Σ Τ Ο Ν Μ Π Α Ρ Μ Π Α Β Α Σ Ι Λ Η
Στον Βασίλη ΡΩΤΑ
Μπάρμπα-Βασίλη
ήσουν το γνήσιο τέκνο του λαού
ήσουνα ο ίδιος ο λαός
ήσουν μεγάλος
δε σε χωρούσε τούτος ο καιρός.
Αύριο θα μιλήσει η Ιστορία
αύριο θα μιλήσει δίκαια ο Λαός
όπως θα στέκεις όρθιος
δίπλα στο Βάρναλη και στον Αυγέρη
τριάδα ομοούσιος
άγρυπνοι πάντοτε κι οι τρεις
στο λαϊκό σας πόστο
πάντα κι οι τρεις παρόντες
στεφανωμένοι με άγρια δάφνη
και βουνίσιο θυμάρι
από τα χέρια της Ελευθερίας.
ΑΘΗΝΑ, 1.VΙ.77
Ο Μ Π Α Ρ Μ Π Α Β Α Σ Ι Λ Η Σ Ο Α Β Α Σ Ι Λ Ε Υ Τ Ο Σ
Στον Βασίλη ΡΩΤΑ
Μπάρμπα Βασίλη, έι μπάρμπα Βασίλη,
εσύ που γνώριζες ως μέσα την καρδιά και τη λαλιά του βουνού και της θάλασσας,
εσύ που συντρόφευες τα πουλιά, τα κλαδιά, το νερό, τη φωτιά, τα τζιτζίκια,
εσύ που μας έψηνες με ξεροθύμαρο τον πιο συντροφικό καφέ κάτω απ’ τα πεύκα του Πόρου,
Εσύ «Να ζει το Μεσολόγγι»,
εσύ «Βελεστινλής ο Ρήγας»,
εσύ «Κολοκοτρώνης» καβαλάρης στο μακρόχαιτο φαρί σου,
εσύ η Κιθάρα σου με το Γαρύφαλο στ’ αυτί της,
εσύ γενειοφόρος Άη Αντάρτης στα ελατόβουνα με το Γεράσιμο Σταύρου,
Εσύ με τις Σκιερές Μορφές από χαρτόνι κι από σπάγκο
πάνω στο τεντωμένο κάτασπρο φαντό απ’ το μεσοφούστανο της Μπουμπουλίνας
να βλέπουν και ν’ ακούνε τα παιδιά και τα πουλιά και να μην ξεχωρίζουν
ποιανού η φωνή, ποιανού το γέλιο και ποιανού το κλάμα
(μονάχα το καλό και το κακό να ξεχωρίζουν στην εντέλεια)
έτσι που κούρντιζες τη μια καρδιά μέσα στις χίλιες και στα οχτώ μιλιούνια
κι άλλαζες τη φλογέρα με ντουφέκι, το ντουφέκι με φλογέρα
κι αντιλαλούσαν τα φαράγγια λεβεντιά, χορό, κρασί, βιολί, λαγούτο και ποτάμι,
Εσύ που θέριζες χρυσοδρεπανιστής λέξη τη λέξη απ’ του λαού το στόμα
στάχυ, θυμάρι, παπαρούνα, εμπρός και ζήτω
και χάριζες παράθυρα στον κόσμο απ’ τη μεριά που ροδοσκάει η αυγούλα ‒
άι, ωρέ Αβασίλευτε μπάρμπα Βασίλη, η αντρειά κι η ντομπροσύνη,
Εσύ μ’ ένα φεγγάρι παραμάσχαλα νυχτοπερπατητής στα κινούμενα δάση του Σαίξπηρ,
με μαστοριά παλεύοντας σπαθοφόρα φαντάσματα, γεράκια, πύργους και κρυφόλαλα σονέτα,
πότε τα κόκαλα ρωτώντας πλάι στον Άμλετ,
πότε φυτεύοντας ανθόσπορους στου Ληρ την άγρια γενειάδα,
πότε χτενίζοντας στη λίμνη τα μακριά μαλλιά της Οφηλίας με μισοφέγγαρη χτένα,
Καλέ παππούλη, καλέ σύντροφε, καλέ παιδόπουλο μπάρμπα Βασίλη,
ντουφέκια κλέφτικα ελασίτικα κρέμονται στα κλαδιά του τραγουδιού σου,
πλατάνια, βρύσες, άλογα κανοναρχάνε το ρυθμό σου ‒
άι, ωρέ Αβασίλευτε μπάρμπα Βασίλη, εσύ που πάντοτες πάνου απ’ τη Δόξα
έβαζες την Πανώρια Κόρη Λευτεριά, το Δίκιο, την Ισότη,
άιντε, στο κόκκινο αηδημητριάτικο φαρί σου, χόπλα, χόπλα,
Σε καρτεράει ο μπάρμπα Κώστας που άρχισε ν’ ακούει τ’ αηδόνια πλάι στην κρήνη
και να σκαρώνει ακόμη ένα σατιρικό από κείνα του για τον «Ελεύθερο Κόσμο»,
σε καρτεράει κι ο μπάρμπα Μάρκος που τα πόδια του ξαναγερέψαν
και σεργιανάει μεσάνυχτα στα ποτισμένα περβολάκια
κάτω απ’ τα λυχνοφώτιστα παράθυρα της Αρετούσας,
Άιντε, σε καρτεράν, μπάρμπα Βασίλη,
να ξαποστάσεις και να ξεδιψάσεις στην Πηγή των Αθανάτων,
αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο λαϊκό σου τραγούδι
αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο λαϊκό σου τραγούδι
για τη μεγάλη μάχη της Ειρήνης.
ΑΘΗΝΑ, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, 30.V-12.IX.77
Περιέχεται στο: «Βασίλης Ρώτας 1889-1977», 'Αθήνα 1979, σελ. 531-633.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 163 και 167-168)
Μεταγραφή Μπ. Ζ.
Μεταγραφή Μπ. Ζ.
Σημείωση: Το πρώτο, γραμμένο στη 1 Ιουνίου, δυο μέρες μετά το θάνατο του Μπάρμπα Βασίλη· το δεύτερο, αρχινημένο ανήμερα του θανάτου του στην Αθήνα και τελειωμένο στο Καρλόβασι, στις 12 Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς.
Γιάννης Ρίτσος: 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
Από Μποτίλια επίσης
23 Απριλίου: Βασίλης Ρώτας
*
Επίμετρο
Ένα διήγημα του Ρώτα, από τον Σαραντάκο
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΜΕΝΟΥ
*
Δυο σονέτα του Σαίξπηρ
Let me not to the marriage of true mindsAdmit impediments. Love is not loveWhich alters when it alteration finds,Or bends with the remover to remove:
O no! it is an ever-fixed markThat looks on tempests and is never shaken;It is the star to every wandering bark,Whose worth's unknown, although his height be taken.
Love's not Time's fool, though rosy lips and cheeksWithin his bending sickle's compass come:Love alters not with his brief hours and weeks,
But bears it out even to the edge of doom.If this be error and upon me proved,I never writ, nor no man ever loved.
Κανένα εμπόδιο να ενωθούν καρδιές πιστέςΕγώ δε δέχομαι. Δεν είναι αγάπη η αγάπηπου αλλάζει μ' όλες του καιρού τις αλλαγέςκαι ξεστρατάει σε κάθε σκούντημα σαν τόπι
Όχι, είναι ένα σημάδι αιώνια σταθερόπου απαρασάλευτο τις μπόρες αντικρύζειτου ναύτη τ' άστρο, που κι αν έχει μετρημόπόσο μακριά είναι, δε μετριέται πόσο αξίζει
Δεν είν' η αγάπη παίγνιο του καιρούπου αυτός θερίζει ροδομάγουλα και χείλιαη αγάπη δεν πηγαίνει μ' ώρες και με μίλια
γιατί θα βρει την άκρη πάντα και παντού.Αν τούτο ειν' πλάνη κι αποδείχνεται σε μεούτ' έγραψα, ούτε αγάπησε άνθρωπος ποτέ.
Οὐίλλιαμ Σαίξπηρ, (Πολὺ κακὸ γιὰ τὸ τίποτα,
πρ. Β´, Σκ. 3, Ξένα Λυρικά, μτφ. Βασίλης Ρώτας,
ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1955, σελ. 32
Σονέτο 53
Με τί ουσία, τί υλικό πλασμένος είσαι συ
που σου ταιριάζουν άπειρες, αλλούταιρες κοψιές;
Κάθε μορφή έχει μόνον μιά δική της μιά γραμμή,
μα στη μορφή σου, ενώ ’ναι μιά, πάνε όλες οι γραμμές.
Περίγραψε τον Άδωνη και το είδωλο του νέου,
μόνο φτωχιά απομίμηση θά ’ναι της ομορφιάς σου,
βάλε για Ελένης μάγουλο την τέχνη όλη του Ωραίου
και να τη μες σε φορεσιά ελληνική η θωριά σου.
Μίλησε για την άνοιξη, τη θερινή εσοδεία·
το πρώτο μόνον τη σκιά τού κάλλους σου θα δώσει,
το άλλο μόνον θα φανεί δική σου αφθονία.
Ό,τι γνωστό μας σχήμα ωραίο σε σένα θα εφαρμόσει.
Η κάθε χάρη προφαντή κάτι από σε ’χει πάρει
μα συ δε μοιάζεις με καμμιά, καμμιά με σε στη χάρη.
Πηγή: Αλωνάκι της Ποίησης
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ:
Μας κληροδότησε το «εγερτήριο τραγούδι του»
Ο Β. Ρώτας, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και αγωνιστής του ΕΑΜ (φωτ. από την Αντίσταση τραβηγμένη από τον Σπύρο Μελετζή) |
Το παιδί απ' το Χιλιομόδι, στη μακριά και πολυτάραχη ζωή του, στάθηκε ένας πλήρης πνευματικός άνθρωπος, καλλιεργώντας όλα τα είδη του λόγου. Ποίηση, διηγηματογραφία, θέατρο, κριτική, δοκίμιο. Ενας ισόβιος πνευματικός στρατευμένος στην υπηρεσία της τέχνης και της παίδευσης του λαού για κοινωνική και πνευματική πρόοδο.
Ο Βασίλης Ρώτας ανήκει σε κείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που έθεσαν ως κυρίαρχο της ζωής τους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε εκείνους που αφοσιώθηκαν και αγωνίστηκαν για τα ιδανικά του Μαρξισμού - Λενινισμού, στην πανανθρώπινη ιδεολογία που σταθερά και αποφασιστικά διδάσκει το ΚΚΕ. Εδωσε σκληρές μάχες, υποστήριξε τις αξίες, υπηρέτησε στον αγώνα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, υποστηρίζοντας στην πράξη τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη.
Γεννήθηκε το 1889. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό «Νουμάς» το 1908. Αρθρα, διηγήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο Τύπο στη διάρκεια της Κατοχής, στα «Ελεύθερα Νέα», στη «Βραδυνή», στην «Πρωία», στην «Εστία» και στο περιοδικό «Θέατρο» (1961-1965) και στον «Λαϊκό Λόγο» (1965-1967). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» και ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές τη Φοιτητική Συντροφιά.
Την ίδια εποχή, στην ελληνική επαρχία αναπτύσσεται ένα νέο είδος θεάτρου, που υπηρετεί τους σκοπούς του αντιστασιακού αγώνα. Το «Θέατρο του βουνού». Το καλοκαίρι του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά. Με υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο αποτελούν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και ερασιτέχνες από τους αντάρτες. Μεταξύ αυτών, ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και Αννα Ξένου, ο Νικηφόρος Ρώτας, ο Αλ. Ξένος.
Αλλά παράλληλα και στη συνέχεια, στο νόμιμο και στον παράνομο Τύπο, ο Βασίλης Ρώτας με τα άρθρα του στηλίτευε και σάρκαζε τα κάλπικα, φώτιζε τον αναγνώστη, με σκοπό να βοηθήσει στην αυτοσυνείδησή του, να του γνωρίσει τις αληθινές αξίες της ζωής και της τέχνης. Εκείνος, ο τόσο μειλίχιος και γελαστός στις προσωπικές επαφές του, γινόταν βίαιος, σκληρός, ανελέητος, όταν έγραφε και πάλευε για ό,τι τον πονούσε.
Το θέατρο, ωστόσο, είχε την προτίμησή του. Σ' όλες τις εκφάνσεις του: σκηνική πράξη («Λαϊκό Θέατρο»), σκηνική διδαχή («Θεατρικό Σπουδαστήρι»), σκηνική κρίση (κριτικές μελέτες, άρθρα κλπ.). Εκεί επικέντρωνε τον περισσότερο δημιουργικό μόχθο του. Είτε με τα πρωτότυπα έργα του, είτε με τις μεταφράσεις του, είτε με τα δοκίμιά του. Και σ' όλα τα έργα του ιστορούσε και υμνούσε τους αγώνες των Ελλήνων για αποτίναξη των κάθε είδους «ζυγών», για αυτογνωσία, για αδέσμευτη σκέψη, αφίμωτη έκφραση, αδούλωτο βίο...
Σε πολλά έργα του, ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα «Ελληνικά Νιάτα», 1946) ή των σαιξπηρικών ιστορικών δραμάτων («Ρήγας Βελεστινλής», 1936, «Κολοκοτρώνης», 1955) ή, πάλι, του Θεάτρου των Σκιών («Καραγκιόζικα», 1955).
Τεράστια στάθηκε η προσφορά του Ρώτα στη μετάφραση Ελλήνων και ξένων κλασικών: Αριστοφάνη (Ορνιθες, Ειρήνη), Σίλλερ (Μαρία Στιούαρτ, Δον Κάρλος), Χάουπτμαν (Η Χανέλα πάει στον Παράδεισο, Ρόζα Μπερντ), Καλδερόν (Ο Δήμαρχος της Θαλαμέας), Τίρσο δε Μολίνα (Ο Δον Τζιλ με το πράσινο παταλόνι).
Την κατευθυντήρια γραμμή των μεταφράσεών του, την χάραξε στον Πρόλογο της Α' έκδοσης του Αμλετ (Εστία, 1938): «Πρώτον η ζωντανή γλώσσα, δεύτερον η ακρίβεια, τρίτον η πληρότητα και τέταρτον, αυτό που λίγοι μεταφραστές του Σαίξπηρ στα ελληνικά το 'χουν καταφέρει, το ύφος του μεγάλου ποιητή, ένα ύφος λαμπρό, ζωηρό, παιχνιδιάρικο, πλούσιο και γενναίο, σοφό και δυνατό, ρωμαλέο και ευκίνητο, αγαθό και ωραίο και προπαντός θεατρικό». Κι αυτή τη γραμμή ακολούθησε απαρέγκλιτα και γόνιμα ως το τέλος. Χάρη στον Ρώτα, το ελληνικό θέατρο και ο Ελληνας αναγνώστης κατέχουν πια το σύνολο του σαιξπηρικού λόγου, ως ένα άλλο μέγιστο «δώρημα» για δραματουργούς, μεταφραστές, ηθοποιούς, θεατές.
Ο Βασίλης Ρώτας πιστοποιούσε με όλο του το έργο ότι μια τέχνη που αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο και δε συμβάλλει στη δημιουργία ενός κόσμου καλύτερου, πολλές φορές, άθελά της, λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της μειοψηφίας των κοινωνικά προνομιούχων. Ετσι και στην ποίησή του.
Αρκετά ποιήματά του είναι αφιερωμένα στη θυσία επώνυμων αγωνιστών, όπως το ποίημα «Ηλέχτρα», κατάλληλο και για εφήβους και νέους (ιδιαίτερα για μαθητές Λυκείου), που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρας Αποστόλου.
(...)
(...)
Και τώρα οι δυο μας,
Ηλέχτρα.
Εμείς οι δυο
κλεισμένοι εδώ,
να η ζωή κι ο κόσμος.
Σε λεν Ηλέχτρα,
με λεν Καθρέφτη.
Εσύ 'σαι φως
κι εγώ σκοτάδι
και σε σβήνω.
Εσύ 'σαι θάρρος
κι εγώ 'μαι φόβος
και σε χτυπάω.
Εσύ 'σαι ελπίδα
κι εγώ 'μαι αγκούσα
και σε δαγκώνω.
Εσύ η χαρά
κι εγώ 'μαι η θλίψη
και σε πατάω.
Εσύ ομορφιά
κι εγώ η ασκήμια
και σε στραβώνω.
Εσύ 'σαι η αγνότη
κι εγώ 'μαι ασέλγεια
και σε μολέβω.
Εσύ τιμή
κι εγώ ντροπή
και σε λερώνω.
- Ανόητε δούλε,
δεν ξέρεις τι 'σαι,
ούτε τι κάνεις:
το σκοτάδι δεν μπορεί
να σβήσει το φως (...).
Στο ποίημα «Διακόσια παλικάρια» απεικονίζεται ποιητικά η εκτέλεση των διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1942.
Μας πάνε για ντουφέκι
Μας πάνε για ντουφέκι
χαράματα,
κοιτάμε ένας τον άλλον
κατάματα (...)
Μας είδαν οι ραχούλες
κι αντάριασαν,
μας είδανε τα ουράνια
και δάκρυσαν.
Μας είδαν οι διαβάτες
οι πρωινοί,
λιγοθυμιά τους ήρθε
και συντριβή...
Μας είδε ένα αηδόνι,
Πρωτομαγιά,
και λάλησε για ειρήνη
και λευτεριά.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό της προοσωπικότητάς του είναι ότι επί χούντας, σε μεγάλη ηλικία, συνελήφθη και σιδηροδέσμιος οδηγείτο στη Γυάρο. Ο υπολοχαγός που τον συνέλαβε του είπε θρασύτατα: «Ντροπή σου γέρο»! Και ο Ρώτας του αποκρίθηκε με περηφάνια: «Παιδί μου, μπορείς να με σκοτώσεις, να με κρίνεις όμως δεν μπορείς»!
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 5/6/2011
Βασίλης Ρώτας: Άνθρωπος της τέχνης και του αγώνα
Δημοσίευση: Παρ, 31/05/2013
Ενημέρωση: Τρί, 04/06/2013
Ενημέρωση: Τρί, 04/06/2013
Ο Βασίλης Ρώτας, γιος φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα, γεννήθηκε στις 5 Μάη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, το 1889 η οικογένειά του μετακομίζει στην Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.
Ο Ρώτας τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε στην Α´ Δημοτικού και το πρώτο του διήγημα στην Β´ Γυμνασίου.
Η επιθυμία του Βασίλη Ρώτα, παρά την απαγόρευση από τον πατέρα του, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.
Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουν την «Φοιτητική Συντροφιά», που αποτέλεσε ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
Την ίδια χρονιά, κατετάγη στον στρατό ως έφεδρος, αποστρατεύθηκε την ίδια χρονιά, για να επιστρατευθεί εκ νέου το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους και έκτοτε έμεινε μόνιμα στον στρατό ως τις 5 Αυγούστου 1926 οπότε και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων - κρυφός καημός» και το 1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι.
Το 1921 ο Ρώτας παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη και από την Κόρινθο, Κατερίνη Γιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Ρένο-Παναγιώτη, την Μαρούλα και τον Νικηφόρο.
Το 1949 γνωρίστηκε με την λογοτέχνη Βούλα Δαμιανάκου με την οποία από το 1954 και μετά έζησε μαζί ως τον θάνατό του.
Ταυτόχρονα ο Ρώτας με τις μελέτες του για την λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως την πρώτη πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού.
Η δεύτερη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα ήταν το οικογενειακό του περιβάλλον το οποίο απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα πέντε παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες.
Η τρίτη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του.
Ο Ρώτας λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή και κλασική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει, καθώς όπως είπε ο Μάνος Κατράκης «ο Ρώτας χορεύει σαν αητός».
Υπάρχει όμως και μια άλλη επίδραση στην προσωπικότητα του Βασίλη Ρώτα που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωσή του και αυτή ήταν το έργο του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ το οποίο μετέφρασε στο σύνολό του.
Πέρα από την μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ, ο Ρώτας μετέφρασε και μια σειρά έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από τέσσερις γλώσσες.
Η θεατρική καριέρα του Βασίλη Ρώτα ξεκίνησε πριν ο 20ος αιώνας συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία του. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές του εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων η οποία απαιτεί ορθοφωνία και κάποια θεατρικότητα. Ο Ρώτας είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα «δίδασκε» και τους συμμαθητές του στο σχολείο.
Την περίοδο 1906-1910 ο Βασίλης Ρώτας σπουδάζει θέατρο στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Σχολή Καλησπέρη και στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά εντελώς μόνος του.
Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήταν το όνειρό του. Δημιούργησε μία σκηνή όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει «λαϊκό». Πιστεύει πως το λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση και εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων και επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στον λαό, για τον λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα συνδεδεμένα με την κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται στην αστική δραματουργία και την θεματολογία της.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας.
Το 1935 ο Βασίλης Ρώτας παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να πραγματοποιήσει την προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.
Με πρόσχημα την μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο.
Στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Βασίλης Ρώτας πήρε πρωτοβουλία για την συγκρότηση πολεμικού θιάσου, η οποία όμως απέτυχε.
Στις 9 Νοεμβρίου 1940 με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση και υποστήριξη για την δημιουργία ενός θιάσου που θα ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.
Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει κανείς ξεχωριστό βιβλίο.
Τον Μάρτιο του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η πρόσκληση στον Ρώτα ερχόταν από την ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στην πολιτιστική ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας.
Στην διάρκεια του Δεκέμβρη του ’44 ο Βασίλης Ρώτας βρίσκεται στην Αθήνα και παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Το 1945 ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη όπου εκδίδει και το περιοδικό «Λαοκρατία», ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο.
Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.
Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανεβάζει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Στην περίοδο 1961-1967 ο Βασίλης Ρώτας βοηθά με την εμπειρία του την προσπάθεια για το Παιδικό Θέατρο του Γιώργου Δήμου και της κόρης του Μαρούλας Ρώτα. Ιδρύεται και λειτουργεί η Παιδική Αυλαία την οποία αργότερα οργανώνει και λειτουργεί ο Γιάννης Καλαντζόπουλος.
Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με την Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.
Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.
Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.
Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής.
Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.
«Έφυγε» στις 30 Μάη 1977.
- -- Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη "Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους" (εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή", Αθήνα 2007).
Προσθήκη φωτό, λοιπά - επιμέλεια: Μποτίλια Στον Άνεμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.