Γρηγόρης Λαμπράκης: Κερασίτσα Αρκαδίας 3 Απριλίου 1912 – Θεσσαλονίκη 27 Μαΐου 1963 Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 22.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
Θ Ρ Η Ν Ο Σ T O Υ Μ Α Η
Ημιτελές ορατόριο
ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΑΝΤΡΕΣ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ:
Έπεσε μεγάλο δέντρο· χίλια πουλιά καθόνταν στα κλαδιά του·
δε φύγαν τα πουλιά· μείνανε γαντζωμένα στον αγέρα,
στην ίδια θέση, ασάλευτα. Στέκουνται και κοιτάνε κάτου·
κοιτάνε το πεσμένο δέντρο και σωπαίνουν·
σωπαίνουν και το γράφουν στον αγέρα το πεσμένο δέντρο.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Ματώσανε τα δέντρα ‒ πώς ματώσανε·
αίμα το μάτι, αίμα ο αέρας, αίμα η θάλασσα.
Βαθιά η Θεσσαλονίκη λαβωμένη·
κλαίνε τά σκολιαρόπαιδα
ΑΓΟΡΙΑ:
Είδα τον ίσκιο πού δρασκέλισε τις στέγες.
Ποιος πήρε τη σημαία απ’ τα χέρια του; Τρέξτε.
Α' ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Είσουν όμορφος, όμορφος, όμορφος·
ένα βουνό είσουν μ’ ελατόδασα· ‒ δε σε βλέπαμε·
στον ίσκιο σου καθόμασταν, κεντάγαμε, ράβαμε,
μυρίζαμε τη μυρωδιά σου, μας στένευε ο στηθόδεσμος.
Είχες στη φτέρνα σου ένα αγκάθι ‒ δεν είχες;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Γιέ μας, λεβέντη μας, γιόκα μας,
να σε φασκιώσουμε στο μαύρο μας τσεμπέρι,
να σε τυλίξουμε στη μαύρη ποδιά μας,
να μη σε δούνε τα κοράκια.
Αχού, δε σε χωράει εσένανε η ποδιά μας,
δε σε χωράει ο κόσμος,
ο χάροντας δε σε χωράει.
Β' ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Αχ, τι μεγάλος, ‒ ένα σύγνεφο από φως,
απ’ τις δυο άκρες του το κράταγαν
ο έρωτας απ’ τη μια κι η λευτεριά απ’ την άλλη.
Όταν σκεφτόμασταν τη λευτεριά, σένα σκεφτόμασταν,
όταν σκεφτόμασταν τον έρωτα ‒ εσύ ’σουν.
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ:
Λαφριά τα πόδια σου ξεπέρναγαν τον άνεμο·
ΑΛΛΟ ΚΟΡΙΤΣΙ:
στέρια τα πόδια σου, από γης πλασμένα, τη γης πλάθανε·
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
και τρεις καμπάνες πάνου τους καμπάνιζαν ‒ α, πώς καμπάνιζαν,
γέμιζε ο θόλος βουή, σφυροκοπάγαν τα μελίγγια,
βούιζε το φως, βούιζαν τ’ αυτιά μου, βούιζε η καρδιά μου·
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ:
έχωνε ο έρωτας την κόκκινη γλώσσα του
στων ποδιών σου τα δάχτυλα ανάμεσα
κι έπλεε ή γλώσσα μου στο σάλιο μου, καράβι κόκκινο.
ΑΓΟΡΙΑ:
Ποιος χτύπησε κάτου το κοντάρι και χλιμιντρίσαν τ’ άλογα;
Ένα σκυλί στην πόρτα. Ένα σκυλί στον καπνοδόχο.
Ξου, ξου ‒ δε σε φοβάται ο άντρας ο αντρομέτρητος·
ένα φεγγάρι ντενεκέ θα δέσω στην ουρά σου.
Μεγάλωσε ο φαλός μου, μου ’σκισε το παντελόνι·
ένα δέντρο στον κόρφο μου, μου ’σκισε το πουκάμισο.
Αυτό ’ναι που το λένε μίσος;
Αυτό ’ναι που το λένε αγάπη;
Αυτό ’ναι πάνου από τα δυο γιοφύρι, λευτεριά που το λένε;
ΧΤΙΣΤΕΣ:
Δεν έχει σπίτια· τα παράθυρα τα κρέμασα στον αέρα·
τη σκάλα την ακούμπησα στον αέρα· ανέβηκα·
από παντού φυσάει· φουσκώνουν τα μανίκια μου·
ένα φτερό μού γαργαλάει τη μασκάλη· ‒ δεν πέφτω.
Καλά το κάρφωσες το μεσιανό δοκάρι.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
Φέρτε τον πάνου στη μεγάλη πόρτα·
γδύστε τον, πλύντε τον μ’ ανθόνερο·
σηκώστε τον ψηλά, ψηλά, ψηλότερα·
το ζερβί χέρι του μακρύ και σούρνεται στο χώμα
γέμισε το μικρό του νύχι χώματα.
ΑΝΤΡΕΣ:
Δεν έχει πιο ψηλά. Στις μύτες των ποδιών σηκώθηκα·
στις μύτες της ψυχής σηκώθηκα. Δεν τόνε φτάνω.
Σκάλα τη σκάλα και φτερό με το φτερό, τον χάνω απ’ τη ματιά μου.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Πέτρωσαν τα ποτάμια, πέτρωσε ο αγέρας, πέτρωσε·
τα λόγια ξεραθήκαν στο λαρύγγι μου, μου τρυπάν το λαρύγγι·
στα μάτια μου ξεράθηκαν τα κλάιματα και μου τρυπάν τα μάτια. Κατάρα.
Αχ, τα σκυλιά σκυλιάσανε. Κατάρα.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Τί σκούζουνε οι γριές; Δεν τους το ’παν ακόμη;
Δεν τα μάθανε; Δε βλέπουν τις πατούσες του που λάμπουνε τον αέρα.
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ:
Κι ούτε στη φτέρνα του τ’ αγκάθι, ‒ εγώ του το ’βγαλα
με το βελόνι που ’ραβα το μεσοφόρι μου.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Κάθε σου τρίχα λεμονίτσα ‒
τι μοσκοβολιά ‒ μας εζάλισε·
μύριζες άστρα, δέντρα και ποτάμια.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ:
Σα σκύλα μύρισα τα ρούχα σου πεσμένη στο χώμα·
τ’ άσπρο πουκάμισό σου το ’στρωσα στις τέσσερις γωνιές της έγνοιας μου
όντες κοιμόσουνα στις αμασκάλες σου ζεσταίνονταν τα πλατανόκλαδα.
ΑΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μια νύχτα φώναξα, είπα τ’ όνομά σου κι έτρεξα ‒
νύχτα μπλεγμένη στα κλαδιά της, ασύνορη·
μια μέλισσα με ρώτησε πού πάω·
δε μίλησα· κατάλαβε και μ’ ακολούθησε·
έτρεχε πίσω μου κι ο κήπος· τον πόνο
τον ένιωσα ως τον αφαλό, πιο πάνου ως το στήθος,
πιο πάνου ως το λαιμό· ‒ κάθε μου πόρος
ίδρωνε κι ένα φυλλαράκι χόρτο· ‒ α, τι μεγάλη νύχτα
κάτου απ’ το βάρος του κορμιού σου ‒ δέ βόγγηξα·
θυμάμαι, δε θυμάμαι ένα βιολί το στήθος σου·
τ’ άστρα μου γδέρνανε τα γόνατα· πήρα το δρόμο,
έτρεχα μ’ ανοιγμένα χέρια, σε ζήταγα,
σε ζήταγα, σε φώναζα ‒ δεν άντεχα,
ξοπίσω μου έτρεχε κι ο κήπος, μου ’πιανε το φόρεμα,
σ’ έκρυβε το φεγγάρι απ’ την κορφή ως τα νύχια· σ’ έχανα.
ΧΤΙΣΤΕΣ, ΞΥΛΟΥΡΓΟΙ:
Φεγγάρι φεγγαρίσιο, φεγγαροπερπάτητο,
τραγί-φεγγάρι, φεγγαροβαρβάτο, τ’ αργυρά αχαμνά σου θα στα στρίψω·
ξελοϊστή των κοριτσιώνε, θα στα στρίψω σου λέω.
Πάνου στη σκάλα η άλλη σκάλα, πιο πάνου·
καλά δουλεύει το πριόνι· το μαχαίρι καλά ακονισμένο·
βαρύ το σφυρί ‒ καλά δουλεύει·
γκαπ-γκουπ, το σφυρί· πιο βαθιά το καρφί·
θα σας σταυρώσει ο Σταυρωμένος, σταυρωτήδες.
Κράτα στα δόντια τα καρφιά· σώπα.
Κρατάω στα δόντια τα καρφιά· δε μιλάω.
Γκαπ-γκουπ. Τσιμέντο, ασβέστης μού μπογιάτισαν τα χέρια.
Τσιμέντο, ασβέστης ‒ μπαλωμένο μου βρακί· ‒ το σταυρό τους.
ΑΓΟΡΙΑ:
Είναι η φωνή μες στο καρφί ‒ γκαπ-γκουπ· ‒ τ’ ακούς που φωνάζει;
Είναι η φωνή μες στο σφυρί ‒ γκαπ-γκουπ· ‒ τ’ ακούτε; Σωπάτε. Η πόρτα είναι κάτου· ο ουρανός είναι πάνου·
οι δυο καρέκλες έπεσαν απ’ το μπαλκόνι·
η σκάλα ανεβαίνει από μέσα.
Όλοι όρθιοι.
Τσιμέντο, ασβέστης, όνειρο. Όλοι.
Ίσκιος φτερού μας χτύπησε το κούτελο. Πέταξε.
ΜΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ:
Ατός του πέταξε· φτερούγες είχε· εμείς πώς να πετάξουμε;
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Μαζί του πέταξαν τα δέντρα· τον πήραν ξοπίσω.
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ:
Πετούν, καλέ τα δέντρα; Μην το λες. Δεν τάιδα.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Πώς δεν πετούν; Πετούν με τα φτερά του.
ΑΛΛΟ ΚΟΡΙΤΣΙ:
Απάνου στα μαλλιά μου κάθισε ένα φύλλο.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Φύλλα πολλά-πολλά πέσαν στους ώμους μας.
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ:
Ένα πούπουλο ακούμπησε στα χείλη μου.
ΑΛΛΟ ΚΟΡΙΤΣΙ:
Εμένα μου άγγιξε ένα αστέρι τα ματόκλαδα ‒ δεν τα ’καψε,
μόνο στη ραχοκοκκαλιά το κάψιμο ένιωσα.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Είναι απ’ τις σπίθες των ματιών του. Εμένα μου τσουρούφλισε τη μπλούζα γύρω-γύρω στο λαιμό και τα κουμπιά μου κόπηκαν.
ΓΈΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Άμυαλες, άμυαλες· δεν είν’ τα φύλλα, ουδέ η φωτιά κι ουδέ τ’ άστέρια·
είναι της λευτεριάς τ’ αγέρι που φυσάει απ’ το μεγάλο σώμα του κι ανασηκώνει σας κι ανασηκώνει μας και δεν πατάει στη γης η φτέρνα μας.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Α, τούτο το ανασήκωμα, το τρέμισμα, το κάψιμο ‒
τι δε χωράει η λευτεριά στα ρούχα μας, στο δέρμα μας
γι’ αυτό μου σπάσαν τα κουμπιά ‒ η ανάσα μου φάρδυνε.
ΑΝΤΡΕΣ:
Η λευτεριά φωτιά κι αγέρας ‒ δε χωράει στα σπίτια μας και δε χωράει στους τοίχους, στα κλειστά παράθυρα, στα κλάιματα, στήθια πλατιά ζητά, μεγάλα δρασκελίσματα
απάνου απ’ τους γκρεμνούς, ψηλά ‒ μια φτερογέφυρα,
ΑΓΟΡΙΑ:
Τη γης πατάει από τη μια, τον ουρανό απ’ την άλλη ‒ φτερογέφυρα, σμίγει ουρανό και γης, χώρα με χώρα, κι άνθρωπο μ' άνθρωπο·
ποτέ στων μαχαιριών τη λάμψη τη μορφή της δεν καθρέφτισε μηδέ και στους καθρέφτες στάθηκε να χτενιστεί η αγέραστη.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Τα στήθια μας φαρδύναν ‒ πόσο αγέρα παίρνουνε!
ψηλώσαμε, για δείτε πώς ψηλώσαμε!
ΑΝΤΡΕΣ:
Όλοι μαζί ψηλώσαμε, γι’ αυτό ψηλώσαμε·
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ:
έτσι να χάνω πιάνω ένα άστρο και το χώνω στην τσέπη μου.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Αχ, πώς κρατούσε στ’ ανοιχτά του χέρια την Ελλάδα και πετούσε‒
ΑΓΟΡΙΑ:
του Τύμβου τα σκαλιά δεν τα κατέβαινε ‒ τα ανέβαινε·
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
έπαιρνε φόρα και στον ουρανόν εφτέρωνε ‒ αχ, πού μας άφηνε;
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Πάνου στο μέγα κάλλος του κορμιού του η Ελλάδα σταυρωμένη ουρανοδρόμιζε·
ΑΓΟΡΙΑ:
απάνου στην Ελλάδα σταυρωμένος ανηφόριζε·
ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ:
εστράβωσε ο λαιμός μου να κοιτάω κατά πάνου ‒ το μουστάκι μου τράνεψε·
ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
απάνου στου κορμιού του το σταυρό η Ελλάδα ούρανοδρόμιζε·
ΑΝΤΡΕΣ:
απάνου στην Ελλάδα του κορμιού του ο κόσμος τράβαγε τ’ αψήλου.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Ένας πετούμενος σταυρός είσουν, λεβέντη μας, ‒ και σε σταυρώσανε.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
Αχ, αχ, πετούμενος σταυρός, πετούμενος, ‒ τα καρφιά δε σε πιάνουνε.
ΑΓΟΡΙΑ:
Εσύ δεν έχεις θάνατο ‒ πετούμενος σταυρός, αθάνατος.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
Τα δυο απλωτά του χέρια, δυο πλατειές φτερούγες είντουσαν·
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ:
αληθινά φτεράκια στους αστράγαλους είχε
σαν κείνους τους παλιούς θεούς, ‒ με τα μάτια μου τάιδα.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
Στις πλάτες τα ’χε τα φτερά ‒ πλατιές φτερούγες.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ:
Μπορεί και στις πλάτες ‒ δεν είδα· εγώ κοιτούσα κάτου·
δεν άντεχα να τον κοιτάξω πιο πάνου· ‒ καθώς ξεποδέθη
για να τινάξει τα χαλίκια απ’ τα παπούτσια του, με τα μάτια μου τάιδα.
ΑΓΟΡΙΑ:
Πλατιές φτερούγες, ‒ μας σηκώνουνε· μαζί του μας παίρνει.
ΑΝΤΡΕΣ:
Όλοι μαζί ανεβαίνουμε, γι’ αυτό ανεβαίνουμε,
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
παλληκαράκι μας, λεβέντη μας, φεγγάρι του καημού μας, ήλιε μας,
ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
πρωταθλητή μας, Μαραθωνοδρόμε μας, ειρηνοδρόμε μας,
ΚΟΡΙΤΣΙΑ:
και το ματόβρεχτο πουκαμισάκι σου σημαία μας.
ΑΝΤΡΕΣ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΑΓΟΡΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ:
Όλοι μαζί ανεβαίνουμε, γι’ αυτό ανεβαίνουμε, μαζί σου, ουρανοδρόμε μας.
ΕΡΓΑΤΕΣ, ΧΤΙΣΤΕΣ, ΞΥΛΟΥΡΓΟΙ:
Γκαπ-γκουπ, τα σφυριά, τα καρφιά· ‒ τήρα καλά· μή χαζεύεις·
παινέματα και μοιρολόγια δεν τά θέλει Ατός του ‒
δουλειά·
σαν τελέψει το σπίτι κρεμάμε τις σημαίες.
Τσιμέντο, ασβέστης, πέτρα, ξύλο, σίδερο ‒ σκάλες και σκάλες.
Τι σ’ έπιασε; Ο ασβέστης σού πιτσίλισε τα μάτια;
Γκαπ, γκουπ· γκαπ-γκουπ-γκουπ· γκάπ-γκούπ. Σηκωθείτε.
ΑΘΗΝΑ, Ιούλιος 1963
Γιάννης Ρίτσος 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α
ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΑ
1945 – 1969
ΤΟΜΟΣ Ε΄ των απάντων, σελ. 179-187
Ιούνιος 1987, Δωδέκατη Έκδοση
Μεταγραφή Μπ. Ζ.
Το εξώφυλλο προέρχεται από την επίσημη ιστοσελίδα του Ποιητή -Έργα
Από Μποτίλια επίσης
Μπροστά σε μια φωτογραφία του Λαμπράκη
Χειρόγραφο του Γιάννη Ρίτσου, 28.V.63
Όπως προκύπτει, είναι το ποίημα που αποτέλεσε την αρχική έμπνευση για τον Θρήνο του Μάη, και συγκεκριμένα για τους στίχους που με μικρές παραλλαγές βρίσκονται προς το τέλος αυτού του Ημιτελούς Ορατορίου.
Στο Ψηφιακό Αρχείο του ΕΚΕΒΙ, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γ.Ρ. διαβάζουμε:
Το Μάιο, την επόμενη της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, ο Γ. Ρ. μαζί με τον Μ. Γλέζο αναχωρούν για τη Θεσσαλονίκη ως αντιπροσωπεία της ΕΔΑ. Μετά το θάνατο του Λαμπράκη, στις 28 Μαΐου, δημοσιεύεται στην Αυγή το ποίημα του Γ. Ρ. «Επίγραμμα για τον Λαμπράκη» (σ.Μπ.: γράφτηκε στις 27 Μαΐου, και είναι χαραγμένο στην ταφόπλακα του Γρ. Λ. στο Α' Νεκροταφείο, βλ. πιο κάτω) και τον Ιούνιο, στους Δρόμους της Ειρήνης, το «Μπροστά σε μια φωτογραφία του Λαμπράκη». Τον Ιούλιο ο Ρ. γράφει το πολύστιχο ποίημα Θρήνος του Μάη, που αφορά και πάλι στο θάνατο του Λαμπράκη και θα εκδοθεί μόνο στα Επικαιρικά. (Πηγή: ΕΚΕΒΙ).
Δίνεται έτσι η εντύπωση πως πρόκειται για δύο διαφορετικά ποιήματα.
Δίνεται έτσι η εντύπωση πως πρόκειται για δύο διαφορετικά ποιήματα.
Μνήμα Γρηγόρη Λαμπράκη (1912 – 1963 ) Έτος: 1979 Θέση: Α' Νεκροταφείο Αθήνας Γλύπτης: Χαράλαμπος Δαραδήμος ( 1948 – ) |
Στην ταφόπλακα αναγράφεται:
ΕΠΕΣΕ Ο ΜΕΓΑΣ ΔΡΥΣ ΣΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΩΜΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΦΥΛΛΑ ΣΤΑΘΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΒΟΥΒΗ Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ ΚΡΑΤΕΙ ΣΤΑ ΔΥΟ ΤΗΣ ΓΟΝΑ ΠΑΝΙΣΧΥΡΟ ΓΙΓΑΝΤΙΟ ΞΙΦΟΣ ΦΩΤΕΙΝΟ ΕΝΩ Η ΟΡΓΗ ΑΠ ΤΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΙΜΑ ΙΔΡΩΝΕΙ ΤΙΝΑΖΕΤΑΙ ΟΛΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΛΑΟ ΚΙ ΟΛΟΡΘΗ ΤΟΝ ΥΨΩΝΕΙ ΜΕΣΙΑΝΟ ΚΑΔΡΟΝΙ ΨΗΛΑ ΣΤΟ ΘΟΛΟ ΣΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟ ΝΑΟ Γιάννης Ρίτσος |
"αίμα" αντί "αίματα"
Πηγή
Πηγή
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Έπεσε ο μέγας δρυς στο ματωμένο χώμα·
πουλιά και φύλλα στάθηκαν στον ουρανό·
βουβή η Ελλάδα τον κρατεί στα δυο της γόνα
πανίσχυρο, γιγάντιο, ξίφος φωτεινό.
Κι ενώ η οργή απ’ τους πόρους της αίματα ιδρώνει,
τινάζεται όλη ανάμεσα στον άγιο λαό,
κι ολόρθη τον υψώνει, μεσιανό καδρόνι,
ψηλά, στον θόλο, στης Ειρήνης το ναό.
ΑΘΗΝΑ, 27.V.1963
«Η Αυγή», 28 Μαΐου 1963, σελ. 1.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 121)
Η προτομή του Γρηγόρη Λαμπράκη στον Τύμβο του Μαραθώνα, από την ΕΕΔΥΕ
Προτομή Γρηγόρη Λαμπράκη (1912 – 1963 ) Έτος: 2008 Θέση: Τύμβος Μαραθώνα Γλύπτης: Άγγελος Βλάσσης (1948 – ) Πηγή |
Στο βάθρο της προτομής αναγράφονται:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
1912 - 1963
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΟΝΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ
ΜΑΡΑΘΟΝΩΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ
ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ
Ε.Ε.Δ.Υ.Ε.
«Έπεσε ο μέγας δρύς στη γης
σε μέγα αγώνα…»
(Γιάννης Ρίτσος)
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ
ΜΑΡΑΘΟΝΩΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ
ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ
Ε.Ε.Δ.Υ.Ε.
«Έπεσε ο μέγας δρύς στη γης
σε μέγα αγώνα…»
(Γιάννης Ρίτσος)
Όπως φαίνεται, ο χαραγμένος στίχος, αλλά και τρεις ακόμη στίχοι διαφέρουν από την έκδοση (1988) που βρίσκεται στα χέρια μου. Η παραλλαγή που παρατίθεται στη συνέχεια, όπως τη βρήκα στο διαδίκτυο είναι σωστότερη στιχουργικά και εννοιολογικά, γεγονός που συνηγορεί σε αναθεώρηση του Ρίτσου. Πιθανώς να έχει διορθωθεί σε νεότερη έκδοση της Σ.Ε.
Οι διαφοροποιήσεις σημειώνονται με τις αγκύλες:
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΑΜΠΡΑΚΗ (παραλλαγή)
[Έπεσε ο μέγας δρυς στη γης, σε μέγα αγώνα·]
πουλιά και φύλλα στάθηκαν στον ουρανό·
[η Ελλάδα τον εκράτησε στα δυο της γόνα]
[η Ελλάδα τον εκράτησε στα δυο της γόνα]
[στο βαθυπόρφυρο του Μάη εσπερινό.]
[Κι ενώ απ’ τους πόρους της η οργή της αίμα ιδρώνει,]
τινάζεται όλη ανάμεσα στον άγιο λαό,
κι ολόρθη τον υψώνει, μεσιανό καδρόνι,
ψηλά, στον θόλο, στης Ειρήνης το ναό.
***
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Κώστας Βάρναλης 14 Φεβρουαρίου 1884, Μπουργκάς, Βουλγαρία, 16 Δεκεμβρίου 1974, Αθήνα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 25.IV.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Σε φάγαν οι φασίστες σκύλοι, Ελλάδα,
με μάσκα ή χωρίς μάσκα, ξένοι, ντόπιοι.
Εσύ ’σουνα, Λαμπράκ’, η αιώνια Ελλάδα,
φως, αρετή, παληκαριά και πρώτος!
με μάσκα ή χωρίς μάσκα, ξένοι, ντόπιοι.
Εσύ ’σουνα, Λαμπράκ’, η αιώνια Ελλάδα,
φως, αρετή, παληκαριά και πρώτος!
Χρόνια και χρόνια, Μάνα οι δουλεμπόροι
σε σούρνανε στη λάσπη και στη νύχτα.
Μα στα κόκκαλα μέσα των παιδιώ σου
λαμπάδιαζεν η πάναγνη τιμή σου.
σε σούρνανε στη λάσπη και στη νύχτα.
Μα στα κόκκαλα μέσα των παιδιώ σου
λαμπάδιαζεν η πάναγνη τιμή σου.
Τ’ άδικον αίμα του παλικαριού μας
κοκκίνισε πελάη, βουνά και κάμπους,
ανάστησε τ’ αρχαία σου μεγαλεία,
Μάνα ‒πατρίδα, Μάνα‒ ελεφτερία.
κοκκίνισε πελάη, βουνά και κάμπους,
ανάστησε τ’ αρχαία σου μεγαλεία,
Μάνα ‒πατρίδα, Μάνα‒ ελεφτερία.
Αθάνατε λαέ, της Ιστορίας
εσύ τα περασμένα κι αβριανά!
Δεν άφησες τον ήρωα να πεθάνει.
Απ’ τον τάφο του η νέα ζωή σου αρχίζει.
εσύ τα περασμένα κι αβριανά!
Δεν άφησες τον ήρωα να πεθάνει.
Απ’ τον τάφο του η νέα ζωή σου αρχίζει.
Όχι κλάμ’, αναστάσιμες καμπάνες
για τη μεγάλη της οργής σου νίκη.
Έδειξες στον οχτρό τη δύναμή σου,
ξέροντας ποιος και πούθε σε χτυπάει.
για τη μεγάλη της οργής σου νίκη.
Έδειξες στον οχτρό τη δύναμή σου,
ξέροντας ποιος και πούθε σε χτυπάει.
ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
(ΓΕΝΑΡΗΣ ΤΟΥ 1966)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 1965
(ΓΕΝΑΡΗΣ ΤΟΥ 1966)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 1965
(σελ. 49)
*
Έπεσε ο μέγας δρύς |
22 Μαΐου
1963 ‒Κράτος και παρακράτος προχωρούν σε δολοφονική επίθεση κατά του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, στη Θεσσαλονίκη. Ο Λαμπράκης χτυπήθηκε με λοστό στο κεφάλι από τον Μανώλη Εμμανουηλίδη, που επενέβαινε σε τρίκυκλο το οποίο οδηγούσε ο Σπύρος Γκοτζαμάνης. Και οι δύο ήταν άνθρωποι του υποκόσμου, μέλη της αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Καρφίτσα», την οποία καθοδηγούσε η χωροφυλακή και η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Η επίθεση με το τρίκυκλο έγινε αμέσως μετά από τη συγκέντρωση που είχε οργανώσει στην πόλη η τοπική οργάνωση της ΕΕΔΥΕ, στα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος. Λίγα μέτρα μακρύτερα, στη διάρκεια αντισυγκέντρωσης, χτυπήθηκε επίσης από τραμπούκους ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ και στέλεχος του ΚΚΕ Γιώργης Τσαρουχάς, που στη διάρκεια της χούντας δολοφονήθηκε στην Ασφάλεια μετά από βασανιστήρια. Ο ίδιος ο Λαμπράκης θα χάσει τη μάχη με τη ζωή στις 27/5 στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου είχε μεταφερθεί σε κωματώδη κατάσταση μετά την επίθεση.
1966 ‒Πραγματοποιείται η 4η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης.
Περισσότερα:
1966 ‒Πραγματοποιείται η 4η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης.
23 Μαΐου 1965 ‒Πραγματοποιείται η 3η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης.
Περισσότερα:
Τα ποιήματα του Ρίτσου για 3η και 4η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης:
Συλλήψεις διαδηλωτών τις μέρες εκείνες |
Το χειρόγραφο του Ρίτσου και οι τέσσερεις τελευταίες φωτό, από Σαραντάκο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.