Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιδέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιδέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Τσε Κιχώτης: Δολοφονείται στις 9 Οκτωβρίου 1967. Γεννιέται διαρκώς – Δυο βινιέτες του Γκαλεάνο, δυο γράμματα του Ερνέστο και δυο κείμενα του Τάιμπο

Ο Τσε από τον Αντόνιο Γκερέρο (2003)
Σύντροφοι, έχω ένα πόστερ με όλους εσάς στο σπίτι μου.
ΤΣΕ 
(Γραμμένο στο κάτω μέρος μιας αφίσας στο Αμβούργο,
όπου βλέπουμε τον Γκεβάρα να μας χαμογελά)



ΤΣΕ
Γέννηση: Ροσάριο Αργεντινής, 14 Ιουνίου 1928
Λα Ιγκέρα Βολιβίας, 9 Οκτωβρίου 1967

Ο Τσε και η σύζυγος του Αλεϊδα Μαρτς στην Αβάνα. Φωτογραφία του Αλμπέρτο Κόρντα.

Γεννιέται διαρκώς

Γιατί ο Τσε έχει την επικίνδυνη συνήθεια να γεννιέται διαρκώς; Όσο περισσότερο τον εκμεταλλεύονται, όσο περισσότερο τον προδίδουν, τόσο ξαναγεννιέται. Είναι ο άνθρωπος που γεννήθηκε τις περισσότερες φορές στον κόσμο.
Μήπως επειδή ο Τσε έλεγε ό,τι σκεφτόταν κι έκανε ό,τι έλεγε; Μήπως είναι τόσο ξεχωριστός επειδή στον κόσμο μας τα λόγια και οι πράξεις σπάνια συναντιούνται, κι όταν τύχει να συναντηθούν δεν χαιρετιούνται, γιατί δεν αναγνωρίζονται;
*

Δον Κιχώτης
Ο Ερνέστο Γκεβάρα σε ηλικία τριών ετών
Ο Μάρκο Πόλο είχε υπαγορεύσει το μαγικό του βιβλίο στη φυλακή της Γένοβας.
Τρεις αιώνες αργότερα, ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες, φυλακισμένος για χρέη, επινόησε τον δον Κιχώτη της Μάντσα στη φυλακή της Σεβίλης.
Ήταν άλλη μια περιπέτεια της ελευθερίας, που είχε γεννηθεί στις φυλακές.
Ζωσμένος στην τσίγκινη πανοπλία του, πάνω στο καχεκτικό άλογό του, ο δον Κιχώτης έμοιαζε προορισμένος για την αιώνια χλεύη. Εκείνος ο τρελός έπαιρνε τον εαυτό του για ήρωα ιπποτικού μυθιστορήματος, και νόμιζε πως τα ιπποτικά μυθιστορήματα ήταν βιβλία ιστορίας.
Όμως οι αναγνώστες, που γελάμε μαζί του αιώνες τώρα, γελάμε μαζί με αυτόν.
Μια σκούπα είναι το άλογο για το παιδάκι που παίζει, κι όσο διαρκεί το παιχνίδι, όσο διαρκεί η ανάγνωση, μοιραζόμαστε τις εξωφρενικές περιπέτειες του Δον Κιχώτη και τις κάνουμε δικές μας.
Τόσο πολύ, ώστε μετατρέπουμε σε ήρωα τον αντιήρωα, και μάλιστα του αποδίδουμε λόγια που δεν είναι δικά του. «Γαβγίζουν, Σάντσο, που σημαίνει πως καλπάζουμε», είναι η φράση που αναφέρουν, κατά προτίμηση, οι πολιτικοί. Όμως δεν την πρόφερε ποτέ ο Δον Κιχώτης.
Ο ιππότης με την ελεεινή μορφή περιφερόταν ανά τον κόσμο πάνω από τρεισήμισι αιώνες, όταν ο Τσε Γκεβάρα έγραψε το τελευταίο γράμμα στους γονείς του.
Δεν διάλεξε μια φράση του Μαρξ για να τους αποχαιρετήσει, αλλά έγραψε: «Νιώθω και πάλι στις φτέρνες μου τα πλευρά του Ροσινάντη. Ξαναπαίρνω τους δρόμους με την ασπίδα στο χέρι».
Ταξιδεύει ο θαλασσοπόρος, παρότι γνωρίζει πως δεν θα φτάσει ποτέ τ’ αστέρια που τον καθοδηγούν.

ΕΔΟΥΑΡΔΟ ΓΚΑΛΕΑΝΟ 
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ 
Μια σχεδόν παγκόσμια Ιστορία 
Μετάφραση Ισμήνη Κανσή
Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, 2009


Μπ.Σ.Α.
 
***
Τσε Γκεβάρα: Δυο γράμματα του 1965

Γράμμα στους γονείς του

Αγαπημένα μου γερόντια,
Νιώθω και πάλι κάτω από τις φτέρνες μου το ανεβοκατέβασμα των πλευρών του Ροσινάντε (1). Ρίχνομαι πάλι στους δρόμους με την ασπίδα μου στα χέρια.
Σας έγραψα κι ένα άλλο αποχαιρετιστήριο γράμμα, πάνε τώρα δέκα χρόνια από τότε. Καθώς θυμάμαι, λυπόμουν που δεν ήμουν καλύτερος στρατιώτης και καλύτερος γιατρός. Το τελευταίο δεν με ενδιαφέρει πια, μα στρατιώτης δεν είμαι τόσο κακός.
Ουσιαστικά, τίποτε δεν έχει αλλάξει, εκτός από το ότι είμαι πολύ περισσότερο συνειδητοποιημένος. Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδκή λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου. Πολλοί θα με πουν τυχοδιώκτη και είμαι, μόνο που είμαι άλλου είδους τυχοδιώκτης, ένας από εκείνους που προβάλλουν τα στήθη τους για να αποδείξουν τις αλήθειες τους.
 Ίσως αυτό το γράμμα να είναι και το τελευταίο. Δεν το αναζητώ. Βρίσκεται, όμως, μέσα στον λογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων. Αν γίνει έτσι, σας στέλνω τον τελευταίο μου χαιρετισμό.
Σας αγάπησα πολύ, μόνο που δεν ήξερα να εκφράζω την τρυφεράδα μου. Είμαι υπερβολικά αυστηρός στις πράξεις μου και πιστεύω ότι μερικές φορές δεν με καταλάβατε. Δεν ήταν εύκολο να με καταλάβετε, παρ΄ όλα αυτά πιστέψτε με. Μόνο σήμερα.
Τώρα, μια θέληση που σφυρηλάτησα με χαρά καλλιτέχνη θα στηρίξει κάποια αδύναμα πόδια και κάποια κατάκοπα πνευμόνια, θα το κάνω.
Να θυμάστε πού και πού αυτόν το μικρό κοντοτιέρο (2) του εικοστού αιώνα. Φιλιά στη Σέλια, τον Ρομπέρτο, τους Χουάν Μαρτίν και Πατοτίν, την Μπεατρίς, σε όλους.
Ένα μεγάλο αγκάλιασμα για σας, από τον άσωτο και πεισματάρη γιο σας,
Ερνέστο
________________________________
1. Ροσινάντης: Το άλογο του Δον Κιχώτη
2. Κοντοτιέρος: Αρχηγός ομάδας μισθοφόρων πολεμιστών, που ανελάμβαναν με συμβόλαιο (κοντότα) την υποχρέωση να πολεμήσουν υπέρ μιας πόλης ή ενός χωροδεσπότη στους πολέμους μεταξύ των διαφόρων ιταλικών πόλεων (από τον 14ο ως τον 16ο αι.). Ιταλ. condottiero. (Λεξ. Μπαμπινιώτη)
*
Γράμμα στα παιδιά του
Αγαπημένα μου Ιλντίτα, Αλιδίτα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο.
Αν κάποτε χρειαστεί να διαβάσετε αυτό το γράμμα, θα είναι γιατί εγώ δεν θα βρίσκομαι ανάμεσά σας. Σχεδόν δεν θα με θυμόσαστε και οι πιο μικροί δεν θα θυμούνται τίποτε.
Ο πατέρας σας υπήρξε ένας άνθρωπος που δρούσε όπως σκεφτόταν και, σίγουρα, υπήρξε συνεπής με τις πεποιθήσεις του. Μεγαλώστε σαν καλοί επαναστάτες. Να μελετάτε πολύ, για να μπορέσετε να κατέχετε την τεχνική που μας επιτρέπει να κατακτήσουμε τη φύση. Να θυμάστε ότι το σημαντικό είναι η επανάσταση και ότι καθένας από μας, μόνος του, δεν αξίζει τίποτε. Πάνω απ΄ όλα να είστε πάντα ικανοί να νιώθετε βαθιά μέσα σας οποιαδήποτε αδικία διαπράττεται ενάντια σε οποιονδήποτε, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Είναι η πιο όμορφη ιδιότητα ενός επαναστάτη για πάντοτε, παιδάκια.
Ακόμη ελπίζω να σας δω.
Ένα τεράστιο φιλί και ένα αγκάλιασμα από τον μπαμπά.

***


Η «ΚΑΤΑΡΑ» ΤΟΥ ΤΣΕ

Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, στο πλαίσιο μιας σειράς παράδο­ξων συμπτώσεων — που αναμφίβολα μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην όλη ιστορία έζησαν σε καιρούς αβέβαιους και στην κόψη του ξυραφιού —, οι περισσότεροι από κείνους που σχετίζονταν με τη σύλληψη, τη διαταγή της εκτέλεσης και την εξα­φάνιση του πτώματος του Ερνέστο Γκεβάρα έπεσαν θύματα παράξενων θανατηφόρων ατυχημάτων με ελικόπτερα ή αυτοκίνητα, εκτελέστηκαν από τους κληρονόμους του αντάρτικου, εκτοπίστηκαν, αρρώστησαν μυ­στηριωδώς, δέχτηκαν πυροβολισμούς, έπεσαν θύματα τρομοκρατικών ορ­γανώσεων της φασματικής Αριστεράς ή της πιο λάθρα βιώσασας δεξιάς ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τους πρώην συντρόφους τους.
Λες και το φάντασμα του Τσε είχε επιστρέψει για να ζητήσει το λο­γαριασμό από τους δολοφόνους του, ένα συστηματικό κύμα βίας παρέσυ­ρε σταδιακά έναν προς έναν σχεδόν όλους όσοι είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που αυτή η σειρά συμπτώσεων οδήγησε στη γέννηση του θρύλου της «κατάρας» του Τσε, που, σύμφω­να με τις φήμες ή τη λαϊκή δοξασία, είχε στήσει από τον άλλο κόσμο όλα αυτά τα ατυχήματα και τις απόπειρες δολοφονίας ή είχε στείλει τις αρρώστιες' μια άλλη φήμη, που δε στηρίζεται σε καμία έμπρακτη από­δειξη, απέδιδε στις κουβανέζικες μυστικές υπηρεσίες την οργάνωση μιας επιχείρησης εκδίκησης διεθνούς βεληνεκούς. Παραδόξως, αυτοί που υπο­στήριζαν την πρώτη υπόθεση δε μιλούσαν για το όλο θέμα με τόση πε­ρηφάνια όσο εκείνος ο Κουβανός συγγραφέας που υπαινίχθηκε κάποτε χαμογελαστός στον ιστορικό: «οι δικές μας υπηρεσίες...», με έναν κά­ποιο τόνο ικανοποίησης στη φωνή.
Ας συνοψίσουμε:
Ο Ονοράτο Ρόχας έγινε δημόσιο πρόσωπο ύστερα από εκείνη τη φω­τογραφία στην οποία φαίνεται ο αντιπρόεδρος Σίλες να τον συγχαίρει για το γεγονός ότι είχε καταδώσει τους αντάρτες και είχε οδηγήσει την ομάδα της Τάνιας και του Βίλο Ακούνια στην ενέδρα στο Βάδο ντελ Γέ- σο. Πρόκειται για μια φωτογραφία θλιβερή, με τον Ονοράτο ντυμένο ρέιντζερ, με ένα πηλήκιο που του έπεφτε μεγάλο και με την κόρη του, που τότε ήταν ενάμισι έτους, στην αγκαλιά του.
Στις 14 Ιουλίου του '69 ένας κομάντο του αναγεννημένου ELN τον εκτέλεσε με δύο πυροβολισμούς στο κεφάλι. Ζούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά από τη Σάντα Κρους σε ένα μικρό ράντσο πέντε εκταρίων που του είχε χαρίσει ο Μπαριέντος.
Ο ίδιος ο στρατηγός Μπαριέντος θα ήταν το επόμενο θύμα. Ο πρόε­δρος της Βολιβίας, ο άνθρωπος που επικύρωσε τη διαταγή για την εκτέ­λεση του Τσε, θα πέθαινε απανθρακωμένος μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, καθώς το ελικόπτερο με το οποίο ταξίδευε στις 29 Απριλίου του 1969 κατέπεσε κοντά στον οικισμό της Άρκε. Οι συνθήκες του ατυχήμα­τος δε διευκρινίστηκαν ποτέ. Σύμφωνα με τις φήμες, πίσω από τη δολο­φονία του βρισκόταν ο πρώην σύντροφος του, ο στρατηγός Οβάνδο, που τον σκότωσε στη φάση που ο Μπαριέντος προετοίμαζε ένα πραξικόπημα κατά του εαυτού του προκειμένου να απαλλαγεί από την εσωτερική και την εξωτερική αντιπολίτευση. Βέβαια, και ο Οβάνδο εκδιώχτηκε το από το 1970 προεδρικό μέγαρο, όπου είχε φτάσει χάρη σε ένα στρατιω­τικό πραξικόπημα που είχε οργανωθεί ενάντια στον αντικαταστάτη του Μπαριέντος από έναν άλλο στρατιωτικό, το στρατηγό Μιράντα.
Ο συγγραφέας Χόρχε Γκαγιάρδο, ο οποίος βρισκόταν σε στενή επαφή με το επιτελείο των στρατιωτικών που πρωταγωνίστησαν στο προοδευτικό πραξικόπημα του Τόρες χρόνια μετά τα γεγονότα, μας λέει: «Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, η λαϊκή δοξασία προφήτευε ότι θα έπαιρνε μαζί του στον τάφο του τους υπεύθυνους για το θάνατο του». Και κάνα δυο Κουβανοί ιστορικοί που ταξίδεψαν στο νότο της Βολιβίας, στις περιοχές όπου έδρασε το αντάρτικο του Τσε, μας περιγράφουν: «Με αφορμή αυτές τις δοξασίες, άρχισε να κυκλοφορεί αλυσιδωτά μεταξύ των Βολιβιανών στρατιωτικών και των συγγενών τους ένα γράμμα το οποίο έλεγε ότι ο θάνατος του Μπαριέντος ήταν τιμωρία σταλμένη απ' το θεό και ότι όλους τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του Τσε τούς περίμενε μεγάλη συμφορά. Για να μπορέσουν να σωθούν, τους συμβούλευε να πουν τρεις φορές το Πάτερ ημών και άλλες τρεις το Άβε Μαρία. Έπρεπε να αντιγράφουν το γράμμα σε εννιά αντίγραφα και να το στείλουν σε αντί­στοιχο αριθμό παραληπτών».
Είτε τα αντίγραφα του γράμματος αποδείχτηκαν ανεπαρκή είτε τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς κανένα συντονισμό* το θέμα πάντως είναι ότι λίγο μετά το «ατύχημα» του Μπαριέντος ένας ακόμα θάνατος θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της φημολογίας: Στις 10 Οκτω­βρίου του 1970, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο υπολοχαγός Εδουάρδο Ουέρτα, που ήταν ο πρώτος αξιωματικός που είχε πάρει μέρος στη σύλληψη του.
Η αλυσίδα συνεχίστηκε με τη βίαιη δολοφονία του αντισυνταγματάρ­χη Αντρές Σέλιτς, ο οποίος υπήρξε ένας από τους λίγους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που είχε μιλήσει με τον Τσε στο σχολείο της Ιγέρα και που είχε προσπαθήσει να τον ταπεινώσει. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, επί κυβερνήσεως Μπάνσερ, όντας ο ίδιος υπουργός Εσωτερικών, ξυ­λοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, στο πλαίσιο μιας «ανάκρισης» που διενερ­γήθηκε από πράκτορες της στρατιωτικής ασφάλειας, όταν τον έπιασαν £π' αυτοφώρω να καταστρώνει κρυφά ένα ακόμα από τα πραξικοπήματα που συνθέτουν την ιστορία της Βολιβίας.
Λίγο αργότερα, ο συνταγματάρχης Ρομπέρτο Κιντανίγια, ο οποίος, ως υπεύθυνος της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Υπουργείου Εσωτερι­κών, παρέστη ως μάρτυρας στον ακρωτηριασμό των χεριών του πτώμα­τος του Τσε προκειμένου να γίνει στο μέλλον η αναγνώριση του, ενώ χρόνια αργότερα υπήρξε ο αυτουργός της δολοφονίας του Ίντι Περέδο, εκτελέστηκε στο Αμβούργο τον Απρίλιο του 1971 από μία γυναίκα μέλος του ELN, τη Μόνικα Έαρλτ. Η Μόνικα, παριστάνοντας τη Γερμανίδα που ήθελε βίζα για τη Βολιβία, μπήκε στο προξενείο, ζήτησε να δει το συνταγματάρχη Κιντανίγια και όταν την οδήγησαν μπροστά του τον σκό­τωσε με δύο πυροβολισμούς στο στήθος κι εξαφανίστηκε χωρίς να την πειράξει κανείς.
Η «κατάρα» του Τσε έβγαινε αληθινή, και όχι μόνο χάρη στους ατρατευμένους επαναστάτες, καθώς κάποιες φορές έπαιρνε διαφορετική μορφή: Ο πράκτορας της CIA που αναγνώρισε τον Τσε και αργότερα φωτογράφισε το ημερολόγιο του, ο Φέλιξ Ροδρίγκες, με το που επέστρε­ψε στο Μαϊάμι, άρχισε να υποφέρει από άσθμα, παρ' όλο που το άσθμα «δηλώνεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία κι εκείνος δεν είχε ποτέ του αντίστοιχο προηγούμενο. «Όταν έφτασα εδώ στο Μαϊάμι (...) έπα­θα κρίση άσθματος. Μου έκαναν διάφορα τεστ για κάθε είδους αλλεργίες και κανένα δε βγήκε θετικό. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ίσως επρόκειτο για την "κατάρα" του Τσε ή για κάτι καθαρά ψυχολογικό. Είτε το κλίμα ήταν ξηρό είτε υγρό, θερμό ή ψυχρό το ίδιο μου έκανε.»
Ο ταγματάρχης Χουάν Αγιορόα, του οποίου οι ρέιντζερς έδρασαν κατά την τελευταία φάση της εκστρατείας ενάντια στον Τσε και συμμε­τείχαν στη σύλληψη και στη δολοφονία του, εκτοπίστηκε από την κυβέρ­νηση Μπάνσερ στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1972.
Ο Χουάν Χοσέ Τόρες, που ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Βολιβίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον του Τσε και που είχε υπογράψει τη διαταγή της εκτέλεσης, ανέβηκε χρόνια αργότερα στην εξουσία, από την οποία εκδιώχτηκε από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα συντηρητικού χαρακτήρα, και στις 12 Φεβρουαρίου του '76 δολοφονήθηκε με τρεις σφαίρες στο κεφάλι από την ακροδεξιά οργάνωση Τριπλό Α στο Μπουένος Άιρες.
Δύο μήνες αργότερα, τον Μάιο του '76, στην αντίθετη άκρη του πο­λιτικού φάσματος, ο στρατηγός Χοακίν Σεντένο Ανάγια — ο οποίος, όντας διοικητής της Όγδοης Μεραρχίας, είχε μεταφέρει την εντολή για την εκτέλεση του Τσε - εκτελέστηκε με πυροβολισμούς στο Παρίσι, όπου βρισκόταν ως πρέσβης της Βολιβίας, από μία εφήμερη ομάδα κο­μάντος αυτοαποκαλούμενη Διεθνιστική Ταξιαρχία Τσε Γκεβάρα, που δεν ανέλαβε ποτέ ξανά δράση ύστερα απ' αυτή την επιχείρηση. Ο Σεντέ­νο δέχτηκε τρεις σφαίρες εξ επαφής από όπλο των 7,65 mm έξω απ' την πόρτα του γραφείου του. Οι ερευνητές συσχέτισαν τη δολοφονία του με το γεγονός ότι είχε κατηγορηθεί δημόσια για την προστασία κάποιων πρώην ναζί που κρύβονταν στη Βολιβία με το όνομα Μπάρμπι.
Ο λοχαγός Βάργας, ο επικεφαλής της ενέδρας στο Βάδο ντελ Γέσο, που έπειτα ανέλαβε να κρύψει τα πτώματα του Τσε και των συντρόφων του, υπέστη ψυχολογική διαταραχή, γιατί «τον κυνηγούσαν οι νεκροί, έρχονταν να τον βρουν».
Ο Γκάρι Πράδο Σαλμόν, ο λοχαγός που έπιασε τον Τσε, τραυματίστηκε από μια σφαίρα που του διαπέρασε και τους δυο πνεύμονες και τραυμάτισε τη σπονδυλική του στήλη, αφήνοντας τον παράλυτο, σε μια συμπλοκή που προέκυψε κατά την κατάληψη ενός καταυλισμού εργατών στα πετρέλαια στη Σάντα Κρους από μία ομάδα φασιστών στις αρχές του '81. Παραδόξως, τον πυροβολισμό τού τον έριξε κατά λάθος ένας από τους δικούς του στρατιώτες, το όνομα του οποίου δεν έγινε ποτέ γνωστό.
Είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Αντόνιο Αργέδας εξέτιε ποινή οκταετούς κάθειρξης για την απαγωγή ενός εμπόρου σε μία φυλακή της Βολιβίας, αφού πρώτα είχε πέσει θύμα βομβιστικών επιθέσεων και πυροβολισμών από αγνώστους στα τέλη της δεκαετίας του '60. Ο στρατηγός Αράνα σκοτώθηκε το έτος 2000 σε μια βομβιστική επίθεση στη Λα Πας.
Λίγα ξέρουμε για τη μοίρα του υπαξιωματικού Μάριο Τεράν· ωστόσο κάποιες εφημερίδες λένε ότι περιπλανιέται αλκοολικός πια στους δρό­μους της Κοτσαμπάμπα, κυνηγημένος απ' τη μορφή του Τσε, που του παρουσιάζεται στους εφιάλτες του, και ότι, όπως και ο λοχίας Μπερναρδίνο Ουάνκα, χρειάστηκε πολλές φορές ως τώρα να υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Ο ποιητής Πάκο Ουρόντο, που έμελλε να πεθάνει χρόνια αργότερα δολοφονημένος από τους στρατιωτικούς της Αργεντινής, όταν πληροφο­ρήθηκε το θάνατο του Τσε στο Μπουένος Άιρες, έγραψε: «Για μια βδο­μάδα θα βρέχει αδιάκοπα και οι λιγότερο εύπιστοι ή όσοι δεν είναι προ­ληπτικοί θα σκεφτούν πως είναι τυχαίο, εντελώς τυχαίο: πως είναι λι­γάκι παράξενο αυτό που συμβαίνει, αλλά εντελώς συμπτωματικό. Οι φίλοι καταφθάνουν σιγά σιγά, ολοένα και πιο μουσκεμένοι –αυτή τη φορά κράτησε ασυνήθιστα πολύ ετούτος ο παλιόκαιρος. Αλλά αυτή τη φορά δεν τον σχολιάζουμε καταπώς το συνηθίζουμε εδώ στο Μπουένος Άιρες, δε μιλάμε δηλαδή για την υγρασία και τα βάσανα που φέρνει, ούτε για το συκώτι μας. Αυτή τη φορά εικάζουμε μ' αλλιώτικο τρόπο: δεν υπάρχει γαλήνη, υπάρχει σιωπή».
Η Σέλια, το τέταρτο παιδί του Τσε, γεννημένη το 1963, κατά τον προτελευταίο χρόνο που θα περνούσε ο κομαντάντε στο Υπουργείο Βιο­μηχανίας και δυόμισι χρόνια πριν από την αναχώρηση του Τσε για τη Λα Πας, μια γυναίκα που θυμάται τον πατέρα της μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των άλλων, έχει προσπαθήσει πολλές φορές να διαβάσει το Ημερολόγιο της Βολιβίας, χωρίς ποτέ να τα καταφέρει.
Ο Φιντέλ, αυτά τα τελευταία χρόνια, βλέπει συχνά τον Τσε στα όνειρά του. Εξομολογήθηκε μάλιστα στον Τζιάνι Μινά, τον Ιταλό δη­μοσιογράφο, ότι ο Τσε του μιλάει, «του λέει διάφορα...».
Η Άνα Μαρία, η αδερφή του, θα έλεγε στις αρχές της δεκαετίας του '70 σε έναν Ισπανό δημοσιογράφο: «Μερικές φορές νιώθω πως κάποιος με κοιτάζει, κάποιος έξω από μένα, συγχρόνως όμως θαρρείς ότι εγώ κι αυτός είμαστε κατά κάποιον τρόπο το ίδιο πρόσωπο και τότε νιώθω πως χάνω τον εαυτό μου, δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, τι να χάνω. Υποχρε­ώθηκα να μάθω να ζω έτσι».
Ο Καλίξτο Γκαρσία, ο άνθρωπος που τον συντρόφεψε στη φυλακή, στο Μεξικό, και ύστερα σ' όλη τη διάρκεια του αντάρτικου στην Κούβα, τριάντα περίπου χρόνια μετά από κείνα τα γεγονότα, θα πει: «Μιλάω γι' αυτόν σαν να είναι ακόμα ζωντανός».
Δεν είναι και τόσο παράξενο. Όλοι ξέρουμε πως ot νεκροί αφήνουν πί­σω τους, με τρόπο σκληρό και θαυμαστό, ένα μεγάλο κενό, μία ρωγμή συναισθηματική στις ψυχές των κοντινών τους προσώπων που ζουν και μετά το θάνατο τους. Αλλά ο Ερνέστο Γκεβάρα είχε φτιάξει γύρω του εκείνα τα χρόνια μια μαγική άλω, που ούτε ο χαμός του την εμπόδισε να συνεχίσει ν' αγγίζει τόσους και τόσους ανθρώπους, που ποτέ δεν τον είχαν γνωρίσει.
Το χωριό της Ιγέρα, μετά το πέρασμα του αντάρτικου απ' τα χώμα- τά του κι αφού φιλοξένησε στο σχολείο του το πτώμα του Τσε, το ρή­μαξε μια φοβερή ξηρασία, ζώα και φυτά πέθαιναν και οι χωρικοί υπο- χρεώθηκαν να μεταναστεύσουν. Η λαϊκή δοξασία, οι ψιθυριστές φήμες, οι θρύλοι την απέδιδαν σε θεϊκή τιμωρία, επειδή είχαν αφήσει τον Τσε να πεθάνει στα χέρια των στρατιωτών.
Οι χωρικοί της Κοτσαμπάμπα αρχίζουν να ψέλνουν μια παράξενη δέ­ηση: «Ψυχούλα του Τσε, σου ζητώ να μεσολαβήσεις να γίνει το θαύμα χαι να θεραπευτεί η αγελαδίτσα μου, κάνε μου αυτή τη χάρη, ψυχούλα του Τσε».
Στο χωριό της Ιγέρα επιδεικνύονται ως ιερά λείψανα τούφες απ' τα μαλλιά ή κομμάτια απ' το ματωμένο παντελόνι του κομαντάντε Γκεβάρα. Στο Λαγουνίγιας ένας πλανόδιος φωτογράφος έκανε την τύχη του πουλώντας φωτογραφίες: Πολλοί από τους κατοίκους καυχιούνται πως έχουν την αυθεντική φωτογραφία του νεκρού Τσε πάνω στην πέτρινη πλάκα του πλυσταριού του νοσοκομείου του Σαν Χοσέ ντε Μάλτα, τη φωτογραφία του λαϊκού Χριστού.
Η νοσοκόμα του Βαγεγκράντε που τον έγδυσε όταν ήταν πια νεκρός εξομολογείται: «Μερικές φορές ονειρεύομαι τον Τσε και τον βλέπω ζω­ντανό. Με επισκέπτεται, μου μιλάει και μου λέει ότι θα με βγάλει απ' αυτή την αθλιότητα μες στην οποία ζω». Στο ίδιο αυτό χωριό, το 1971, η οδός που οδηγεί στο νεκροταφείο αλλάζει όνομα και λέγεται «Τσε Γκεβάρα», αλλά τον ίδιο χρόνο το στρατιωτικό πραξικόπημα του Μπάνσερ ακύρωσε τη μετονομασία και ονόμασε το δρόμο «Οδό του Στρατού».
Το σχολείο της Ιγέρα κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε ένας υγειονομικός σταθμός που δε λειτούργησε ποτέ και στον οποίο δεν έφτα­σαν ποτέ ούτε γιατροί ούτε φάρμακα. Με το πέρασμα των χρόνων, ανεγέρθηκε και πάλι ένα σχολείο, το οποίο και επισκέφτηκε το 1971 ο δη­μοσιογράφος Γκονσάλες Μπερμέχο από την Ουρουγουάη:
—Τι ξέρεις για τον Τσε; ρωτάει ένα χωριατόπαιδο κάποια στιγμή που δεν τον προσέχει η δασκάλα.
—Είναι αυτός εκεί πάνω, απαντά ο μικρός και δείχνει ένα πορτρέτο του Σιμόν Μπολίβαρ.
Ο Φρανσίσκο Ρίβας, ένας χωρικός από τα περίχωρα της Ιγέρα, εξή­ντα χρονών, με δεκατέσσερα παιδιά, εξηγεί: «Τότε δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Τώρα ξέρω πως έχασα πολλά».
Σε μία εκκλησία στο Ματάνσας, στην Κούβα, ο Ερνέστο Γκεβάρα φιγουράρει στο τέμπλο πάνω από την Αγία Τράπεζα, χαμένος ανάμεσα στους αγίους μιας καθολικής Ουράνιας Αυλής. Παρ' όλ' αυτά, σε μια εκκλησία της επαρχίας Ταμαουλίπας, στο Μεξικό, μοιράζεται σε μία τοιχογραφία μια γωνιά μαζί με το διάβολο. Τον Οκτώβριο του 1997 το Ράδιο Βατικάνα αφιέρωσε έναν πύρινο πανηγυρικό σ' αυτό τον άνθρωπο που πο­τέ του δεν πίστεψε στον Θεό, «στον λαϊκό άγιο όλων των φτωχών».
Ο θάνατος του Ερνέστο Γκεβάρα προκάλεσε σοκ, αμηχανία, έκπλη­ξη, αναστάτωση, οργή, μια αίσθηση ανημπόριας σε χιλιάδες άντρες και γυναίκες. Μέσα σε έντεκα μόλις χρόνια πολιτικής ζωής, και δίχως να το θέλει, ο Τσε είχε γίνει το σύμβολο της τόσες φορές ματαιωμένης ή προδομένης λατινοαμερικάνικης επανάστασης και η μόνη μας βεβαιότητα εκείνα τα χρόνια ήταν ότι το υλικό των ονείρων δεν πεθαίνει ποτέ. Παρ' όλ' αυτά, ο Ερνέστο Γκεβάρα είχε πεθάνει στη Βολιβία. Ο ποιητής Μάριο Μπενεντέτι καταθέτει:

Κι έτσι είμαστε,
θορυβημένοι
οργισμένοι
κι ας είναι ο θάνατος
ένα από τα προβλεπόμενα παράλογα.
Τα χρόνια πέρασαν. Το χάλκινο άγαλμα των εφτά μέτρων που βρί­σκεται στη Σάντα Κλάρα είναι έργο του Χοσέ Ντελάρα, του ίδιου καλ­λιτέχνη που είχε δώσει σ' έναν Κουβανό αστροναύτη μία πορσελάνινη προτομή του Τσε, για να τη στείλει να ταξιδέψει στη στρατόσφαιρα. Το άγαλμα παριστάνει έναν Τσε Γκεβάρα μεγαλόσωμο, σχεδόν χοντρό, με μια γενειάδα που θυμίζει Αϊ-Βασίλη. Δε χαμογελάει. Αυτό είναι το πρό­βλημα με τα αγάλματα: το χαμόγελο δεν αποδίδεται καλά στο χαλκό.
Μιλάω με τον Νταριέλ Αλαρκόν σ' ένα σπίτι στα περίχωρα της Αβάνας. Είναι ένας άντρας ομιλητικός, χαμογελαστός, αλλά προς το τέλος της συνέντευξης, όταν θυμάται ότι ο Ίντι, ο Βιγέγας, ο Ταμάγιο και ο ίδιος ίσως και να μπορούσαν να τον σώσουν εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη, μια σκιά περνάει απ' το δωμάτιο. Είναι μία απ' αυτές τις σκέψεις που δε σ' αφήνουν να ζήσεις.
Με τον Μανρέσα, το γραμματέα του, συζητάω στο σκοτάδι. Ένα μπλακ άουτ ταλαιπωρεί τη συγκεκριμένη συνοικία της Αβάνας. Ακούω τη φωνή του να σταματάει πότε πότε. Εύκολα μαντεύει κανείς τα συναισθήματά του.
Εσείς, οι οπαδοί του Γκεβάρα, οι άνθρωποι που ζήσατε κοντά στον Τσε, δίνετε την εντύπωση ότι είστε σημαδεμένοι, ότι έχετε ένα ση­μάδι, ένα Ζ στο μέτωπο, σαν κι αυτό που χάραζε ο Ζορό, του λέω.
Εμείς ήμασταν κάτι φτωχοδιάβολοι, που ένας Θεός ξέρει πού θα μας έβγαζε η ζωή, και περιμέναμε να βρούμε έναν άνθρωπο σαν τον Τσε.
Ακολουθεί μια μεγάλη παύση. Ύστερα ακούγεται ένας λυγμός. Δεν ξέρω τι άλλο να τον ρωτήσω.
Αυτή η αίσθηση εγκατάλειψης, η αίσθηση ότι ο Τσε έφυγε χωρίς αυτούς, τους σκοτώνει. Ο Χοέλ Ιγκλέσιας πέρασε μια βαθιά κρίση που τον οδήγησε στο αλκοόλ, ο Μόρα αυτοκτόνησε, ο Ντίας Αργουέγες δεν μπόρεσε ποτέ να συγχωρήσει τον Τσε που είχε πάρει μαζί του τον στενό του φίλο Γκουστάβο Ματσίν και όχι τον ίδιο, δεν τον συγχώρησε ακόμα κι όταν σκοτώθηκε στην Αγκόλα, χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζοντας τα νοτιοαφρικανικά τεθωρακισμένα, σε μια εποποιία που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει απ' τα κατορθώματα του Τσε. Ο Αμεϊχέιρας βασανίζεται, λέγοντας απ' τη μια ότι εκείνος θα μπορούσε να είχε βάλει φρένο στους άσκοπους ηρωισμούς του Τσε και απ' την άλλη υποφέροντας που δεν ήταν εκεί για να του βάλει φρένο. Ο Ντρέκε για πολλά χρόνια αναρω­τιόταν τι λάθος είχε κάνει στην Αφρική και δεν τον είχε πάρει έπειτα μαζί του στη Βολιβία. Η απάντηση μπορεί να ήταν πάντα η ίδια –κα­νένα λάθος–, η ερώτηση όμως εξακολούθησε να τον τρώει μέσα του για καιρό. Οι Ασεβέδο εξακολουθούν να αναρωτιούνται. Το ίδιο και ο φίλος του ο Φερνάνδες Μελ ή ο Αραγονές, ο οποίος, επιστρέφοντας από την Αφρική, βασανίστηκε από μια φοβερή αρρώστια που παραλίγο να τον σκοτώσει. Και ο Εστράδα, που ο Τσε τον είχε διώξει απ' την Πρά­γα γιατί τραβούσε την προσοχή, ακόμα αναρωτιέται, όπως και ο Μπορέγο, ο υφυπουργός του, ή ο Ολτούσκι, που του πήρε τριάντα χρόνια για να γράψει το βιβλίο, όπου ήθελε μεταξύ άλλων να πει ότι υπήρχαν και πολλά σημεία στα οποία συμφωνούσαν οι δυο τους... Κι όταν μι­λάω μαζί τους, νιώθω πως θα μπορούσα να βάλω άφοβα στοίχημα το κεφάλι μου λέγοντας με σιγουριά ότι στην Κούβα, ακόμα και σήμερα, τριάντα έξι χρόνια σχεδόν μετά το θάνατο του, υπάρχουν καμιά εκατο­στή άντρες και γυναίκες που θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο για να έχουν μπορέσει να πεθάνουν μαζί με τον Τσε στη Βολιβία.

Θα δω μια τελευταία φωτογραφία του Τσε στο σπίτι του Τέο Μπρουνς, στο Αμβούργο. Πρόκειται για μια αφίσα με τη λεζάντα: «Σύ­ντροφοι, έχω ένα πόστερ με όλους εσάς στο σπίτι μου. Τσε». Αποτελεί μια ευχάριστη ανάσα αυτή η επιστροφή στο καυστικό χιούμορ– σ' ένα χιούμορ που τόσο συχνά χρησιμοποιούσε κι ο ίδιος στη ζωή του.
Έχουν περάσει τριάντα πέντε χρόνια και ο Τσε επιστρέφει ξανά και ξανά, σαν ένα επαναλαμβανόμενο τηλεοπτικό τρέιλερ που κάποιος ξέχα­σε να βγάλει, ίσως επειδή, όπως έλεγε κι ο Μανόλο Βάσκες Μονταλμπάν, εμπίπτει σ' ένα «σύστημα σημάτων της ανυποταγής». Ο Τσε προκαλεί συγκρούσεις –όταν επιχειρούν να βάλουν μια πλακέτα με τ' όνομά του σε ένα από τα σπίτια όπου έζησε στην Αργεντινή, όταν κλέ­βουν μια προτομή του στο Μοντεβιδέο– ή ηγείται ως εικόνα και σύμ­βολο εκατοντάδων διαδηλώσεων σε πλανητική κλίμακα κάθε χρόνο.
Ο Χουάν Χέλμαν, ο γείτονας και φίλος μου, έγραφε πριν από καιρό:

«Αλλά
το σημαντικό είναι ότι πράγματι
ο κομαντάντε Γκεβάρα πέ­ρασε στο θάνατο
κι εκεί θα πορεύεται καθώς λένε
ωραίος
με πέ­τρες κάτω απ' τα μπράτσα του
Είμαι από μια χώρα όπου τώρα
ο Γκεβάρα θα πρέπει να πεθάνει κι άλλους θανάτους
ο καθένας τώρα θ' αποφασίσει το θάνατο του
αυτός που χάρηκε είναι ήδη σκόνη θλιβερή
αυτός που έκλαψε ας καθίσει να σκεφτεί
αυτός που ξέχασε το ίδιο κάνει αν ξεχνάει ή αν θυμάται».
Πίσω απ' το γραφείο μου στην Πόλη του Μεξικού είναι κρεμασμένη μια φωτογραφία του Ροδόλφο Γουόλς που με εποπτεύει. Ο σπουδαιότε­ρος μυθιστοριογράφος και χρονικογράφος αυτής της ηπείρου, που είναι η ίδια για όλους μας κι ας μη λέει να ενωθεί, έγραψε το '67, λίγο πριν τον σκοτώσουν οι στρατιωτικοί της Αργεντινής: «Η νοσταλγία κωδικο­ποιείται σε μια αλυσίδα από νεκρούς, και με κάνει να ντρέπομαι λιγάκι το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ, καθισμένος μπροστά σε μια γραφομηχανή, κι ας ξέρω ότι κι αυτό είναι ένα είδος μοίρας, κι ας φαντάζει παρή­γορη η ιδέα ότι κι ετούτη η μοίρα μπορεί σε κάτι να εξυπηρετεί».
Πώς τέλειωνε το ποίημα του Χέλμαν; «Αυτός που ξέχασε το ίδιο κάνει αν ξεχνάει ή αν θυμάται».
Η ανάμνηση.
Έμεινε μια ανάμνηση. Μέσα από χιλιάδες φωτογραφίες, πόστερ, μπλουζάκια, ταινίες, δίσκους, βιντεοταινίες, κάρτες, πορτρέτα, περιοδι­κά, βιβλία, τουριστικούς οδηγούς, CD, φράσεις, μαρτυρίες –φαντά­σματα όλα της βιομηχανικής κοινωνίας που δεν ξέρει να εναποθέτει τους μύθους της στη νηφαλιότητα της μνήμης–, ο Τσε μάς φυλάει. Πέρα απ' όλα ετούτα τα παραφερνάλια, επιστρέφει. Σε μια εποχή ναυαγίων, είναι ο δικός μας : 10λαϊκός άγιος. Τριάντα σχεδόν χρόνια μετά το θάνατο του, η εικόνα του περνάει από γενιά σε γενιά, ο μύθος του περνά τρέχο­ντας μέσα απ' τα παραληρήματα μεγαλείου του νεοφιλελευθερισμού. Ασεβής, περιπαικτικός, πεισματάρης, επίμονος στην ηθική του, αξέχα­στος.

_____________

Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ,
ΕΡΝΕΣΤΟ ΓΚΕΒΑΡΑ γνωστός και ως ΤΣΕ,
Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου, ΚΕΔΡΟΣ, 2005
Η «ΚΑΤΑΡΑ» ΤΟΥ ΤΣΕ και ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ: Πρόκειται για τα δυο τελευταία κεφάλαια (63ο και 64ο), σελ. 945-955, του βιβλίου.
Σύνολο με τις σημειώσεις των κεφαλαίων: 1094 σελ.
Διαβάζεται... χωρίς ανάσα.
Το ίδιο και οι ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ του Γκαλεάνο.

Τα γράμματα από εδώ


Βλέπε και εδώ: Φιντέλ Κάστρο: Επικήδειος λόγος στη μνήμη του Τσε (1967)
(με περισσότερες φωτό από το μνημείο στη Σάντα Κλάρα)

Για τη γιγαντοαφίσα, το μνημείο και τις δύο φωτό του Τσε στο κείμενο του Τάιμπο βλ.: Feliz ano nuevo: 55 χρόνια Κουβανική Επανάσταση


Επιμέλεια Μπ.Σ.Α. 
___ 

Και από Μποτίλια, επίσης, με ετικέτα Τσε (11)

2 σχόλια:

  1. «Ο Άνθρωπος πρέπει να περπατάει σηκώνοντας το πρόσωπό του απέναντι στον ήλιο. Ο ήλιος θα πρέπει να κάψει το μέτωπό του και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής! Όποιος σκύβει το κεφάλι του χάνει αυτή την τιμή»
    (CHE)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εμπρός λαέ μην σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη.

      Ο δρόμος του Τσε.

      Διαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.