τη δουλειά του στο δημόσιο, απ’ όπου τον απέλυσε η δικτατορία του Πάγκαλου το 1925. Χωρίς προοπτική ακαδημαϊκής καριέρας στρέφεται στη δημοσιογραφία, μελετώντας παράλληλα όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα και μεταφράζοντας έργα της κλασικής ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Μολιέρος κ.α.).
Βέβαια είχε κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα πολύ νωρίτερα, το 1905 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Κηρήθρες». Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ. Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι «Το φως που καίει» (το οποίο εξέδωσε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), η συλλογή αφηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων» (1923), το κριτικό δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), το ποιητικό «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), το αφηγηματικό «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931) κ.α. Τη διετία 1956-1958 κυκλοφόρησαν τα άπαντά του σε τρεις τόμους και έκτοτε η παραγωγή του περιορίστηκε στο ελάχιστο.
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Λέσβο και τον Άγιο Ευστράτιο. Υπήρξε Κομμουνιστής αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).
Ο Κώστας Βάρναλης είναι ένα από τα σπάνια φαινόμενα στην ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας. Αφενός ως λογοτέχνης (ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής) και αφετέρου ως επιστήμονας (κλασικός φιλόλογος, νεοελληνιστής), είχε μια ευρύτερη θεωρητική παιδεία, που αντικατοπτρίζεται στο πλήρες έργο που παρέδωσε σε όλους μας και χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση, εστιάζοντας στον διαχρονικά σύγχρονο άνθρωπο.
Ο Κώστας Βάρναλης θεωρείται μοναδικός κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας: πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, πού συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή «λαϊκή» τέχνη και σπαρταριστό υλικό οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του, μιλώντας στις καρδιές και των πιο απλών «προλεταρίων». Η ασυμβίβαστα κοινωνική στρατευμένη τέχνη του ήταν ο λόγος που τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.
Έγραφε στη δημοτική, με καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα.
Η ταξική συνείδηση και η επαναστατικότητα διαπερνούν σχεδόν το σύνολο του έργου του Βάρναλη, πράγμα λογικό καθώς μιλάμε για τον πρωτοπόρο του 20ου αιώνα, για τον επαναστάτη ποιητή της εργατικής τάξης. Αυτό αποδεικνύεται με τις θεματικές και τους άξονες πάνω στους οποίους κινείται το ποιητικό του έργο. Αφενός ασκεί σφοδρή κριτική στην θρησκεία, τον ιμπεριαλισμό, το εθνικό φρόνημα, την ατομική ιδιοκτησία και συνολικά στην αστική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, όμως, με πάθος αναπαριστά και οραματίζεται την εικόνα της επανάστασης, εξετάζει τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του ποιητή, αφουγκράζεται το «τραγούδι του Λαού», μέμφεται την ποινικοποίηση των αγώνων  και ακολουθεί την τύχη των αγωνιστών της εποχής και τέλος, τον απασχολεί το φιλοσοφικό δίπολο «ιδεαλισμός – υλισμός» κι ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε κάθε περίπτωση και ως μαρξιστής ο Βάρναλης δεν απομονώνει τα δεινά του καπιταλιστικού συστήματος. Αναγνωρίζει τον καπιταλισμό ως γενεσιουργό αιτία τους, χωρίς να παραλείπει και τον ρόλο της παράλυτης και αυταρχικής αστικής δημοκρατίας.

*
Βάρναλης κορυφαίος υμνητής της Οχτωβριανής Επανάστασης
Ο Κώστας Βάρναλης θα επηρεαστεί βαθύτατα από την Οχτωβριανή Επανάσταση. Ο ποιητής, με όλη του τη λογοτεχνική ικμάδα και επηρεασμένος από την ορμή που φέρνει το νεογέννητο ΚΚΕ, συνειδητοποιεί την ανάγκη της επαναστατικής αλλαγής στην ελληνική κοινωνία.
Είναι ο προοδευτικός διανοουμένους του τόπου μας και θεμελιωτής της αγωνιστικής μας λογοτεχνίας.
Το έργο που πυρπολεί τις ψυχές των σκεφτόμενων ανθρώπων της εποχής – και ιδιαίτερα της νεολαίας – είναι «Το φως που καίει». Γράφηκε στην περίοδο της επαναστατικής ανόδου ύστερα από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, το χτίσιμο της EΣΣΔ και την άνοδο των επαναστατικών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη. O ποιητής ξεσκεπάζει τη φθορά του εκμεταλλευτικού αστικού καθεστώτος και οραματίζεται το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης. Πρόκειται για το φως που φωτίζει και για τη φωτιά που καίει, φωτίζοντας το δρόμο του λαού στον επαναστατικό αγώνα για κοινωνική αλλαγή και καίγοντας με το εποικοδόμημα του αντιδραστικού κοινωνικού καθεστώτος.
Δίπλα σ’ αυτό οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι», «Ο λαός των μουνούχων», «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης», «Οι διχτάτορες». Ο Βάρναλης αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της εκμετάλλευσης, την υποκρισία της αστικής ηθικής, της θρησκείας και της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Θεμελιώνει την ελληνική επαναστατική ποίηση και πρόζα με τα δοκίμια «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», «Ζωντανοί άνθρωποι». Ο Βάρναλης, υπέστη αλλεπάλληλους διωγμούς από την αντίδραση και το 1958 βραβεύτηκε με το βραβείο «Λένιν».
Ο Κώστας Βάρναλης και ο Γιάννης Ρίτσος είναι οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της ελληνικής κομμουνιστικής διανόησης του 20ού αιώνα και τίμησαν με πολλές θυσίες την ιδεολογική τους αυτή επιλογή.

Από Μποτίλια:
και
Μπάμπης Ζαφειράτος:
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.