Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Μιχάλης Γκανάς (17.1.1944 - 12.11.2024): Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές — ΚΚΕ: Αποχαιρετούμε με θλίψη και σεβασμό τον σπουδαίο ποιητή — Μικρό αφιέρωμα


Μιχάλης Γκανάς

(17.1.1944 - 12.11.2024)

 

 

 

 

1. Θα  ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί

κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια.

 

 

3. Θέλει κι η νύχτα μια γουλιά απ' το αίμα σου
για να σαλπίσει τ' άστρα της

 

 

4. Κάποτε πέφτει κι η ψυχή, εκεί που

το κορμί σκοντάφτει.

Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,

μένεις απ’ έξω

 

 

9. Τριμμένο σακάκι, τριμμμένο χέρι

μασχάλες ξηλωμένες.

Που θα φανούν στη σταύρωση.

 

 

11. Ελλάδα ’80

Μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο

με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.

 

 

13. Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές.
Μ' όλες του τις αφλογιστίες,

πιάνει κάποτε.
 

Από τα Ακαριαία, 1-14 - Μαύρα Λιθάρια (1980)

Ποιήματα 1978-2012

(Μελάνι 2011,σ. 85)

 

 

ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΣΤΑ ΧΑΥΤΕΙΑ

 

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,
Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.
Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,
είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.

 

Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,
νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.
Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα
σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.

 

Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες
και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,
με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες

 

στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,
ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες
που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.


Από τα Βήματα Πίσω - Μαύρα Λιθάρια (1980)

Ποιήματα 1978-2012

(Μελάνι 2011,σ. 85)

 

 

 

 

Όλη τη νύχτα

περνούσες μοναχή σου

παλιό γεφύρι

 

 

Κι εγώ χτισμένος στ’ όνειρο

έτρεμα μην ξυπνήσω.

 

 

Ψηλή γυναίκα

μου ρίχνεις τον ίσκιο σου

και σουρουπώνω.

 

Πηγάδι γίνομαι βαθύ

και με πονάνε τ’ άστρα

 

Από την Παραλογή (1993)

Ποιήματα 1978-2012

(Μελάνι 2011, σ. 146)

 

 

 

 

Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε

ένας δίσκος με αντίδωρα

 

Κανένας δεν τη χόρτασε.

 

 

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ


Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση

κι εγώ που δεν διαβάζω

κινδυνεύουμε.

Εσύ να χάσεις τα ποιήματα

κι εγώ τις αφορμές τους.

 

 

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ


Μέχρι να φτάσει το μαντάτο

κρύωσε το φαΐ στο πιάτο


Απ’ το παλιό του το σακάκι

ένα κουμπάκι τώρα λείπει

και το δεξί του ο μανίκι.


Από τα Μικρά (2000)

Ποιήματα 1978-2012

(Μελάνι 2011, σσ. 167, 169, 171)

 

 

 

 

ΜΝΗΜΗ Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

(Στον Γ. Π. Σαββίδη)

 

 

Παράθυρα που κούρασε η θέα

στη Νίκαια, στο Μετς, στην Καλλιθέα,

και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν περιβάλλον,

 

Τα κτίζουν ένα ένα τα καημένα,

στων τοίχων τα πλευρά και των μετάλλων,

άνθρωποι σαν εσένα, σαν εμένα,

 

Στο τέλος τα δουλεύουν οι τζαμτζήδες

γράφοντας τις ομάδες που αγαπάνε.

Φαίνεται καθαρά πόσο πονάνε

σ’ εμάς τους μανιακούς μπανιστιρτζήδες.

 

Οι ένοικοι κρεμάνε τις κουρτίνες

να κρύψουν, τι στ’ αλήθεια κι από ποιόνε.

Όλοι το ίδιο γδύνονται και τρώνε

και χάνονται στου κρεβατιού τις δίνες.

 

Γιατί να τελειώνει λυπημένα,

το ποίημα μου που τόσοι κατοικούνε.

Ποιος, τάχα, να το χρέωσε σε μένα,

και πίσω από την πλάτη μου γελούνε

ένοικοι, εργολάβοι, θυρωροί…

 

Από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989)

Ποιήματα 1978-2012

(Μελάνι 2013, σ. 109)

 

 

ΜΙΚΡΟΣ ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ

 

Μιχάλης Γκανάς

Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

(Ρίξε κόκκινο στη νύχτα, 1993)

 

 

Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε,
εγώ το λέω φονικό
μην πάει ο νους σου στο κακό
με το μπαμπάκι θα σφαχτούμε

Με λίγα λόγια, ένα νεύμα
με ένα βλέμμα ή χωρίς,
είναι αργά κι ίσως νωρίς
να τρέξει μεταξύ μας αίμα

Δεν είναι αγάπη, δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε,
είναι σου λέω πανικός,
ένας μικρός Τιτανικός
και θα `ναι θαύμα αν σωθούμε

Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε,
εγώ το λέω ποινικό
κακούργημα κανονικό
και ισόβια θα δικαστούμε

Για πράξεις και για παραλήψεις, ιδιαζόντως ειδεχθείς
αλλά εσύ μην φοβηθείς
και αρχίσεις τις αποκαλύψεις

Δεν είναι αγάπη, δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε
είναι σου λέω πανικός,
ένας μικρός Τιτανικός
και θα `ναι θαύμα αν σωθούμε

Ούτε και `γω θα ομολογήσω
ότι σ’ αγάπησα πολύ
και πως με καίει το φιλί
που δεν μπορώ να ξαναζήσω

Έλα λοιπόν να μοιραστούμε
της φυλακής μας το κελί
και αν αγαπιόμαστε πολύ
μπορεί και να αθωωθούμε

Δεν είναι αγάπη, δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε
είναι σου λέω πανικός,
ένας μικρός Τιτανικός
και θα `ναι θαύμα αν σωθούμε

 

 

ΣΤΑ ΚΑΜΕΝΑ

 

Μιχάλης Γκανάς

Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

(Ρίξε κόκκινο στη νύχτα, 1993)

 

 

Έλα να πάμε στα καμένα
στον Υμηττό και στην Αυλώνα
πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου
δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου

Έλα και πάρε με μαζί σου
στην Κυριακάτικη εκδρομή σου
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου
στις εκβολές του παραδείσου

Έλα να πάμε στα καμένα
δε μας χωράει πια το σπίτι
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες
έρχονται φλόγες απ’ τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει
μέσα στο πύρινό της χνώτο
από τον έσχατο στον πρώτο

Έλα και πάρε με μαζί σου
στην Κυριακάτικη εκδρομή σου
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου
στις εκβολές του παραδείσου

Έλα να βγούμε απ’ το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ, στο χείλος της αβύσσου
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει
Να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ’ ένα φιλέτο τόνο
Να δείχνει φονικά και φλόγες
τσόντες πολιτικούς και ρώγες
ενώ εμείς θα ’χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα

Με τα παιδάκια μας στον ώμο
για να μας δείχνουνε το δρόμο

 

 

 

 

Κοιτάζει τα χέρια της


Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της —όποτε τύχαινε, μια στις τόσες— κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μω γυναίκα;»

Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.

Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;

Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, ασ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.

Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.

Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα», λέει, «που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.

 γυναικών

μικρές και πολύ μικρές ιστορίες

(Μελάνι, Μάρτης 2010, σ. 11-13)

 

 

 

 

 

 

Μιχάλης Γκανάς

(17.1.1944 - 12.11.2024)

Ο σπουδαίος ποιητής και στιχουργός Μιχάλης Γκανάς πέθανε σε ηλικία 80 ετών, αφήνοντας το δικό του ξεχωριστό σημάδι στο ελληνικό τραγούδι, καθώς ήταν δημιουργός πολλών αγαπημένων τραγουδιών, μελοποιημένων από τους Μίκη Θεοδωράκη, Νίκο Ξυδάκη, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Θανάση Γκαϊφύλλια κ.ά.

Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Στα χρόνια του εμφυλίου η οικογένειά του, ακολουθώντας και το υπόλοιπο χωριό, κυνηγημένοι από τον Εθνικό Στρατό καταφεύγουν στις σοσιαλιστικές χώρες. Τα παιδικά του χρόνια τα περνά στην Ουγγαρία. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τη φοίτησή του.

Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος, καθώς και ως κειμενογράφος. Εξέδωσε αρκετές ποιητικές συλλογές, όπως «Ακάθιστος Δείπνος» και «Μαύρα Λιθάρια», αλλά και πεζογραφία.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Για τα έργα του έλαβε πολλά βραβεία και διακρίσεις.

902 

ΚΚΕ

Αποχαιρετούμε με θλίψη και σεβασμό τον σπουδαίο ποιητή Μιχάλη Γκανά

Το ΚΚΕ αποχαιρετά με θλίψη και σεβασμό τον σπουδαίο ποιητή Μιχάλη Γκανά, που έφυγε από τη ζωή (βλ. κ.).

Παραθέτουμε την ανακοίνωση που εξέδωσε το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ

«Αποχαιρετούμε με θλίψη και σεβασμό τον σπουδαίο ποιητή Μιχάλη Γκανά, που άνοιξε με την πέννα του δρόμους για να περπατήσουν όσοι “δεν έμειναν αλώβητοι από τις μυλόπετρες της Ιστορίας”.

Η πολιτική προσφυγιά που γνώρισε από πολύ μικρός, καθώς η οικογένειά του κυνηγήθηκε από τον αστικό στρατό, και η οδύσσεια μέχρι να φθάσουν στην Ουγγαρία έμεινε στη μνήμη του για πάντα και καθόρισε τη γραφή του.

Η Ελλάδα χαράχτηκε σε κάθε στίχο που έφτιαχνε, σαν περίτεχνο ηπειρώτικο κόσμημα, όπως εκείνα των παλιών μαστόρων της γενέθλιας γης. Ό,τι τον βασάνιζε ήταν η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής στην παιδική ηλικία, ίσως την πραγματική πατρίδα όλων μας, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος.

Στους δωρικούς του στίχους συνέχισε να τραγουδά καθώς πίστευε ότι ''δουλειά της ποίησης είναι να στέκει πάνω στις πληγές και να τις ξύνει. Έχει μια παρηγορητική δύναμη. Μια ελευθεριότητα. Μια ασύγκριτη καταφυγή σε ένα άλλο προσωπικό σύμπαν. Γι αυτό: Να μη κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς. Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια. Και η διάρκεια είναι πάθος".

Το ΚΚΕ εκφράζει τα θερμά του συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους του». 

902

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.