Τάσος Λειβαδίτης, Αθήνα, 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988 Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 30.X.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
ΣΤΙΧΟΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟΙ
ΣΕ ΠΑΚΕΤΑ ΤΣΙΓΑΡΑ
Πατρίδα
Πατρίδα
είσαι γεννημένη από χωριάτες
από φαρδιές σκληρές κοιλιές γυναικών
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.
Είσαι γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές κι αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου.
Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.
Πολεμώντας
Ναι, υπερασπίζαμε τη λευτεριά πολεμώντας
μα ακόμα
υπερασπίζαμε το δρόμο που παίζαμε παιδιά
τον τάφο που κοιμόταν η μητέρα μας
και κείνο το μικρό δεντράκι που κάτω απ’ τα κλαδιά του
δώσαμε το πρώτο μας φιλί!
Η μεγάλη μάχη
Κάποτε, καθώς φεύγεις
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη
θα σου ’τυχε ν’ ακούσεις ξαφνικά από ’να παράθυρο
ένα πιάνο να παίζει.
Ίσως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια
να παίζουν αυτόν το λυπημένο σκοπό
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες
ένα πιάνο να παίζει.
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν.
Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο
ακούγοντας κάτω απ’ τη βροχή ‒
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου.
Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα
τα παιδικά σου χρόνια
οι χαμένοι έρωτες
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου ‒
να πολεμήσουν μαζί σου.
Κάτω απ’ την παλάμη μας
Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!
Όταν καμιά φορά λιποψυχάμε
νοιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας
η ανάμνηση του χεριού τους.
Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας
νοιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο
σα να κρατάμε μες στα χέρια μας
ολάκαιρο τον κόσμο.
Κριτική της ποίησης
Ε! τι καθόσαστε, λοιπόν, ποιητές
βγείτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβείτε
στις αμαξοστοιχίες
να δείτε καθώς θ’ απαγγέλετε τα τραγούδια σας
ν’ ανθίζει μες στη καρβουνόσκονη σαν ένα άσπρο τριαντάφυλλο
το γέλιο των μηχανοδηγών.
Πηγαίνετε στη λαϊκή αγορά
ανάμεσα στις φωνές και τη ξινή μυρουδιά των λαχανικών.
Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα
που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας
σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας.
Γιατί αυτή ή αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομμένο πρόσωπο
έχει τρία παιδιά σκοτωμένα
και δεν το ’χει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους.
Ανεβήτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους τού τηλέγραφου
και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε
και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε
το μέλλον.
Η ανθρώπινη ευτυχία
Σαν ήμουνα παιδί κοίταζα τ’ άστρα
κι έκλαιγα πού δεν μπορούσα να φτάσω τον ουρανό.
Υστέρα αγάπησα τη δόξα.
Νύχτες έμενα άγρυπνος δαγκώνοντας τα χέρια μου
καθώς σκεφτόμουνα ότι θα ’μενα για πάντα
ασήμαντος και ταπεινός.
Τώρα αγωνίζομαι πλάι στα εκατομμύρια αδέρφια μου
κι είμαι ευτυχισμένος.
Πλατύς δρόμος
Μητέρα
σε συλλογιζόμουνα πολύ τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα
κάτω απ’ τ’ αντίσκηνο.
Όταν θα γύριζα καμιά φορά
σκεφτόμουνα να σ’ αγκαλιάσω.
Μητέρα, δεν πειράζει που τα σεντόνια μας τρύπησαν
μυρίζει τόσο όμορφα η κρεμμυδόσουπα που μου ’τοίμασες
‒ έτσι σκεφτόμουνα να σου πω.
Μα βγάλε, λοιπόν, τα χέρια απ’ το πρόσωπό σου
κοίταξέ με.
Ο κόσμος είναι ένας δρόμος πλατύς.
Μπορεί να τον διαβεί κανείς
και μ’ ένα ξύλινο πόδι
μητέρα.
Σχολικό τραγούδι
Κάποτε μια φορά
μια φορά
α, α, α
τραγουδάγαμε.
Και πέρα οι κάμποι
πέρα τα βουνά.
Ήτανε τρεις αντάρτες
υπερασπίζαμε τη χώρα μας
ο ένας είχε στο δισάκι
μια Ελενίτσα τόση δα
ο άλλος στο χωριό του
μια ρόδινη αρραβωνιαστικιά
ο τρίτος ήταν ο μικρότερος
αντάρτης
α, α, α…
Και πέρα οι κάμποι
πέρα τα βουνά.
Τώρα θα κλαίει
η ρόδινη αρραβωνιαστικιά
η χελωνίτσα βγήκε απ’ το δισάκι
και περπατάει στα χόρτα τα πικρά
ο τρίτος ήταν ο μικρότερος
πεθάναν τραγουδώντας α, α, α...
Και πέρα οι κάμποι
πέρα τα βουνά.
Σε περιμένω παντού
Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ’χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίζει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία
πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Θα θυμάμαι πάντα τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Αν μου χαρίζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα που μ’ αγκάλιαζες και μ’ έριχνες πάνω άπ' τό τρυφερό σου στόμα
κι ο έρωτάς μας βούιζε σαν τα πανιά ενός μεγάλου καραβιού.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχια είναι χρυσά κι απέραντα
γιατί σ’ αγαπώ.
Μη χάσεις το θάρρος σου. Εμείς πάντα το ξέραμε
πως δεν χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο.
Γιατί δική μας πατρίδα είναι όλοι οι δρόμοι που στα πλάγια τους κοιμούνται,
οι σκοτωμένοι του αγώνα μας.
Κλείσε το σπίτι
δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οχτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ’ όποιο μέρος της γης
σ’ όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για έναν καινούργιο κόσμο.
Εκεί ‒
θα σε περιμένω.
Γένεσις (έκδοσις Β')
Η δημιουργία του κόσμου δεν τέλειωσε ακόμα.
Την αποτελειώνουν κάθε μέρα
οι εργάτες
κι οι ποιητές.
Σημαίες
Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
εμείς καθόμασταν τα βράδια
και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.
Επιτάφιο
Εσείς
αδέρφια που πέσατε.
Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τ’ όνομά σας.
Μα η πατρίδα θα κρατάει το αίμα σας στις ρίζες της
για ν’ ανθίζει.
Λαϊκές ιστορίες
Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά
οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένας κουβάς
για τα βρώμικα νερά. Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι
όπως γύρω από ένα νεκρό. Απ’ τα σπασμένα παράθυρα μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος.
Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια
μένουν ανύπαντρα.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε.
Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε και πολεμήσαμε.
Αυτή είναι η Ιστορία μου.
Ποιητική
Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τούς εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σας, χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σας
αδέρφια μου στο θάνατο
σύντροφοί μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθειά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.
Κι όταν πεθάνω και δε θα ’μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Ποίηση, Τόμος Πρώτος
Κέδρος, 1978 (σελ. 153-162)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.