Α. Τάσσος, Μαρίνος Αντύπας – Κιλελέρ, 1910. Ξυλογραφία |
Ελλάδα
Στον Μαρίνο ΑΝΤΥΠΑ
1
Η χλόη τους κάμπους έντυσε κι απάνω στα ψηλά βουνά
λειώνει το χιόνι κι αστραψιά ζώνει τα πλάγια,
κι απ’ τα περβόλια σαν περνάς μοσκοβολούν οι νεραντζιές
και ξεπετιούνται στις βραγιές άγια τα βάγια.
Κι οι μυγδαλιές –ώρα καλή– σειούνται νύφουλες στο άσπρο φως
–φύλλα σμαράγδια, ανθάκια ανάλαφρα σα χνούδια–
λες και γελούσε κι έπαιζε στον κάμπο κάτω η Άνοιξη
και δέθηκαν τα γέλια της: άσπρα λουλούδια.
Μα, πού ρουθούνι να χαρεί, πού χείλι για να τραγουδεί
και πού μια γαλανή ψυχή να φτερουγίσει;
Μαύρο το μάτι και η ψυχή, και μοναχά καταμεσής
Ολημερίς -ντε, μαύρε, ντε- τρέχει ως τα τσίνουρα ο ιδρώς,
ο μόχτος λύνει τους αρμούς, και τ’ άξιο χέρι
αντίς τα δώρα να κρατεί, τα δώρα που ’σπείρε στη γης
και να σαλεύει στο ηλιοφώς σαν περιστέρι,
Πέφτει στα γόνατα βαρύ και να χαϊδέψει δε μπορεί
κι αποκουμπά στοχαστικό πα στο μελίγγι·
πότε στο φώς ανοίγεται σα φάσκελο κι ανάθεμα
πότε σε μια σκληρή γροθιά κλείνει και σφίγγει.
2
Σκλάβοι γονιοί, σκλάβα παιδιά· και ημέρα-ήμέρα σφίγγεται
–κρίκο τον κρίκο στη σειρά σε μια αλυσίδα –
γλήγορα χιόνι στα μαλλιά, γλήγορα στάχτη στην καρδιά
και στα τριαντάφυλλα του νιου κάμπια κι ακρίδα.
Και τα παιδιά μας ροδονιές –στου γάμου τ’ όνειρο άνθιζαν–
κίτρινα, Θεέ, σαν το κερί που σιγολειώνει.
Δίχως παιχνίδι και χαρά σούρνουνται στις ογρές αυλές
και τ’ αχαμνά ποδάρια τους τα πνίγει η σκόνη.
Και πριν γνωρίσουν, μάτια μου, χάιδι και γέλιο και στοργή,
τα χείλια τους ποτίζουνται σε πίκρας ξύδι,
και παν τα βόδια στη βοσκή με χιόνι και με λιόκαμα
κι έχουν για δείπνο τους δυο ελιές κι ένα κρεμμύδι.
Αχ, η πεθύμια μέσα μας άκαρπη μένει και πενθεί:
να βλέπαμε τα τέκνα μας το μεσημέρι
μ’ άσπρη ποδίτσα παστρική και με μια τσάντα πέτσινη
απ’ το σχολειό τους να ’ρχουνται, χέρι με χέρι.
Κι όπως το ρόιδι σκάει στο φως να ’σκαε το γέλιο τους πυκνό
και να χαιρόμαστε, ω καλή, στα ωραία τους νιάτα,
τα νιάτα μας που φεύγουνε και να θωρούμε αλαργινά,
κάτω απ’ τις λεύκες, λιόφεγγη της ζωής τη στράτα.
3
Φτωχιά γυναίκα, ομορφονιά, σαν σ’ έφερνα στο σπίτι μου
απ’ το γειτονικό χωριό παίζαν τα νταούλια
κι αντιλαλούσαν οι πλαγιές απ’ τα λεβέντικα βιολιά
κι άστραφτε μες στα μάτια σου του πόθου η πούλια.
Στο κούτελο χρυσά φλουριά και κοντογούνι τσιτωτό
–βελούδο λιανοκέντητο μ’ αργυρό νήμα–
και το φαρί μας το ψαρί με πατανία μυριόπλουμη
πρόβαινε στον ανήφορο – κάτασπρο κύμα.
Άραξε η συνοδιά φαιδρή στο ασβεστωμένο σπιτικό
κι η μάνα μου, μ’ ένα χλωμό γέλιο στα χείλια,
έσπασε στο κατώφλι εμπρός τ’ άλικο ρόιδι να ευχηθεί:
σαν τα κουκιά πολλά καλά να ’χει η φαμίλια.
Κι ω, πώς το λόγιαζα, καλή, σαν πέρδικα να σε τηρώ
–στάρι στ’ αμπάρι, στους δοκούς ξανθά κυδώνια–
και να ποτίζεις τους ανθούς το δείλι χαμογελαστή
και γέρνοντας στον κόρφο σου ν’ ακούω τ’ αηδόνια.
Μα η φτώχια μάς τυράγνησε –στρέμμα το στρέμμα φύγανε,
κι είναι τ’ αχείλι ανόρεξο για να φιλήσει,
μαράγκιασαν τα μήλα σου και πάει σκυφτά στη χώρα ο γιός
και το στερνό ψαρί φαρί για να πουλήσει.
4
Μες στη σταχτιά τη συγνεφιά μακραίνουν σμάρια oι γερανοί
να βρούνε φως και ζεστασιά, σ’ άλλα μετόχια,
και μεις δεμένοι ολοχρονίς στον ίδιο τόπο ασάλευτοι,
μέσα στη λάσπη, στην κοπριά, μέσα στη φτώχια.
Σα να ’μαστέ όξω απ’ το ντουνιά, κανένας δε μας γνοιάζεται,
σκυφτοί γευόμαστε τη ζωή – πικρή μπομπότα,
και τις βραδιές κοιτάζουμε μακριά, μακριά στην καταχνιά
της πολιτείας ν’ ανάβουνε τα χρυσά φώτα.
Βδομάδες βρέχει στη σειρά, κι ωχ, θα κατέβουν τα νερά
να πνίξουνε τον κάμπο μας και τα σπαρτά μας,
γήλιος δε σπάει τη συγνεφιά για να φωτίσει μια σταλιά
τις μαύρες ράχες, τα δεντρά και την καρδιά μας.
Κανείς δεν κρούει την πόρτα μας, μονάχα τα φτωχά πουλιά
καμιά φορά τα βραδινά χτυπάν τα τζάμια
ο γύπνος μας αρνήθηκε κι ακούμε στις βαριές νυχτιές
να τρέχουν στις κατηφοριές θολά ποτάμια.
Κι αν βήματα γροικήσουμε να σταματάμε στην αυλή,
την ώρα πού ο αυγερινός πάει να θαμπώσει,
μαύρο σφυρί κρούει την καρδιά, και θα ’ναι ο χωροφύλακας
για να μας πάρει βρίζοντας το στερνό γρόσι.
5
Χειμώνας, τσουχτερός βοριάς γρούζει σα σκύλα στο στρατί
και τα ξερόκλωνα χτυπάν την τρύπια στέγη,
κι όξω στην παγωμένη αυλή γονατισμένη η κορασιά
την αχαμνή κατσίκα της, τη Σμάρω, αρμέγει.
Δίπλα στο τζάκι, τα παιδιά, το γάλα ακούν που χοχλακά
και μια ζεστή μοσκοβολιά το δώμα αχνίζει,
κι όρθια η λιγνή μάνα τηρά, μια τη φωτιά, μια τα παιδιά,
και το σβησμένο μάτι της όλο θαμπίζει.
Λίγο ψωμί, πείνα πολλή. Ποιο θα μπουκώσει απ’ όλα τους;
Η πίκρα πνίγει τη φωνή, δένει τη γλώσσα –
να ’χε φτερούγια μαλακά να τα τυλίγει σιγανά
καθώς ζεσταίνει τα γυμνά πουλάκια η κλώσα...
Να, ο Περικλής, να κι ο Γιαννιός, κι ο Πέτρος κι η χλωμή Λενιώ
να, κι η γιαγιά σα μαύρη σκιά που τριγυρίζει,
κι ως γεροντάκι το μωρό γελάει στην άκρη ανήξερο
το πρώτο δόντι δείχνοντας μικρό σα ρύζι.
Όμοια χελιδονόπουλα βλέπουν το γάλα τ’ αχνιστό,
και στη γαβάθα λαίμαργα βουτά ο μεγάλος
κι όλοι σκυφτοί κρυφοκοιτάν, κι έχουν το μάτι τους κακό,
μη φάει περίσσια κουταλιά, μη αυτός, μη ο άλλος.
6
Έγνοια από δω κι έγνοια από κει, ποτέ μιας ώρας ανασοή
κι άλλη πληγή ’πα στην πληγή που πάει να γιάνει –
τρέμει το φυλλοκάρδι σου μην τάχα κάψα, μη βροχή
και σου μαράνει τον καρπό και το μποστάνι.
Βρίζεις κι ουδέ βολά ο καιρός να μετανιώσεις, να σκεφτείς
και μ’ ένα λόγο σπλαχνικό να λειώσει ο πόνος,
βρισιά-βρισιά στοιβάζεται σ’ ένα ψηλό, σκληρό βουνό
που σε χωρίζει απ’ τους δικούς και μένεις μόνος.
Γέρνει το δείλι σιγανό, πάνου γεράνι ο ουρανός,
κάτου το ρυάκι μάλαμα, κρούσταλλο η στέρνα,
ώρα γλαρή που σου λαλεί με γνώριμη γλυκιά φωνή
και συ τραβάς σκυφτός, κουφός για την ταβέρνα.
Πίσω απ’ τα τζάμια τα θαμπά του καπνισμένου καπηλειού,
μια πασχαλιά βαριά από ανθούς έχει απογείρει
και μια στιγμή σκιρτά η ψυχή σαν πρωτογέννητο στρουθί,
μα πάει κι αυτό, βουλιάζει αργά μες στο ποτήρι.
Μόνο τ’ αγόρια του χωριού, στ’ αυλόγυρο της εκκλησιάς,
με κούτελο στοχαστικό και χέρι αντρίκιο,
για κάτι λεν μες στη βραδιά, κι άστρα τα μάτια τους φωτάν,
για κάποια ζωή, για κάποιο φως, για κάποιο δίκιο.
7
Βγήκεν ο γήλιος, κι η νοτιά λιανό βελόνι σε τρυπά,
σύγνεφων ίσκιοι τρέχουνε μες στα λιβάδια
και συ τα βόδια προβοδάς και συλλογάσαι ράθυμος,
κι άδεια τα χέρια κρέμουνται, τα στήθια σου άδεια.
Μαγκούφα φτώχια, μαύρη ζωή. Μιζέρια, γκρίνιες και καημοί
πνίγουν το νου και την καρδιά, σφαλάν τα μάτια,
κουτσές οι μέρες μας περνάν σάμπως σε ξόδι να τραβάν
κι είναι στήν έγνοια σου μπροστά κλειστά τα πλάτια.
Μα, να, στα κλώνια τρεμουλάν διαμάντια οι στάλες της βροχής
κι ακούς γλυκά στη σιγαλιά μια-μια να πέφτει
το χώμα ογρό μοσκοβολά, τριανταφυλλίζουν τα βουνά
κι οι βάλτοι λάμπουν γαλανοί, σαν τον καθρέφτη.
Χαμοπετά μια βουή σιγή, στα σκοίνα και στις καλαμιές,
σεργιάνι βγήκανε στο φως, αράδα-αράδα
μικρά ζουζούνια φτερωτά που η παγωνιά τα μάργωσε,
κι οι σαύρες σούρνονται ήσυχες να πιουν λιακάδα.
Κι εσύ τηράς γλαρά κι αχνά γύρω, τριγύρω τα βουνά
τα δάχτυλα ζεσταίνοντας από τ’ αγιάζι
και πάλι κάτι καρτερείς, κάτι –ποιος ξέρει να το πει; –
μα η ώρα γαλάζια και γλυκιά γελάει και τάζει.
8
Όταν η λειτουργία σχολνά την Κυριακή, καθόμαστε
αμίλητοι στης εκκλησιάς τ’ άσπρο πεζούλι,
μες απ’ τα φύλλα της μουριάς τρέμει στις πλάκες η αντηλιά
σα να ξεφτάν χρυσές κλωνιές από κουκούλι.
Κι ως ροβολάει απ’ τα βουνά τ’ αγέρι, φέρνει ως εδεπά
κύματα-κύματα ευωδιές απ’ το θυμάρι
και μας χτυπάει το κούτελο σάμπως φτερό μικρού πουλιού
και ξετυλίγεται η καρδιά μαύρο κουβάρι.
Η άνεργη μέρα περπατά βουβή, σκυφτή σα χήρα γριά
κι ο ήλιος, βαρύ πέφτει σακί, και γέρνει ο ώμος,
και την παλάμη φέρνουμε στα φρύδια, πέρα μη φανεί
μες απ’ τις φλόγες του Αλωνάρη, ο ταχυδρόμος.
Κάτω απ’ της βρύσης τα δεντρά, στέκουν μαυροντυμένες γριές,
φτεροκοπά η απαντοχή και τρέμει η ελπίδα:
αχ κάποιο γράμμα του παιδιού που ξενιτεύτηκε μικρός,
και με κόκκινα γράμματα μια φημερίδα.
Να τη διαβάζει ο Κωνσταντής, να λέει, μαθές, πως πέρα εκεί,
έχουν φαγί και λεχτρικά κι έχουν τα ζα τους
και με τραχτόρια οργώνουνε (πώς να το βάλει ανθρώπου νους!)
αχ, και δικιά τους είναι η γη, καταδικιά τους.
9
Χτυπά η καμπάνα γιορτινά μα τα ξωκλήσια είναι κλειστά
κι ουδέ ψαλτάδες φάνηκαν, ουδέ παπάδες,
με τα ίδια χέρια της η ζωή τώρα τραβάει τ’ αδρό σκοινί
κι αστράφτουν στις θολές ματιές οργής λαμπάδες.
Τι είπες, μωρέ, θ’ αφήσουμε το χωραφάκι το στερνό
να μας το πάρουν τα σκυλιά, δικό τους γλέντι;
Εμείς τον κάμπο οργώσαμε και σπείραμε κι ανθίσαμε,
κι ο ίδρωτάς μας διαμαντόπετρα του αφέντη;
Και σάλεψαν βαριά τσαπιά και δίκρανα και δρέπανα
σα μέγα δάσος που ο βοριάς το ’χει μανιάσει·
μιλάν οι ρόζοι των χεριών, μιλάν οι ρόζοι των ψυχών
και κάτω απ’ τις πατούσες τους φρουμάζει η πλάση.
Εμπρός. Και φεύγουν, σίφουνας, στον ήλιο του καλοκαιριού·
φλούδα πορτοκαλιού γλιστρά στον κάμπο η ώρα·
γιομίζει ο δρόμος κουρνιαχτό, τσεμπέρια, σκούφους και βουητό
και παν ομάδι τρέχοντας κατά τη χώρα.
Κι ως λάμπει η σκόνη μες στο φως, μεγάλο σύγνεφο χρυσό,
και μες στο σύγνεφο τραβάν τραχιά οι χωριάτες
θαρρείς κι αγγέλοι με τσαπιά πάνε στον ήλιο ακράταγα
να τον στεριώσουνε με τις φαρδιές τους πλάτες.
ΑΘΗΝΑ, 1931-1932
[Δυο] ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΑΣ
(Το δεύτερο, γραμμένο το 1934, τιτλοφορείται Ρουσία)
Γιάννης Ρίτσος 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο (3ο από 4 του Ρίτσου), Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.ΧΙ.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σσ. 15-23)
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σσ. 15-23)
Μαρίνος Αντύπας Γεννήθηκε το 1872 στα Φερεντινάτα Κεφαλονιάς Δολοφονήθηκε στις 8 Μαρτίου 1907, στον Πυργετό της Λάρισας Ο ανδριάντας του στα Ποταμιανάτα της Κεφαλονιάς. Στο σημείο που είχε εκφωνήσει πολιτικό λόγο. (Πηγή: inkefalonia) |
6 Μαρτίου 1910
Το τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου κι εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε να τους πάρει. Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες ξαπλώνονται στη γη και πολλοί άλλοι τραυματίζονται.
Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές.
Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910 η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Οι κατηγορούμενοι, όμως, αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.