Ο Νόμος της Αγοράς
Μία από τις κορυφαίες ταινίες του φετινού Φεστιβάλ Καννών
Άστυ - Πτι Παλαί
Άστυ - Πτι Παλαί
Από την ΑΜΑ Films
του Στεφάν Μπριζέ
Από αύριο, Πέμπτη 15 Οκτωβρίου
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Βινσέν Λιντόν και την Ειδική Μνεία της Οικουμενικής Επιτροπής. Πραγματοποίησε την πανελλήνια πρεμιέρα της με μια sold out προβολή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας.
ΣΥΝΟΨΗ
Ο Τιερί είναι ένας απολυμένος εργάτης που προσπαθεί να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του στη σύγχρονη Γαλλία της υποβαθμισμένης εργατικής τάξης και των σκληρών εργοδοτικών πρακτικών.
Αγωνίζεται να μην το βάζει κάτω και να αντιστέκεται, όμως αυτό που αντιμετωπίζει στην ελεύθερη αγορά, είτε συμμετέχοντας σε σεμινάρια επιμόρφωσης είτε προσπαθώντας να ανοίξει νέους δρόμους εργασίας, είναι το αδυσώπητο πρόσωπο ενός καπιταλιστικού συστήματος που εκμηδενίζει συνεχώς τον εργαζόμενο.
Αγωνίζεται να μην το βάζει κάτω και να αντιστέκεται, όμως αυτό που αντιμετωπίζει στην ελεύθερη αγορά, είτε συμμετέχοντας σε σεμινάρια επιμόρφωσης είτε προσπαθώντας να ανοίξει νέους δρόμους εργασίας, είναι το αδυσώπητο πρόσωπο ενός καπιταλιστικού συστήματος που εκμηδενίζει συνεχώς τον εργαζόμενο.
Η ταινία του Μπριζέ αποτέλεσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία, κόβοντας περισσότερα από 1.000.000 εισιτήρια στις αίθουσες.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Στεφάν Μπριζέ
Σενάριο: Στεφάν Μπριζέ, Ολιβιέ Γκόρς
Φωτογραφία: Ερίκ Ντιμόν
Παραγωγοί: Φιλίπ Μποφάρ, Ρεμί Μπιρά, Ολιβιέ Περ, Κριστόφ Ροσινιόν
Πρωταγωνιστούν: Βινσέν Λιντόν, Ίβ Ορί, Καρίν ντε Μιρμπέκ, Ματιέ Σκαλέρ, Ξαβιέ Ματιέ, Πολ Πορτολό
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία
Έτος Παραγωγής: 2015
Διάρκεια: 93΄
Διανομή: ΑΜΑ Films
culturenow
Όσο περισσότερο οξύνονται τα κοινωνικά προβλήματα εργαζομένων και ανέργων των φτωχών στρωμάτων, τόσο σπανίζουν οι κινηματογραφικές παραγωγές που έστω επιδερμικά αγγίζουν αντίστοιχα θέματα.
Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να ξεχωρίζει για τη ρεαλιστική, λειτουργική της στράτευση η «μικρή» παραγωγή του σκηνοθέτη Στεφάν Μπριζέ και του πάντα εξαίρετου ηθοποιού Βενσάν Λιντόν, «Νόμος της αγοράς».
Μάλλον «νόμος της καπιταλιστικής ζούγκλας» θα έπρεπε να ονομάζεται, στον οποίο υποκλίνονται κήνσορες και θεράποντες του αστικού συστήματος, παλαιοί τε και φρέσκοι, που φροντίζουν να προϊδεάζουν τους αδαείς εργαζόμενους, με τον «καλολαδωμένο, έγκριτο και έγκυρο μηχανισμό» τους, ότι στο όνομα της επιβίωσης θα αναγκαστούν να υποστούν ακόμη χειρότερα.
Μην τυχόν ισχυρισθείτε ότι δεν αναγνωρίζετε την κατάσταση, εκτός εάν ανήκετε σε προνομιούχα στρώματα ή σ' όσους προσβλέπουν σε οικονομικά συμφέροντα, ή στους πολλούς, εθελοτυφλούντες ημιμαθείς!
Ο Βενσάν Λιντόν είναι ο μοναδικός επαγγελματίας ηθοποιός στην ταινία «Νόμος της αγοράς», την τρίτη που Μπριζέ και Λιντόν κάνουν μαζί. Ο συμπαθής ηθοποιός, με περίσσια αλήθεια και ερμηνευτική οικονομία, επωμίζεται το συνολικό βάρος της ταινίας, υποδυόμενος τον πενηντάχρονο, άνεργο εργάτη Τιερί, έναν από τα εκατομμύρια των ανέργων στη γη της καπιταλιστικής επαγγελίας της ΕΕ.
Ο Τιερί, με οικογένεια κι έναν έφηβο γιο με ειδικές ανάγκες, κάνει ό,τι είναι δυνατόν να βγει από την ανεργία, παρακολουθεί σεμινάρια επιμόρφωσης, διά βίου μάθησης κι όποια άλλη τέτοια σοφιστεία κυκλοφορεί. Με πολλές δεκαετίες δουλειάς αγόρασε ένα - ανεξόφλητο ακόμα - διαμερισματάκι, ένα μικρό λυόμενο κι ένα σαραβαλάκι. Ο άνεργος Τιερί είναι βαρίδι στο καπιταλιστικό κράτος, που εφευρίσκει «νόμιμους» τρόπους να τον ξεφορτωθεί... Αλήθεια, γιατί δεν πουλά το διαμέρισμά του ώστε να καλύψει τις ανάγκες του γιου του, τώρα που τα προνοιακά επιδόματα όλο και δυσκολεύουν; Γιατί δεν κάνει και ιδιωτική ασφάλιση ώστε να εξασφαλίσει τους δικούς του; Το επίδομα ανεργίας είναι πλέον αμφίβολο ότι θα δίνεται σε ανέργους που έχουν περιουσία (sic), ένα κεραμίδι δηλαδή... ας το πουλήσει ο άνεργος να ζήσει... Σημειωτέον, η παραπάνω πρόταση πρωτακούστηκε 15 - 20 χρόνια πριν, στα γερμανικά συνδικάτα... Τώρα επανέρχεται, έφθασε μάλλον η ώρα ενεργοποίησής της. Ιδια κι απαράλλαχτη με το αυστραλιανό μοντέλο συνταξιοδότησης, έτσι δεν είναι;
Τις γαλλικές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές έχουν απασχολήσει, με κορύφωση στα τέλη του 1990, θέματα ανεργίας και «νόμιμων» εργοδοτικών επιθέσεων εναντίον όσων δεν έφυγαν με πρόωρη συνταξιοδότηση.
Διάσπαρτες στους χώρους δουλειάς οι εργοδοτικές κάμερες, καταγράφουν κάθε ύποπτη κίνηση προσωπικού και πελατών που μπορεί να ζημιώσει το πολυκατάστημα. Καταγράφουν κλοπές αντικειμένων, κυρίως τροφίμων, από καθωσπρέπει ανθρώπους, από συνταξιούχους, ξένους και Γάλλους, που δεν τα βγάζουν πέρα οικονομικά.
Στην ταινία επανέρχεται το πρόβλημα των νεόπτωχων εργαζομένων, που έθεσε ιδιαίτερα συγκροτημένα η Κλερ Ντεβέρ στην ταινία της «La voleuse de Saint Lubin» (1999) (Η κλέφτρα του Σεν Λουμπάν). Μια κακοπληρωμένη εργαζόμενη κλέβει - όπως ο Γιάννης Αγιάννης - συσκευασίες με κρεατικά για να κάνει Χριστούγεννα με τις κόρες της. Αλλά χωρίς εμπιστοσύνη μεταξύ προσωπικού και επιχείρησης, ισχυρίζεται η εργοδοσία, δεν μπορεί να υπάρξει σχέση εργασίας. Γιατί, όπως λέει και το τραγούδι, για ένα κομμάτι ψωμί δεν φθάνει μόνο η δουλειά ή το κορμί, το πιο σπουδαίο είναι η κατάθεση ψυχής στον μονόδρομο του καπιταλιστικού κέρδους. Ο ισχυρισμός αναφέρεται σε υπαλλήλους που καταχράστηκαν εκπτωτικά κουπόνια... Οι σεκιουριτάδες που ελέγχουν τους εργαζόμενους, σαν τον Τιερί που βρήκε δουλειά και προσπαθεί να ανταποκριθεί στο καθήκον του, είναι κι αυτοί εργαζόμενοι, ο ένας απέναντι στον άλλον δηλαδή... Πόσο όμως ένας έντιμος άνθρωπος μπορεί να αντέξει μ' αυτά που βλέπει;
Ο «Νόμος της αγοράς» με όρους σινεμά «βεριτέ» (αλήθεια), στη διασταύρωση μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, χωρίς πλοκή και δραματική εξέλιξη, με μορφή απλή, ωμή και καταγγελτικά ρηξικέλευθη, είναι δομημένη σε μακρές λεπτομερείς σεκάνς ακριβώς για να καλύπτονται οι όποιες αποχρώσεις του εκάστοτε θεματικού κεφαλαίου. Δυστυχώς, η ξεκάθαρη αυτή κοινωνικοπολιτική ταινία δεν κάνει χρήση επιστημονικών πολιτικών όρων ώστε να τροφοδοτήσει ένα έργο ουσιαστικής αντίστασης και αγώνα... Πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη καπιταλισμός, ως μήτρα του κακού, όσο κι αν η εικόνα κραυγάζει περί αυτού... Τι φοβάται η ταινία; Μήπως κατηγορηθεί από το οπορτουνιστικό πολιτικό τοπίο της Γαλλίας για υπερβάλλουσα απλοϊκότητα; Μα τα πράγματα είναι ακριβώς τόσο απλά... Κάτω απ' αυτό το πρίσμα η ταινία δεν τείνει ουσιαστικό χέρι βοήθειας προς την εργατική τάξη...
culturenow
ΣΤΕΦΑΝ ΜΠΡΙΖΕ
Τόσο πληθαίνει ο κατακλυσμός εμπορευματικής γκλαμουριάς και γενικευμένης μπουρδολογίας από τα μεγάλα στούντιο.
Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να ξεχωρίζει για τη ρεαλιστική, λειτουργική της στράτευση η «μικρή» παραγωγή του σκηνοθέτη Στεφάν Μπριζέ και του πάντα εξαίρετου ηθοποιού Βενσάν Λιντόν, «Νόμος της αγοράς».
Μάλλον «νόμος της καπιταλιστικής ζούγκλας» θα έπρεπε να ονομάζεται, στον οποίο υποκλίνονται κήνσορες και θεράποντες του αστικού συστήματος, παλαιοί τε και φρέσκοι, που φροντίζουν να προϊδεάζουν τους αδαείς εργαζόμενους, με τον «καλολαδωμένο, έγκριτο και έγκυρο μηχανισμό» τους, ότι στο όνομα της επιβίωσης θα αναγκαστούν να υποστούν ακόμη χειρότερα.
Μην τυχόν ισχυρισθείτε ότι δεν αναγνωρίζετε την κατάσταση, εκτός εάν ανήκετε σε προνομιούχα στρώματα ή σ' όσους προσβλέπουν σε οικονομικά συμφέροντα, ή στους πολλούς, εθελοτυφλούντες ημιμαθείς!
Ο Βενσάν Λιντόν είναι ο μοναδικός επαγγελματίας ηθοποιός στην ταινία «Νόμος της αγοράς», την τρίτη που Μπριζέ και Λιντόν κάνουν μαζί. Ο συμπαθής ηθοποιός, με περίσσια αλήθεια και ερμηνευτική οικονομία, επωμίζεται το συνολικό βάρος της ταινίας, υποδυόμενος τον πενηντάχρονο, άνεργο εργάτη Τιερί, έναν από τα εκατομμύρια των ανέργων στη γη της καπιταλιστικής επαγγελίας της ΕΕ.
Ο Τιερί, με οικογένεια κι έναν έφηβο γιο με ειδικές ανάγκες, κάνει ό,τι είναι δυνατόν να βγει από την ανεργία, παρακολουθεί σεμινάρια επιμόρφωσης, διά βίου μάθησης κι όποια άλλη τέτοια σοφιστεία κυκλοφορεί. Με πολλές δεκαετίες δουλειάς αγόρασε ένα - ανεξόφλητο ακόμα - διαμερισματάκι, ένα μικρό λυόμενο κι ένα σαραβαλάκι. Ο άνεργος Τιερί είναι βαρίδι στο καπιταλιστικό κράτος, που εφευρίσκει «νόμιμους» τρόπους να τον ξεφορτωθεί... Αλήθεια, γιατί δεν πουλά το διαμέρισμά του ώστε να καλύψει τις ανάγκες του γιου του, τώρα που τα προνοιακά επιδόματα όλο και δυσκολεύουν; Γιατί δεν κάνει και ιδιωτική ασφάλιση ώστε να εξασφαλίσει τους δικούς του; Το επίδομα ανεργίας είναι πλέον αμφίβολο ότι θα δίνεται σε ανέργους που έχουν περιουσία (sic), ένα κεραμίδι δηλαδή... ας το πουλήσει ο άνεργος να ζήσει... Σημειωτέον, η παραπάνω πρόταση πρωτακούστηκε 15 - 20 χρόνια πριν, στα γερμανικά συνδικάτα... Τώρα επανέρχεται, έφθασε μάλλον η ώρα ενεργοποίησής της. Ιδια κι απαράλλαχτη με το αυστραλιανό μοντέλο συνταξιοδότησης, έτσι δεν είναι;
Τις γαλλικές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές έχουν απασχολήσει, με κορύφωση στα τέλη του 1990, θέματα ανεργίας και «νόμιμων» εργοδοτικών επιθέσεων εναντίον όσων δεν έφυγαν με πρόωρη συνταξιοδότηση.
Διάσπαρτες στους χώρους δουλειάς οι εργοδοτικές κάμερες, καταγράφουν κάθε ύποπτη κίνηση προσωπικού και πελατών που μπορεί να ζημιώσει το πολυκατάστημα. Καταγράφουν κλοπές αντικειμένων, κυρίως τροφίμων, από καθωσπρέπει ανθρώπους, από συνταξιούχους, ξένους και Γάλλους, που δεν τα βγάζουν πέρα οικονομικά.
Στην ταινία επανέρχεται το πρόβλημα των νεόπτωχων εργαζομένων, που έθεσε ιδιαίτερα συγκροτημένα η Κλερ Ντεβέρ στην ταινία της «La voleuse de Saint Lubin» (1999) (Η κλέφτρα του Σεν Λουμπάν). Μια κακοπληρωμένη εργαζόμενη κλέβει - όπως ο Γιάννης Αγιάννης - συσκευασίες με κρεατικά για να κάνει Χριστούγεννα με τις κόρες της. Αλλά χωρίς εμπιστοσύνη μεταξύ προσωπικού και επιχείρησης, ισχυρίζεται η εργοδοσία, δεν μπορεί να υπάρξει σχέση εργασίας. Γιατί, όπως λέει και το τραγούδι, για ένα κομμάτι ψωμί δεν φθάνει μόνο η δουλειά ή το κορμί, το πιο σπουδαίο είναι η κατάθεση ψυχής στον μονόδρομο του καπιταλιστικού κέρδους. Ο ισχυρισμός αναφέρεται σε υπαλλήλους που καταχράστηκαν εκπτωτικά κουπόνια... Οι σεκιουριτάδες που ελέγχουν τους εργαζόμενους, σαν τον Τιερί που βρήκε δουλειά και προσπαθεί να ανταποκριθεί στο καθήκον του, είναι κι αυτοί εργαζόμενοι, ο ένας απέναντι στον άλλον δηλαδή... Πόσο όμως ένας έντιμος άνθρωπος μπορεί να αντέξει μ' αυτά που βλέπει;
Ο «Νόμος της αγοράς» με όρους σινεμά «βεριτέ» (αλήθεια), στη διασταύρωση μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, χωρίς πλοκή και δραματική εξέλιξη, με μορφή απλή, ωμή και καταγγελτικά ρηξικέλευθη, είναι δομημένη σε μακρές λεπτομερείς σεκάνς ακριβώς για να καλύπτονται οι όποιες αποχρώσεις του εκάστοτε θεματικού κεφαλαίου. Δυστυχώς, η ξεκάθαρη αυτή κοινωνικοπολιτική ταινία δεν κάνει χρήση επιστημονικών πολιτικών όρων ώστε να τροφοδοτήσει ένα έργο ουσιαστικής αντίστασης και αγώνα... Πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη καπιταλισμός, ως μήτρα του κακού, όσο κι αν η εικόνα κραυγάζει περί αυτού... Τι φοβάται η ταινία; Μήπως κατηγορηθεί από το οπορτουνιστικό πολιτικό τοπίο της Γαλλίας για υπερβάλλουσα απλοϊκότητα; Μα τα πράγματα είναι ακριβώς τόσο απλά... Κάτω απ' αυτό το πρίσμα η ταινία δεν τείνει ουσιαστικό χέρι βοήθειας προς την εργατική τάξη...
Πείτε μας για την απόφασή σας να γυρίσετε τον «Νόμο της Αγοράς»;
Όλες οι ταινίες μου πραγματεύονται τη σχέση του ανθρώπου με το κοινωνικό του περίγυρο. Με το «Νόμο της Αγοράς» θέλησα να καταπιαστώ με τη βιαιότητα του εργοδοτικού συστήματος σε σχέση με το ανθρωπινό στοιχείο που παρατηρείται σε εκείνους που βιώνουν την εργασιακή ανασφάλεια. Έγραψα το σενάριο με τον Olivier Gorce, τον οποίο ήξερα μεν αλλά δεν είχαμε συνεργαστεί ποτέ έως τώρα. Η ανάλυσή του και η οπτική του για την κοινωνία και τα πολιτικά θέματα είναι πολύ διαυγής. Ήταν ο ιδανικός συνεργάτης για την ταινία αυτή.
Πόσο γρήγορα καταλήξατε στο τελικό πλαίσιο της παραγωγής;
Αρκετά γρήγορα, στην πραγματικότητα. Ήδη από τη συγγραφή του σεναρίου, ήξερα ότι η ταινία θα γυριστεί με ένα μικρό συνεργείο, και με μη επαγγελματίες ηθοποιούς θα μπορούσε να λειτουργήσει πιστότερα η ερμηνεία του Lindon. Πήγα ακόμα
παραπέρα και είπα στον παραγωγό Christophe Rossignon ότι με τον Vincent Lindon θέλουμε να γίνουμε συμπαραγωγοί του έργου επενδύοντας το μεγαλύτερο μέρος των μισθών μας σε αυτό, ενώ κανονικά θα πληρωνόταν το συνεργείο. Τόσο πολύ την πίστεψα από την αρχή την ταινία –κάτι ανάλογο δεν είναι δυνατόν να γίνεται σε κάθε παραγωγή, πρέπει να στο βγάζει. Το περιεχόμενο, το ύφος και τη χρηματοδότηση συμφωνήσαμε και οι τρεις μας αμέσως. Μου άρεσε αυτή η συνοχή. Είναι βέβαιο ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι αυτό αν είχαμε άλλη αντιμετώπιση από τον παραγωγό-χρηματοδότη. Η ταινία αυτή ήταν μια ανάγκη για εμένα.
Είναι πολύ περίεργο που η διαίσθησή σας πέτυχε σχετικά με τη συνεργασία του Lindon με ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Είχα την ιδέα για μια τέτοια συνεργασία πολύ καιρό τώρα. Είχα ήδη συνεργαστεί με πολλούς μη ερασιτέχνες ηθοποιούς σε μικρούς ρόλους, και κάθε φορά είχα την αίσθηση ότι ήμουν όλο και πιο κοντά σε αυτήν την αλήθεια - κάτι που με ενδιαφέρει πολύ στη δουλειά μου. Η ιδέα ήταν να ρίξω τον Vincent Lindon σε αχαρτογράφητα νερά όσον αφορά την ερμηνεία του.
Πώς μπορέσατε να τους βρείτε;
Πολλοί από τους ρόλους αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένες θέσεις εργασίας: οι security, ο τραπεζίτης, το προσωπικό στο γραφείο ανεργίας, οι ταμίες, κ.λπ., επομένως βρήκαμε ανθρώπους που εργάζονταν σε μια τέτοια δουλειά. Είχα ενθουσιαστεί με τους ανθρώπους που γνώρισα. Αμφιβάλλω ότι μπορούν να κάνουν ό,τι οι κανονικοί ηθοποιοί - αλλά δεν νομίζω από την άλλη ότι οποιοσδήποτε ηθοποιός είναι ικανός να παίξει όπως αυτοί. Είναι συναρπαστικό να βλέπεις ανθρώπους να παίζουν σε ένα χώρο στον οποίο είναι απολύτως εξοικειωμένοι, και να δέχονται τις οδηγίες ενός σκηνοθέτη ώστε να αναδείξουν νέες ικανότητες που ενδεχομένως έχουν μπροστά σε μια κάμερα. Αυτό για μένα εξακολουθεί να αποτελεί ένα μυστήριο που με συναρπάζει.
Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Τον γνωρίζω αρκετά καλά, δεδομένου ότι αυτή είναι η τρίτη ταινία που κάνουμε μαζί. Όμως στο «Νόμο της Αγοράς» άγγιξε την καλύτερή του ερμηνεία. Απελευθερώθηκε, όπως κι εγώ άλλωστε σκηνοθετικά, χωρίς να έχει το οποιοδήποτε «δίχτυ προστασίας».
Με ποιο τρόπο αποφασίσατε να γυρίσετε, τεχνικά, την ταινία;
Καταρχάς, επέλεξα έναν διευθυντή φωτογραφίας ο οποίος είχε κάνει μόνο ντοκιμαντέρ έως τώρα. Στον Éric Dumont μου άρεσε η τεχνική του, κι ότι είναι ένας νεαρός διευθυντής φωτογραφίας μόλις 30 χρονών που ποτέ δεν είχε κάνει ταινία μυθοπλασίας. Του έλεγα με μεγάλη ακρίβεια τι ήθελα σε κάθε σκηνή και τον άφηνα στη συνέχεια να αναπτύσσει τις δεξιότητές του σχετικά με το καδράρισμα και τη θέση ενός ηθοποιού στην κάθε σκηνή. Με ενδιέφερε η συνεργασία του με τον Thierry/Vincent, ο οποίος ακόμη κι αν δεν ήταν πρωταγωνιστής σε μια σκηνή η παρουσία του εξακολουθούσε να δίνει την κινητήρια δύναμη στην ταινία. Αυτή η συνεργασία, άλλωστε, ήταν αυτή που τροφοδότησε την επιλογή του σινεμασκόπ, δεδομένου ότι μερικές φορές ήταν απαραίτητη για να δείχνει τι συμβαίνει απέναντι ή δίπλα στον Thierry.
Χαρακτηρίζετε την ταινία σας πολιτική;
Ναι. «Πολιτική», με την έννοια του πώς εντάσσεται ο άνθρωπος στον αστικό ιστό ή στην ευρύτερη κοινωνία. Σκηνοθέτησα τη ζωή ενός ανθρώπου που έδωσε την ψυχή του, το χρόνο του και την ενέργειά του, σε μια εταιρεία για 25 χρόνια πριν εκείνη τον «πετάξει» στο περιθώριο, γιατί τα αφεντικά του αποφάσισαν να πάνε την επιχείρησή τους σε άλλη χώρα με φθηνότερο εργατικό δυναμικό. Αυτόν τον άνδρα τον έδιωξαν επειδή κάποιοι άλλοι θέλουν για τον εαυτό τους περισσότερα χρήματα. Ο Τιερί είναι η συνέπεια ενός συστήματος που θέλει τους τραπεζικούς λογαριασμούς κάποιων πιο «φουσκωμένους». Είναι εκείνος που περιλαμβάνεται στις στατιστικές με τους άνεργους που ακούμε καθημερινά στις ειδήσεις. Μπορεί η είδηση αυτή να διαρκεί μερικά λεπτά, αλλά πίσω από αυτήν υπάρχουν ανθρώπινες τραγωδίες. Κι έχοντας περάσει 20 μήνες άνεργος συνεχίζει να δέχεται ταπεινώσεις σχεδόν σε κάθε εργασία που ξεκινά. Και όταν αυτή η εργασία θέτει το άτομο σε ένα ηθικά απαράδεκτο δίλημμα, τι μπορεί να κάνει; Να μείνει και να είναι συνεργός σε ένα άδικο σύστημα, ή να φύγει και να επιστρέψει σε μια αβέβαιη και ασταθή ζωή; Αυτή είναι η καρδιά της ταινίας. Η θέση ενός ανθρώπου στο Σύστημα.
Ναι, ήταν σημαντικό να κυλήσει ο χρόνος και να δείξω τον Thierry στο πλαίσιο της κοινωνικής ταπείνωσης που προκύπτει από την παρατεταμένη ανεργία. Με ότι κι αν καταπιάστηκε, σε ότι δοκίμασε και δοκιμάστηκε ήταν πάντα και πραγματικά στη μέση, αλλά με τον δικό του τρόπο συμμετείχε στη βία αυτού του κόσμου. Αυτός είναι ο κόσμος μας. Και ο χρόνος που ξοδεύουμε παρατηρώντας τον μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι ο Thierry δεν είχε απολύτως καμία επιλογή παρά να αποδεχθεί όποια νέα δουλειά του τύχαινε, όπως αυτή του υπεύθυνου ασφαλείας στο πολυκατάστημα. Σε αυτόν το ρόλο πολλές φορές η δουλειά έμοιαζε με καρικατούρα αλλά φυσικά στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι που εργάζονται στις θέσεις αυτές δεν είναι καρικατούρες. Εγώ δεν συνάντησα κανέναν «καουμπόη» που να κάνει κατάχρηση της εξουσίας του. Αντιθέτως γνώρισα πολύ ευχάριστους άνδρες και γυναίκες των οποίων η δουλειά ήταν να σταματούν τους ανθρώπους να κλέβουν τα πράγματα από το κατάστημα που εργάζονται.
ΣΤΕΦΑΝ ΜΠΡΙΖΕ
O Stéphane Brize γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1966 στη Ρεν, Γαλλία. Είναι σεναριογράφος και σκηνοθέτης, γνωστός για τις ταινίες «Το ταγκό του έρωτα» (2005), «Δεσποινίς Chambon» (2009) και «Ο νόμος της αγοράς» (2015).
Έχει κερδίσει Σεζάρ Διασκευασμένου Σεναρίου και Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης για τη «Δεσποινίς Chambon», Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν για «Το ταγκό του έρωτα» και Ειδική Μνεία της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών για το «Νόμο της αγοράς».
Φιλμογραφία
1999 – Hometown blue
2005 – Το ταγκό του έρωτα
2006 – Μεταξύ ενηλίκων
2009 – Δεσποινίς Chambon
2012 – A few hours of spring
2015 – O νόμος της αγοράς
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Ένα δυνατό κοινωνικό δράμα.
-Variety
Μια συγκλονιστική πρωταγωνιστική ερμηνεία του Βινσέν Λιντόν.
-The Hollywood Reporter
Μια συναρπαστική ταινία ρεαλισμού γεμάτη ανθρωπιά.
-Time Out London
To πρώτο αριστούργημα των Καννών.
-Άκης Καπράνος, Τα Νέα
Ένα μανιφέστο ανθρωπισμού! Φαντάζει φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα.
-Μανόλης Κρανάκης, Flix.gr
Ο σκληρός «Νόμος της Αγοράς» μόνο με Φοίνικες μαλακώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.