Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιδέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιδέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Τσε Γκεβάρα: Ημερολόγιο Βολιβίας ‒ Οι στίχοι του Νικολάς Γκιγιέν μέσα απ' τα γεγονότα - Αφιέρωμα - Ημερολόγια - Γ' Μέρος - Επίμετρα (42 φωτό)

Θα ξαναγεννηθεί.
Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, γνωστός και ως «Τσε»
(Che Guevara - Ernesto Guevara de la Serna)

Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής
Δολοφονήθηκε από τη CIA, στις 9 Οκτωβρίου 1967, στη Λα Ιγκέρα της Βολιβίας
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 14.Χ.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
*

*
(Μετάφραση - Σχολιασμός ποιημάτων - Επιμέλεια: Μπάμπης Ζαφειράτος)

*


Τσε Γκεβάρα: Ημερολόγιο Βολιβίας ‒ Οι στίχοι του Νικολάς Γκιγιέν μέσα απ' τα γεγονότα - Αφιέρωμα - Γ' Μέρος - Επίμετρα

1.
Επίμετρο

Προσθήκες από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

για τον Γάλλο, τον Κάρλος και τον Άγγλο

Ρεζί Ντεμπρέ (με το τσιγάρο) και πίσω ο Σίρο ο "ζωγράφος"
Τσε, Ανάλυση του μήνα Απρίλη (1967): Ο Δαντόν και ο Κάρλος έγιναν θύματα της βιασύνης τους και της σχεδόν απελπισμένης επιθυμίας τους να φύγουν· επίσης και της έλλειψης εκ μέρους μου αποφασιστικότητας για να τους εμποδίσω.
14 Φλεβάρη ‒[...] Μάς γνωστοποίησαν επίσης πως ο Γάλλος, ταξιδεύοντας με το διαβατήριό του, έφτασε στις 23 ατή Λα Παζ και κατέβηκε στον Παρέθα ή στου Ρχέα. [...]
19 Μάρτη ‒[...] Βρίσκονται τώρα στη βάση ο Γάλλος, ο Ελ Τσίνο, οι σύντροφοί του, η Τάνια και ο Γκουεβάρα με το πρώτο μέρος της ομάδας του. [...]
20 Μάρτη ‒[...] Στον καταυλισμό βρήκαμε τον Δαντόν, τον Έλ Πελάο και τον Ελ Τσίνο μαζί με την Τάνια και μια ομάδα Βολιβιανών που τους είχαμε μια «γόνδολα» για τη μετα­φορά τροφίμων και για τη μετακόμιση του καταυλισμού. [...]
21 Μάρτη ‒Πέρασα τη μέρα συζητώντας με τον Ελ Τσίνο, διευκρινίζοντας μερικά σημεία, με τον Γάλλο, τον Ελ Πελάο και την Τά­νια. Ο Γάλλος έφερε νέα, γνωστά άλλωστε, για τον Μόνχε, τον Κόλλε, τον Σιμόν Ρέγιες κ.τ.λ. [...]
25 Μάρτη ‒[...] Με τον Ελ Τσίνο και τον Ελ Πελάντο καθορίσαμε μερικές λεπτομέρειες και έκαμα στον Γάλλο μια μεγάλη προφορική έκθεση της κατάστασης. [...]
27 Μάρτη ‒[...] Όλα δείχνουν ότι έγινε γνωστή η ταυτότητα της Τάνιας, κι αυτό σημαίνει πως δυο χρόνια κα­λής και υπομονετικής δουλειάς πάνε χαμένα. Η αναχώρηση των επισκεπτών γίνεται τώρα πολύ δύσκολη. Έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Δαντόν, όταν του του είπα. [...]
28 Μάρτη[...] Ο Γάλλος εξέθεσε με πολλήν ορμητικότητα πόσο θα μπορούσε να είναι χρήσιμος στο εξωτερικό.
14 Απρίλη Συντάξαμε το ανακοινωθέν No 2 για το λαό της Βολιβίας και την αναφορά No 4 για τον Μανίλα, που θα πρέπει να το πάρει ο Γάλλος DXXI (σ. Μπ.: με λατινική αρίθμηση χαρακτηρίζονται τα κωδικοποιημένα μηνύματα και αναφορές που έστελναν οι αντάρτες). […]
17 Απρίλη[...] Το ίδιο βράδυ μαθεύτηκε ότι ένας από τους γιους ενός χωριάτη εξαφανίστηκε και ίσως πήγε να προειδοποιήσει, αλλά παρ’ όλα αυτά αποφασίσαμε να φύγουμε, για να προσπαθήσουμε να φυγαδεύσουμε το Γάλλο και τον Κάρλος μια και καλή. […]
19 Απρίλη
Μείναμε ‘κει όλη τη μέρα και πιάναμε όλους τους χωρικούς που περνούσαν, έτσι που φτιάσαμε ένα ωραίο σύνολο κρατουμένων. Στις 1 ή ώρα η φρουρά μάς έφερε ένα δώρο άξιο τών Ελλήνων: Ένα δημοσιογράφο, Άγγλο, ονόματι Ρόθ, που ακολουθούσε τα ίχνη μας, οδηγούμενος από τα παιδιά του Λαγκουνίλλιας. Τα χαρ­τιά του ήταν εντάξει, αλλά είχε και μερικά ύποπτα σημάδια: το διαβατήριό του έγραφε επάγγελμα σπουδαστής, αλλά αυτό είχε δια­γραφεί και αντικατασταθεί με το επάγγελμα του δημοσιογράφου (στήν πραγματικότητα του φωτογράφου)· είχε βίζα από το Πόρ­το - Ρίκο και σε συνέχεια ομολόγησε πως υπήρξε καθηγητής των 'Ισπανικών στους μαθητές του (στρατιωτικού) Σώματος, όταν του κάναμε ερωτήσεις για μια ταυτότητα διοργανωτή του Μπουένος Άιρες. Είπε πως είχε επισκεφτεί το στρατόπεδο και του ‘δειξαν ένα ημερολόγιο του Μπραούλιο όπου διηγόταν τα ταξίδια και τις εμπειρίες του.
Πάντα ή ίδια ιστορία, η απειθαρχία και η ανευθυνότητα κατευ­θύνουν τα πάντα. Από τις πληροφορίες που ‘δωσαν τα παιδιά που χρησίμευαν ώς οδηγοί στο δημοσιογράφο, μάθαμε πως η άφιξή μας εδώ μαθεύτηκε το ίδιο βράδυ στο Λαγκουνίλλιας, χάρη σε κά­ποια πληροφορία που ‘δωσε κάποιος. Πιέσαμε το παιδί τού Ρόντας και ομολόγησε πως ο αδερφός του και ένας πεόν του Βίντες πή­γαν εκεί για να εισπράξουν την αμοιβή που φτάνει από 500 έως 1000 δολάρια. Του κρατήσαμε το άλογο σαν αντίποινα και πλη­ροφορήσαμε σχετικά τους αιχμάλωτους χωρικούς.
Ό Γάλλος πρότεινε να ζητήσουμε από τον Άγγλο σαν από­δειξη της καλής του πίστης, να τους βοηθήσει να φύγουν· ο Κάρ­λος το δέχτηκε με μισή καρδιά, εγώ δεν ανακατώθηκα σ’ αυτό. Φτάσαμε στις 9 η ώρα (……) και εξακολουθήσαμε το ταξίδι μας προς την Μουγιουπάμπα που, σύμφωνα με τα λεγόμενα των χωρικών, όλα είναι ήσυχα. Ό Άγγλος δέχτηκε τους όρους που του έθεσε ο Ίντι, μέσα στους οποίους περιλαμβανόταν και μια Έκθεση που ‘γραψα εγώ και στις 11 και 45', αφού αποχαιρετήσαμε ‘κείνους που ‘φευγαν, άρχισε η πορεία για την κατάληψη του χωριού· Έμεινα με τον Πόμπο, τον Τούπα και τον Ουρμπάνο. Το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό και ανάψαμε μια μικρή φωτιά.
Στη 1 ή ώρα, ήρθε ο Νάτο και μας πληροφόρησε πως το χω­ριό ήταν σε κατάσταση συναγερμού, με 20 στρατιώτες που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και με ομάδες αυτοάμυνας· μια από αυτές με δύο Μ‒3 και δύο ρεβόλβερ έπεσε πάνω στους ανιχνευτές μας, αλ­λά έφυγε χωρίς να πολεμήσει.
Μου ζήτησαν οδηγίες και τους είπα να υποχωρήσουν, δεδομένου άλλωστε ότι ήταν αργά, και άφησα τον Άγγλο δημοσιογράφο, τον Γάλλο και τον Κάρλος, να αποφασίσουν ό,τι τους φαινόταν καλύτερο. Στις 4 ή ώρα, πήραμε το δρό­μο του γυρισμού, χωρίς να ‘χουμε πετύχει το σκοπό μας, αλλά ο Κάρλος αποφάσισε να μείνει και τον ακλούθησε και ο Γάλλος, αλλά με μισή καρδιά αύτη τη φορά.
Ντεμπρέ και Μπούστος (το κεφάλι στη γωνία) κρατούμενοι.
20 Απρίλη ‒[...] Έφεραν, σαν δείγμα καλής θέλησης, δυο κούτες τσιγάρα και το νέο πώς οι τρεις που ‘φυγαν πιάστηκαν στη Μουγιουπάμπα και πώς οι δυο κινδυνεύουν, γιατί τα χαρτιά τους ήταν πλαστά. Άσχημη προοπτική για τον Κάρλος. Ο Δαντόν θα ξεγλιστρήσει καλά. [...]
21 Απρίλη ‒[...] Η ιδέα μας ήταν να μείνουμε σ' ένα μέρος που να έχει νερό και να κάνουμε μιαν αναγνώριση για να στήσουμε ενέδρα. Υπήρ­χε γι’ αυτό και ένας λόγος παραπάνω, το νέο δηλαδή που μετάδω­σε το ράδιο για την εκτέλεση τριών μισθοφόρων, ενός Γάλλου, ενός Άγγλου και ενός Αργεντινού. Αυτή η αβεβαιότητα πρέπει να δια­λυθεί με μια παραδειγματική τιμωρία. [...]
23 Απρίλη ‒[...] Εξακολουθούμε να μην ξέρουμε τίποτα για τον Δαντόν και τον Ελ Πελάντο ούτε για τον Άγγλο δημοσιογράφο.

Ο Τύπος λογοκρίνεται και έχουν ήδη αναγγείλει μιαν άλλη συνάντηση, με 3 ή 5 κρατούμενους.
27 Απρίλη ‒[...] Το Βολιβιανό ράδιο μετάδωσε ανακοινωθέντα του στρατού που αγγέλλουν το θάνατο ενός οδηγού πολίτη, γυμναστή σκυλιών, καί ένός σκύλου, του Ράγιο. Μας καταλογίζουν δυο νεκρούς, ενός κατά πάσαν πιθανότητα Κουβανού, όνόματι Ρούμπιο, και ενός άλλου, Βολιβιανού. Επιβεβαιώνει πως ο Δαντόν είναι κρατούμενος κοντά στο Καμίρι. Είναι βέβαιο πως οι άλλοι είναι ζωντανοί μαζί του.

Υψόμετρο: 950 μ.
6 Μάη ‒[...] Τα νέα περιστρέφονται γύρω από την υπόθεση Ντεμπρέ.
Υψόμετρο: 1100 μ.
20 Μάη[...] Σε μια προς - κόνφερανς ο Μπαρριέντος αρνήθηκε να δεχτεί πως ο Ντεμπρέ είχε την ιδιότητα του δημοσιογράφου και ανάγγειλε πως θα ζητήσει από το Κογκρέσσο να επαναφέρει την ποινή του θανάτου. Όλοι οι δημοσιογράφοι και όλοι οι ξένοι τον ρώτησαν για τον Ντεμπρέ. Υπερασπίστηκε με μια απίστευτα φτωχή επιχειρηματολογία. Είναι ο πιο ανίκανος άνθρωπος που θα μπορούσε να βρει κανείς.
24 Μάη ‒[...] Το ράδιο μετάδωσε πως η αίτηση για την ισχύ του habeas corpuς [τήρηση της διχαστικής, νόμιμης διαδικασίας, προσαγωγή στο φυσικό δικαστή, σε περίπτωση σύλληψης ατόμου] στην υπόθεση Ντεμπρέ θα απορριφθεί. Υπολόγισα πως βρισκόμαστε μια ή δυο ώρες από το Σελαντίλλο. Φτάνοντας στην κορυφή, θα δούμε τι πρέπει να κάνουμε.
12 Ιούνη ‒[...] Ένα άλλο ανακοινωθέν αναφέρει τρεις νεκρούς και μεταξύ τους τον Ίντι, έναν από τους αρχηγούς των «γκουεριλλέρος», και δίνει τη σύνθεση των ξένων που παίρνουν μέρος στην «γκουερίλλα»: 17 Κουβανοί, 14 Βραζιλιάνοι, 4 'Αργεντινοί και 3 Περουβιανοί. Όσο για τους Κουβανούς και τους Περουβιανούς, το πρά­γμα ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Αλλά πρέπει να γνωρίσουμε με ποιον τρόπο το έμαθαν.
Υψόμετρο: 900 μ.
30 Ιούνη ‒[...] Στο πολιτικό επίπεδο, το πιο σημαντικό είναι η δήλωση του Οβάντο, ότι βρίσκομαι ‘δω. 'Εκτός από αυτό, είπε, ο στρατός είχε να κάνει με «γκουεριλλιέρος» άριστα εκπαιδευμένους, που είχαν στις τάξεις του διοικητές Βιετκόγκ, οι όποιοι είχαν αναγκάσει σε υποχώρηση τα καλύτερα βορειοαμερικανικά συντάγματα. Βασίζε­ται στις δηλώσεις του Ντεμπρέ, που φαίνεται ότι μίλησε περισσό­τερο από ότι έπρεπε, αν και δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς αντιπροσωπεύει αυτό που είπε, ούτε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το είπε αυτό που του αποδίδουν να είπε.
1 Ιούλη ‒[...] Ο Μπαρριέντος έδωσε πρες - κόνφερανς και παραδέχεται την παρουσία μου, άλλα προλέ­γει πώς η εκκαθάριση μου είναι ζήτημα ημερών. Χρησιμοποίησε το συνηθισμένο υβρεολόγιό του, αποκαλώντας μας αρουραίους και έχιδνες και επανέλαβε την πρόθεσή του να τιμωρήσει τον Ντεμπρέ.
Υψόμετρο: 1660 μ. [...]
10 Ιούλη ‒[...] Οι δηλώσεις του Ντεμπρέ και του Ελ Πελάντο δεν είναι καλές. Ιδίως όταν αναγνώρισαν τον ηπειρωτικό σκοπό του Αντάρτι­κου (απελευθέρωση όλης της Ν. Αμερικής), γεγονός που δεν εί­χε καμιά σχέση.
19 Αυγούστου[...] Μιλάνε πάλι για τον Ντεμπρέ. Για τους άλλους κατηγορού­μενους ούτε λέξη. […]
23 Αυγούστου ‒[...] Μεταδόθηκε πως η δίκη του Ντεμπρέ αναβλήθηκε για το Σεπτέμβρη.
Υψόμετρο: 560 μ.
29 Αυγούστου ‒[...] Από το ραδιόφωνο, όχι μεγάλα νέα· μιλούν προπαντός για τη δίκη του Ντεμπρέ που τραβάει σε μάκρος, από βδομάδα σε βδομάδα.
5 Σεπτέμβρη ‒[...] Λέγεται πως μπορεί ν’ ανταλλαγεί ο Ντεμπρέ. [...]
9 Σεπτέμβρη ‒[...] Το μόνο νέο από το ραδιόφωνο είναι η αναβολή της δίκης του Ντεμπρέ μέχρι τις 17 Σεπτέμβρη, τουλάχιστο.
17 Σεπτέμβρη ‒[...] Το ραδιόφωνο ανάγγειλε την αναβολή της δίκης (του Ντεμπρέ) και μια διαμαρτυρία για τη φυλάκιση της Λογιόλα Γκουσμάν.


2.

Σημειώσεις Μποτίλιας


Ι.

Ρεζίς Ντεμπρέ ή Δαντών ή Γάλλος
Σίρο Μπούστος (αριστερά) και Ρεζίς Ντεμπρέ (μέση), κατά τη διάρκεια της δίκης
Γάλλος διανοούμενος, οι μελέτες του οποίου αποσκοπούσαν να δώσουν τη μαρξιστική εκδοχή της επανάστασης στη Λατινική Αμερική. Το Μάρτη του 1967, όντας καθηγητής φιλιοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας στην Κούβα, συναντιέται με τον Τσε, του ανατίθενται διάφορες αποστολές στο εξωτερικό, και συμμετέχει στις προετοιμασίες του αντάρτικου, με κοινωνικοπολιτικές εκτιμήσεις του για τις δυνητικά κατάλληλες περιοχές της Βολιβίας, που θα χρησίμευαν ως επιχειρησιακά κέντρα των ανταρτών.
Μετά τη σύλληψή του στη Μουγιουπάμπα με τον Μπούστος και τον Ροθ (20 Απρίλιος 1967), καταδικάστηκε σε 30 χρόνια από Στρατοδικείο που συνεδρίασε στο Καμίρι και αφέθηκε ελεύθερος με τη γενική αμνηστία της κυβέρνησης του Χουάν Χοσέ Τόρες, το 1970.
Το 1973, επιστρέφοντας στο Παρίσι, χρηματίζει σύμβουλος του Μιτεράν, υπηρετεί σε κυβερνητικά πόστα, αποκηρύσσει σιγά σιγά τις ιδέες των πρώτων του γραπτών, στρέφεται σε  ζητήματα θρησκευτικής πίστης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, εντασσόμενος στη χορεία των οπαδών της σοσιαλδημοκρατίας του... Τσίπρα και υποστηρικτής του Μελανσόν.
Η απόδειξη της συμφωνίας του με τη CIA έχει μάλλον αποκαλυφθεί.
Ο Γκάρυ Πράντο, ο επικεφαλής αξιωματικός που συνέλαβε τον Τσε είναι κάθετος: Για μας δεν έχει σημασία το ποιος μίλησε πρώτος. Αλλά μεταξύ μας γνωρίζουμε ότι ήταν ο Ντεμπρέ. Έχω διαβάσει όλες τις ανακρίσεις. Από την αρχή, ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι ο Τσε Γκεβάρα ήταν στη Βολιβία και ήρθε ως δημοσιογράφος, για να του πάρει συνέντευξη».
Η Αλέιδα Γκεβάρα, η κόρη του Τσε, λέει ότι ο Ντεμπρέ «μίλαγε περισσότερο από όσο έπρεπε», συνεπώς είναι άμεσα υπεύθυνος για το θάνατο του θρυλικού επαναστάτη.
«Ο Ντεμπρέ ‒μας λέει ο Τάιμπο ΙΙ‒ αντέδρασε με τη θεωρία εγκατάλειψης του αντάρτικου». Και οι δύο θέσεις (συμπληρώνει) έχουν φτωχή βάση και μπορούν να εξηγηθούν υπό το πρίσμα μιας άλλης διαμάχης που εξελίσσεται υπόγεια: των σημερινών διαφωνιών ανάμεσα στον Ντεμπρέ και στην ηγεσία της κουβανέζικης επανάστασης».

ΙΙ.

Κάρλος ή Σίρο Ρομπέρτο Μπούστος Μάρκο

ή Μαουρίτσιο ή Ελ Πελάντο

ή Κάρλος Αλμπέρτο Φρουκτουόσο
Ή και Ιούδας του Τσε. Αργεντινός ζωγράφος, έδωσε όλα τα σκίτσα των ανταρτών του Τσε.

 Τσίνο και Ελ Νέγκρο
Μάρκος και Μόρο

Νάτο και Πάτσο

Πέντρο και Πόμπο

Ρικάρντο και Ουρμπάνο

Ο Μπούστος, μας λέει πάλι ο Τάιμπο ΙΙ,
«Δίχως την αλληλεγγύη και την κάλυψη που πρόσφερε η κοινότητα των διανοουμένων στον Ντεμπρέ, κατηγορούμενος από κάποιους για προδοσία, εγκαταλείφθηκε στη μοίρα του. […] Είναι προφανές ότι οι καταθέσεις και των δυο τους, που αποσπάστηκαν υπό καθεστώς απειλών και βασανιστηρίων, δεν πρόσφεραν σημαντικά στοιχεία στη CIA και στους στρατιωτικούς».
Απορία δική μας: Απλώς, «κατηγορούμενος από κάποιους για προδοσία»; Και τα πορτραίτα των ανταρτών που φιλοτέχνησε; Ο Τάιμπο δεν τα αναφέρει καθόλου. Περίεργο...

ΙΙΙ.

Ο Άγγλος δημοσιογράφος Τζωρτζ Άντριου Ροθ
Η γρήγορη σύλληψή του Άγγλου και το γεγονός ότι τον Ιούλιο αφήνεται ελεύθερος με εγγύηση, πριν από τους άλλους, με τα ίχνη του να εξαφανίζονται, προσδίδει αξιοπιστία στον ισχυρισμό ότι πράγματι συνεργαζόταν με τη CIA.

Ο Τάιμπο μας λέει:
Ο Ροθ παραμένει ως και τις μέρες μας ένα αινιγματικό πρόσωπο. Οι κουβανέζικες πηγές επιμένουν ότι πριν βρεθεί με τους αντάρτες είχε συνα­ντηθεί με πράκτορες της CIA στη Λα Πας (κάπου μεταξύ 8 και 16 Απριλίου) και είχε συμφωνήσει πως θα προσπαθούσε να μπει στην περιοχή των μαχών για να μάθει αν βρισκόταν εκεί ο Τσε και για να ρίξει στα πράγματα των ανταρτών κάτι χημικές ουσίες που θα επέτρεπαν να τους εντοπίσουν αργότερα τα σκυλιά. Η μετέπειτα ιστορία μπορεί να μην επιβεβαιώνει αυτές τις πληροφορίες, αλλά δεν τον απαλλάσσει κι απ' τις υποψίες. Ο Τσε πιστεύει ότι ο Ροθ μπορεί να τους φανεί χρήσιμος στηρίζοντας το άλλοθι του Ντεμπρέ και του Μπούστος, που παριστάνουν τους δημοσιογράφους, και αποφασίζει να τον βγάλει μαζί τους απ' την περιοχή.


IV.
Τάνια: Αϊντέ Ταμάρα Μπούνκε Μπίντερ
19 Νοε. 1937, Μπουένος Άιρες, Αργεντινή - 31 Αυγ. 1967, Βολιβία. Γνωστή σαν Τάνια ή Τάνια η αντάρτισσα. Κόρη του Γερμανού κομμουνιστή Έρικ Μπούνκε (μέλος του Γερμανικού ΚΚ) και της Πολωνής Νάντια Μπίντερ, οι οποίοι με την άνοδο των Ναζί κατέφυγαν στην Αργεντινή. Άτομο σπάνιας ευφυΐας η Τάνια, το 1960 γνωρίζει τον Τσε κατά την επίσκεψή του στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), όπου η ίδια σπούδαζε πολιτικές επιστήμες, εκτελεί χρέη διερμηνέως του, και το 1961 εγκαθίσταται στην Κούβα.

Στην Κούβα
Συμμετέχει σε μπριγάδες εργασίας, στην πολιτοφυλακή, στην εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού, εργάζεται στο Υπουργείο Παιδείας, στο Κουβανικό Ινστιτούτο Φιλίας των Λαών (ICAP) και στην Ένωση Γυναικών Κούβας.

Το 1964 ο Τσε την στέλνει στη Βολοβία για συλλογή πληροφοριών, όπου με προκάλυμμα τις μουσικολογικές της έρευνες (έπαιζε ακορντεόν και κιθάρα), εισχωρεί στην κυβέρνηση και καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του Μπαριέντος, συνοδεύοντάς τον και στις διακοπές του στο Περού.

Ινστιτούτο Φιλίας των Λαών (ICAP)
Το Απρίλη του 1966, μέλος του ΚΚΚ πια, φεύγει από τη Βολιβία και πηγαίνει στο Μεξικό, όπου έχει διάφορες επαφές για την προετοιμασία του αντάρτικου.

Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας, Απρίλιος 1966: Η συντρόφισσα Ταμάρα Μπούνκε Μπίντερ είναι μέλος του πυρήνα του Υπουργείου Παιδείας
Τον Ιούλη του ίδιου έτους ξεκινούν οι προετοιμασίες για την εγκατάσταση των ανταρτών και την ενοικίαση ασφαλών σπιτιών που θα γίνουν αποθήκες υλικών και κρυψώνες για την αποστολή των κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Τέλη του 1966, και μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς της [Όλα δείχνουν ότι έγινε γνωστή η ταυτότητα της Τάνιας, μας λέει ο Τσε (ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ π.π.)], εντάσσεται οριστικά στη δύναμη του αντάρτικου, στο στρατόπεδο του Νιανκαουασού.
Με τη Βίλμα Εσπίν
Ο Ουλίσες Εστράδα (Σαντιάγκο Κούβας, 11 Δεκ. 1934 - Αβάνα, 26 Ιαν. 2014), επαναστάτης, δημοσιογράφος και διπλωμάτης, εκπαιδευτής της Τάνιας για την αποστολή της Βολιβίας και ερωτικός της σύντροφος, στο βιβλίο του Τάνια η αλησμόνητη αντάρτισσα (Tania la guerrillera inolvidable, Instituto del Libro de La Habana, 1970) σημειώνει:
«Η Τάνια ήταν μια γυναίκα πολύ δύσκολη, που δεν δεχόταν πειθήνια τις οδηγίες. Είχε προσωπικές απόψεις για τα πάντα και παθιαζόταν με την κουβέντα. Ήταν πολύ δυνατή κι εγώ την αγαπούσα».  
Σκοτώθηκε στην ενέδρα των καθοδηγούμενων από τη CIA Βολιβιανών Ρέιντζερς.

V.

Η Ενέδρα στον Ρίο Γκράντε
Ας δούμε πώς περιγράφει εκείνη την ενέδρα, κατά την οποία έλαβε χώρα και Η σφαγή της οπισθοφυλακής του Τσε, ο Τάιμπο ΙΙ, στο ομότιτλο 55ο κεφάλαιο του βιβλίου του:
Στις 31 Αυγούστου θα συμβεί ένα γεγονός ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του αντάρτικου. Μία περίπολος με αρχηγό το λοχαγό Βάργας Σαλίνας τριγυρνούσε κοντά στο σπίτι του Ονοράτο Ρόχας περιμένοντας να επιστρέψουν οι αντάρτες. Ο χωρικός, που είχε στρατολογηθεί ως οδηγός από το στρατό, είχε ομολογήσει τις επαφές του με τον Τσε τον περασμένο Μάρτιο και είχε δεσμευτεί να συνεργαστεί με το στρατό. Κατά τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου η ομάδα του Βίλο Ακούνια, σε μία απελπισμένη απόπειρα να έρθει και πάλι σε επαφή με τον Τσε, αποφασίζει να πάει στο σπίτι του Ονοράτο αναζητώντας νέα. Ο Γκουστάβο Ματσίν είναι ο αρχηγός μιας ομάδας ανιχνευτών που φτάνει μέχρι το σπίτι του χωρικού, ο οποίος υπόσχεται να τους οδηγήσει μέχρι ένα κοντινό πέρασμα του ποταμού. Εκείνο που δεν ξέρουν οι αντάρτες είναι ότι, ενόσω μιλούν με τον Ονοράτο, μέσα στο σπίτι του βρίσκονται δύο στρατιώτες που έχουν μείνει εκεί να φυλάνε σκοπιά. Οι αντάρτες δεν μπαίνουν στο σπίτι, γιατί τα σκυλιά τούς γαβγίζουν άγρια.
Ύστερα από μερικές ώρες έχει ειδοποιηθεί ο στρατός και ο λοχαγός Βάργας ετοιμάζει την ενέδρα μαζί με τον Ονοράτο. Ο χωρικός θα φορούσε άσπρο πουκάμισο και θα οδηγούσε τους αντάρτες μέχρι ένα αβαθές σημείο του Ρίο Γκράντε, όπου και θα τους άφηνε, για να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Εκείνη τη χρονική στιγμή ο Τσε και οι αντάρτες του βρίσκονται σε απόσταση σαράντα μόλις χιλιομέτρων απ' το συγκεκριμέ­νο σημείο.
Κατά τις 5.30 το πρωί φάνηκε στο πέρασμα Βάδο ντελ Γέσο η φάλαγγα των ανταρτών. Ο Βάργας μάς περιγράφει: «Εκείνος που μπήκε στο νερό ήταν ένας άντρας ψηλός, μεγαλόσωμος, μελαχρινός και κουβαλούσε ένα σακίδιο, όπως όλοι, κι ένα όπλο που δεν μπορούσα να διακρίνω. Έφτασαν στο πέρασμα· μαζί και η Τάνια. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο πρώτος στο νερό». Ο Ονοράτο Ρόχας έχει απομακρυνθεί. Τη φάλαγγα την οδηγεί ο Ισραέλ Ρέγες, με ένα πολυβόλο στο αριστερό του χέρι και μια ματσέτα στο δεξί. Σκύβει, πίνει νερό απ' το ποτάμι και ύστερα κάνει σινιάλο στους συντρόφους του να τον ακολουθήσουν. Η ομάδα αποτελείται από εννιά αντάρτες. Ξαφνικά αρχίζει το τουφέκιδι. Μόνο ο Ισραέλ προλαβαίνει να αντιδράσει και, πέφτοντας στο νερό, ρίχνει με το Μπράουνινγκ και σκοτώνει ένα στρατιώτη, αν και μια στιγμή αργότερα τον γαζώνουν κι εκείνον οι σφαίρες. Οι σφαίρες τούς βρίσκουν όλους έναν έναν, τον Γκουστάβο Ματσίν, τον Βάλτερ, τον Μοϊσές Γκεβάρα, που δεν μπορούν να βγουν απ' το ποτάμι. Ο Βίλο Ακούνια φτάνει τραυματισμένος στην όχθη, αλλά εκεί τον βρίσκουν και πάλι οι σφαίρες των στρατιωτών. Ο Περουβιανός γιατρός, ο Ρεστιτούτο Καμπρέρα, με το που βλέπει την Τάνια να πέφτει πληγωμένη, θέλοντας να τη σώσει, αφήνεται να παρασυρθεί από το ρεύμα του ποταμού. Ο Χοσέ Καστίγιο ‒που είναι τραυματισμένος‒ και ο Φρέντι παραδίνονται. Οι στρατιώτες ζητούν από τον Βάργας Σαλίνας να τους επιτρέψει να τους εκτελέσουν για να εκδικηθούν το θάνατο του συντρόφου τους και ο Βάργας δέχεται να σκοτώσουν μόνο τον ένα απ’ τους δυο. Εκείνος που θα εκτελεστεί με δύο σφαίρες στην πλάτη θα είναι ο νεαρός Βολιβιανός γιατρός Φρέντι Μαϊμούρα.
Έχει νυχτώσει πλέον, οι στρατιώτες κοιμούνται στην όχθη του ποταμού, πλάι στα πτώματα.
Τσε, 7 Σεπτέμβρη 1967: Το ραδιόφωνο Λα Κρουζ ντελ Σουρ αναγγέλλει την μεγάλη ανακάλυψη του πτώματος της αντάρτισσας Τάνιας, στην όχθη του Ρίο Γκράντε. 
Το νεκρό σώμα της Τάνιας. Βρέθηκε με κομμένα τα μαλλιά και το στηθος της.
Ο Καμπρέρα θα βρει την Τάνια, νεκρή πια, τρία χιλιόμετρα πιο κάτω στο ποτάμι. Ύστερα θα περιπλανηθεί για μέρες στα μονοπάτια, μέχρι που θα τον πιάσουν οι στρατιώτες και θα τον σκοτώσουν χτυπώντας τον με τα κοντάκια των όπλων τους. Ο Καστίγιο θα μεταφερθεί στο Βαγεγκράντε, όπου θα τον ανακρίνουν η στρατιωτική αντικατασκοπεία και η CIA.
[Το μόνο που απομένει να θυμίζει αυτή την εικοσιεννιάχρονη κοπέλα απ' την Αργεντινή, που γαζώθηκε από σφαίρες στο πέρασμα, είναι ένας κατάλογος με τα πράγματα που βρέθηκαν στο σάκο της: ένα τρύπιο μαύρο πουλόβερ, ένα ζευγάρι καινούργια αργεντίνικα παπούτσια χωρίς τακούνι, μια λίμα για τα νύχια, εσώρου­χα, ένα κουτάκι πούδρα, δύο παντελόνια σκισμένα στα γόνατα, ένας υπνόσακος, ένα φίλτρο φωτογραφικού φακού, ένα σημειωματάριο διαλυμένο απ' το νερό που περιείχε έναν κατάλογο από μισοσβησμένα ονόματα, εκατό δολάρια μέσα σ’ ένα κουτάκι από φιλμ, δύο κασέτες με φολκλορική μουσική από τις Άνδεις, ένα τρύπιο αλουμινένιο πιάτο. (Γκονσάλες Μπερμέχο, «Εl vado de la traicion» -Το πέρασμα της προδοσίας).]
Ταμάρα Μπούνκε. Ετών 29
Την 1η του Σεπτέμβρη, αναζητώντας την οπισθοφυλακή, ο Τσε προχωρά ακολουθώντας το ποτάμι που οδηγεί στο σπίτι του Ονοράτο Ρόχας. Με το που πέφτει η νύχτα, ανακαλύπτουν ότι το σπίτι
«ήταν άδειο, αλλά είχαν προστεθεί στο κυρίως χτίσμα κάμποσα παραπήγματα για το στρα­τό, που είχαν εγκαταλειφθεί πολύ πρόσφατα. Βρήκαμε αλεύρι, μαντέκα, αλάτι και κατσίκια. Σφάξαμε δύο και στήσαμε με το κρέας και το αλεύρι αληθινό τσιμπούσι, αν και φάγαμε όλη μας τη νύχτα αδημονώντας να τελειώσει το μαγείρεμα».
Κι όλ’ αυτά μόλις είκοσι τέσσερις ώρες μετά την ενέδρα που είχε στηθεί στον Βίλο Ακούνια και στην ομάδα του.

VI.
Ονοράτο, ο «προδότης»
Η καλύβα του προδότη Ονοράτο, ο οποίος οδήγησε την οπισθοφυλακή στην ενέδρα του Βάδο δελ Γέσο
Γκονσάλες Μπερμέχο (ό.π.π.): «Ψηλός, λεπτός, μελαχρι­νός, με κάτι χέρια σαν της αρκούδας και πυκνά μαύρα μαλλιά, ένας χωρικός γύρω στα πενήντα, με οχτώ παιδιά. (...) Καθώς έχει κι ένα μικρό μαγαζάκι, δεν τραβά και πολύ την προσοχή το γεγονός ότι ύστερα από αυτή την πρώτη επαφή με τους αντάρτες (...) αγοράζει φάρμακα (...) ρούχα και τρόφιμα. Αλλά κάποιος τον υποψιάζεται και δίνει προσοχή: Ο Ονοράτο αρχίζει να ντύνεται καλύτερα, φοράει παπούτσια, κάτι ωραίες μπότες, έχει ένα ολοκαίνουργιο δερμάτινο σακάκι. Τον Ιούνιο του 1967 συλλαμβάνεται μαζί με άλλους σαράντα χωρικούς και οδηγείται στο στρατιωτικό καζίνο του Βαγεγκράντε, όπου είναι το επιχειρησιακό κέντρο των κομάντος κατά των ανταρτών. Τον βασανίζουν απάνθρωπα: ξυλοδαρμοί και ηλεκτροσόκ. Απ’ ό,τι ξέρουμε, ο Ονοράτο δε μίλησε (...) Λίγο καιρό αργότερα τον πιάνουν για δεύτερη φορά και τον μεταφέρουν στη Σάντα Κρους. Ο Ίρβιν Ρος, ένας πράκτορας της CIA, του υπόσχεται τρεις χιλιάδες δολάρια και τη μεταφορά του στις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με όλη του την οικογένειά του, όπου θα μπορούσε να ζήσει σαν πρίγκιπας (...) Απ’ ό,τι φαίνεται, εκεί κλείστηκε η συμφωνία...». 


VII.
Λογιόλα Γουσμάν
1 Γενάρη 1967: Η Λογιόλα θα επιφορτιστεί με τον έλεγχο των οικονομικών.
26 Γενάρη 1967: Η Λογιόλα μου ‘κανε άριστη εντύπωση. Είναι πολύ νέα και γλυκιά, αλλά νοιώθει κανείς πως είναι τύπος με μεγάλη αποφασιστικότητα.
Λα Παζ, Βολιβία, 29 Ιουλ. 1942. Ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Βολιβία, με ενεργό δράση μέχρι και σήμερα. 1972 ίδρυσε το Σύνδεσμο Συγγενών Κρατουμένων και Εξαφανισθέντων (ASOFAMD) στην ηγεσία του οποίου βρέθηκε μέχρι το 2009. Από το 1983 ηγήθηκε στη Λατινοαμερικάνική Ομοσπονδία των Ενώσεων Συγγενών Εξαφανισθέντων και Κρατουμένων (FEDEFAM).
Κόκο Περέδο, Λογιόλα Γουσμάν, Ίντι Περέδο, Γκουσταύο Ματσίν
Από την εφηβεία της ακόμα εντάχθηκε στην Κομμουνιστική Νεολαία της Βολιβίας, έγινε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής, αναδείχθηκε από τους αγώνες της στο Πανεπιστήμιο της Λα Παζ (σπούδαζε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία) κατά την περίοδο που ο Τσε ξεκίναγε το αντάρτικό του, και ανέλαβε δράση στην ομάδα υποστήριξης του Νιανκαουασού, ως υπεύθυνη οικονομικών του ELN και βασικό στέλεχος του δικτύου πόλης.
Η Λογιόλα Γουσμάν (Λα Παζ Βολιβία, 29 Ιουλ. 1942)
Η Λογιόλα συλλαμβάνεται στις 15 Σεπτεμβρίου 1967. Ο Τσε θα μάθει τα πολύ άσχημα νέα από το ραδιόφωνο.
«Την είχαν αναγνωρίσει (γράφει ο Τάιμπο ΙΙ) από τις φωτογραφίες που είχαν βρεθεί στις σπη­λιές. Η κοπέλα όταν τη συνέλαβαν προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτο­ντας από ένα παράθυρο του κυβερνητικού μεγάρου. Η σύλληψή της ακο­λουθείται από φοιτητικές διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες καθηγητών και δηλώσεις διαμαρτυρίας των διανοουμένων. Οι συγγενείς διαφόρων από τους αντάρτες συλλαμβάνονται ή παρενοχλούνται. Πίσω απ’ αυτή την επιχεί­ρηση βρίσκεται ο υπουργός Εσωτερικών Αντόνιο Αργέδας, με τη βοήθεια διαφόρων συμβούλων της CIA. Το δίκτυο πόλης έχει στην ουσία απενεργοποιηθεί […]».

VIII.

Οι 5 που διέφυγαν

Πόμπο, Μπενίνιο, Ουρμπάνο, Ίντι, Ντάριο
10,000 πέσος για κάθε έναν, από τη βολιβιανή κυβέρνηση
Αυτοί είναι οι μισθοφόροι ληστές του Καστροκομμουνισμού
Αυτοί είναι η αιτία του πένθους και του πόνου στα σπίτια της Βολιβίας
Πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη, δίνουν το δικαίωμα της ανταμοιβής
Βολιβιανέ πολίτη, βοήθησε να τους συλλάβουμε ζωντανούς, αν είναι δυνατόν
Επισήμανση: Μπορεί να έχουν γενειάδα ή να χρησιμοποιούν άλλα ονόματα
Οι 3 Κουβανοί: Μπενίνιο [Νταριέλ Αλαρκόν Ραμίρεζ], Ουρμπάνο [Λεονάρντο Ταμάγιο Νούνιεθ, 6 Νοεμ. 1941], Πόμπο [Χάρυ Βιγιέγας] (μαζί με άλλους 15 από το αντάρτικο της Κούβας συμετείχαν στο αντάρτικο της Βολιβίας) και οι δυο Βολιβιανοί: Ίντι [Γκουίντο Περέδο], Ντάριο [Νταβίντ Αντριαζόλα Βεϊζάγα] είναι οι πέντε που κατάφεραν να ξεφύγουν από τον πολιορκητικό κλοιό στο φαράγγι του Γιούρο. Στη συνέχεια διέφυγαν κατά μήκος των συνόρων με τη Χιλή για να παραδοθούν τελικά στις χιλιάνικες αρχές, στη μικρή πολή Καμίνα.

Ο Ίντι Περέδο από τον Έκτορ Ερνάντες, 1969
Γκουίδο Περέδο [Ίντι], 30 Απριλίου 1937, Κουτσαμπάμπα Βολιβίας - 9 Σεπτεμβρίου 1969, Λα Παζ. Μέλος της ΚΕ του ΚΚ Βολιβίας, υποστηρίζοντας από την αρχή, σε έκθεσή του, την ανάγκη ένοπλου αγώνα.

Νταβίντ Αντριαζόλα Βεϊζάγα [Ντάριο], 1939 Ορούρο - 12 Οκτώβρη 1967. Θύματα προδοσίας και οι δυο, πιάστηκαν σε ενέδρες της αστυνομίας και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου.
 
Στη Μόσχα, απεσταλμένος του ΚΚ Βολιβίας
Ο Ίντι επιστρέφει στη Βολιβία Μάιο του 1969. Μαζί με τον Ντάριο ξεκίνησαν το αντάρτικο πόλης. Δύο μήνες αργότερα, δημόσιο μήνυμά του με τη δήλωση Επιστρέφουμε στο βουνό συγκλονίζει το λαό της πατρίδας του, και η κυβέρνηση ξεκινάει ανελέητη καταδίωξη. Στις 9 Σεπτέμβρη, ξημερώματα, 150 αστυνομικοί, ειδοποιημένοι από πληροφοριοδότη, περικυκλώνουν το σπίτι όπου κρυβόταν. Ο Ίντι αντιστάθηκε στη επίθεση επί μια ολόκληρη ώρα, έως ότου μια χειροβομβίβα, που πέρασε από το παράθυρο, τον τραυμάτισε σοβαρά στο ένα πόδι και στο ένα χέρι.
Δημοσιογράφοι γύρω από τη σορό του  Ίντι Περέδο. Με το βέλος σημειώνεται ο «άνθρωπος της CIA στη Βολιβία», ο συνταγματάρχης Τάτο Κιντανίγια, συντονιστής του κατασταλτικού μηχανισμού της κυβέρνησης Μπαριέντος.
Στη φυλακή βασανίστηκε άγρια. Λέγεται ότι ο αρχιβασανιστής-δολοφόνος συνταγματάρχης Τάτο Κιντανίγια τον χτυπάει και τον κλωτσάει στο κεφάλι επί δυο ώρες, χωρίς να του αποσπάσει ούτε λέξη, ώσπου ο γιατρός Εμπέρτ Μιράντα Περέιρα τον σκοτώνει με θανατηφόρο ένεση. Στις 10 μμ, όταν η κυβέρνηση καλεί τους δημοσιογράφους για να ανακοινώσει το θάνατό του, ο νεκρός Ίντι φέρει πάνω του εμφανή τα σημάδια του βασανισμού.

Χάρυ Βιγιέγας Αντόνιο Ταμάγιο [Πόμπο], Σιέρα Μαέστρα 1940. Το 1963 στο Κονγκό έγινε ο Πόμπο. Ταξίαρχος του Κουβανικού Στρατού μετά το 1967, υπηρέτησε στη Νικαράγουα και στην Αγκόλα. Το 1996 έγραψε το βιβλίο. Πόμπο, ένας άνθρωπος από τους αντάρτες του Τσε.

Τσε και Πόμπο
Λεονάρντο Ταμάγιο Νούνιεθ [Ουρμπάνο]: 6 Νοε. 1941. Μετά το 1967 υπηρέτησε στο στρατό της Κούβας, στρατιωτικός σύμβουλος στην Αγκόλα και τη Νικαράγουα.

Ο Αλαρκόν [Μπενίνιο] υπηρέτησε σε διάφορα πόστα στον Κουβανικό Στρατό από το 1967 μέχρι το 1994, οπότε και, διαφωνώντας με την Επανάσταση, κατέφυγε στο Παρίσι, συγγράφοντας και επικρίνοντας την κυβέρνηση του Φιντέλ.

VIII α.

Η οδύσσεια αυτών που επέζησαν
Πόμπο [Χάρυ Βιγιέγας]
Κατά τη διάρκεια των δύο βδομάδων που ακολουθούν το θάνατο του Τσε, οι ρέιντζερς προσπάθησαν να περικυκλώσουν τις δύο ομάδες των ανταρτών που είχαν επιζήσει, εκείνη που διοικούσε ο Ίντι Περέδο κι εκείνη με τους αρρώστους. Στις 12 Οκτωβρίου, σε μία περιοχή που λέγεται Καχόνες, μία περίπολος των ρέιντζερς συνέλαβε και στη συνέχεια τουφέκισε τη δεύτερη ομάδα (Ντε λα Πεδράχα, Ουάνκα, Λούσιο Γκαλβάν και Χάιμε Αράνα). Η ομάδα του Ίντι, που περιλάμβανε τρεις Κουβανούς, τον Βιγέγας, τον Αλαρκόν και τον Ταμάγιο, αφού συγκρούστηκε κάμποσες φορές με το στρατό, προξενώντας του απώλειες, κατάφερε να σπάσει τον κλοιό, με τον Νιάτο να χάνει τη ζωή του σε μία από τις αναμετρήσεις. Ο Ίντι ξαναήρθε σε επαφή με το μηχανισμό του ΚΚ και, ενόσω εκείνος επέστρεφε στο εσωτερικό με τον Αδριασόλα, οι τρεις Κουβανοί, με δυο νέους οδηγούς, πέρασαν τα σύνορα με τη Χιλή στα μέσα του Φλεβάρη του '68, κάνοντας μια μεγάλη διαδρομή πριν φτάσουν στην Αβάνα.
Ο Ίντι Περέδο ξαναπήρε τα όπλα αφού πρώτα οργάνωσε και πάλι το αντάρτικο του ELN και πέθανε το 1969, κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων, αφού είχε συλληφθεί έχοντάς τα χαμένα από την έκρηξη μιας χειροβομβίδας σε μια συμπλοκή με το στρατό... Ο ίδιος ο Αλαρκόν επέστρεψε στη Βολιβία το '68 για τη δεύτερη επιχείρηση του ELN και, περικυκλωμένος από τα στρατεύματα του συντάγματος Σούκρε και την εθνική αστυνομία σε μια τράπεζα της Λα Πας, βγήκε πυροβολώντας και φωνάζοντας «Πατρίδα ή θάνατος!», ενώ στη συνέχεια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με μια σφαίρα που διαπέρασε το άνω και το κάτω βρεγματικό του οστό. Του έσωσαν τη ζωή σαν από θαύμα. Το καθεστώς Τόρες τον απελευθέρωσε κηρύσσοντας αμνηστία. Ο Νταβίντ Αδριασόλα σκοτώθηκε σε μία σύγκρουση με την αστυνομία κοντά στο Λαγουνίγιας τον Απρίλιο του '68. Ο Χάρι Βιγέγας εκπαιδευόταν στην Κούβα για να ενταχθεί σ' αυτή την επιχείρηση, όταν τελικά το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Οι επιζήσαντες θα ξανασυναντιούνταν στη Βολιβία. (Τάιμπο ΙΙ).


ΙΧ.

Η σφαγή του Αϊ-Γιαννιού, 24 Ιουν. 1967

Ορυχείο Σίγλο ΧΧ (Εικοστός Αιώνας)
Η σφαγή του Αϊ-Γιανιού
Έγινε με εντολή του Μπαριέντος, η κυβέρνηση του οποίου είχε προχωρήσει σε περικοπές μισθών που άγγιζαν τα επίπεδα πείνας, αφού τα την τελευταία διετία είχαν μειωθεί κατά 40%. Παράλληλα απαγόρευσε κάθε συνδικαλιστική δράση και ξεκίνησε βάναυσες διώξεις κατά των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγετών, με προφανή στόχο το τσάκισμα της αντίστασης που αναπτυσσόταν ραγδαία στους κόλπους του εργατικού κινήματος της χώρας. Οι 24η Ιουνίου ήταν η μέρα η ορισμένη για συνέλευση των ανθρακωρύχων με κύρια αιτήματα: αύξηση μισθών και υποστήριξη των ανταρτών του Τσε με το ποσόν των δύο ημερομισθίων (ένα ημερομίσθιο κατά τον Τάιμπο, κι ένα φορτίο φαρμάκων) ανά εργαζόμενο, ποσό σημαντικό, λαμβανομένου υπόψη ότι εκείνη τη στιγμή η COMIBOL (Bolivian Mining Corporation) αριθμούσε περί τους 20.000.
Μπαριέντος: Ο νόμος και η δημόσια τάξη θα πρέπει να τηρηθούν με κάθε κόστος
(Πρεσένσια, 26 Ιουν. 1967).
Η κυβέρνηση και οι Ένοπλες Δυνάμεις, ενημερώθηκαν για τις προετοιμασίες της συνέλευσης, και με τις «συμβουλές» της CIA, έσπευσαν να καταλάβουν τα μεταλλευτικά κέντρα, ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε ηθική και υλική υποστήριξη στους αντάρτες.
Η τυφλή επίθεση του στρατού άφησε πίσω της νεκρών 87 νεκρούς, άντρες και γυναικόπαιδα, μεγάλο αριθμό τραυματιών (μιλάνε για πάνω από 70), ενώ πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες και απλοί εργαζόμενοι συνελήφθησαν και βασανίστηκαν άγρια από τους στρατιωτικούς. 

Χαρακτηριστική τη περίπτωση της Ντομιτίλα Τσουνγάρα η οποία ήταν έγκυος και έχασε το αγένητο μωρό της.

Η Ντομιτίλα Τσουνγάρα (7 Μάη 1937 - 13 Ιούνη 2012), το 1997, σε εκδήλωση για τον Τσε
Τη σφαγή και τα βασανιστήρια ακολούθησε η καταστολή των απεργών και οι απολύσεις των ταραχοποιών. Πολλοί κατέληξαν στα μπουντρούμια και άλλοι εξορίστηκαν. Οι χήρες και τα ορφανά εκδιώχθηκαν από τους καταυλισμούς, χωρίς αποζημίωση και χωρίς κανένα δικαίωμα.

Η Σφαγή του Σαν Χουάν παραμένει ατιμώτητη.

3.

Ο Τάιμπο ΙΙ από το σημείο που μας αφήνει ο Τσε μέχρι και την αιχμαλωσία του

α.
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥΡΟ

Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, γνωστός και ως «Τσε»
(Che Guevara - Ernesto Guevara de la Serna)

Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής
Δολοφονήθηκε από τη CIA, στις 9 Οκτωβρίου 1967, στη Λα Ιγκέρα της Βολιβίας
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 15.Χ.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
[…]
Με το που έπεσε η νύχτα, η ομάδα έπρεπε να κινηθεί και πάλι κάτω απ’ το φως του φεγγαριού και «Η πορεία ήταν πολύ κουραστική, ενώ αφήσαμε και πολλά ίχνη στο φαράγγι όπου βρισκόμασταν, που ναι μεν δεν έχει εκεί κοντά σπίτια, αλλά έχει καλλιέργειες πατάτας οι οποίες ποτίζονται από αυλάκια που παίρνουν νερό απ' τον ίδιο χείμαρρο». Μέσα στη σκοτεινιά βλέπουν ένα φως, αλλά δεν μπορούν να προσδιορίσουν από πού έρχεται. Χρόνια αργότερα θα γίνει γνωστό ότι ήταν το φως ενός χωρικού που μάζευε πατάτες και που είδε τους αντάρτες να περνούν. Περπατούν πολύ αργά, λόγω της κατάστασης του Χουάν Πάμπλο Τσανγκ, που είναι εξαντλημένος και που του πέφτουν τα γυαλιά, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να δει. Ο γιατρός επίσης είναι σε άθλια φυσική κα­τάσταση. Το ραδιόφωνο θα μεταδώσει την είδηση ότι ο στρατός έχει πε­ρικυκλώσει τους αντάρτες ανάμεσα στους ποταμούς Γκράντε και Ασέρο, πράγμα που αυτή τη φορά είναι αλήθεια. Ο Αλαρκόν [Μπενίνιο] θα σχολίαζε χρό­νια αργότερα: «Φαίνεται ότι έπεσαν πάνω μας όλα μαζί: οι μήνες της εκπαίδευσης, η πείνα, η γύμνια, οι αρρώστιες, η δίψα, η απομόνωση και τώρα η γνώση ότι είχαμε εντοπιστεί, από το ράδιο αρβύλα. Ο στρατός διαβεβαίωνε μέσω των ραδιοφωνικών εκπομπών, ότι η εξόντω­ση μας ήταν θέμα ωρών».
Ξαφνικά ένας απόκρημνος βράχος κόβει το δρόμο των αντρών. Όλοι θέλουν να σταματήσουν. Στην κορυφή του ο βράχος ανοίγει σε ένα ρήγμα ενάμισι μέτρου που πρέπει να το πηδήξουν και από κάτω υπάρχει ένα πηγάδι με παγωμένο νερό. Ο Αλαρκόν θυμάται: «Και ο Τσε εκεί, να μας κοιτάζει. Κανείς δεν ήθελε να δοκιμάσει πρώτος να σκαρφαλώσει σ' εκείνον τον γκρεμό. Άνθρωποι ήμασταν, όχι γάτοι... Τότε εκείνος εί­πε ότι θα ανέβαινε τον γκρεμό κι άρχισε να σκαρφαλώνει, γρατσουνίζοντας τα τοιχώματα του βράχου. Στις 2.00 σταθήκαμε να ξεκουραστού­με, γιατί πια δεν είχε νόημα να συνεχίσουμε να προχωράμε».
Στις 4.30 τα ξημερώματα οι άντρες είναι και πάλι όρθιοι, ύστερα από μια δυο ώρες ξεκούρασης μόνο. Προχωρούν σ' ένα καινούργιο φαράγγι, που είναι γνωστό ως Γιούρο.
Το φαράγγι του Τσούρο, που ο Τσε και οι Κουβανοί το λένε «Φαράγγι του Γιούρο», τo έχουν δει χιλιάδες μάτια ανθρώπων που ποτέ δε βρέθηκαν εκεί: τις βραχώδεις πλαγιές του, που καταλήγουν σε φαλακρά βουνά τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από μια σειρά από λαγκάδια με άγρια βλάστηση, όπου τρέχουν ποτάμια. Ένα φαράγγι του κερατά, εντελώς ασήμαντο, χαμένο χίλια χιλιόμετρα μακριά, στη μέση του πουθενά.
Η τελευταία μάχη του Τσε στη Βολιβία έχει εντυπωθεί στη μνήμη των ανταρτών που επιβίωσαν μ' έναν τρόπο σκληρό. Έμεινε χαραγμένη στο νου τους, αναλλοίωτη. Ήταν μια μάχη που χρειάστηκε να την περιγράψουν ξανά και ξανά, υπό το βάρος πάντα της ίδιας ερώτησης: Θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά; Τα γεγονότα, όπως τα θυμούνται οι επιζήσαντες αλλά και οι ρέιντζερς της Βολιβίας, συνέβησαν ως εξής:
Στις πεντέμισι το πρωί της 8ης Οκτωβρίου ο Τσε διατάζει να στα­λούν τρεις αποστολές ανιχνευτών, μία προς την αριστερή πλευρά, με τον Νταριέλ Αλαρκόν και τον Πάτσο, άλλη μία προς τη δεξιά, με τον Ταμάγιο και τον Νιάτο Μέντες, και μία τρίτη ευθεία μπροστά, με τον Αδριασόλα και τον Ανισέτο.
Ο Αλαρκόν διηγείται: «Είχα πάει για εξερεύνηση (...) και ο Πάτσο μού λέει: "Κοίτα, κάποιος είναι εκεί!" Τότε είδα τον πρώτο στρατιώτη, ένα σκοπό, που σηκωνόταν απ' το έδαφος. Λίγο πιο πέρα σηκώθηκε ένας άλλος. Εκείνη τη στιγμή άρχιζε να βγαίνει ο ήλιος. Όταν πια εί­δαμε ότι οι άντρες που σηκώνονταν ήταν κάμποσοι, κατεβήκαμε».
Ο Τσε διατάζει τότε να ξεστήσουν την ενέδρα και να καλέσουν πίσω τις τρεις ομάδες των ανιχνευτών. Ο Ίντι Περέδο λέει: «Δεν μπορούσα­με να γυρίσουμε πίσω, γιατί ο δρόμος που είχαμε διανύσει δεν παρείχε καμία δυνατότητα προφύλαξης και θα μας καθιστούσε εύκολη λεία. Ούτε να προχωρήσουμε μπορούσαμε, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι έπρεπε να βαδίσουμε ίσια καταπάνω στις θέσεις των στρατιωτών. Ο Τσε πήρε τη μοναδική απόφαση που μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Έδωσε τη διαταγή να κρυφτούμε σ’ ένα μικρό παράπλευρο φαράγγι και οργάνωσε τις θέσεις μάχης. Ήταν περίπου 8.30 το πρωί. Και οι δεκαεφτά άντρες ήμασταν καθισμένοι στο κέντρο και στις δύο άκρες του φαραγγιού, περιμένοντας. Το μεγάλο ερώτημα του Τσε, αλλά και το δικό μας, ήταν μήπως ο στρατός είχε ανακαλύψει την παρουσία μας».
Οι ρέιντζερς είχαν χτενίσει μία πολύ ευρύτερη περιοχή, αλλά δεν είχαν έρθει σε επαφή με τους αντάρτες, που υπέθεταν ότι θα έπρεπε να βρίσκονται κάπου μέσα στην περιοχή που είχε περικυκλωθεί ύστερα από την αψιμαχία της 1ης Οκτωβρίου.
Τα ξημερώματα της 8ης του μήνα ο χωρικός Πέδρο Πένια, που είχε δει τους αντάρτες να περνούν κοντά απ' το πατατοχώραφό του, πηγαίνει να τους καταγγείλει στον ανθυπολοχαγό Κάρλος Πέρες, που είχε στρατοπεδεύσει στα περίχωρα.
Δύο αποσπάσματα του λόχου Α του τάγματος των ρέιντζερς προχω­ρούν προς το φαράγγι αφού πρώτα ενημερώνουν το λοχαγό τους, τον Γκάρι Πράδο, που τους συναντά στη συμβολή του Τσούρο με το φαράγ­γι της Τούσκα, συνοδευόμενος από ένα τμήμα με ολμοβόλα και πυροβό­λα όπλα. Ο Πράδο στήνει το αρχηγείο του και στέλνει τους ρέιντζερς να πιάσουν τα υψώματα του φαραγγιού.
Ο Τσε, μην ξέροντας πόσους άντρες έχει να αντιμετωπίσει, αποφασίζει να υποχωρήσει με τους αντάρτες του στο βάθος του φαραγγιού και να περιμένουν εκεί να πέσει η νύχτα προκειμένου να μπορέσουν να ανέβουν τον γκρεμό και να σπάσουν τον κλοιό.
Κατά τις 11.30 ο Τσε στέλνει τον Ανισέτο και τον Νιάτο Μέντες να αντικαταστήσουν τον Ταμάγιο και τον Βιγέγας, που βρίσκονται στη μία άκρη του φαραγγιού. Ο Αλαρκόν διηγείται: «Ο Ανισέτο, πηγαίνοντας να εκτελέσει τη διαταγή, περπατούσε στην κόψη του φαραγγιού, αλλά, καθώς ένιωσε περιέργεια ακούγοντας τους στρατιώτες να μιλάνε από πάνω του, βάδιζε με το κεφάλι σηκωμένο ψηλά. Εγώ από τη θέση μου τον είδα, αλλά δεν μπορούσα να τον προειδοποιήσω, δεν μπορούσα να του μιλήσω, γιατί θα αποκαλυπτόμασταν». Τότε τον εντοπίζει ένας στρατιώτης και του ρίχνει δύο σφαίρες στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον. Η ομάδα του Αλαρκόν και του Ίντι αρχίζει να πυροβολεί και τραυματίζει έναν στρατιωτικό. «Έρχονται τότε τρεις στρατιώτες κι ένας λοχίας να τους βοηθήσουν και ρίχνουμε και σ' αυτούς.» Ο Πράδο ενημερώνει την Ιγέρα ότι οι άντρες του έχουν περάσει στη δράση και ζητάει ένα ελικόπτερο για να περισυλλέξει τους τραυματίες.
Το προσυμφωνημένο σημείο συνάντησης ήταν στην αριστερή κορυφή του γκρεμού, αλλά δεν μπορούσαν ν' ανέβουν ως εκεί γιατί ο στρατός έλεγχε το πέρασμα. Από τη θέση όπου βρίσκονται ταμπουρωμένοι ο Νταριέλ Αλαρκόν, ο Ίντι και ο Αδριασόλα απαντούν στα πυρά του στρατού, που αρχίζει να πετάει χειροβομβίδες στο βάθος του φαραγγιού, όπου βρίσκεται η ομάδα του Τσε. Ο Ίντι διηγείται: «Τους ρίχναμε μόνο όταν μας πυροβολούσαν, για να μην προδώσουμε τη θέση μας και για να κάνουμε οικονομία στα πυρομαχικά. Από το σημείο όπου βρισκόμασταν, θέσαμε εκτός μάχης κάμποσους στρατιώτες».
Η ανταλλαγή πυροβολισμών διαρκεί τρεις ώρες. Κατά τις 2.30 το απόγευμα ο Τσε πρέπει να έδωσε στον Φρανσίσκο Ουάνκα τη διαταγή να υποχωρήσει μαζί με τους άντρες που βρίσκονταν στη χειρότερη φυσική κατάσταση ‒τον Περουβιανό γιατρό, τον Ντε λα Πεδράχα, τον Λούσιο Γκαλβάν και τον Χάιμε Αράνα‒, ενώ ο ίδιος με την υπόλοιπη ομάδα (δηλαδή με τους Πάτσο, Σιμόν, Τσίνο, Όλο Παντόχα και Ρενέ) συγκρατεί τις δυνάμεις των ρέιντζερς. Ο Πράδο στέλνει το απόσπασμα του λοχία Ουάνκα μέσα στο φαράγγι και διατάζει να στοχεύσουν με τα ολμοβόλα και το πυροβόλο στο σημείο της συμβολής, όπου περιμένει ότι θα γίνει η τελική σύγκρουση.
Ο Αλαρκόν παρατηρεί από την προνομιακή θέση του τις πρώτες κινήσεις της ομάδας του Τσε. Ο ίδιος και οι σύντροφοι του πιστεύουν ότι έχει καταφέρει να βγει από τον κλοιό. Ο Βιγέγας και ο Ταμάγιο βρίσκονται σ' ένα άλλο ψήλωμα.
Ο λοχίας Μπερναρδίνο Ουάνκα των ρέιντζερς της Βολιβίας διηγείται: «Προσέξαμε έναν παράξενο όγκο που μας φάνηκε ύποπτος και του ρίξαμε. Πυροβόλησε ένας από τους στρατιώτες μου με το αυτόματο του κι ακούσαμε έναν παράξενο θόρυβο, σαν να είχε πέσει κανένα κουταλάκι ή τίποτα τέτοιο».
Η ριπή του αυτόματου όπλου τραυματίζει τον Τσε, βρίσκοντάς τον στη δεξιά κνήμη, δέκα εκατοστά περίπου πάνω απ' τον αστράγαλο, καταστρέφει την καραμπίνα του, μία Μ2, χτυπώντας τη στη θαλάμη, και διαπερνά τον μπερέ που φορούσε στο κεφάλι του, υποχρεώνοντάς τον να υποχωρήσει στο εσωτερικό του φαραγγιού. Η ομάδα του διασκορπίζεται.
Ο Βιγέγας διηγείται: «Πρέπει να φανταστεί κανείς πώς είναι εκείνα τα μέρη: Πρόκειται για πολύ ανώμαλα εδάφη, γεμάτα ζιγκ ζαγκ, με λόφους που ενώνονται με τέτοιον τρόπο, που, ακόμα κι αν τους χώριζαν μόλις τριακόσια, τετρακόσια ή πεντακόσια μέτρα, στην πραγματικότητα δεν μπορούσε κανείς να δει απ' τον ένα τι γινόταν στον άλλο». Οι δεκαέξι αντάρτες που παραμένουν ζωντανοί βρίσκονται σ' αυτή τη φάση αντιμέτωποι με καμιά εκατοστή ρέιντζερς.


β.

Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Θα ξαναγεννηθεί.
Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, γνωστός και ως «Τσε»
(Che Guevara - Ernesto Guevara de la Serna)

Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής
Δολοφονήθηκε από τη CIA, στις 9 Οκτωβρίου 1967, στη Λα Ιγκέρα της Βολιβίας
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 14.Χ.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

Κατά τις 2.30 το απογευμα τρεις έκπληκτοι στρατιώτες των ρέιντζερς του λόχου Β, που δεν είχαν πάρει άμεσα μέρος στις μάχες γιατί συνόδευαν ένα ολμοβόλο, είδαν να εμφανίζεται στην κορυφή ενος από τους λόφους, σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων απ’ το σημείο όπου βρίσκονταν οι ίδιοι, ένας αντάρτης που είχε το τουφέκι του περασμένο σταυρω­τά στο στήθος του απ' τον ιμάντα και που κουβαλούσε με κόπο» σχεδόν έσερνε» έναν άλλο αντάρτη πληγωμένο στο πόδι, που ανάσαινε με δυσκολία.
Ο Σιμόν Κούμπα (για τον οποίο μία βδομάδα νωρίτερα ο Τσε είχε πει ότι ίσως να εκμεταλλευτεί καμιά στιγμή σύγχυσης για να προσπαθήσει να το σκάσει μόνος του) κόντευε να φτάσει στην κορυφή μιας ανηφόρας εξήντα περίπου μέτρων, ανεβαίνοντας μια πλαγιά πολύ απότομη, σηκώνοντας σχεδόν στα χέρια του τον κομαντάντε Γκεβάρα, ο οποίος, τραυματισμένος στο δεξί του πόδι και με μια φοβερή κρίση άσθματος, μόλις που μπορούσε να κουνηθεί. Ο Τσε κρατούσε ακόμα την καραμπίνα Μ2 που είχε αχρηστευτεί κατά την τελευταία αναμέτρηση.
Ο δεκανέας Μπαλμπόα και οι στρατιώτες Ενσίνας και Τσόκε τούς άφησαν να προχωρήσουν και ύστερα ο Μπαλμπόα τούς φώναξε να παραδοθούν. Ο Σιμόν δεν πρόλαβε να σηκώσει το τουφέκι του, γιατί οι τρεις στρατιώτες τον σημάδευαν ήδη. Τότε λένε ότι φώναξε: «Διάβολε, αυτός είναι ο κομαντάντε Γκεβάρα και θα τον σεβαστείτε!».
Οι στρατιώτες, σαστισμένοι, μαλάκωσαν, λέγεται μάλιστα ότι ο ένας απ' αυτούς είπε: «Καθίστε, κύριε». Ύστερα, καθώς συνήλθαν απ’ το ξάφνιασμα, πήραν απ' τους αιχμαλώτους τα όπλα τους: το τουφέκι του Σιμόν, το χαλασμένο Μ2 του Τσε, το πιστόλι του κι ένα στιλέτο Σόλινγκεν.
Η ιστορία της αιχμαλωσίας του Τσε αναδύεται μέσα από ομίχλη. Την έχουν διηγηθεί χίλιες φορές και την έχουν ανασκευάσει άλλες τό­σες. Υπήρξαν άνθρωποι που είπαν ψέματα για να κλέψουν μια σταλιά απ' τη δόξα και να εμφανιστούν λαθραία στην τεράστια φωτογραφία της ιστορίας και κάποιοι άλλοι που είπαν ψέματα θέλοντας να φτιάξουν ένα παραμύθι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Κάποιοι άλλοι μετέτρε­ψαν τις συγκεχυμένες τους αναμνήσεις σε αναμνήσεις πλήρεις και ξεκάθαρες, καταλήγοντας στο τέλος να τις πιστέψουν και οι ίδιοι. Υπήρξαν, τέλος, και κάποιοι που πρόσφεραν με φόβο ψυχής, κατά τη διάρκεια είκοσι πέντε ολόκληρων χρόνων, στοιχεία διάσπαρτα. Παραδόξως, οι πιο ασήμαντες λεπτομέρειες είναι αυτές που συσκοτίζουν την τελική εικόνα και, κυρίως, το παράδοξο μυστήριο που καλύπτει το πιστόλι Ουόλτερ ΡΡΚ των 9 mm του ηγέτη του αντάρτικου της Βολιβίας.
Στην καταχώρηση του ημερολογίου του της 1ης Οκτωβρίου, δηλαδή μία βδομάδα πριν από τα γεγονότα που αφηγούμαστε τώρα, ο Πάτσο Φερνάνδες Μόντες ντε Όκα λέει: «Ο Φερνάνδο (ο Τσε) μου ζήτησε ένα τσιγάρο και να του ετοιμάσω ένα γεμιστήρα για το πιστόλι του. Κρα­τάει το πιστόλι του στο χέρι, σαν να πρέπει ν' αποφασίσει να σκοτωθεί πριν πέσει αιχμάλωτος. Κι εγώ την ίδια διάθεση έχω». Ο Νταριέλ Αλαρκόν συλλογίζεται χρόνια αργότερα: «Είναι φανερό ότι μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, ή για κάποιον άλλο, άγνωστο λόγο, ο Τσε είχε χάσει αυτόν το γεμιστήρα που του είχε ετοιμάσει ο Πάτσο, κι αυτό τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει μια απόφαση για την οποία δεν αμφέβαλ­λε κανείς απ' όσους γνώριζαν την απίστευτη ανδρεία του, που τόσες φο­ρές είχε αποδειχτεί, την απαξία του για το θάνατο...». Ο ίδιος ο Φιντέλ Κάστρο, στην εισαγωγή του στην έκδοση του ημερολογίου του Τσε στη Βολιβία, λέει: «Έχει διαπιστωθεί με ακρίβεια ότι ο Τσε πολέμησε τραυματισμένος μέχρι που η κάννη του Μ2 που κρατούσε καταστράφηκε από έναν πυροβολισμό που το αχρήστεψε ολότελα. Το πιστόλι που ‘χε πάνω του δεν είχε γεμιστήρα. Αυτές οι απίστευτες περιστάσεις εξηγούν το πώς μπόρεσαν να τον πιάσουν ζωντανό».
Η εκδοχή που διηγήθηκε ένα χρόνο αργότερα ο υπουργός Εσωτερικών της Βολιβίας Αντόνιο Αργέδας σχετικά με τη σύλληψη επιβεβαιώνει ότι το πιστόλι δεν είχε γεμιστήρα, αλλά, σύμφωνα με τις εκδοχές των στρατιωτικών ‒τόσο στο έντυπο της απογραφής των αντικειμένων που ανήκαν στον Τσε όσο και στην αναπαράσταση του υπεύθυνου της στρατιωτικής αντικατασκοπείας, του συνταγματάρχη Σαουσέδο‒, το πιστόλι φέρεται να έχει σφαίρες.
Ψεύδονται, άραγε, οι στρατιωτικοί της Βολιβίας και ως προς αυτό το θέμα ‒όπως και για τόσα άλλα‒ όσον αφορά την εκδοχή τους για τη σύλληψη του Τσε; Ήθελε πράγματι ο κομαντάντε Γκεβάρα να αυτοκτονήσει σε περίπτωση που αιχμαλωτιζόταν; Μήπως ο γεμιστήρας του είχε χαθεί κατά τη διάρκεια της μάχης; Τον είχε χρησιμοποιήσει ίσως όταν έπαθε ζημιά το τουφέκι του; Ή μήπως, απλούστατα, δεν είχε το χρόνο να αντιδράσει κατά τη στιγμή της σύλληψης του, καθώς ήταν τραυματισμένος, θολωμένος απ' το άσθμα και αιφνιδιασμένος από την αναπάντεχη εμφάνιση των τριών στρατιωτών; Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε.
Πέρα απ' αυτά τα ήσσονος σημασίας μυστήρια, όλες οι πηγές συμπίπτουν ως προς το γεγονός ότι η πρώτη επαφή που είχε ο Τσε με τους διώκτες του ήταν μία σύντομη συζήτηση με το δεκανέα:
‒ Πώς λέγεσαι;
‒ Δεκανέας Ν. Μπαλμπόα Ουαΐγιας.
Λένε ότι τότε ο Τσε τού είπε: Τι ωραίο όνομα για έναν ταγματάρχη του αντάρτικου, κι ότι ύστερα μοίρασε τσιγάρα Αστόργα στους στρατιώ­τες που τον είχαν συλλάβει.
Ο λοχαγός Γκάρι Πράδο, που είχε στήσει το διοικητήριο του πολύ κοντά σ' εκείνη τη θέση, μιλώντας για τον ίδιο του τον εαυτό σε τρίτο πρόσωπο, θα διηγηθεί:
«...και ενημέρωσε το διοικητή του λόχου του, που βρισκόταν σε απόσταση δεκαπέντε περίπου μέτρων:
» ‒ Λοχαγέ μου, είναι άλλοι δύο εδώ. Τους έχουμε συλλάβει.
»Ο λοχαγός Πράδο αφού πηγαίνει στη συγκεκριμένη θέση, κοιτάζει ερευνητικά τους αντάρτες και τους ρωτά:
»‒ Εσείς ποιος είστε; απευθυνόμενος πρώτα στον Σιμόν Κούμπα, που απαντά: "Ο Γουίλι (...)" κι έπειτα στον άλλο (...) Είμαι ο Τσε Γκεβάρα. Βγάζοντας ένα αντίγραφο από τα σχέδια του Μπούστος, ο αξιωματικός συγκρίνει τα χαρακτηριστικά του αιχμαλώτου με ένα από τα σκίτσα και ύστερα του ζητάει να του δείξει το δεξί του χέρι, όπου βλέπει ξεκάθαρα στο πάνω μέρος μία ουλή που του είχε υποδειχτεί ως ιδιαίτερο σημάδι αναγνώρισης».
Ένας από τους ρέιντζερς θα πει ότι ο Τσε μιλούσε «περήφανα, χωρίς να σκύβει το κεφάλι, και δεν έπαιρνε τα μάτια του από το λοχαγό μας». Ο Γκάρι Πράδο θα περιγράψει χρόνια αργότερα την εικόνα που παρου­σίαζε ο εχθρός του και που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του: «Ο Τσε είχε ένα εντυπωσιακό βλέμμα, κάτι μάτια φωτεινά, μαλλιά σχεδόν κόκκινα και αρκετά μακριά γένια. Φορούσε ένα μαύρο μπερέ, μια πενταβρώμικη στρατιωτική στολή, ένα μπλε σακάκι με κουκούλα και το στήθος του ήταν σχεδόν γυμνό, γιατί η ζακέτα του δεν είχε κουμπιά».
Ο Πράδο, μέσω ενός ασυρμάτου GRC9, από την εποχή του Δευτέ­ρου Παγκοσμίου Πολέμου, επικοινωνεί με το κοντινό χωριό Άμπρα ντε Πικάτσο, προκειμένου ο βοηθός του, ο υπολοχαγός Τότι Αγκιλέρα, να επικοινωνήσει κι αυτός με τη σειρά του με το Βαγεγκράντε, όπου βρισκόταν η έδρα της Όγδοης Μεραρχίας. Η ώρα είναι 14.50 κι έτσι καταγράφεται επισήμως. Το μήνυμα που στέλνει ο Αγκιλέρα απευθυνόμενος στον «Σατούρνο» ‒πρόκειται για το συνθηματικό όνομα του συνταγ­ματάρχη Σεντένο‒ λέει τα εξής: «Υπάρχουν τρεις νεκροί αντάρτες και δυο βαριά τραυματίες. Πληροφορίες που επιβεβαιώνονται από στράτευμα διαβεβαιώνουν σύλληψη Ραμόν. Εμείς δεν επιβεβαιώνουμε ακόμα. Από δική μας πλευρά: δύο νεκροί και τέσσερις τραυματίες».
Και πάλι ο Πράδο θα μας διηγηθεί: «Στο διοικητήριο πια, πήρα κάποια μέτρα προφύλαξης. Ήμασταν κάτω από τη σκιά ενός μικρού δέντρου, στην όχθη του φαραγγιού, αλλά δέκα μέτρα πιο ψηλά και προ­στατευμένοι από ένα μικρό κοίλωμα του εδάφους. Διέταξα να δέσουν τους αιχμαλώτους απ' τα πόδια και τα χέρια με τις ίδιες τους τις ζώνες, βάζοντας τους πλάτη με πλάτη».
Λέει ακόμα ότι ο Τσε τού είπε:
‒ Μην ανησυχείτε, λοχαγέ, όλα έχουν τελειώσει πια.
‒ Για εσάς ναι, αλλά υπάρχουν ακόμα εδώ τριγύρω μερικοί καλοί μαχητές και δε θέλω να το διακινδυνεύσω.
Και διαβεβαιώνει ότι ο Τσε συμπέρανε:
‒ Είναι μάταιο, έχουμε αποτύχει...
Απαντώντας στο κάλεσμά του, ο υπολοχαγός Αγκιλέρα ενημερώνει τον Πράδο ότι από το Βαγεγκράντε ζητούν επιβεβαίωση της σύλληψης. Οι συνταγματάρχες, που κάνουν αυτόν τον πόλεμο όντας χιλιόμετρα μακριά από τις περιοχές των μαχών, δεν μπορούν να το πιστέψουν. Στις 15.30 ο Πράδο στέλνει ένα δεύτερο μήνυμα με τον ασύρματο: «Σύλληψη Ραμόν επιβεβαιωμένη. Περιμένω διαταγές τι πρέπει να γί­νει. Είναι τραυματισμένος».
Μισή ώρα αργότερα αναχωρεί με ελικόπτερο από το Βαγεγκράντε ο συνταγματάρχης Αντρές Σέλιτς με κατεύθυνση προς την Ιγέρα, τον κοντινότερο οικισμό στο φαράγγι του Τσούρο. Κατά τις 4.30 το ελικόπτερο πετάει πάνω απ' το φαράγγι και δέχεται τα πυρά των ανταρτών, που εξακολουθούν να μάχονται.
Στην περιοχή της μάχης πλησιάζουν επίσης δύο αεροπλάνα φορτωμέ­να με ναπάλμ. Μέσω του ασυρμάτου του ο λοχαγός Πράδο τούς ζητά να μη βομβαρδίσουν γιατί οι μάχες γίνονται εκ του σύνεγγυς. Στο βά­θος του φαραγγιού και στο γειτονικό φαράγγι αντάρτες και ρέιντζερς κινούνται σαν σκιές. Λίγα λεπτά αργότερα ένα απόσπασμα των ρέιντζερς πέφτει αυτή τη φορά πάνω στον Όλο Παντόχα και στον Ρενέ Μαρτίνες Ταμάγιο. Ένας στρατιώτης τραυματίζεται και λίγο αργότερα πεθαίνει. Υπάρχουν δύο ακόμα τραυματίες. Οι αντάρτες δέχονται επίθεση με χειροβομβίδες και σκοτώνονται. Αυτή θα είναι η επίσημη εκδοχή, αλλά χρόνια αργότερα, όταν θα γίνει η εκταφή των πτωμάτων, όλοι τους θα έχουν τη χαριστική βολή στον αυχένα.
Στις 5.00 το απόγευμα αποστέλλεται από το Βαγεγκράντε ένα λιτό τηλεγράφημα στη διοίκηση του στρατού στη Λα Πας: «Επιβεβαιώνουμε σύλληψη Ραμόν». Τους χρειάστηκαν δυόμισι ώρες για να βρουν το θάρρος να μεταδώσουν την πληροφορία στο Γενικό Επιτελείο.
Την ίδια εκείνη στιγμή πάνω κάτω, οι άντρες της μιας από τις τρεις ομάδες των ανταρτών που πολεμούσαν στο ψηλότερο σημείο του φαραγγιού (ο Ίντι Περέδο, ο Χάρι Βιγέγας, ο Αλαρκόν, ο Νιάτο Μέντες, ο Λεονάρδο Ταμάγιο και ο Αδριασόλα) καταφέρνουν να φτάσουν στο ση­μείο συνάντησης που είχαν συμφωνήσει νωρίτερα με τον Τσε, αφού πρώτα ξεφεύγουν από τους Βολιβιανούς στρατιώτες. Στο δρόμο οι αγωνιστές βρήκαν αλεύρι χυμένο στο έδαφος και άρχισαν να ανησυχούν: Ο Τσε δε θα επέτρεπε ποτέ κάτι τέτοιο. Λίγο αργότερα βρίσκουν τσαλα­πατημένο το πιάτο του Τσε. Ο Ίντι Περέδο θα πει: «Το αναγνώρισα γιατί ήταν ένα βαθύ δοχείο από αλουμίνιο. Δε βρήκαμε κανέναν στον τόπο της συνάντησης, αν και διακρίναμε ίχνη από πατημασιές κι απ' τα σανδάλια του Τσε, που άφηναν ίχνη διαφορετικά από τα άλλα παπούτσια και γι' αυτό ήταν εύκολο να τα αναγνωρίσει κανείς. Αλλά αυτό το ίχνος λίγο πιο πέρα χανόταν». Ο Αλαρκόν συμπληρώνει: «Εμείς είδαμε τον Τσε να φεύγει και να βγαίνει απ’ τον κλοιό και γι' αυτό πιστεύαμε ότι βρισκόταν πια εκτός κινδύνου. Θα ήταν περίπου 3.00 το απόγευμα όταν είδαμε ότι ο Τσε είχε αρχίσει να υποχωρεί. Τότε κι εμείς είπαμε: "βρίσκεται εκτός κινδύνου πια", αλλά αυτό που δεν είχαμε δει ήταν ότι αργότερα είχε επιστρέψει και πάλι για να βοηθήσει τον Σιμόν και τον Τσίνο (...) Η μάχη τελείωσε κατά τις 5.00 το απόγευμα».
Πού βρισκόταν ο Τσε; Εξακολουθούσαν να ακούγονται πυροβολισμοί. Μια άλλη ομάδα, εκείνη με τους αρρώστους, που οδηγείται από τον Ουάνκα, έχει καταφέρει να περάσει απ' τον κλοιό, με τη συνοδεία του γιατρού Μορογκόρο, του Περουβιανού Γκαλβάν και του Χάιμε Αράνα. Ο Πάτσο μπόρεσε να κρυφτεί μόνος του σε μια σπηλιά στο βάθος του φαραγγιού.
Σκοτεινιάζει. Ο λοχαγός Πράδο αποφασίζει να αποσυρθεί προς την Ιγέρα, μαζί με το πολυτιμότερο λάφυρο του, τον αιχμάλωτο κομαντάντε Γκεβάρα.
Μια παράξενη πομπή, μια νεκρώσιμη ακολουθία, ξεκινά. Καμιά εκατοστή στρατιώτες, τρομοκρατημένοι, μεταφέρουν τα πτώματα των συ­ντρόφων τους, καθώς και του Όλο Παντόχα και του Ρενέ Μαρτίνες Ταμάγιο, σε αυτοσχέδια φορεία. Ο Τσε μαζί με τον Σιμόν οδηγείται δεμένος από άλλους δύο στρατιώτες που τον μεταφέρουν κάτω από «αυ­στηρά μέτρα ασφαλείας».
Η Ιγέρα βρίσκεται σε απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων και στο δρόμο βρίσκουν μερικούς τραυματισμένους στρατιώτες που απομακρύνονταν από την περιοχή. Ο Τσε προσφέρεται να τους φροντίσει, ο λοχαγός Γχάρι Πράδο αρνείται, τον κατηγορεί για την όλη κατάσταση και ο Τσε του λέει λακωνικά: Έτσι είναι ο πόλεμος. Ο λοχαγός τού προσφέρει ξανθά τσιγάρα Πασίφικ, αλλά ο Τσε δέχεται μόνο ένα μαύρο Αστοργα που του δίνει ένας από τους στρατιώτες.
Η ώρα θα πρέπει να κοντεύει 7.00 το απόγευμα. Έχουν περπατήσει περίπου τρεις ώρες. Οι άντρες της φάλαγγας είχαν διαταγές να μην απευθύνουν το λόγο στους αντάρτες. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ο Τσε δεν ξαναμίλησε στην υπόλοιπη διαδρομή. Ίσως να θυμόταν αυτό που είχε γράψει για τη Βολιβία όταν την είχε διασχίσει για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια: Η ανθρώπινη ζωή δεν έχει και μεγάλη σημασία σε τούτα τα μέρη και χαρίζεται ή αφαιρείται χωρίς πολλές περιστροφές.

_____________
Ξεφύλλισμα του χειρόγραφου Ημερολογίου

Μιά προς μία οι Αξιολογήσεις των ανδρών του Τσε


Guevaristas.net - Che Guevara YouTube Channel
Τσε Γκεβάρα - Το Ημερολόγιο της Βολιβίας
(Le Journal de Bolivie)

   
Ντοκυμαντέρ γαλλικής παραγωγής 1994, σκηνοθεσίας του Richard Dindo, που περιγράφει τις προσπάθειες του Τσε να οργανώσει αντάρτικο λαϊκό αγώνα στη Βολιβία το 1967.
Ελληνικοί Υπότιτλοι.
Αφηγήσεις: Κριστίν Μπουασόν, Ζαν Λουί Τρεντινιάν

*
____________________________________________________________________
Μεταφορά του Ημερολογίου στο διαδίκτυο, εισαγωγή, επεξηγήσεις, προσθήκες, κείμενα πλην των αναφερομένωνμεταφράσεις σχετικών με το θέμα κειμένων,
Επίμετρο, Σημειώσεις, επιλογή φωτό, λοιπά, επιμέλεια: Μπάμπης Ζαφειράτος
(Πηγές, εκτός του Ημερολογίου, δεκάδες)
_________________________________

Το A' Μέρος του Αφιερώματος:

Βπέπε επίσης:
και
Αρμενίζει η Κούβα στο χάρτη της
Μέσα και από την
επικαιρότητα των στίχων του Γκιγιέν
κέψεις και προβληματισμοί για την πορεία της σημερινής Κούβας)
Ακόμη
Γιάννης Ρίτσος - Νικολάς Γκιγιέν: Μια εξαιρετική συνάντηση στον Μεγάλο Ζωολογικό Κήπο του Κόσμου (VIDEO - Φωτό) ‒ Επίμετρο: Γιάννης Ρίτσος - Lea Lublin
*

(Μετάφραση  - Απόδοση - Σχολιασμός ποιημάτων - Επιμέλεια: Μπάμπης Ζαφειράτος)
*  *  *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.