Μεθοδολογικά ζητήματα για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος
*
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση τεύχος 2 του 2013 με τίτλο
«Για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος»
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση τεύχος 2 του 2013 με τίτλο
«Για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος»
_________________________________
Μπορείτε να διαβάσετε το συγκεκριμένο άρθρο,
όπως δημοσιεύτηκε την 1 Ιουλίου 2013,
___________________
Το τελευταίο διάστημα έχουν πυκνώσει οι συζητήσεις σε σχέση με τη διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, η συζήτηση σχετικά με τους παράγοντες που επιδρούν σε αυτή τη διαδικασία καθώς και σε σχέση με το τι αυτή περιλαμβάνει. Τα σενάρια που πέφτουν στο τραπέζι είναι πολλά. Ανεξάρτητα αν επιβεβαιωθούν ή όχι είναι κρίσιμο να αφομοιωθούν τα μεθοδολογικά εργαλεία για την κατανόηση αυτής της διαδικασίας.
Το αστικό πολιτικό σύστημα συγκροτείται από ένα σύνολο αστικών θεσμών (κόμματα, κοινοβούλιο, Πρόεδρος της Δημοκρατίας), στους οποίους στηρίζεται η διαμόρφωση της αστικής διακυβέρνησης, ως οργάνου της καπιταλιστικής εξουσίας.
Η αστική αντίληψη θεωρεί ότι
όλα τα κόμματα που συμμετέχουν στο αστικό κοινοβούλιο ή στις εκλογές γι' αυτό,
μεταξύ αυτών και το ΚΚ, είναι αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού συστήματος.
Τα ΚΚ, ως
επαναστατικά εργατικά κόμματα, επιδιώκουν
τη συμμετοχή τους στις εκλογές και την εκπροσώπησή τους στη Βουλή, ως στοιχείο
που αξιοποιείται στην ταξική πάλη, δηλαδή στην επικοινωνία με ευρύτερες
εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, στη στήριξη αιτημάτων και διεκδικήσεών τους
πρώτ' απ' όλα σε βιομηχανικές μονάδες, εργασιακούς χώρους, στην αποκάλυψη της
αστικής πολιτικής.
Αξιοποιούν το κοινοβούλιο για τη διάδοση των σοσιαλιστικών σκοπών του
Κόμματος. Βέβαια, η δυνατότητα τέτοιας
συμμετοχής είναι ζήτημα της ιστορικής εξέλιξης στην ανάπτυξη του καπιταλισμού
σε κάθε κράτος, του συσχετισμού δυνάμεων, της πορείας του εργατικού κινήματος
και της πολιτικής του έκφρασης, που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα και κατά
χρονική περίοδο.
Αποτέλεσμα όλων αυτών
είναι να αποκλείονται τυπικά νόμιμα ΚΚ από
τη συμμετοχή στις εκλογές ή γενικότερα να θεωρείται παράνομη η πολιτική τους
δράση ή, αντίθετα, ΚΚ να ενσωματώνονται
στο σύνολο των αστικών θεσμών, ακόμα και με τη συμμετοχή τους στην αστική διακυβέρνηση.
Στην ιστορία των αστικών
κομμάτων και στη χώρα μας βλέπουμε
με ταχύτερους ή βραδύτερους ρυθμούς κινητικότητα
στα αστικά κόμματα, τόσο της
φιλελεύθερης όσο και της γνωστής ως σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας, κόμματα
που τα κατατάσσουν στα «άκρα» των αστικών ιδεολογικών ρευμάτων, όπως αφενός ο εθνικοσοσιαλισμός -
φασισμός, αφετέρου ο σύγχρονος
σοσιαλδημοκρατισμός ως νέο οπορτουνιστικό ρεύμα προερχόμενο από το
κομμουνιστικό κίνημα.
Η ποικιλία στην ύπαρξη αστικών
κομμάτων ή και οπορτουνιστικών εξαρτάται από παράγοντες που σχετίζονται με τις
εσωτερικές και διεθνείς συμμαχίες της καπιταλιστικής εξουσίας σε κάθε δοσμένο
κράτος, το διεθνή συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, ειδικότερα το
συσχετισμό τους σε μια ήπειρο ή γεωγραφική περιφέρεια, το μεταξύ τους
ανταγωνισμό και τις μορφές με τις οποίες αυτός διεξάγεται, π.χ. πριν τον
πόλεμο, σε εμπόλεμη μορφή και πλήθος άλλων παραγόντων.
Ενδιαφέρον έχει η ιστορία του
αστικού πολιτικού συστήματος στο ελληνικό καπιταλιστικό κράτος από την ίδρυσή
του, ειδικότερα στον 20ό αιώνα, ακόμα πιο συγκεκριμένα από την απελευθέρωση το
1944 κι έπειτα, ζήτημα που ξεφεύγει από το αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
Ωστόσο, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε τη μεγάλη κινητικότητα των αστικών
κομμάτων κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, καθώς και το ότι η ΕΔΑ, που η ίδρυσή της αποτέλεσε επιλογή του ΚΚΕ
και στην οποία δούλευαν τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος, «συσπείρωσε
σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις που ενίσχυαν τον οπορτουνισμό στις
γραμμές του ΚΚΕ» (Δοκίμιο Ιστορίας
του ΚΚΕ, Β΄ τόμος 1949 - 1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 408)
Αλλά και στα πρώτα χρόνια της
μεταπολίτευσης, η διαμόρφωση του δίπολου
ΝΔ - ΠΑΣΟΚ πέρασε και από κάποια διαδικασία αποσύνθεσης κομμάτων, όπως της
Ενωσης Κέντρου, της ΕΔΑ, του «ΚΚΕ εσωτερικού» κ.λπ., ενώ στη συνέχεια υπήρξαν
τάσεις απόσχισης (π.χ. ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ, ΚΕΠ) από τα δύο αστικά κυβερνητικά κόμματα
(ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) που εναλλακτικά εξασφάλιζαν αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Πριν να φτάσουμε στη σημερινή
σύνθεση του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλίου προηγήθηκε η απόσχιση από τη ΝΔ και η εμφάνιση του
ΛΑ.Ο.Σ., στη συνέχεια των ΑΝΕΛ.
Από το χώρο του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αποσχίστηκαν δυνάμεις που συγκρότησαν τη
ΔΗΜΑΡ, ενώ στις εκλογές του Μάη
2012 εμφανίστηκαν περισσότερα κόμματα απ' ό,τι στις εκλογές του Ιούνη.
Σε κάθε περίπτωση τις εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα, στη
μορφή της αστικής εξουσίας, οφείλουμε να
τις αναλύσουμε εξετάζοντας τις εξελίξεις στην οικονομία, επομένως τις
εξελίξεις στο εσωτερικό των δύο βασικών
κοινωνικών τάξεων, της αστικής και της εργατικής καθώς και στα μεσαία στρώματα.
Την εμφάνιση ή εξαφάνιση, τη
συρρίκνωση ή ανάπτυξη κομμάτων πρέπει να τη βλέπουμε σε σχέση με τις κοινωνικές
δυνάμεις που εκφράζουν, την εξέλιξη της αντικειμενικής θέσης τους στην
οικονομία κ.λπ., δηλαδή προσηλωμένοι στη σχέση οικονομίας - πολιτικής, με
καθοριστικό το ρόλο της οικονομίας στη διαμόρφωση της πολιτικής.
Η καθοριστική επίδραση που έχει η οικονομική βάση δεν αφορά μόνο το γεγονός ότι η αστική εξουσία εξυπηρετεί γενικά την ενίσχυση και υπεράσπιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αφορά και το πώς μπορεί να επιτευχθεί σε σχέση με πλήθος παραγόντων που ήδη αναφέραμε.
Με αυτό το κριτήριο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι αλλαγές στο αστικό
πολιτικό σύστημα εκφράζουν πάντα αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία,
συνδέονται με αναγκαίες αλλαγές στη διαχείριση του καπιταλισμού, που
συνδέονται με την αναγκαιότητα εσωτερικών και εξωτερικών συμμαχιών της αστικής
τάξης, ανανέωσης των μηχανισμών καθυπόταξης της εργατικής τάξης, των
κατώτερων μεσαίων στρωμάτων.
Εδώ χρειάζεται να σημειώσουμε
ακόμα το εξής: Το αν θα αλλάξει το
μείγμα της οικονομικής διαχείρισης δεν
εξαρτάται από τις πολιτικές
δυνάμεις, αλλά από τις γενικότερες και ειδικότερες ανάγκες της καπιταλιστικής
ανάπτυξης στη δεδομένη φάση.
Κοιτώντας τα τελευταία 30
χρόνια μπορούμε να δούμε ότι η εναλλαγή στο μείγμα της διαχείρισης δεν έχει
«χρώμα», κεντροδεξιοί και
κεντροαριστεροί εφάρμοσαν το ίδιο, νεοκεϋνσιανή και νεοφιλελεύθερη
πολιτική, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος, χωρίς ιδεολογικούς δογματισμούς.
Με αυτά τα κριτήρια θα πρέπει
να δούμε και το πώς επιδρούν η σημερινή φάση της καπιταλιστικής οικονομικής
κρίσης και τα προβλήματα συνοχής στην Ευρωζώνη στην αναμόρφωση του αστικού
πολιτικού συστήματος.
Σε ποιο έδαφος συντελείται η αναμόρφωση;
Εδώ και μια δεκαετία τα επιτελεία της άρχουσας τάξης είχαν διαβλέψει τα φαινόμενα κρίσης του πολιτικού συστήματος και είχαν εντοπίσει τον κίνδυνο διατάραξης της «κοινωνικής συνοχής», επομένως αστάθειας του αστικού πολιτικού συστήματος.
Σε αυτή την εκτίμηση καθοριστική
επίδραση είχε το γεγονός ότι στην Ελλάδα
από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (σε άλλα καπιταλιστικά κράτη ήδη από
τις αρχές της δεκαετίας του 1980) εγκαταλείπεται
σταδιακά η κεϋνσιανή διαχείριση, που είχε ως χαρακτηριστικά της: Την
εκτεταμένη κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία και την εκτεταμένη κρατική
παρέμβαση στις αγορές, στις τιμές, τις σχετικά πιο διευρυμένες κρατικές
κοινωνικές υπηρεσίες για την εξασφάλιση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης
(Πρόνοιας, Υγείας, Κοινωνικής Ασφάλισης), την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης
μέσω ενός διευρυμένου συστήματος εξαγοράς, αξιοποιώντας ακόμα και δικαιώματα
και κατακτήσεις που πραγματοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα της πάλης σε έναν πιο
ευνοϊκό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.
Το ΚΚΕ, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποκάλυψε ότι η
επιστροφή στο φιλελευθερισμό
(νεοφιλελευθερισμός), δηλαδή η διαδικασία εγκατάλειψης της κεϋνσιανής
διαχείρισης, ήταν μια νομοτελειακή
διαδικασία που ανταποκρινόταν στις ανάγκες του κεφαλαίου για διευρυμένη
αναπαραγωγή του.
Είχαν πλέον εκλείψει οι οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν
στην κεϋνσιανή διαχείριση (εκτεταμένη
καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύπαρξη
σοσιαλιστικών κρατών στην Ευρώπη), ενώ
ήδη είχε εκδηλωθεί γενικευμένη οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του
1970.
Το ΚΚΕ δεν
αποπροσανατολίστηκε να διαχωρίσει την πάλη του απέναντι στην αντιλαϊκή
καπιταλιστική εξουσία στη βάση της ψευδεπίγραφης γραμμής του
αντινεοφιλελευθερισμού, αλλά πρωτοστάτησε
στην ανάδειξη των αιτιών και των συνεπειών των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων,
στην υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων και συμφερόντων
(Υγεία, Πρόνοια, Κοινωνική Ασφάλιση, εργασιακές σχέσεις).
Βέβαια, οι αναδιαρθρώσεις πήγαζαν από τις ίδιες τις ανάγκες και τις
νομοτέλειες του καπιταλισμού, γι' αυτό και προωθήθηκαν τόσο από τη ΝΔ όσο
και από το ΠΑΣΟΚ. Εξέφραζαν κοινές
ανάγκες του κεφαλαίου που
εξυπηρέτησε η συγκρότηση της ΕΕ και της ΟΝΕ (στις αρχές και τα τέλη της
δεκαετίας του 1990). Γι' αυτό η αντίθεση με την ΕΕ και την ΟΝΕ τότε ήταν
ουσιαστικά ζήτημα αντίθεσης με τα μονοπώλια, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, τον
καπιταλισμό.
Έτσι εξηγείται ότι το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε ήταν το ΚΚΕ, ενώ ο ΣΥΝ
υπερθεμάτισε.
Στη συνέχεια, τη δεκαετία του
2000, έγινε πιο πιεστική η ανάγκη των αντιδραστικών καπιταλιστικών
αναδιαρθρώσεων λόγω αλλαγών στη διεθνή καπιταλιστική αγορά με την είσοδο της
Κίνας, την αναβάθμιση της Ρωσίας, της Ινδίας, της Βραζιλίας κ.λπ.
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες εκδηλώθηκε το φαινόμενο που σε επίπεδο ΕΕ ονομάστηκε «κρίση
της σοσιαλδημοκρατίας».
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που σε
μεγάλο βαθμό είχαν συνδέσει την ταυτότητά τους με τη μεταπολεμική διαχείριση,
ως αστικά κόμματα, ως δυνάμεις εναλλαγής της αστικής διακυβέρνησης, ανέλαβαν να προωθήσουν την πολιτική των
καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Το γεγονός αυτό έπληξε τη
σχέση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με την παραδοσιακή τους βάση, καθώς
στηρίζονταν κυρίως σε τμήματα της κρατικής υπαλληλίας, της εργατικής
αριστοκρατίας, αλλά και ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες.
Στην Ελλάδα είχαμε την κρίση
στο ΠΑΣΟΚ, όπως αυτή κορυφώθηκε ιδιαίτερα μετά την κυβερνητική εναλλαγή του
2004, η οποία βεβαίως αντανακλούσε βαθύτερες διεργασίες. Ήδη ορισμένοι
μελετητές της εκλογικής συμπεριφοράς του διαστήματος 2000 - 2007 (βουλευτικές
εκλογές 2000, τοπικές 2002, βουλευτικές και ευρωεκλογές 2004, τοπικές 2006 και
βουλευτικές 2007) διέβλεψαν τάσεις αποδυνάμωσης του δικομματισμού, ενίσχυσης
του λευκού - άκυρου, αποχής, αναφέρθηκαν σε κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού
συστήματος στα μάτια των «πολιτών», σε απαξίωση της πολιτικής κ.λπ.
Το αστικό πολιτικό σύστημα αυτοπροσώπως |
Η καπιταλιστική οικονομική κρίση είναι βαθιά, διεθνής, συγχρονισμένη, συνδέεται με όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, κλονίζοντας τη συνοχή της, όσο κυρίως ανάμεσα σε Γερμανία - ΗΠΑ - Ρωσία - Κίνα κ.ά.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εκδηλώνεται περιοδικά και
είναι γνήσιο τέκνο ενός συστήματος του οποίου σκοπός και κίνητρο της
παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο και το κέρδος του, η διασφάλιση της
διευρυμένης αναπαραγωγής του.
Η Ιστορία έχει επιβεβαιώσει την αδυναμία της αστικής διαχείρισης σε όλες
της τις εκδοχές να ματαιώσει την εκδήλωση της κρίσης.
Σήμερα, εντείνεται η συζήτηση
σχετικά με την ανάγκη αλλαγής του μείγματος διαχείρισης. Μια σειρά δυνάμεις μιλάνε για κρίση του «νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού»
και προτείνουν την επιστροφή σ' ένα νεοκεϋνσιανό μείγμα. Ακόμα και οι ίδιοι
οι καπιταλιστές συχνά επίσης ρίχνουν τις ευθύνες στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Η κεϋνσιανή διαχείριση ήταν γέννημα της μεγάλης κρίσης του 1929, της επέκτασής της στη δεκαετία του 1930 που
οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πήρε τη
μορφή του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και μεταγενέστερα εκφράστηκε στη
μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική επεκτατική διαχείριση στη Δυτική Ευρώπη.
Αποδείχθηκε ότι η κεϋνσιανή
πολιτική δεν μπορεί να εξαλείψει τις αντιφάσεις και τις νομοτέλειες της
καπιταλιστικής παραγωγής. Ήταν η
πολεμική παραγωγή για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό με την τεράστια
καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την απαξίωση κεφαλαίου που επέφερε, οι παράγοντες που έδωσαν ώθηση στην
καπιταλιστική ανάπτυξη και όχι οι
κεϋνσιανές επιλογές των εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία και του Ρούσβελτ στις
ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα τα
κεϋνσιανά προγράμματα εκείνης της περιόδου ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την
προετοιμασία και την πορεία του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Αντίστοιχα, η διεθνής κρίση
της περιόδου 1973 - 1975 ανέδειξε για μια ακόμα φορά την αδυναμία της
κεϋνσιανής διαχείρισης στην αποτροπή της κρίσης.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βγει απ' τις αντιφάσεις του. Η διέξοδος
από την καπιταλιστική οικονομική κρίση υπακούει στους νόμους της καπιταλιστικής
οικονομίας απαιτώντας μεγάλη απαξίωση κεφαλαίων και καταστροφή παραγωγικών
δυνάμεων.
Στην Ελλάδα, το βάθος της κρίσης, η απώλεια ανταγωνιστικής
θέσης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, ο συνεχής δανεισμός και η
ανεπαρκής απαξίωση κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης, η σημαντική
απώλεια δημοσιονομικής ευελιξίας, η όξυνση του ανταγωνισμού στην
ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αυξάνουν
τις δυσκολίες και οξύνουν τις αντιφάσεις της αστικής πολιτικής.
Σε αυτές τις συνθήκες
αντικειμενικά ενισχύεται ο
προβληματισμός τμημάτων της άρχουσας τάξης για το αν η παραμονή στην Ευρωζώνη ή, γενικότερα, η λειτουργία της
Ευρωζώνης υπό τους σημερινούς όρους εξακολουθεί
να υπηρετεί αποτελεσματικά το αστικό στρατηγικό συμφέρον της διευρυμένης
καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Είναι δεδομένο ότι όλα τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου δεν
έχουν τις ίδιες προτεραιότητες ούτε τους ίδιους προσανατολισμούς
σχετικά με τις διεθνείς συμμαχίες της Ελλάδας. Αντικειμενικά, λοιπόν, οξύνονται οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της
ελληνικής αστικής τάξης.
Εντείνονται οι προβληματισμοί που
επικεντρώνονται στο «κράτος δικαίου», στο κράτος που υπερασπίζεται την ατομική
ιδιοκτησία και πάνω σε αυτή την «ελευθερία» υπερασπίζεται την αγορά, αλλά
διαφυλάσσει όλη την κοινωνία από «παράπλευρες συνέπειες» που μπορεί να
οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη κοινωνική αντίθεση, σύγκρουση.
Με αυτό το σκεπτικό απομονώνουν τις ευθύνες της πολιτικής (των κομμάτων, των βουλευτών, των υπουργών και
των επιτελείων τους) από τα
συμφέροντα της οικονομικά κυρίαρχης δύναμης, της τάξης των καπιταλιστών.
Δεν πρόκειται για καινοτομία. Είναι παλιό φαινόμενο η απαξίωση
κομμάτων του κοινοβουλίου, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε συνθήκες
παρατεταμένης και βαθιάς κρίσης.
Αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο αναμορφώνεται το αστικό πολιτικό
σύστημα της χώρας. Είναι
χαρακτηριστική η τοποθέτηση αστικής πηγής:
«Είναι η κρίση τόσο βαθιά και
οι μεταβολές που επιβάλλει τόσο γρήγορες, ώστε οι επιλογές που χρειάζεται να
κάνουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις είναι τόσο μεγάλες και καθοριστικές που
κανέναν δεν αφήνουν και δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστο. Το επόμενο διάστημα θα
είναι πολιτικά εκρηκτικό. Τα μέτρα θα ληφθούν, όπως φαίνεται, γιατί κανείς δεν
μπορεί να σηκώσει το βάρος των συνεπειών μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης με την
Ευρώπη. Και η λήψη τους αναγκαστικά θα επιδράσει στα πολιτικά πράγματα της
χώρας. Οι επιλογές που θα γίνουν προσεχώς θα διαμορφώσουν τα νέα πολιτικά
μέτωπα και θα συγκροτήσουν τη βάση των νέων συμμαχιών, νέων συμπράξεων και,
γιατί όχι, νέων σχηματισμών. Η κρίση αλλάζει ταχύτατα τον πολιτικό χάρτη της
χώρας, ήδη έχει καταναλώσει τρεις κυβερνήσεις και ίσως να χρειαστούν άλλες
τόσες μέχρι να βρει η χώρα σταθερή βάση ανάκαμψης. Σε κάθε περίπτωση ο βίαιος
μετασχηματισμός του οικονομικού μοντέλου δεν μπορεί παρά να επιβάλει αντίστοιχα
και το βίαιο μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος. Είναι απλώς θέμα χρόνου»
(Από
κύριο άρθρο της εφημερίδας «Το Βήμα», 2 Αυγούστου 2012)
Κ.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 29/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.