Προσφορά, στο απαιτητικό και ώριμο κινηματογραφόφιλο κοινό, από την Κομματική Οργάνωση Οπτικοακουστικού της ΚΟΑ
–στο πλαίσιο της Οικονομικής Εξόρμησης του ΚΚΕ–
το σοβιετικό κλασικό αντιφασιστικό αριστούργημα του Ελεμ Κλίμοφ
ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ
Αναζητήστε το!
ΕΛΕΜ (Ενγκελς-Λένιν-Μαρξ) ΚΛΙΜΟΦ (1933-2003)
–στο πλαίσιο της Οικονομικής Εξόρμησης του ΚΚΕ–
το σοβιετικό κλασικό αντιφασιστικό αριστούργημα του Ελεμ Κλίμοφ
ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ
Αναζητήστε το!
ΕΛΕΜ (Ενγκελς-Λένιν-Μαρξ) ΚΛΙΜΟΦ (1933-2003)
Έλα να δεις
(142 λεπτά)
*
Βλέπε και:
Η παρουσίαση της ταινίας από τον Μπ.Ζ. (VIDEO και κείμενο)
στην Κινηματογραφική Λέσχη Καισαριανής, στις 17/2/2016,
από τη δεύτερη θεματική ενότητα, Πόλεμος - Φασισμός:
Έλα Να Δεις: Το Κατίν και η Αποκάλυψη του καπιταλισμού από τον Έλεμ Κλίμοφ (VIDEO)
*
*
Βλέπε και:
Η παρουσίαση της ταινίας από τον Μπ.Ζ. (VIDEO και κείμενο)
στην Κινηματογραφική Λέσχη Καισαριανής, στις 17/2/2016,
από τη δεύτερη θεματική ενότητα, Πόλεμος - Φασισμός:
Έλα Να Δεις: Το Κατίν και η Αποκάλυψη του καπιταλισμού από τον Έλεμ Κλίμοφ (VIDEO)
*
Με δυο λόγια
Λευκορωσία 1943. Ο 12χρονος Φλόρια ξεθάβει ένα όπλο, και κατατάσσεται στο Ρωσικό στρατό για να γίνει αντάρτης και να ζήσει ηρωικά κατορθώματα.
Όμως το μόνο που θα δει, μπαίνοντας στην καρδιά του σκοταδιού είναι το φριχτό πρόσωπο του πολέμου, που μέσα από το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού και τη ναζιστική του κτηνωδία, θα αποτυπωθεί στο δικό του πρόσωπο με τον πιο αμείλικτο και ανεξίτηλο τρόπο.
Το «Έλα να δεις» είναι η «Αποκάλυψη Τώρα!» (και πάντα), που συντελείται μέσα στην καρδιά ενός παιδιού, κάνοντάς το να γεράσει πριν καλά καλά γεννηθεί, στη συγκλονιστικότερη και πληρέστερη –κατά τη γνώμη μας– «για την ποιότητα της ανθρωπιάς της» (Σον Πεν) αντιπολεμική και αντιφασιστική ταινία, ενός «από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές του καιρού μας» (Ραφαηλίδης) [Βλέπε παρακάτω].
Βραβείο FIPRESCI, στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Μόσχας του 1985.
Το «Έλα να δεις» προβλήθηκε στη χώρα μας τον Γενάρη του 2009 ταυτόχρονα με το «Κατίν» (2007) του Βάιντα. [Εδώ το πραγματικό Κατίν του Γκαίμπελς].
Όποιος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Κλίμοφ και δεν πήγε μόνο στο ανιστόρητο και πολυδιαφημισμένο από τα Αστικά Μέσα «δράμα» του Βάιντα, μπόρεσε να δει και να διαπιστώσει –όσο προκατειλημμένος κι αν ήταν– τη διαφορά ανάμεσα σε έναν αληθινό δημιουργό και στα «δημιουργήματα» της αντικομουνιστικής προπαγάνδας.
Το ίδιο μπορεί να κάνει και τώρα. Ποτέ δεν είναι αργά. Αρκεί να «βλέπει».
- Αγωνία,1981 (Rasputin –πραγμ. τίτλος Agoniya). Η Αγωνία δεν είναι μια βιογραφία του Γκριγκόρι Εφίμοβιτς Ρασπούτιν (1871-1916), ούτε περιγράφει την αγωνία του φοβερού μουζίκου κατά τον τελευταίο χρόνο της ζωής του. Μιλάει για την αγωνία ολόκληρου του ρωσικού λαού και για τις συνθήκες που θα τον οδηγήσουν στη μεγάλη επανάσταση του 1917.
- Αποχαιρετισμός,1983 (PROSANIE) –μετά το θάνατο της γυναίκας του, της σκηνοθέτιδας Λαρίσας Σέπιτκο. Στον Αποχαιρετισμό ένα παραδοσιακό χωριό της Σιβηρίας θα αποτεφρωθεί για να κατασκευαστεί ένα φράγμα. Οι νέοι εγκαταλείπουν ευτυχισμένοι τον τόπο τους, οι γέροι θα σβήσουν μαζί με τη γη των προγόνων τους, αποχαιρετώντας τα σπίτια τους και τους νεκρούς τους, σε σκηνές καθαρής ποίησης, θρηνώντας μεν τον παλιό κόσμο που χάνεται, «χωρίς όμως ‒όπως γράφει ο Ραφαηλίδης‒ να μεμψιμοιρούν για τον κόσμο που έρχεται». Ο Αποχαιρετισμός είναι ένα αριστούργημα διαλεκτικής σκέψης, μακριά πολύ από α-φύσικες οικολογικές απλουστεύσεις. «Η φύση ‒θα γράψει πάλι ο Ρ.‒ είναι μόνο για τους ποιητές και τους χωρικούς. Μόνο όποιος μπορεί να πεθάνει φυσικά, μπορεί και να ζήσει φυσικά».
Μπάμπης Ζαφειράτος
_____________ Λοιπές πληροφορίες και φιλμογραφία: IMDb
Το Έλα να δεις και δια της Μποτίλιας.
- Κατεβάστε ταινία και ελληνικούς υπότιτλους, μέσω Torrentz (οδηγίες στο τέλος).
*
Τρέιλερ
Τρέιλερ
ΕΛΕΜ ΚΛΙΜΟΦ
Ο τίτλος της ταινίας βγαίνει μέσα από το Βιβλίο της Αποκάλυψης και λειτουργεί υπαινικτικά με τις εικόνες αποκάλυψης που ο δημιουργός παραθέτει. Εικόνες που καίνε πάνω στο υποσυνείδητο:
Ένα γερμανικό προσκοπικό αεροπλάνο βουίζει ίδιος άγγελος θανάτου... Αλεξίπτωτα φτερουγίζουν στον ουρανό σαν απειλητικά έντομα... Φωτεινοί πορτοκαλί ανιχνευτές πέφτουν με γδούπο στα πλευρά μιας αβοήθητης αγελάδας...
Ένας παιχνιδιάρικος αξιωματικός της ομάδας «Einsatzgruppen» με περίεργη στάση διατάζει την εξόντωση ενός χωριού. Πρόκειται για αληθινό αριστούργημα, ενδεχομένως, για την «αφυπνιστικότερη» αντιπολεμική και αντιφασιστική ταινία όλων των εποχών.
Κανένα φιλμ «Αποκάλυψης», όπως τα δημοφιλέστατα «ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΡΑ» ή «FULL METAL JACKET», δεν απεικονίζει τις «απανθρωπότατες» επιπτώσεις του πολέμου –τη συνέχιση της καπιταλιστικής ειρήνης– πιο έντονα, πιο άγρια, πιο παραστατικά από τα αθώα μάτια του Φλόρια, που πρωτοσυναντάμε στα πυκνά δάση της Λευκορωσίας. Μάτια που στο τέλος της οδύσσειάς του κατάντησαν γέρου, δυο τρύπες για μάτια, που μέσα τους αντικατοπτρίζεται η αμέτρητη φρικαλεότητα όσων «είδε»...
Η ιστορία του «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» ξετυλίγεται στη Λευκορωσία, κοντά στα πολωνικά σύνορα το 1943. Η ταινία φτιάχτηκε για την επέτειο των 40 χρόνων από τη θριαμβευτική νίκη του Σοβιετικού Στρατού και Λαού επί του Ναζισμού.
Το ουσιαστικό της «κατόρθωμα», είναι αυτό της απεικόνισης της αληθινής φύσης και ταυτότητας του ιμπεριαλιστικού πολέμου, μέσα από το βλέμμα ενός αγροτόπαιδου που βρίσκει ένα όπλο και το σκάει από το σπίτι του για να ενταχθεί στις γραμμές των Παρτιζάνων που πολεμούν ναζιστές και ντόπιους συνεργάτες τους. (Το σενάριο με αρχικό τίτλο «Kill Hitler» συνέγραψε με τον Κλίμοφ, ο Αλεξάντερ Αντάμοβιτς που νεαρός πολέμησε με τους Λευκορώσους παρτιζάνους).
Το «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» αποπνέει, κυριολεκτικά, παγερό θανατικό και απέραντη ερημιά, που αγγίζει κάθε μορφή ζωής και καταγράφει το κτηνώδες μίσος του φασισμού προς τον μοναδικό του εχθρό, το σοσιαλισμό.
Η ταινία έχοντας αποτινάξει από πάνω της κάθε ίχνος, χολιγουντιανού τύπου, πατριωτισμό, με γελοία μεγαλόστομους διαλόγους, με «ηρωικές» πράξεις και «καθαρτικό» χάπι εντ, μας βυθίζει καταλυτικά στην απόλυτη αλήθεια της θηριωδίας του ναζισμού, μας καθιστά κοινωνούς της ανθρώπινης απόγνωσης, του τρόμου της απάθειας, αλλά ταυτόχρονα, του υπεράνθρωπου «υπέρ πάντων» αγώνα για την επιβίωση και την τελική μεγάλη νίκη του συστήματος της ζωής πάνω στο σύστημα του θανάτου...
Ό,τι αγάπησε ο Φλόρια, και ο κάθε Φλόρια, το εξοντώνει ο πόλεμος, φρικιαστικές οι μνήμες που καθρεφτίζονται στο άδειο βλέμμα που κοιτάζοντάς μας κατάματα μας προειδοποιεί να κρατήσουμε στη δική μας μνήμη άσβεστο αυτό που είδαμε, άσβεστο το μίσος για το φασισμό...
Παίζουν: Αλεξέι Κραβσένκο, Ολγα Μιρόνοβα, Βλάντας Μπαγκντόνας, κ.ά.
Σενάριο: Ales Adamovich (1927–1994) και Elem Klimov
Παραγωγή: ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ (1985)
*
Ο ΕΛΕΜ ΚΛΙΜΟΦ
(και η Τζία Γιοβάνη)
για το Έλα να δεις
(και η Τζία Γιοβάνη)
για το Έλα να δεις
«Δεν μετανιώνω που έκανα αυτήν την ταινία. Κάποιος πρέπει να κάνει τη διαφορά πού και πού, ώστε να γίνει κάτι αξιόλογο! Εδώ βρίσκεται το μυστικό της καλής δουλειάς. Να μπορείς να προσφέρεις στον κόσμο κάτι πραγματικά σοβαρό, πραγματικά, μεστό νοήματος!»
Ο σκηνοθέτης Ελεμ Κλίμοφ, γεννήθηκε στο Στάλινγκραντ στις 9 Ιουλίου 1933 σε οικογένεια κομμουνιστών. Το όνομά του είναι ακρωνύμιο των Ενγκελς/ Λένιν/ Μαρξ.
Το 1957 αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Αεροπορίας. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι έπειτα μπήκε στο VGIK, την περίφημη ανώτατη Κρατική Σχολή Κινηματογράφου, από όπου αποφοίτησε το 1964.
Δούλεψε ως κινηματογραφιστής κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του σοβιετικού κράτους, μια περίοδο μεταίχμιο, που ο κινηματογράφος στρεφόταν από τον κοινωνικό ρεαλισμό προς πεδία περισσότερο προσωπικών δραμάτων ανιχνεύοντας το άτομο/πρόσωπο και το ρόλο του σε μια κοινωνία σε τροχιά αλλαγής.
Ο Κλίμοφ κατόρθωσε να γυρίσει μόνο πέντε μεγάλου μήκους ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Το κύκνειο άσμα του «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» –ταινία για την τεσσαρακοστή επέτειο της Αντιφασιστικής Νίκης– αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές, αντιπολεμικές ταινίες παγκοσμίως.
Το 1957 αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Αεροπορίας. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι έπειτα μπήκε στο VGIK, την περίφημη ανώτατη Κρατική Σχολή Κινηματογράφου, από όπου αποφοίτησε το 1964.
Δούλεψε ως κινηματογραφιστής κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του σοβιετικού κράτους, μια περίοδο μεταίχμιο, που ο κινηματογράφος στρεφόταν από τον κοινωνικό ρεαλισμό προς πεδία περισσότερο προσωπικών δραμάτων ανιχνεύοντας το άτομο/πρόσωπο και το ρόλο του σε μια κοινωνία σε τροχιά αλλαγής.
Ο Κλίμοφ κατόρθωσε να γυρίσει μόνο πέντε μεγάλου μήκους ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Το κύκνειο άσμα του «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» –ταινία για την τεσσαρακοστή επέτειο της Αντιφασιστικής Νίκης– αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές, αντιπολεμικές ταινίες παγκοσμίως.
Βραβεύτηκε με τη διάκριση της Καλύτερης Ταινίας και του Βραβείου FIPRESCI, στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Μόσχας του 1985.
Ο Κλίμοφ πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 2003.
«Να σας πω πώς σκέφτηκα τον τίτλο της ταινίας. Η πρώτη εκδοχή στο σενάριο έφερε τον τίτλο "Σκότωσε τον Χίτλερ". Μετά την πάροδο εφτά ετών, όταν τελικά μάς επετράπη να ασχοληθούμε με την ταινία, ανέφεραν ότι η λέξη "Χίτλερ" έπρεπε να κοπεί. Οταν όμως λέω, "Σκότωσε τον Χίτλερ" δεν εννοώ συγκεκριμένα τον Χίτλερ, το λέω γενικά. Ο τίτλος όμως, έπρεπε να αλλάξει και ζήτησα από τον αδελφό μου να στραφεί στην Καινή Διαθήκη. Ημασταν καθ' οδόν για το Γκοσκίνο και ξεφύλλιζε την Αποκάλυψη του Ιωάννη και βρήκε το απόσπασμα: "το Αρνίον άνοιξε μια από τις σφραγίδες, άκουσα 1 από τα 4 ζώα σαν με φωνή βροντής να λέει: Ελα να δεις". Αυτό επαναλαμβάνεται, αρκετές φορές. Έτσι προέκυψε ο τίτλος...
Ένιωθα πολύ άσχημα που δεν είχα γυρίσει μια ταινία για τον πόλεμο– διηγείται ο σκηνοθέτης. Γεννήθηκα στο Στάλινγκραντ και σαν παιδί είχα φυσικά βιώσει όλους τους βομβαρδισμούς. Μας θυμάμαι να διασχίζουμε τον Βόλγα και να περνάμε τα Ουράλια, η μητέρα μου, ο αδερφός μου βρέφος κι εγώ. Ήταν Οκτώβρης του 1942. Καθόμαστε κάτω από ένα υπόστεγο στο πλοιάριο. Το Στάλινγκραντ εκτεινόταν στα δεξιά του ποταμού. Ήταν μια μακριά –σαν σωλήνας– πόλη, είχε μήκος ατέλειωτα χιλιόμετρα και στο βάθος του ορίζοντα άρχιζε η στέπα και τα βουνά. Η πόλη ολόκληρη είχε τυλιχτεί στις φλόγες... ακόμα και το ποτάμι καιγόταν! Η φωτιά απλωνόταν 1,5 χλμ. Είχαν βομβαρδίσει έναν πετρελαϊκό σταθμό που έπεσε στο ποτάμι και το νερό πήρε φωτιά. Μας βομβάρδιζαν συνεχώς, το νερό έβραζε...».
Ένιωθα πολύ άσχημα που δεν είχα γυρίσει μια ταινία για τον πόλεμο– διηγείται ο σκηνοθέτης. Γεννήθηκα στο Στάλινγκραντ και σαν παιδί είχα φυσικά βιώσει όλους τους βομβαρδισμούς. Μας θυμάμαι να διασχίζουμε τον Βόλγα και να περνάμε τα Ουράλια, η μητέρα μου, ο αδερφός μου βρέφος κι εγώ. Ήταν Οκτώβρης του 1942. Καθόμαστε κάτω από ένα υπόστεγο στο πλοιάριο. Το Στάλινγκραντ εκτεινόταν στα δεξιά του ποταμού. Ήταν μια μακριά –σαν σωλήνας– πόλη, είχε μήκος ατέλειωτα χιλιόμετρα και στο βάθος του ορίζοντα άρχιζε η στέπα και τα βουνά. Η πόλη ολόκληρη είχε τυλιχτεί στις φλόγες... ακόμα και το ποτάμι καιγόταν! Η φωτιά απλωνόταν 1,5 χλμ. Είχαν βομβαρδίσει έναν πετρελαϊκό σταθμό που έπεσε στο ποτάμι και το νερό πήρε φωτιά. Μας βομβάρδιζαν συνεχώς, το νερό έβραζε...».
«Οι μανάδες κάλυπταν τα παιδιά με τα κορμιά τους. Έριχναν πάνω μας κουβέρτες, μαξιλάρια ό,τι έβρισκαν. Και τους εαυτούς τους, πάνω απ' όλα αυτά. Εγώ κρυφοκοιτούσα, ήμουν περίεργος. Ο πατέρας μου είχε μείνει στο Στάλινγκραντ να πολεμήσει. Είμαι φορτισμένος με ανεξίτηλες αναμνήσεις από κείνη την κόλαση. Γιατί, ήταν μια εκδρομή στην κόλαση! Μέσα μου μένει πάντα ζωντανή! Αυτή, η προσωπική μου μαρτυρία, ήταν ο κύριος λόγος που με ώθησε να γυρίσω μια ταινία για τον πόλεμο».
«Ένας ακόμη λόγος ήταν η αίσθηση ότι ο κόσμος βρισκόταν τότε στο χείλος της καταστροφής. Νιώθαμε στο πετσί μας, ότι, όπου να 'ναι, θα ξεσπούσε ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε φτάσει σε σημείο που η παραμικρή ανισορροπία θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμια καταστροφή.
«Ένας ακόμη λόγος ήταν η αίσθηση ότι ο κόσμος βρισκόταν τότε στο χείλος της καταστροφής. Νιώθαμε στο πετσί μας, ότι, όπου να 'ναι, θα ξεσπούσε ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε φτάσει σε σημείο που η παραμικρή ανισορροπία θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμια καταστροφή.
Ένας τελευταίος λόγος είχε να κάνει με την ταινία μου "ΑΓΩΝΙΑ" (ένα αμφιλεγόμενο project για την 60στή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, μια αξιοσημείωτη συνάθροιση επικαίρων, παλαιών φωτογραφιών και σταδιακά ταμπλό που αναδημιουργούν τις τελευταίες μέρες της Αυτοκρατορικής Ρώσικης Αυλής). Είχα απογοητευτεί από μένα –λέει ο Κλίμοφ. Είχα εξαιρετικό πρωτογενές υλικό και ένα θαυμάσιο επιτελείο, έναν εξαίρετο μουσικοσυνθέτη, τον Σνίτκε, καλό διευθυντή φωτογραφίας, σχεδιαστή παραγωγής, ηθοποιούς... Δεν στάθηκα ικανός να εκφράσω όλες αυτές, τις ιδιαίτερα πολύπλοκες συναισθηματικές καταστάσεις, που ήθελα να διερευνήσω. Δεν ήμουν έτοιμος γι' αυτό και μου βγήκε έτσι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας. Έψαχνα για το υλικό που θα μπορούσε να με αποκαταστήσει "στα μάτια μου". Σε πολλούς αρέσει η ταινία "Αγωνία", αλλά εγώ την κοίταξα πολύ επικριτικά. Υπήρχαν τρεις λόγοι, λοιπόν, που έψαχνα για κάτι, που είχε σχέση με τον πόλεμο και μ' ένα είδος φόβου, ενός γεγονότος της Αποκάλυψης, σ' αυτόν τον κόσμο.
Τυχαία, έπεσε στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα του Λευκορώσου Άλες Αντάμοβιτς γόνου οικογένειας ανταρτών, τον οποίον δε γνώριζα τότε, που έφηβος την εποχή του πολέμου, θυμόταν τα πάντα. Γνώριζα, όμως, τον Βασίλι Μπάικοφ, γιατί η Λαρίσα Σεπίτκο, η σύζυγός μου, είχε κάνει μια εκπληκτική ταινία, ένα πραγματικό αριστούργημα, την "Ανάληψη", διασκευή για την οθόνη του "Σοτνίκοφ" του Μπάικοφ. Δε γνώριζα τον Αντάμοβιτς. Έπειτα διάβασα το "Η Ιστορία του Κατίν", υλικό εξαίρετο λόγω της ζωντανής αφήγησης και της επιδεξιότητας στην περιγραφή της ναζιστικής κατοχής στη Λευκορωσία και της γενοκτονίας του πληθυσμού. Ηταν εξαιρετικό υλικό!»
Τυχαία, έπεσε στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα του Λευκορώσου Άλες Αντάμοβιτς γόνου οικογένειας ανταρτών, τον οποίον δε γνώριζα τότε, που έφηβος την εποχή του πολέμου, θυμόταν τα πάντα. Γνώριζα, όμως, τον Βασίλι Μπάικοφ, γιατί η Λαρίσα Σεπίτκο, η σύζυγός μου, είχε κάνει μια εκπληκτική ταινία, ένα πραγματικό αριστούργημα, την "Ανάληψη", διασκευή για την οθόνη του "Σοτνίκοφ" του Μπάικοφ. Δε γνώριζα τον Αντάμοβιτς. Έπειτα διάβασα το "Η Ιστορία του Κατίν", υλικό εξαίρετο λόγω της ζωντανής αφήγησης και της επιδεξιότητας στην περιγραφή της ναζιστικής κατοχής στη Λευκορωσία και της γενοκτονίας του πληθυσμού. Ηταν εξαιρετικό υλικό!»
«Γνωρίστηκα μαζί του, τον συμπάθησα πολύ. Αργότερα συνειδητοποίησα γιατί έγινε αυτό. Ηταν ένας άνθρωπος πολύ ειλικρινής, πολύ ταλαντούχος κι έξυπνος. Ολη του η οικογένεια ήταν αντάρτες. Ηταν έφηβος τότε και τα θυμόταν όλα. Ετσι, αρχίσαμε να γράφουμε το σενάριο μαζί.
Δεν κάναμε προσαρμογή, ακολουθήσαμε το πνεύμα του βιβλίου. Ριχτήκαμε στη δουλειά και σκεφτήκαμε έναν τίτλο: "Σκότωσε τον Χίτλερ". Μ' αυτό εννοούσαμε: σκότωσε τον Χίτλερ μέσα σου, γιατί έχουμε όλοι τους δαίμονές μας σε κάποιο βαθμό. Τελειώσαμε, λοιπόν, εκείνο το σενάριο. Η ταινία θα ήταν μια παραγωγή των "Στούντιο της Λευκορωσίας". Ψάχναμε για τοποθεσίες, ηθοποιούς και για τον πρωταγωνιστή μας.
Ξέραμε καλά ότι θα ήταν ένα αγόρι κι όχι ενήλικας. Απαιτητικός ρόλος με ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις. Εμείς απλώς θα κινηματογραφούσαμε, εκείνο όμως, θα έπαιζε. Και βρήκαμε ένα τέτοιο παιδί. Ηταν από τη Σιβηρία, 15 χρονών. Βρήκαμε τις τοποθεσίες και θα αρχίζαμε τα γυρίσματα. Μας κατεύθυνε ο Π. Μοσερόφ, Λευκορώσος αξιωματούχος. Είχα υποψίες απέναντι στο "Γκοσκίνο", ίσως ήμουν στη μαύρη λίστα μετά την "Αγωνία". Εν ολίγοις, μας έκαναν τέτοιες παρατηρήσεις για το σενάριο, που το εγχείρημα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Κι έτσι, αρνήθηκα να το κάνω, επικαλέστηκα ασθένεια και λοιπά»...
«Κι ύστερα, μια παύση 7 ετών. Είμαι καταπληκτικός στις παρατεταμένες παύσεις... Προωθούσα την "Αγωνία" για 8 χρόνια. Τη γύρισα κι έμεινε 10 χρόνια στο συρτάρι. Πολλά σενάρια που δεν γυρίστηκαν, κι έπειτα αυτή η παύση... 7 χρόνια πέρασαν, είχαμε την 40ή Επέτειο της Νίκης. Μια ελπίδα άστραψε. Ηθελαν να γυρίσει την ταινία άλλος σκηνοθέτης. Ο Αντάμοβιτς όμως είπε: "Οχι, μόνο αυτός"! Επί εφτά χρόνια αγωνιζόταν για μένα. Κάποιες περιόδους ξεχνούσα τελείως την ταινία, παρόλο που με πονούσε το ότι δεν την είχα γυρίσει. Τελικά, ξαναπιάσαμε δουλειά. Κι ο τίτλος φανερώθηκε: Ελα να δεις»...
Δεν κάναμε προσαρμογή, ακολουθήσαμε το πνεύμα του βιβλίου. Ριχτήκαμε στη δουλειά και σκεφτήκαμε έναν τίτλο: "Σκότωσε τον Χίτλερ". Μ' αυτό εννοούσαμε: σκότωσε τον Χίτλερ μέσα σου, γιατί έχουμε όλοι τους δαίμονές μας σε κάποιο βαθμό. Τελειώσαμε, λοιπόν, εκείνο το σενάριο. Η ταινία θα ήταν μια παραγωγή των "Στούντιο της Λευκορωσίας". Ψάχναμε για τοποθεσίες, ηθοποιούς και για τον πρωταγωνιστή μας.
Ξέραμε καλά ότι θα ήταν ένα αγόρι κι όχι ενήλικας. Απαιτητικός ρόλος με ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις. Εμείς απλώς θα κινηματογραφούσαμε, εκείνο όμως, θα έπαιζε. Και βρήκαμε ένα τέτοιο παιδί. Ηταν από τη Σιβηρία, 15 χρονών. Βρήκαμε τις τοποθεσίες και θα αρχίζαμε τα γυρίσματα. Μας κατεύθυνε ο Π. Μοσερόφ, Λευκορώσος αξιωματούχος. Είχα υποψίες απέναντι στο "Γκοσκίνο", ίσως ήμουν στη μαύρη λίστα μετά την "Αγωνία". Εν ολίγοις, μας έκαναν τέτοιες παρατηρήσεις για το σενάριο, που το εγχείρημα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Κι έτσι, αρνήθηκα να το κάνω, επικαλέστηκα ασθένεια και λοιπά»...
«Κι ύστερα, μια παύση 7 ετών. Είμαι καταπληκτικός στις παρατεταμένες παύσεις... Προωθούσα την "Αγωνία" για 8 χρόνια. Τη γύρισα κι έμεινε 10 χρόνια στο συρτάρι. Πολλά σενάρια που δεν γυρίστηκαν, κι έπειτα αυτή η παύση... 7 χρόνια πέρασαν, είχαμε την 40ή Επέτειο της Νίκης. Μια ελπίδα άστραψε. Ηθελαν να γυρίσει την ταινία άλλος σκηνοθέτης. Ο Αντάμοβιτς όμως είπε: "Οχι, μόνο αυτός"! Επί εφτά χρόνια αγωνιζόταν για μένα. Κάποιες περιόδους ξεχνούσα τελείως την ταινία, παρόλο που με πονούσε το ότι δεν την είχα γυρίσει. Τελικά, ξαναπιάσαμε δουλειά. Κι ο τίτλος φανερώθηκε: Ελα να δεις»...
Το φιλμ του Έλεμ Κλίμοφ αποτελεί ένα συγκλονιστικό έπος των φρικαλεοτήτων των ναζί και συνιστά απόλυτη καταδίκη του πολέμου. Η ιδέα, σε ό,τι αφορά το οπτικό αποτέλεσμα ήταν εξαρχής να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με ντοκιμαντέρ.
Η εικόνα έπρεπε να εκπέμπει αχρωματική αίσθηση, η κάμερα –συχνά στον ώμο– έπρεπε να δημιουργεί την εντύπωση της υποκειμενικότητας στην παρατήρηση και την κίνησή της, στην καρδιά των γεγονότων και τα ειδικά εφέ να μη φαντάζουν κίβδηλα.
Τα κοστούμια σε αποχρώσεις σκούρες, ώστε να μην ξεχωρίζουν τα χρώματα. Τα πάντα βρίσκονταν σε αυστηρή αρμονία. Ακόμα και οι εκρήξεις που είναι αυθεντικές στις σκηνές με τους ναζί. Δημιουργήθηκε μια τέτοια ατμόσφαιρα που οι ηθοποιοί ένιωθαν στο μεδούλι τους πραγματικό τρόμο. Πολλά απ' αυτά πραγματοποιούνταν για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά.
Στο επίκεντρο της ιστορίας ο 12χρονος Φλόρια που ξεθάβει ένα χαμένο όπλο και κατατάσσεται στον Κόκκινο Στρατό ανυπομονώντας να ζήσει σαν παρτιζάνος.
Η φαντασίωσή του όμως διαλύεται όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Οι συμπολεμιστές του, τον αφήνουν πίσω για να τον προστατεύσουν και εκείνος απομένει μόνος. Συναντά την έφηβη Γκλάσα που κι αυτή έμεινε μόνη της. Μαζί επιστρέφουν στο χωριό του Φλόρια, όπου ανακαλύπτουν ότι όλοι οι κάτοικοι –και η οικογένειά του– έχουν σφαγιαστεί.
Ο Φλόρια συνεχίζει την περιπλάνηση και ξεκινά για μια νέα αποστολή: να βρει τροφή για τους αβοήθητους κατοίκους του γειτονικού χωριού. Στο δρόμο, θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας της σφαγής. Βλέπει τους Ναζί να στοιβάζουν τους ανήμπορους άμαχους σε μια αποθήκη και να βάζουν φωτιά, αφανίζοντας μαζί και την αθωότητα του Φλόρια, που εμφανώς αρχίζει να γερνά. Αντιμέτωπος με την κτηνωδία, τα μαλλιά του ασπρίζουν και το πρόσωπό του γεμίζει ρυτίδες.
«Αρχίσαμε, διηγείται ο Έλεμ Κλίμοφ, τα γυρίσματα στη Λευκορωσία. Ηταν ιδιαίτερα χρονοβόρα. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήμαστε ιδιαίτερα ρεαλιστές. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί είχαμε πάρει για τον πρώτο ρόλο, τον Αλιόσα Κραβτσένκο, ένα καλό παιδί, ήταν τότε 13 χρονών. Ηταν καινούριος στο σινεμά. Όταν είσαι επαγγελματίας, έχεις ενός είδους συναισθηματική άμυνα. Όταν όμως, δεν έχεις καμία εμπειρία κι έχεις μόνο ζήλο και πάθος, ακούς το σκηνοθέτη και νιώθεις ότι κάνεις κάτι πολύ σημαντικό...
Θα μπορούσε να καταλήξει άσχημα. Να καταλήξει στο ψυχιατρείο, γιατί έζησε εμπειρίες απόγνωσης. Δεν εννοώ τη σκηνή που πνίγονταν στο βάλτο ούτε τις αληθινές σφαίρες που περνούσαν πάνω από το κεφάλι μας. Μια φορά, μια ρουκέτα εξερράγη στον αέρα κι ένα φωτεινό αλεξίπτωτο έπεφτε την ίδια ώρα. Κι έπρεπε να το μοντάρουμε όλο αυτό σε μια σεκάνς. Ηταν κι αυτή η αγελάδα που παραλίγο να μας λιώσει όλους... Αργότερα, ο Αλιόσα εκμυστηρεύτηκε ότι οι χειρότερες σκηνές γι' αυτόν, ήταν οι σκηνές στον ξύλινο αχυρώνα, όπου είχε οδηγηθεί ολόκληρο το χωριό. Εκεί μέσα έζησε τη χειρότερη εμπειρία. Μου είπε αργότερα: "Κόντεψα να τρελαθώ εκεί μέσα"...
Ξέρετε, στην ουσία, τα Λευκορωσικά γονίδια θυμούνταν το ολοκαύτωμα. Γιατί το ένα τέταρτο του πληθυσμού πέθανε εκεί! 628 χωριά κάηκαν ολοσχερώς, μαζί με τους κατοίκους τους. Οι φασίστες διέπραξαν πάρα πολλές φρικαλεότητες εκεί. Η ψυχή μας βάζει ένα όριο σ' αυτά τα πράγματα. Όλοι οι Λευκορώσοι θυμούνται τα πάντα! Αλλος ήταν παιδί τότε, άλλος είχε ακούσει την ιστορία από τους γονείς του. Δε χρειάζεται να εξηγήσει κανείς στους Λευκορώσους τι συνέβη και πώς. Οι αμυντικοί μηχανισμοί δεν τους επέτρεπαν να τα υποδυθούν όλα αυτά. Αυτό ακριβώς έκανε ο Αλες Αντάμοβιτς στο πλατό της ταινίας.
Κάναμε όλα τα γυρίσματα στη Λευκορωσία. Δεν έφυγα από το χώρο ούτε για μια μέρα.
Κάποιοι από το επιτελείο πήγαιναν στη Μόσχα στο ρεπό τους. Εγώ, όμως, φοβόμουν να φύγω μήπως και χάναμε την τοποθεσία. Ο Αντάμοβιτς άρχισε να διαβάζει στους χωρικούς ένα βιβλίο. Τους κάθιζε κάτω και διάβαζε το βιβλίο "Κατάγομαι από ένα πυρπολημένο χωριό". Εκπληκτικό βιβλίο, που γράφτηκε από τρεις Λευκορώσους συγγραφείς. Οι συγγραφείς του βιβλίου πήραν ένα αυτοκίνητο και ταξίδεψαν σ' όλη τη Λευκορωσία. Μάζευαν ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από τις καταστροφές. Οι αφηγήσεις τους έφερναν έναν κόμπο στο λαιμό.
Ηταν ένα οδυνηρό ανάγνωσμα! Αυτό το βιβλίο ήταν η λυδία λίθος μου. Βρισκόταν συνέχεια πάνω στο γραφείο μου. Το σενάριο ήταν ένα σενάριο, άνοιγα όμως το βιβλίο συχνά, γιατί με προστάτευε από την οποιαδήποτε ανακρίβεια. Το θέμα ήταν πολύ ιερό για μας, για να είναι ανακριβές. Ελεγα στον Αλες: "Αν είμαι ειλικρινής όσο πρέπει, που σίγουρα θα είμαι, κανείς δε θα δει ποτέ αυτή την ταινία". Είπε: "Εντάξει, πάντως εμείς έτσι κι αλλιώς θα τη γυρίσουμε". Παρόλο που πιστεύω ότι η ταινία είναι αρκετά συγκρατημένη. Θα μπορούσαμε να έχουμε δείξει τόσες φρικαλεότητες εκεί! Κανείς όμως, δε θα άντεχε να τις δει. Κι η δουλειά μας θα ήταν τότε μάταιη...»
Θα μπορούσε να καταλήξει άσχημα. Να καταλήξει στο ψυχιατρείο, γιατί έζησε εμπειρίες απόγνωσης. Δεν εννοώ τη σκηνή που πνίγονταν στο βάλτο ούτε τις αληθινές σφαίρες που περνούσαν πάνω από το κεφάλι μας. Μια φορά, μια ρουκέτα εξερράγη στον αέρα κι ένα φωτεινό αλεξίπτωτο έπεφτε την ίδια ώρα. Κι έπρεπε να το μοντάρουμε όλο αυτό σε μια σεκάνς. Ηταν κι αυτή η αγελάδα που παραλίγο να μας λιώσει όλους... Αργότερα, ο Αλιόσα εκμυστηρεύτηκε ότι οι χειρότερες σκηνές γι' αυτόν, ήταν οι σκηνές στον ξύλινο αχυρώνα, όπου είχε οδηγηθεί ολόκληρο το χωριό. Εκεί μέσα έζησε τη χειρότερη εμπειρία. Μου είπε αργότερα: "Κόντεψα να τρελαθώ εκεί μέσα"...
Ξέρετε, στην ουσία, τα Λευκορωσικά γονίδια θυμούνταν το ολοκαύτωμα. Γιατί το ένα τέταρτο του πληθυσμού πέθανε εκεί! 628 χωριά κάηκαν ολοσχερώς, μαζί με τους κατοίκους τους. Οι φασίστες διέπραξαν πάρα πολλές φρικαλεότητες εκεί. Η ψυχή μας βάζει ένα όριο σ' αυτά τα πράγματα. Όλοι οι Λευκορώσοι θυμούνται τα πάντα! Αλλος ήταν παιδί τότε, άλλος είχε ακούσει την ιστορία από τους γονείς του. Δε χρειάζεται να εξηγήσει κανείς στους Λευκορώσους τι συνέβη και πώς. Οι αμυντικοί μηχανισμοί δεν τους επέτρεπαν να τα υποδυθούν όλα αυτά. Αυτό ακριβώς έκανε ο Αλες Αντάμοβιτς στο πλατό της ταινίας.
Κάναμε όλα τα γυρίσματα στη Λευκορωσία. Δεν έφυγα από το χώρο ούτε για μια μέρα.
Κάποιοι από το επιτελείο πήγαιναν στη Μόσχα στο ρεπό τους. Εγώ, όμως, φοβόμουν να φύγω μήπως και χάναμε την τοποθεσία. Ο Αντάμοβιτς άρχισε να διαβάζει στους χωρικούς ένα βιβλίο. Τους κάθιζε κάτω και διάβαζε το βιβλίο "Κατάγομαι από ένα πυρπολημένο χωριό". Εκπληκτικό βιβλίο, που γράφτηκε από τρεις Λευκορώσους συγγραφείς. Οι συγγραφείς του βιβλίου πήραν ένα αυτοκίνητο και ταξίδεψαν σ' όλη τη Λευκορωσία. Μάζευαν ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από τις καταστροφές. Οι αφηγήσεις τους έφερναν έναν κόμπο στο λαιμό.
Ηταν ένα οδυνηρό ανάγνωσμα! Αυτό το βιβλίο ήταν η λυδία λίθος μου. Βρισκόταν συνέχεια πάνω στο γραφείο μου. Το σενάριο ήταν ένα σενάριο, άνοιγα όμως το βιβλίο συχνά, γιατί με προστάτευε από την οποιαδήποτε ανακρίβεια. Το θέμα ήταν πολύ ιερό για μας, για να είναι ανακριβές. Ελεγα στον Αλες: "Αν είμαι ειλικρινής όσο πρέπει, που σίγουρα θα είμαι, κανείς δε θα δει ποτέ αυτή την ταινία". Είπε: "Εντάξει, πάντως εμείς έτσι κι αλλιώς θα τη γυρίσουμε". Παρόλο που πιστεύω ότι η ταινία είναι αρκετά συγκρατημένη. Θα μπορούσαμε να έχουμε δείξει τόσες φρικαλεότητες εκεί! Κανείς όμως, δε θα άντεχε να τις δει. Κι η δουλειά μας θα ήταν τότε μάταιη...»
Το 1943 η ναζιστική λαίλαπα ισοπέδωσε πυρπολώντας τα 628 χωριά –μεταξύ άλλων το Κατίν– κι έκαψε ζωντανούς γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους, το ένα τέταρτο δηλαδή του πληθυσμού. Αυτό είναι ένα μόνο μέρος της πληθώρας των αδιανόητων φρικαλεοτήτων και βιαιοπραγιών που οδήγησαν στο θάνατο 2 εκατομμύρια 200 χιλιάδες Λευκορώσων, με τις μνήμες από το ολοκαύτωμα ακόμα ολοζώντανες!
Οι εικόνες καταστροφής στην ταινία είναι από τις πιο μεγαλειώδεις μαζικές σκηνές του σύγχρονου κινηματογράφου, ενώ επιτυγχάνεται ένα τέτοιο επίπεδο ασυνήθους έντασης μέσα από το ορμητικό μοντάζ και τις δυνατές τόσο σε οπτικό όσο και σε ακουστικό επίπεδο εικόνες που αφήνουν στο θεατή μια σχεδόν φυσική αίσθηση ερήμωσης. Η απεικόνιση της βίας βγαίνει από τα σπλάχνα της ταινίας με τον ίδιο τρόπο που αυτή προσεγγίζει και το υπερρεαλιστικό στοιχείο, κάτι που την καθιστά στιλιστικά πειραματική...
«Έτσι, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν. Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα ότι εκατομμύρια άνθρωποι τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό την είδαν.
Σε πολλές χώρες αγοράστηκε και προβάλλεται ακόμα. Τα βραβεία και οι διακρίσεις που έλαβε δεν αποτελούν παράγοντα που συνέβαλε στη δημοτικότητά της. Και αν οι άνθρωποι είχαν πιο γερά νεύρα, το κοινό της ταινίας θα ήταν απείρως μεγαλύτερο.
Το φιλμ είναι αρκετά συγκρατημένο παρότι θα μπορούσαμε να είχαμε δείξει περισσότερες και οδυνηρότερες φρικαλεότητες, αληθινές και ακριβείς, γιατί το θέμα αυτό είναι ιερό, ώστε να τολμήσει κανείς να το παραχαράξει. Όμως, κανείς δεν θα άντεχε να τις δει αυτές τις εικόνες και η δουλειά μας θα πήγαινε πρακτικά χαμένη. Υπάρχει απόλυτη κατανόηση για τις γυναίκες που εκφράζουν το φόβο τους και για τις περιπτώσεις ακόμα, στη Ρωσία και την Ουγγαρία, που θεατές «έφυγαν» από την αίθουσα μέσα σε ασθενοφόρο. Ωστόσο, η ζωή της ταινίας συνεχίζει την πορεία της στις οθόνες πλήθους χωρών.
Μετά όμως, απ' αυτήν την ταινία δεν μπορούσα πλέον να δουλέψω. Για μένα ήταν κάτι τόσο συγκλονιστικό! Πέρασα μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, το ίδιο κι οι συνεργάτες μου, το επιτελείο της ταινίας. Ήξερα καλά ότι έπρεπε να προστατεύσω εκείνο το παιδί, για να μην τρελαθεί. Μ' έναν υπνωτιστή εξελίξαμε ένα σύστημα άμυνας, με συνεχόμενα τεστ. Ξέραμε πόσο κοντά είναι ένα παιδί στο υποσυνείδητό του, πώς να του μεταδώσουμε τη γνώση, πώς να το χαλαρώσουμε και να το απαλλάξουμε από το βαρύ φορτίο. Ηταν πολύ αγχωτικό! Δόξα τω Θεώ, δε συνέβη αυτό που φοβόμασταν. Ο Λιόσα ήταν ένα παιδί με γερά νεύρα και με πάρα πολύ ταλέντο. Είμαι βέβαιος πως θα γίνει πολύ καλός ηθοποιός.
Ύστερα, ενώ προβάλλαμε την ταινία σε διάφορα μέρη, έχω και πολλές άλλες δραματικές ιστορίες. Για παράδειγμα, στην Αμερική πολλοί λένε: "εμείς έχουμε τα θρίλερ, αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Είναι πραγματική ζωή".
Δε μετανιώνω που έκανα αυτήν την ταινία. Είχα δύσκολη προϊστορία και ιστορία. Κάποιος πρέπει να κάνει τη διαφορά πού και πού, για να γίνει κάτι αξιόλογο! Εδώ βρίσκεται το μυστικό της καλής δουλειάς. Να μπορείς να προσφέρεις στον κόσμο κάτι πραγματικά σοβαρό, πραγματικά μεστό νοήματος!»
Μετά όμως, απ' αυτήν την ταινία δεν μπορούσα πλέον να δουλέψω. Για μένα ήταν κάτι τόσο συγκλονιστικό! Πέρασα μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, το ίδιο κι οι συνεργάτες μου, το επιτελείο της ταινίας. Ήξερα καλά ότι έπρεπε να προστατεύσω εκείνο το παιδί, για να μην τρελαθεί. Μ' έναν υπνωτιστή εξελίξαμε ένα σύστημα άμυνας, με συνεχόμενα τεστ. Ξέραμε πόσο κοντά είναι ένα παιδί στο υποσυνείδητό του, πώς να του μεταδώσουμε τη γνώση, πώς να το χαλαρώσουμε και να το απαλλάξουμε από το βαρύ φορτίο. Ηταν πολύ αγχωτικό! Δόξα τω Θεώ, δε συνέβη αυτό που φοβόμασταν. Ο Λιόσα ήταν ένα παιδί με γερά νεύρα και με πάρα πολύ ταλέντο. Είμαι βέβαιος πως θα γίνει πολύ καλός ηθοποιός.
Ύστερα, ενώ προβάλλαμε την ταινία σε διάφορα μέρη, έχω και πολλές άλλες δραματικές ιστορίες. Για παράδειγμα, στην Αμερική πολλοί λένε: "εμείς έχουμε τα θρίλερ, αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Είναι πραγματική ζωή".
Δε μετανιώνω που έκανα αυτήν την ταινία. Είχα δύσκολη προϊστορία και ιστορία. Κάποιος πρέπει να κάνει τη διαφορά πού και πού, για να γίνει κάτι αξιόλογο! Εδώ βρίσκεται το μυστικό της καλής δουλειάς. Να μπορείς να προσφέρεις στον κόσμο κάτι πραγματικά σοβαρό, πραγματικά μεστό νοήματος!»
Μετά τη συγκλονιστική δοκιμασία με την ταινία «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» ο Ελεμ Κλίμοφ δεν μπόρεσε να δουλέψει ξανά και έβαλε ο ίδιος τέρμα στην καριέρα του για πολλούς και διάφορους λόγους. Το πολιτικό σκηνικό μιας Ρωσίας που άλλαζε με ταχύτατους ρυθμούς και οι επιπτώσεις που αυτές οι αλλαγές συνεπάγονταν για τον πολιτισμικό τομέα, έπληξαν τον Κλίμοφ που είχε διοριστεί το 1986, Πρώτος Γραμματέας της Ενωσης Σοβιετικών Σκηνοθετών. Η παλαιά φρουρά τώρα αντικαθίσταται με μια καινούργια και ο Κλίμοφ βρίσκεται αντιμέτωπος με προβλήματα που προέρχονται από τη φρουρά των σκηνοθετών που ανέδειξε η Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ.
Ο μεγάλος δάσκαλος απέτυχε στις προσπάθειες σπερματέγχυσης ενός καινούργιου και δυναμικού κινηματογράφου, στα πρότυπα του σπουδαίου Σοβιετικού προγόνου του. Γνωστός καθώς ήταν και για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις, προτίμησε να παραιτηθεί από τη θέση του, δυο χρόνια αργότερα...
Ο ΣΟΝ ΠΕΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Ο Σον Πεν σε μια επίσης σπουδαία αντιπολεμική ταινία: Η Λεπτή Κόκκινη Γραμμή (1998) του Τέρενς Μάλικ |
«Στον πατέρα μου –λέει ο Πεν– δεν άρεσαν οι πολεμικές ταινίες, αφενός για τις ανακρίβειές τους και αφετέρου για τη ρομαντική θεώρηση των μαχών. Η ταινία όμως αυτή, το «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» – συνεχίζει ο Πεν– ήταν μια εξαιρετική αντιπολεμική μαρτυρία που θα μείνει χαραγμένη μέσα μου όχι μόνο λόγω της κινηματογραφικής της ποιότητας, αλλά κυρίως για την ποιότητα της ανθρωπιάς της».
Τζία Γιοβάνη, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 3/5/2012, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 15/2/2009, και ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 15/2/2009
Βλέπε επίσης από Wikipedia:
- Elem Klimov
- Come and see
- Μουσική: Oleg Yanchenko, από το προηγούμενο λήμμα της για την ταινία
- Αλεξέι Κραβσένκο (ηθοποιός).
- Ales Adamovich (σενάριο).
***
Ο ΕΛΕΜ ΚΛΙΜΟΦ για το Έλα να δεις
(αγγλικοί υπότιτλοι)
1/3
*
2/3
2/3
*
3/3
3/3
***
Βασίλης Ραφαηλίδης
Για την μπαρόκ φρίκη του πολέμου και το αμακιγιάριστο πρόσωπο του φασισμού
Για την μπαρόκ φρίκη του πολέμου και το αμακιγιάριστο πρόσωπο του φασισμού
Κριτική του στο «Έθνος», 23-4-1989.
Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως εμφανίζονται στην κοχλάζουσα φαντασία του Ιωάννη τη στιγμή που σπάει η τέταρτη σφραγίδα. Και το πρώτο που λεν και οι τέσσερις μ' ένα στάμα είναι: «Έλα να δεις». Τα τρομερά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη θα γίνουν από κει και κάτω. Και βέβαια, θα γίνουν για να τα δει ο πιστός. Και να σωφρονιστεί. Το πιο μακάβριο κείμενο της Αγίας Γραφής είναι και το πιο ποιητικό. Αλλά και το πιο «διδακτικό». Ο Ιωάννης, πριν από το κάθε τι, ήθελε να είναι «παιδαγωγός». Πράγματι, η Αποκάλυψη, διατηρεί πάντα τη δύναμή της, χάρις στις λεπτές ισορροπίες που πετυχαίνει ο Ιωάννης ανάμεσα στο φρικώδες, το ποιητικό και το διδακτικό.
Από τότε, η Αποκάλυψη θα λειτουργεί σταθερά ως το πρότυπο του μπαρόκ κειμένου, της μπαρόκ τέχνης γενικότερα. Όπου, όλα είναι ογκώδη, όλα είναι υπερβολικά, όλα είναι εξημμένα, όλα οδηγούν πέρα από το ρεαλισμό χωρίς όμως να απαλείφουν την αρχική ρεαλιστική αφετηρία. Το μπαρόκ είναι ρεαλισμός. Μόνο που οι τεράστιες, θα λέγαμε, δόσεις ρεαλισμού αναιρούν τελικά το ρεαλισμό.
Η αίσθηση της ισορροπίας και του μέτρου που υπάρχει στην αρχαία ελληνική τέχνη, θα καταστραφεί οριστικά με το μπαρόκ. Που, ωστόσο, προϋπάρχει του ελληνικού ποιητικού ρεαλισμού, κυρίως στην αιγυπτιακή και ασσυριακή τέχνη.
Ο Ιωάννης, Ανατολίτης ο ίδιος, γνωρίζει καλά τη σημασία της υπερβολής που υπάρχει σε κάθε διδακτικό ανατολίτικο παραμύθι. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως ο ρεαλισμός δεν μπορεί να διδάξει αποτελεσματικά. Διότι αναπαράγει και αναπαριστάνει τη «ζωή όπως είναι». Αλλά, η ζωή, όπως είναι, δεν είναι τέχνη· είναι ζωή. Συνεπώς, ακόμα και ο ρεαλισμός, που είναι μίμηση πραγματικότητας και όχι η πραγματικότητα, έχει μέσα του κάτι απ' το μπαρόκ. Είναι κι αυτός μια «σεμνή» υπερβολή, έστω και για μόνο το λόγο πως είναι υποχρεωμένος να κάνει μια αξιολόγηση των αληθοφανών περιστατικών και να τα βάλει σε μια σειρά σύμφωνα με ένα αφηγηματικό σχέδιο που υπηρετεί την πύκνωση. Αλλά ήδη αυτή η πύκνωση είναι μπαρόκ.
Μ' άλλα λόγια, το μπαρόκ υπάρχει παντού στην τέχνη, θα λέγαμε σε διαφορετική πυκνότητα και σε διαφοροποιούμενη «ποσότητα» και το κυρίως ειπείν μπαρόκ δεν είναι παρά ένας «εξημμένος ρεαλισμός».
Ο ρεαλισμός είναι η συνέπεια της επενέργειας της αριστοτελικής και αργότερα της καρτεσιανής λογικής. Συνεπώς, ο ρεαλισμός είναι η πιο καθαρή μορφή δυτικής τέχνης, που οι Ανατολίτες τη δέχονται πολύ δύσκολα, γιατί τα δικά τους ερμηνευτικά του κόσμου συστήματα δε στηρίζονται μόνο και αποκλειστικά στη λογική, παρ’ όλο που τη συναντούν ύστερα από μια τεράστια κυκλωτική, θα λέγαμε, κίνηση.
Ο ρεαλισμός είναι η συνέπεια της επενέργειας της αριστοτελικής και αργότερα της καρτεσιανής λογικής. Συνεπώς, ο ρεαλισμός είναι η πιο καθαρή μορφή δυτικής τέχνης, που οι Ανατολίτες τη δέχονται πολύ δύσκολα, γιατί τα δικά τους ερμηνευτικά του κόσμου συστήματα δε στηρίζονται μόνο και αποκλειστικά στη λογική, παρ’ όλο που τη συναντούν ύστερα από μια τεράστια κυκλωτική, θα λέγαμε, κίνηση.
Η Άλγεβρα, για παράδειγμα, τούτο το αριστούργημα της μαθηματικής σκέψης δε θα μπορούσε παρά να έχει ανατολίτικη, συγκεκριμένα αραβική, καταγωγή. Γιατί ένα μαθηματικό-συλλογιστικό σύστημα τόσο ανοιχτό και τόσο αόριστο, που να χωρούν μέσα του τα πάντα, από έναν απλό λογαριασμό της πρακτικής αριθμητικής μέχρι τα πιο πολύπλοκα μαθηματικά προβλήματα, μόνο η ανατολίτικη μυθική και μυθοποιούσα σκέψη θα μπορούσε να το σκαρώσει.
Άλλωστε, τα μαθηματικά, από την ίδια τους τη φύση, είναι μπαρόκ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο μπαρόκ από ένα ολοκλήρωμα, από μια ομάδα, ή από μια σειρά (οι λέξεις αυτές εδώ νοούνται ως μαθηματικοί όροι). Η μαθηματική σκέψη είναι σχεδόν μυθική. Και η γοητεία των μαθηματικών συνίσταται στο γεγονός πως ευρύνουν τόσο τα όρια της πραγματικότητας, που να χωρούν σ' αυτήν τα πάντα, ακόμα και τα πιο μυθώδη.
Προσωπικά, απεχθάνομαι τη μιζέρια τού ρεαλισμού που τα μετράει όλα με το υποδεκάμετρο και το γραμμάριο, όπως ο μπακάλης της γειτονιάς. Τουλάχιστον, διάολε, ας τα μετρούσε με τη λεπτότητα και τη φινέτσα ενός Πραξιτέλη κι ενός Φειδία.
Ακόμα και η καθημερινή μας ζωή όταν είναι ρεαλιστική, είναι ανυπόφορη. Η «τέχνη του εφικτού» είναι η τέχνη του ασήμαντου. Και η «ρεαλιστική συμπεριφορά» είναι η συμπεριφορά εκείνου του ανυπόφορου «καλού νοικοκύρη» που «έχει γυναίκα και παιδιά» ίσα ίσα για να τα χρησιμοποιεί ως άλλοθι για τη μη δυνατότητα για πέταγμα πάνω από το πραγματικό, προς την περιοχή του μύθου και της ουτοπίας, όπου κυοφορούνται οι κατακτήσεις του μέλλοντος, όπως και οι κατακτήσεις του παρελθόντος. Η ιστορία είναι μπαρόκ απ' την ίδια της τη φύση.
Η διά της τέχνης αναπαράσταση του πολέμου, συνήθως αντιμετωπίζεται ρεαλιστικά. Όμως, ο πόλεμος είναι ρεαλιστικό γεγονός; Πώς γίνεται να 'ναι αποδεκτή ως πραγματική (γιατί αυτό είναι ο ρεαλισμός) η φρίκη τού πολέμου;
Ο πόλεμος, απ' την ίδια του τη φύση, δεν είναι ρεαλιστικό γεγονός, είναι μπαρόκ κατάσταση. Εδώ δε μιλάμε βέβαια για έναν ή είκοσι φόνους. Εδώ μιλάμε για μια οργανωμένη «επίσημη» σφαγή, όπου οι άνθρωποι σκοτώνονται φωνάζοντας με τον πιο ηλίθιο και παράλογο τρόπο «ζήτω ο βασιλιάς» ή έστω «ζήτω η πατρίδα».
Αφού, λοιπόν, ο πόλεμος είναι μπαρόκ από μόνος του, πώς θα 'ταν δυνατόν η αναπαράστασή του διά της τέχνης να είναι ρεαλιστική;
Μια «διακριτική» περιγραφή του πολέμου δεν είναι παρά ένα σαλονίστικο σόου για ευαίσθητες δεσποινίδες, που καλούνται θαυμάσουν και ενδεχομένως να ερωτευτούν τους ήρωες.
Ωστόσο, το ξέρουμε, τούτος ο πολεμικός ρεαλισμός δεν είναι καν ρεαλισμός, αφού για να εικονιστεί ρεαλιστικά ο πόλεμος που από μόνος του είναι ήδη μπαρόκ, πρέπει να αναπαρασταθεί με την αισθητική του μπαρόκ. Σ' αυτή την περίπτωση η αισθητική του μπαρόκ δε διογκώνει, δεν υπογραμμίζει, δε μεγεθύνει, απλώς εικονίζει ένα μπαρόκ που προϋπάρχει της αισθητικής.
Για να παρακάμψουν οι σκηνοθέτες τον βάναυσο μπαρόκ ρεαλισμό του πολέμου, κατά κανόνα εφευρίσκουν μια ιστορία που θα μπορούσαμε να την πούμε «παραπολεμική»: έρωτας εν πολέμω, ηρωισμός εν πολέμω, κοινωνική κριτική εν πολέμω, κ.λπ.
Ακόμα και το Σταυροί στο μέτωπο του Κιούμπρικ είναι ταινία παραπολεμική, αφού το θέμα της δεν είναι ο πόλεμος καθαυτός, αλλά ο κυνισμός της στρατιωτικής ηγεσίας που σχεδιάζει μια μάχη στη βάση της στατιστικής του θανάτου: στην πρώτη φάση της μάχης θα έχω, π.χ., απώλειες 10%, στη δεύτερη 20%, στην τρίτη 30% και θα μου μείνει κι ένα 40% για την τελική επίθεση για την κατάληψη του λόφου.
Ωστόσο, αυτή η απανθρωπιά της τέχνης του πολέμου, δεν είναι περιγραφή πολέμου. Διότι η ποσοστιαία κλιμάκωση των απωλειών υπακούει σ' ένα σχέδιο αυστηρά λογικό, από στρατιωτικής απόψεως. Αλλά ο πόλεμος καθαυτός είναι υπερρεαλιστικός, βρίσκεται πάνω από το ρεαλισμό, είναι καθαρός σουρεαλισμός.
Όχι, πάντως, με την έννοια που θα δώσει στον όρο ο Μπρετόν, που δεν ασχολήθηκε με το ομαδικό ασυνείδητο. Γιατί ο σουρεαλισμός του ομαδικού ασυνειδήτου είναι το μπαρόκ. Σ' αυτό, δεν είναι το απελευθερωμένο ασυνείδητο του δημιουργού που ενεργεί σουρεαλιστικά, είναι η επενέργεια της πανάρχαιας συλλογικής μνημειακής ανατολίτικης τέχνης που καταλήγει στον καλυμμένο μέσα στο μπαρόκ σουρεαλισμό.
Η μνημειακή τέχνη, υπηρετώντας κατά κύριο λόγο τον Θεό, δεν μπορεί να είναι ρεαλιστική. Κανένας ναός δεν έχει σχέση με τη ρεαλιστική αρχιτεκτονική, για τον απλό λόγο πως σ' αυτόν δεν πρόκειται να κατοικήσει κανένας άνθρωπος, ώστε ο αρχιτέκτονας να τον σχεδιάσει με βάση τις ρεαλιστικές ανθρώπινες ανάγκες. Ο Θεός έχει ανάγκη από το μπαρόκ, γιατί, ως Θεός, βρίσκεται πέρα από το ρεαλισμό.
Η πιο μπαρόκ (παροξυμένη) κατάσταση που εμφανίστηκε στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, είναι σίγουρα αυτή που δημιούργησαν στη Λευκορωσία οι ναζί.
Οι χιτλερικοί έκαψαν εκεί 600 χωριά μαζί με τους κατοίκους τους — όλους τους κατοίκους χωρίς εξαίρεση.
Δεν ήταν μια πράξη αντιποίνων, πολύ γνωστή και σ' εμάς εδώ, ήταν κάτι σαν σπορ, κάτι σαν διασκέδαση των Γερμανών στρατιωτών.
Ο Νέρων δεν είναι μόνο πρόσωπο, είναι κυρίως σύμβολο. Το σύμβολο του ανθρώπου που κάνει την καταστροφή και το θάνατο θέαμα άξιο για αυτοκράτορα, που κυριαρχεί απόλυτα πάνω στους υπηκόους του.
Οι άνδρες των Ες-Ες ήταν όλοι τους αυτοκράτορες. Και συνεπώς όλοι τους δικαιούνταν να παίρνουν «δημοκρατικά» μέρος σε νερώνεια θεάματα, οργανωμένα αποκλειστικά για την ευχαρίστηση τους.
Είχε δίκιο ο Ιωάννης: όταν αποσφραγιστεί η τέταρτη σφραγίδα και το κτήνος απελευθερωθεί, οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται αυτομάτως. Η συντέλεια του κόσμου σίγουρα θα γίνει από κάποιους Ες- Ες.
Μέσα στην ασφάλεια που παρέχει μια ομάδα κτηνών, η ανθρώπινη κακότητα πολλαπλασιάζεται σαν από ανάκλαση σ' ένα τερατώδες κυρτό κάτοπτρο.
Ο κάθε στρατιώτης υπερβάλλει σε βαρβαρότητα το διπλανό του, και η (ρεαλιστική) ανθρώπινη κακότητα μετατίθεται στην περιοχή ενός μπαρόκ, που εδώ δε βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού, αλλά του Διαβόλου. Να, λοιπόν, γιατί ο πόλεμος είναι μια κατάσταση μπαρόκ: διογκώνει μέχρι την πλήρη υπερβολή τις αρνητικές ποιότητες του ανθρώπινου ψυχισμού.
***
Ο Έλεμ Κλίμοφ, ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές του καιρού μας είναι Ανατολίτης, γιατί είναι Ρώσος.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Στάλινγκραντ, κι όταν οι ναζί πολιορκούσαν την πόλη του Στάλιν ήταν μόλις επτά ετών. Γνώρισε, λοιπόν, την μπαρόκ φρικωδία του πολέμου στην καρδιά της φρίκης. Σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, το 1984, που γύρισε το Έλα να δεις, δανείζεται τον τίτλο αλλά και το «απόκρυφο» περιεχόμενο της ταινίας του από την Αποκάλυψη, και γράφει με μπαρόκ εικόνες τη δική του Αποκάλυψη.
Τούτη η τρομερή μπαρόκ ταινία είναι κάτι το φοβερό, κάτι που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή.
Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως, εδώ, δεν περιφέρονται με ελικόπτερα, όπως στο Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα, δε βλέπουν την κόλαση από πάνω, δεν πετούν την πύρινη ρομφαία τους από μακριά. Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκαλύψεως του Κλίμοφ είναι χίλιοι τέσσερις και καίνε τελετουργικά και με τα χεράκια τους ένα μόνο από τα 600 χωριά της Λευκορωσίας.
Η πλήρης και απόλυτη βαρβαρότητα εδώ είναι «χειροποίητη», όπως την «παλιά καλή εποχή» των Τατάρων.
Μέσα σ' αυτό το χάος περιφέρεται αδέσποτο ένα παιδί που φτάνει μέχρι την Καρδιά του ερέβους, όπως το περιγράφει ο Τζόζεφ Κόνραντ στο εντελώς εκπληκτικό μυθιστόρημά του, όπου στηρίζεται η Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα. (Έχω την εντύπωση πως και το «Έλα να δεις» χρωστάει κάτι στον Κόνραντ.)
Μόνο αν βάλεις ένα παιδί να περιφέρεται στην κόλαση θα δώσεις το πραγματικό εύρος της. Και δε νομίζω πως γυρίστηκε ποτέ πιο «κολασμένο» φιλμ από τούτο δω, όπου η φρίκη περιφέρεται αμακιγιάριστη απ' την αρχή μέχρι το τέλος.
Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με Τα παιδική χρόνια του (φουκαρά) Ιβάν του Ταρκόφσκι. Έχουμε να κάνουμε με την, στην κυριολεξία, χαμένη αθωότητα, που είναι ό,τι πιο φρικτό συνεπάγεται ο πόλεμος.
Και προσέξτε το φινάλε: με μια εκπληκτική αναστροφή στο χρόνο μέσα από χιτλερικά ντοκουμέντα, το φιλμ τελειώνει με τον Χίτλερ βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του.
Όλα τα βρέφη είναι αθώα. Ο Χίτλερ δε γεννήθηκε κτήνος, έγινε κτήνος. Γιατί; Το φιλμ δε θέλει να δώσει απάντηση. Περιγράφει μόνο το τελευταίο στάδιο της απόλυτης κτηνωδίας. Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν; Δεν νομίζω...
(Βασίλης Ραφαηλίδης – Λεξικό Ταινιών, Β’ Τόμος, εκδ. ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ)
Kατεβάστε από Torrentz
*
Ταινία
*
Υπότιτλοι
Υπότιτλοι
Ταινία με ενσωματωμένους αγγλικούς υπότιτλους,
και επιπλέον υπότιτλοι σε 14 γλώσσες (νο γκρηκ)
και επιπλέον υπότιτλοι σε 14 γλώσσες (νο γκρηκ)
Βασίλης Ραφαηλίδης, Λεξικό Ταινιών (Αιγόκερως, 3 τόμοι)
Αθηνόραμα
Wikipedia
Wikipedia
και... Τζία Γιοβάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.