Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιδέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιδέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Γιάννης Ρίτσος (1.V.1909 -11.XI.1990): Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον – Ο ποιητής απαγγέλλει τη Σονάτα του σεληνόφωτος – Μονοβασιά – Μονόχορδα – Τρίστιχα – Τα αρνητικά της σιωπής – Το τελευταίο Καλοκαίρι – Πώς γράφω (Μικρό αφιέρωμα - 5 VIDEO)

Γιάννης Ρίτσος

Μονεμβασιά, Πρωτομαγιά 1909 – 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα

 

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ζωή, ‒ ένα τραύμα στην ανυπαρξία.
27.
VII.68

 

*

 

Ο ποιητής απαγγέλλει τη Σονάτα του σεληνόφωτος (1956)

 

 Η Μαρία Χαιρογιώργου - Σιγαρά ερμηνεύει στο πιάνο το Α΄ Μέρος (Adagio Sostenuto) της Σονάτας του Σεληνόφωτος, έργο 27, αρ. 2., του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν

 


 

Πηγή βίντεο: Greek_Culture

 

 

*

 

 

ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ (1982)

 

 

ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ

Ο βράχος. Τίποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδερόπετρα.
Πάνοπλη θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία.
Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου
πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο. Οι γριές με τα καζάνια τους
λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους
απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες. Ο ήλιος
αμείλιχτος φίλος με το δόρυ του κατάντικρυ στα τείχη
κι ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία
οπού οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους
με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας
σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. Τα τσακμάκια τους
κροτούν στην κόψη της παλάμης τους σπιθοβολούν.
Εγώ – είπε –
θ’ ανέβω πιο ψηλά, πάνω απ’ τη μαλακή συνέχεια, πατώντας
στον τρούλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησίας με τ’ αναμμένα

       μανουάλια. Εγώ
με το γαλάζιο κόκκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια.

 

 

 

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

 

Κάθετος βράχος, – όλη μέρα να πίνει το λιοπύρι,

να το κρατάει στα σπλάχνα του κατάντικρυ στο πέλαγο,

κι εσύ με την πλάτη ακουμπισμένη στο βράχο, με το στήθος

ολάνοιχτο στη θάλασσα, – μισός φωτιά, μισός δροσιά,

κομμένος εγκάρσια, διπλός, σ’ έναν αγώνα μόνο

να σμίξεις το νερό με την πέτρα.

                                                       Στα μαλλιά σου κιόλας

η φτέρη φυτρωμένη, καμένη απ’ τον ήλιο. Ένα πουλί

στάθηκε εκεί – κάτι είπε διφορούμενο. Στις θηλές σου

το μέγα δροσερό χέρι της θάλασσας. Α, ηδονή

του δύο και του ένα, ανεπαρκής αυτάρκεια. Στις τσουκνίδες

βρήκα την παιδική σφεντόνα και το κουπί του αργοναύτη.

 

Κι ύστερα η νύχτα, η πιο μεγάλη, αγιασμένη απ’ τ’ άστρα.

 

 

 

Γιάννης Ρίτσος Στοιχεία Ταυτότητος

 

 

Πηγή βίντεο: Μάνος Ορφανουδάκης
 

 

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ

 

Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. ‒ εξίσου πιθανόν

το 903 μ.Χ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος

στη σύγχρονη Σχολή του Αγώνα. Επάγγελμά μου:

λόγια και λόγια, τι να ’κανα; Pακοσυλλέκτη με  είπαν. Kαι τώντι.

Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα καπέλα της υπόγειας Κόρης,

κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο φθαρμένα σαντάλια,

μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσακούλα

του Μεγάλου Τυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία χρόνια, μού ’δωσαν

την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.

Βολεύτηκα μ’ αυτήν, και μένω. Τέλος,

το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσιγάρο. Τότε

κατάφτασαν οι κόλακες· με προσκυνούσαν· μου περνούσαν στα δάχτυλα

λαμπρά δαχτυλίδια. Οι ανίδεοι δεν ξέραν

πως τα ’χα φτιάξει εγώ με τ’ άδεια τους φυσίγγια που ’χαν μείνει στους λόφους.

Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους αντάμειψα πλούσια

με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως

το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Άκρα Mινώα.

 

 

 

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ

 

Πανάρχαιες ελιές, κούφιοι κορμοί συστραμμένοι·

το δύστυχο σταχτί· το καπνισμένοι κίτρινο·

ίσκιοι των σύννεφων στους απέναντι λόφους.

Έρχεται υπάκουο το μακρινό, σε κοιτάει απ’ το πλάι·

ξεχνάς εκείνο που ’θελες να του ζητήσεις· το χέρι σου

αφηρημένο περπατά στη μαλακιά ράχη του ζώου.

Ήταν αυτό; Και τι ήταν; Αντεστραμμένος χρόνος;

Οι γριές τυλίγουνε τα πόδια τους μ’ εφημερίδες,

τα δένουνε με σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, –

ω, σιωπηλή διάρκεια· καθόμαστε χάμου στο χώμα

μ’ ένα καλάθι φραγκόσυκα, με το ’να παπούτσι του δρομέα, –

κι αυτή η επίμονη γυναίκα, η αποστεωμένη, η άγρια,

κάτω απ’ το δέντρο, μες στην πεισμωμένη λάμψη,

κρατώντας στα δύο χέρια της το απαρηγόρητο βρέφος. 

 

Τότε ακριβώς ήταν που μάθαμε πως τίποτα δεν είχε χαθεί.

 

 

 

Τα ποιήματα της Μονοβασιάς γράφτηκαν στη Μονοβασιά, στον Ξιφιά, στην Αθήνα και στο Καρλόβασι από τις 28 Σεπτεμβρίου του 1974 ως τις 6 Σεπτεμβρίου του 1975 και στην Τρίπολη, στη Μονοβασιά και στην Αθήνα από τις 18 ως τις 19 Οκτωβρίου του 1976

 

 

*

 


Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη από τη συλλογή Ελένη του Γιάννη Ρίτσου (Κέδρος, 1972)

(Αρχείο Μπ. Ζαφειράτος) 

 

 

 

ΜΟΝΟΧΟΡΔΑ (1979)

(Επιλογή)

 

  17. Λέξη απ’ την επανάληψη ανανεωμένη.

 

  28. Ανεβαίνει ψηλά να πιάσει χώμα.

 

  41. Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος.

 

  49. Ένα κομμένο μαρμάρινο χέρι σε κρατάει ψηλά μέσα στο θαύμα.

 

  59. Άνεμε, που με γύμνωσες, μου ’γινες το μοναδικό μου ρούχο.

 

  70. Στο σώμα μου διδάχτηκα τον κόσμο.

 

  71. Φιλήδονο φεγγάρι, μη μου αλλάζεις τα λόγια.

 

  84. Ω, αφίλητο στόμα, για το βαθύ τραγούδι.

 

   95. Έτσι περάσανε τα χρόνια ‒ λύκοι, λέξεις και φεγγάρια.

 

  97. Τ’ άπιαστο ολόκληρο το δίνω. Κανείς δεν το παίρνει.

 

  99. Από το δάσος το ’φερα αυτό το σκαμνί. Κάθομαι. Γράφω δέντρα.

 

105. Με πέτρες λιθοβολισμών το ’στησα ετούτο το μνημείο.

 

114. Δεν ήταν χαστούκια· χειροκροτήματα ήταν. Σου άφησαν σημάδια.

 

119. Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους.

 

131. Κρατάει στα δόντια του σφιχτά ένα φύλλο δάφνης. Πώς να τραγουδήσει;

 

136. Όμορφο στόμα, παραμορφωμένο απ’ την ηχώ του βάθους.

 

143. Πέταλο γιασεμιού, σ’ ένα ποτήρι με νερό, μακριά που με αρμενίζεις.

 

150. Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μην το ’χω.

 

161. Λιόγερμα, ή δόξα των χρωμάτων σου καλύπτει το τέλος.

 

186. Σβήνω τον ίσκιο ολόκληρο με τούτο το χρυσό μολύβι.

 

188. Η νύχτα πάντα πίσω απ' τις σελίδες μου. Γι’ αυτό και λάμπουνε τόσο πολύ

        τα γράμματα μου.

 

198. Βαθύ νερό του πηγαδιού τ’ αγάλματα ποτίζει.

 

202. Ανάβω στίχους να ξορκίσω το κακό που πλάκωσε τη χώρα.

 

212. Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον.

 

228. Ελληνική καμπύλη λόφου· ο ναός που λείπει πλέει στον αέρα.

 

248. Ακόμη ένα παράσημο στο στήθος σου· στο πρόσωπό σου ακόμη μια ρυτίδα.

 

278. Άλλα του πήραν· άλλα τα ’δωσε. Απ’ τις απώλειες θησαυρίζει τώρα.

 

282. Σώμα περιφραγμένο ‒ συστολή του άπειρου.

 

286. Τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος.

 

336. Να ξέρεις, ‒ τούτα τα μονόχορδα είναι τα κλειδιά μου. Παρ’ τα.

 

 

Τα Μονόχορδα γράφτηκαν στο Καρλόβασι τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1979.

 

*

 

ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ (1980)

(Επιλογή)

 

Τα χείλη μου περιτρέχουν τ’ αυτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό

πώς χωράει

όλη τη μουσική;

 

*

 

Η ποίηση αδρανεί.

Εντοπίζομαι

Σ’ ένα σημείο του σώματός σου.

Περίκλειστος,

ελευθερώνομαι.

 

*

 

Γαλάζιε μου ‒ έλεγες ‒

γαλάζιε μου.

Είμαι.

Πιο κι απ’ τον ουρανό.

Όπου κι αν βρίσκεσαι

σε  περιβάλλω.

 

*

 

Σε σήκωσα στα χέρια μου

και πέταξα.

 

*

 

Γυμνό το σώμα σου,

αυθεντικό ‒ τελεσίδικη απάντηση

στο τίποτα.

Έλα.

 

*

 

Ούτε απόψε πανσέληνος.

Ένα κομμάτι λείπει.

Το φιλί σου.

 

 

Το Γυμνό σώμα γράφτηκε στην Αθήνα, στον Κάλαμο και στη Σπάρτη από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 24 Δεκεμβρίου του 1980.

 

*

 

ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (1987)

(Επιλογή)

 

 

ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

 

Ήσυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει. Αλήθεια,
τι πήρες; Τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό κι εσύ θα φύγεις
παρέα με την όρθιαν αρκουδίτσα που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά της πόδια.

 

                                                                     Καρλόβασι, 5.VII.87

 

 

ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ

 

Δεν καταθέτει τα όπλα. Σ’ αυτό το σημείο
όλων των αμφιβολιών και χωρισμών, μια γυναίκα
τον κοίταξε, του χαμογέλασε. Στο διάολο όλοι σας – είπε –
δεν έχω ανάγκη κανενός. Εγώ σηκώνω
τη μεγάλη ανεμόσκαλα. Τη στήνω στο δέντρο,
όχι καθόλου για να κόψω καρπούς, μονάχα για ν’ ανέβω,
κι έτσι, κρυμμένος στα πυκνά φυλλώματα,ξέρω
πως έχει μείνει κάπου εκεί στην άδεια μου θέση
ένα σεμνό πουλί να τραγουδάει ακούραστα
το αθάνατο τραγούδι της θνητότητάς μας.

 

                                                               Καρλόβασι, 8.VII. 87

 

 

ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ

Να με θυμόσαστε – είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ ένα κρινάκι του αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη: Θα ’θελα
ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω
θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι αυτό προπάντων θ’ άξιζε να με θυμάστε.

 

                                                                       Καρλόβασι, 30.VII.87

 

 

Τα Αρνητικά της σιωπής γράφτηκαν στο Καρλόβασι από τις 29 Ιουνίου ως τις 30 Ιουλίου του1987. 

 


Σημείωση Μποτίλιας

Η Μονοβασιά, τα Μονόχορδα, το Γυμνό σώμα και Τα αρνητικά της σιωπής προέρχονται από το βιβλίο ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη (Κέδρος, 2000)

 

_________________

 

  

* * *

 

Το Τελευταίο Καλοκαίρι

(Το τελευταίο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου)

 

 

Πηγή βίντεο: Μάνος Ορφανουδάκης

 

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις

τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –

και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε

παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,

τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω

τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο

αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον

πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται

η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι

με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,

με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,

με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια

και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ’ναι το τελευταίο.

 

Καρλόβασι, 3. IX.89

 

Από την ανέκδοτη συλλογή Σφυρίγματα πλοίων (1989)

Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα (Κέδρος, 1991)

 


 

* * *

 

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Δήμος Μούτσης

 



Η Βίκυ Μοσχολιού  είναι η πρώτη ερμηνεύτρια της Τετραλογίας
του Δήμου Μούτση,

στην παρουσίαση του δίσκου στο Ζυγό
στις 13/11/1973, εν μέσω δικτατορίας.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε τελικά το 1975
με ερμηνεύτρια την Άλκηστι Πρωτοψάλτη.

 

 

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ

 

Ύστερα από την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς και λίγο αργότερα

μετά την τελική μας ήττα ‒ πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες μας πάει πια κι η Περίκλεια αίγλη,

η άνθηση των Τεχνών, τα Γυμναστήρια, και τα Συμπόσια των σοφών μας. Τώρα

βαριά σιωπή στην αγορά και κατήφεια, κι η ασυδοσία των Τριάντα τυράννων.

Τα πάντα (και τα πιο δικά μας) γίνονταν ερήμην μας, χωρίς καθόλου

τη δυνατότητα μιας κάποιας προσφυγής, μιας υπεράσπισης ή απολογίας,

μιας έστω τυπικής διαμαρτυρίας. Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία μας·

κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια. Κι αν γινόταν ποτέ να μας επέτρεπαν

να φέρουμε για μάρτυρα κάποιον παλιό μας φίλο, αυτός δε θα  δεχόταν από φόβο

μήπως και πάθει τα δικά μας ‒ με το δίκιο του ο άνθρωπος. Γι' αυτό

καλά είναι εδώ, ‒ μπορεί και να αποχτήσουμε μια νέα επαφή με τη φύση

κοιτώντας πίσω από το σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα, τις πέτρες, τα χορτάρια,

ή κάποιο σύννεφο στο λιόγερμα, βαθύ βιολετί, συγκινημένο. Κι ίσως

μια μέρα να βρεθεί ένας νέος Κίμωνας, μυστικά οδηγημένος

από τον ίδιο αητό, να σκάψει και να βρει τη σιδερένια αιχμή απ το δόρυ μας,

σκουριασμένη, λιωμένη κι αυτήν, και να την κουβαλήσει επίσημα

σε πένθιμη ή δοξαστική πομπή, με μουσική και στεφάνια στην Αθήνα.

 

[Λέρος] 21.ΙΙΙ.68

 

Πηγή βίντεο: Μάνος Ορφανουδάκης
 Η ηχογράφηση του Ζυγού έγινε με κασετόφωνο από τον Νίκο Αβαγιανό

Περισσότερα για τον δίσκο εδώ:

Ανέκδοτος Δήμος Μούτσης σε ποίηση Σεφέρη με την Βίκυ Μοσχολιού

 

__________________
 

Σημείωση Μποτίλιας

Το ποίημα ΕΠΙΛΟΓΟΣ προέρχεται από τη ΠΕΤΡΕΣ

Το ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ έχει μεταφερθεί εδώ όπως περιλαμβάνεται στη συλλογή ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ, σειρά δεύτερη. Στο δίσκο ακούγεται με πολύ μικρές διαφοροποιήσεις.

Και τα δυο βρίσκονται στον τόμο ΠΕΤΡΕΣ, ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ, ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ (Κέδρος, 1972).

 

 

* * *

 

ΔΙΑΡΚΕΙΑ

 

Η νύχτα μας κοιτάζει μες απ τα φυλλώματα των άστρων.

Όμορφη νύχτα, σιωπηλή. Θα ρθει μια νύχτα

κι εμείς θα λείπουμε. Και τότε πάλι

θα τραγουδάνε οι αραποσιτιές τ αρχαία τραγούδια τους,

οι θερίστριες θα ερωτεύονται πλάι στα δεμάτια,

κι ανάμεσα απ τους ξεχασμένους στίχους μας

όπως ανάμεσα απ τα κίτρινα στάχυα

ένα πρόσωπο νεανικό, φωτισμένο απ το φεγγάρι,

θα κοιτάζει, όπως εμείς απόψε,

εκείνο το μικρό ασημένιο σύννεφο

που γέρνει κι ακουμπάει το μέτωπο του στον ώμο του λόφου.  

 

Θερινό φροντιστήριο (1953-1964), Ποιήματα, Δ' Τόμος (Κέδρος 1978)


***

 

 

Γιάννης Ρίτσος – Πώς Γράφω

 

 

Πηγή βίντεο: Μάνος Ορφανουδάκης


Από Μποτίλια επίσης:
Γιάννης Ρίτσος: Στο Υπερώον της ποίησης, ανέγγιχτος από την κόψη του θανάτου – 25 ποιήματα. Και ένα κριτικό σημείωμα του Μπάμπη Ζαφειράτου

 Με τον ίδιο τίτλο έχει συμπεριληφθεί και στην επίσημη ιστοσελίδα για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης

Βλέπε επίσης από από τις εκδόσεις Κέδρος

 

Περισσότερα με ετικέτα: Γιάννης Ρίτσος

Επιμέλεια Αφιερώματος
Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.