Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε, Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας.
Δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Φράνκο, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ έξω από τη Γρανάδα.
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.VI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Δύο Τσιγγάνικα Ποιήματα
(Romancero Gitano)
Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Πρώτη δημοσίευση εδώ, 19/8/2024
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Καβγάς
Στον Ραφαέλ Μέντες
Μες στη μέση της χαράδρας
οι σουγιάδες του Αλμπαθέτε,
όμορφοι μ’ αντίμαχο αίμα,
ψάρια που αστραφτοκοπάνε.
Ένα φως τραχύ ανελέητο,
τραπουλόχαρτο, θερίζει
μες στην πικροπρασινάδα
τα φαριά τα φρενιασμένα,
τους ωραίους καβαλαραίους.
Με μια ελιά στεφανωμένες
κλαίνε δυο γριές γυναίκες.
Και ο ταύρος του καβγά τους
στη χαράδρα σκαρφαλώνει.
Μαύροι άγγελοι μαντίλια
και χιονόνερο τους φέρνουν.
Άγγελοι που ’χαν φτερούγες
από λάμες του Αλμπαθέτε.
Ο Χουάν Αντόνιο της Μοντίγια
στην πλαγιά νεκρός κυλάει
σκεπασμένος με κρινάκια
κι ένα ρόδι στα μελίγγια.
Τώρα φεύγει καβαλάρης
σ’ ένανε σταυρό από φλόγες,
πάει τη στράτα του θανάτου.
Πλάκωσαν χωροφυλάκοι
κι ο κατής απ’ τα λιοστάσια.
Το αίμα αγκομαχάει χυμένο
με πνιχτό ερπετού τραγούδι.
Κύριοι χωροφυλάκοι:
τι να τρέχει τα ίδια πάντα.
Τέσσερεις νεκροί απ’ τη Ρώμη
πέντε απ’ την Καρταχένα.
Τρελό από συκιές και θρόους
θερμούς πέφτει το βραδάκι
ξέπνοο στων καβαλαραίων
τα σακατεμένα μπούτια.
Μαύροι άγγελοι πετάνε
στον αγέρα του πουνέντε.
Μακροπλέξουδοι αγγέλοι
κι οι καρδιές τους από λάδι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 6 Ιουνίου 2023
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Παντρεμένη κι άπιστη
Στη Λύδια Καμπρέρα
και στη νεγρούλα της
Και την πήγα στο ποτάμι,
για άβγαλτη την επερνούσα,
μα είχε άντρα η καλή σου.
Τ’ Αϊ-Γιακώβου ήταν η νύχτα
και σχεδόν τα ’χαμε φτιάξει.
Σβήνανε τα φαναράκια
κι άρπαζαν φωτιά οι γρύλλοι.
Προς τ’ απόμερα σοκάκια
άγγιξα τα δυο της στήθη
που σαν να ’ταν κοιμισμένα
κι άνθισαν στα χέρια μου αίφνης
δυο μπουκέτα από υακίνθους.
Γλυκοθρόισε στ’ αφτιά μου
το λεπτό της μεσοφόρι
σαν μετάξι που το σκίζουν
δέκα βιαστικά μαχαίρια.
Οι κορφές των δέντρων δίχως
ασημόφως και ψηλώνουν
κι ο ορίζοντας φτιαγμένος
λες από σκυλιά αλυχτάει
μακριά πέρα απ’ το ποτάμι.
Τις βατομουριές περνώντας,
τ’ αγριαγκάθια και τα βούρλα,
κάτω απ’ τα πυκνά μαλλιά της
λάκκο ανοίξαμε στη λάσπη.
Το φουλάρι μου εγώ βγάζω.
Αυτή βγάζει το φουστάνι.
Εγώ ζώνη με ρεβόλβερ.
Τετραπλό αυτή μπουστοπάνι.
Ούτε νάρδοι ή σαλιγκάρια
έχουν τόσο φίνο δέρμα,
ούτε κι έτσι στραφταλίζουν
κρύσταλλα στο φεγγαρόφως.
Μου ξεγλίστρααν οι μηροί της
σαν τα σαστισμένα ψάρια
τα μισά φωτιά και λάβρα
και τ’ άλλα μισά από πάγο.
Κάλπασα κείνη τη νύχτα
μες στις πιο όμορφές μου στράτες
σε αχαλίνωτο πουλάρι
σεντεφένιο δίχως σέλα.
Ντρέπομαι, κι ας είμαι άντρας,
όσα μου ’πε να ιστορήσω.
Όλη μου η φρονιμάδα
θέλει να ’μαι μετρημένος.
Βρόμικη από φιλιά κι άμμο
την επήρα απ’ το ποτάμι.
Μάχονταν με τον αγέρα
τα μακριά σπαθιά των κρίνων.
Της ξηγήθηκα όπως είμαι.
Ένας γνήσιος τσιγγάνος.
Και της έστειλα πεσκέσι
μια μεγάλη σατινένια
καλαθούνα για κεντίδια
και δε θέλησα να πέσω
μες στα βρόχια του έρωτά της
γιατί ενώ αυτή ’χε άντρα
μου ’πε πως ήταν κορίτσι
πηαίνοντάς την στο ποτάμι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 5 Ιουνίου 2023
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Σονέτο του τρυφερού παράπονου
Ω μήπως χάσω αυτό το θαύμα πόσο με φοβίζει
τ’ αγαλματένια μάτια σου κι εκείνο το άγγιγμά σου
που σαν το ρόδο το μοναχικό μού συλλαβίζει
στο μάγουλό όλες τις νυχτιές με την ανασαιμιά σου.
Τώρα σε τούτη την ακτή η λύπη με τσακίζει
που είμ’ έρημο κορμί χωρίς κλαριά και μακριά σου,
άψυχος, δίχως λάσπη και ανθό να με γεμίζει
καθώς με κατατρώει το σαράκι της ματιάς σου.
Άμα είσαι εσύ για μένα ένα κειμήλιο κρυμμένο,
αν είσαι ο σταυρός ή και τα μαύρα δάκρυά μου
κι εγώ πιστό σκυλί απ’ την εξουσία σου δεμένο,
μη με αφήνεις όσα έχω κερδίσει κι είν’ δικά μου
να στερηθώ⸱ κι έλα άγριο ποτάμι, στολισμένο
με φθινοπωρινά φύλλα τρελά του έρωτά μου.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 22 Μαρτίου 2024
Σημειώσεις
Αυτόγραφο του Λόρκα. «Στον Χοσέ Μαρία, με μια δυνατή αγκαλιά αληθινής και παλιάς φιλίας. Φεδερίκο. Αβάνα 1930». Estudio Rembrandt, Habana. (Πηγή: https://drouot.com).
Καβγάς: Αφιερωμένο στον Ισπανό γιατρό και φαρμακολόγο, φίλο του Λόρκα και άλλων μεγάλων Ισπανών καλλιτεχνών της εποχής (μεταξύ των οποίων ο Νταλί και ο Μπουνιουέλ), Ραφαέλ Μέντεθ Μαρτίνεθ (Rafael Méndez Martínez, 1906-1991). Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην καταλανική επιθεώρηση L'amic de les arts και είναι οι πρώτοι στίχοι που είδαν το φως εκεί στην ισπανική γλώσσα. Δημοσιεύετηκε επίσης στο λογοτεχνικό περιοδικό La Verdad, το 1926. O τίτλος εμφανίζεται αρχικά ως Reyerta de gitanos (Καβγάς Τσιγγάνων) και Reyerta de mozos (Καβγάς παλληκαριών).
Παντρεμένη κι Άπιστη: Αφιερωμένο στην Κουβανή συγγραφέα (ερευνήτρια, λαογράφο, με σημαντικές μελέτες για την αφρικανική κληρονομιά στην Κούβα), Lydia Cabrera (1899-1991), με την οποία ο Λόρκα γνωρίστηκε στη Μαδρίτη και ενώθηκαν με βαθιά φιλία. Η νεγρούλα της είναι η Καρμέλα Μπεχαράνο, Κουβανή ποιήτρια που πριν γίνει γνωστή εργάζεται για την οικογένεια Καμπρέρα.
Ο Καβγάς και η Παντρεμένη κι Άπιστη είναι το τρίτο και το
έκτο ποίημα από το περίφημο Romancero Gitano (Ρομανθέρο Χιτάνο: Τσιγγάνικες
Μπαλάντες ή Τσιγγάνικες Ιστορίες, 1928)
Σονέτο του τρυφερού παράπονου: Ένα από τα έντεκα σονέτα που γράφτηκαν κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ποιητή και κυκλοφόρησαν μαζί το 1983 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων υπό τον τίτλο Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα. Ας σημειωθεί πως ο Λόρκα είναι ο πρώτος που μιλάει στην ποίησή του για τον ομοφυλόφιλο έρωτα.
Μπ. Ζ. Αύγ. 2024
Περισσότερα για το Ρομανθέρο, για τον Ποιητή στην Κούβα και για τον Χοσέ Μαρία της φωτογραφίας:
Και ένα Επίγραμμα για τον Λόρκα
Federico García Lorca
Reyerta
A Rafael Méndez
En la mitad delnaraja
las navajas de Albacete,
bellas de sangre contraria,
relucen como los peces.
Una dura luz de naipe
recorta en el agrio verde,
caballos enfurecidos
y perfiles de jinetes.
En la copa de un olivo
lloran dos viejas mujeres.
El toro de la reyerta
se sube por las paredes.
Ángeles negros traían
pañuelos y agua de nieve.
Ángeles con grandes alas
de navajas de Albacete.
Juan Antonio el de Montilla
rueda muerto la pendiente,
su cuerpo lleno de lirios
y una granada en las sienes.
Ahora monta cruz de fuego,
carretera de la muerte.
***
El juez, con guardia civil,
por los olivares viene.
Sangre resbalada gime
muda canción de serpiente.
Señores guardias civiles:
aquí pasó lo de siempre.
Han muerto cuatro romanos
y cinco cartagineses.
***
La tarde loca de higueras
y de rumores calientes
cae desmayada en los muslos
heridos de los jinetes.
Y ángeles negros volaban
por el aire del poniente.
Ángeles de largas trenzas
y corazones de aceite.
Federico García Lorca
La casada infiel
A Lydia Cabrera
y a su negrita
Y que yo me la llevé al río
creyendo que era mozuela,
pero tenía marido.
Fue la noche de Santiago
y casi por compromiso.
Se apagaron los faroles
y se encendieron los grillos.
En las últimas esquinas
toqué sus pechos dormidos,
y se me abrieron de pronto
como ramos de jacintos.
El almidón de su enagua
me sonaba en el oído,
como una pieza de seda
rasgada por diez cuchillos.
Sin luz de plata en sus copas
los árboles han crecido,
y un horizonte de perros
ladra muy lejos del río.
***
Pasadas las zarzamoras,
los juncos y los espinos,
bajo su mata de pelo
hice un hoyo sobre el limo.
Yo me quité la corbata.
Ella se quitó el vestido.
Yo el cinturón con revólver.
Ella sus cuatro corpiños.
Ni nardos ni caracolas
tienen el cutis tan fino,
ni los cristales con luna
relumbran con ese brillo.
Sus muslos se me escapaban
como peces sorprendidos,
la mitad llenos de lumbre
la mitad llenos de frío.
Aquella noche corrí
el mejor de los caminos,
montado en potra de nácar
sin bridas y sin estribos.
No quiero decir, por hombre,
las cosas que ella me dijo.
La luz del entendimiento
me hace ser muy comedido.
Sucia de besos y arena,
yo me la llevé del río.
Con el aire se batían
las espadas de los lirios.
***
Me porté como quien soy.
Como un gitano legítimo.
La regalé un costurero
grande de raso pajizo,
y no quise enamorarme
porque teniendo marido
me dijo que era mozuela
cuando la llevaba al río.
Federico García Lorca
Soneto de la dulce queja
Tengo
miedo a perder la maravilla
de tus ojos de estatua y el acento
que de noche me pone en la mejilla
la solitaria rosa de tu aliento.
Tengo pena de ser en esta orilla
tronco sin ramas; y lo que más siento
es no tener la flor, pulpa o arcilla,
para el gusano de mi sufrimiento.
Si tú eres el tesoro oculto mío,
si eres mi cruz y mi dolor mojado,
si soy el perro de tu señorío,
no me dejes perder lo que he ganado
y decora las aguas de tu río
con hojas de mi otoño enajenado.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.