ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ
Άμλετ (1964)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ New Star Art Cinema
Κρέμου 141, Καλλιθέα
ΑΙΘΟΥΣΑ 1: Πέμ έως Τετ: 17.30
ΑΙΘΟΥΣΑ 2: Πέμ έως Τετ: 20.00
*
Δυο κριτικές:
Τζία Γιοβάνη
Βασίλης Ραφαηλίδης
*
Κρέμου 141, Καλλιθέα
ΑΙΘΟΥΣΑ 1: Πέμ έως Τετ: 17.30
ΑΙΘΟΥΣΑ 2: Πέμ έως Τετ: 20.00
*
Δυο κριτικές:
Τζία Γιοβάνη
Βασίλης Ραφαηλίδης
*
Έργο συλλογικό, υπογεγραμμένο από τον ταλαντούχο και αυστηρό σκηνοθέτη Γκριγκόρι Κόζιντσεφ και μια αξιοζήλευτη ομάδα καλλιτεχνών (Μπόρις Πάστερνακ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι), η συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην επέτειο των 400 χρόνων από τη γέννηση του Σαίξπηρ το 1964.
Το μεγαθήριο του Σοβιετικού σινεμά «Άμλετ» (1964) όχι απλά δεν προδίδει τις θεατρικές του ρίζες αλλά επιπροσθέτως εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ιδιομορφίες του σινεμά.
Ο «Άμλετ» του Κόζιντσεφ, ρεαλιστική οπτική ερμηνεία της μελοδραματικής υπόθεσης του έργου, μια συμφωνία σε μαύρο και άσπρο - που κόβει την ανάσα - αξιοποιεί πότε τον δυναμικό και πότε τον κλειστοφοβικό φακό της κάμερας και δημιουργεί πολλαπλές επιστρώσεις, ευνοώντας, σε μεγάλο βαθμό, τα μακρινά πλάνα και κρατώντας τα κοντινά, αποκλειστικά σχεδόν για τον Άμλετ.
Από τα αξιοσημείωτα της ταινίας, ο μεγάλος αριθμός «εξωτερικών» σκηνών, όπως εκείνη των θεατρίνων και του θανάτου του Αμλετ, δυο παραδοσιακά «εσωτερικές» σκηνές.
Σπουδαία η συμβολή της μουσικής του Σοστακόβιτς και φυσικά καθοριστικότατη η ερμηνεία του Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι - εκ των σημαντικότερων ηθοποιών της ΕΣΣΔ - που, χωρίς ίχνος σλαβικής μίμησης, πορεύεται στη μελαγχολική παράδοση που χάραξε ο Αγγλος μέγας διδάξας Λόρενς Ολίβιε.
Και στις πιο ωμές σκηνές ο Σμοκτουνόφσκι «παίζει» ήρεμα κι όπως όλοι οι μεγάλοι ερμηνευτές «λέει» τα περισσότερα με βλέμματα και χειρονομίες, ερμηνεύοντας τις πράξεις του Δανού Πρίγκιπα, από ιστορική όσο και υπαρξιακή οπτική...
Κατά τον Βασίλη Ραφαηλίδη, ο κοζιντσεφικός Αμλετ, δεν πιπιλίζει τη γνωστή καραμέλα «να ζει κανείς ή να μη ζει», αλλά αποφαίνεται –διά του Κόζιντσεφ– πως πρέπει να ζει και πως ο αφορισμός, δεν άπτεται γενικά και αόριστα του γεγονότος της ύπαρξης, αλλά μιας συγκεκριμένης ζωής, σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, προσδιοριζόμενη από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, που ενίοτε καταντούν αφόρητα καταθλιπτικές για τον καθένα που τολμάει να θέτει, έστω κι αναπάντητα, ερωτήματα. [σ.σ. βλέπε στη συνέχεια].
Παίζουν: Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, Μιχαήλ Ναζβάνοφ, Ελζα Ρατζίνα, Γιούρι Τολουμπέγιεφ, κ.ά.
Παραγωγή: ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ (1964)
*
Σοστακόβιτς
*
Η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη
Η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη
Ο δέκατος έβδομος στη σειρά κινηματογραφικός Άμλετ –ο πρώτος σκηνοθετημένος απ' η τον Κλεμάν Μορίς και παιγμένος απ' τη Σάρα Μπερνάρ είδε το φως του προβολέα το 1900– αποτέλεσε, το 1964, την επίσημη ρωσική συμμέτοχη στον εορτασμό της τετρακοσιοστής επετείου της γεννήσεως του μεγαλοφυούς Άγγλου.
Οκτώ χρονιά δουλειάς πάνω στο σενάριο και δύο γυρίσματος, είχαν ως αποτέλεσμα να κάνουν τους συνοφρυωμένους Άγγλους κριτικούς, τους πάντα επιφυλακτικούς όταν πρόκειται να μιλήσουν για το εθνικό τους ταμπού, να πουν εν χορώ πως ο υστερότοκος Άμλετ που εκμαίευσε απ' τις σελίδες του Σαίξπηρ, ένας από τους μεγαλύτερους και εγκυρότερους σαιξπηριστές, ο Κόζιντσεφ, ήταν αυτός ακριβώς που στριφογύριζε στους έλικες του εγκεφάλου του μεγάλου δραματουργού, πριν βγει στο χαρτί και παρερμηνευθεί παντοιοτρόπως απ' τη στρατιά των σκηνοθετών και των ηθοποιών που φιλοδόξησαν να τον ζωντανέψουν.
Ο Κόζιντσεφ έμεινε απόλυτα πιστός στο σαιξπηρικό κείμενο, και όταν λέμε πως έγραψε κάποιο σενάριο εννοούμε ότι δούλεψε στο ντεκουπάζ χωρίς ν' απομακρυνθεί ούτε χιλιοστό απ' τα δεδομένα που του προσέφερε ο Σαίξπηρ.
Ωστόσο, ξέφυγε τελείως από τη σκηνοθετική γραμμή όλων των προκατόχων του που επέμεναν να ερμηνεύουν τον Άμλετ ως ένα νευρωτικό νεαρό υπερευαίσθητο κι ανήσυχο.
Ο κοζιντσεφικός Άμλετ σταμάτησε επιτέλους να πιπιλίζει τη γνωστή καραμέλα «να ζει κανείς ή να μη ζει» και αποφάνθηκε, διά μέσου του Κόζιντσεφ, πως πρέπει να ζει και πως ο αφορισμός δεν αφορά γενικά και αόριστα το γεγονός της ύπαρξης, αλλά μια συγκεκριμένη ζωή, τοποθετημένη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, που προσδιορίζεται από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, οι οποίες καμιά φορά γίνονται αφόρητα καταθλιπτικές για τον καθένα που τολμάει να θέτει, έστω και αναπάντητα, ερωτήματα.
Το θέμα δεν είναι καινούργιο για τον Κόζιντσεφ, και την ίδια απάντηση την είχε δώσει ήδη σε όλες τις προηγούμενες ταινίες του, τόσο σ' αυτές που σκηνοθέτησε μαζί με τον Τράουμπεργκ όσο και στις λιγοστές που γύρισε, μετά τον πόλεμο, μόνος του.
Στη Νέα Βαβυλώνα (1926), στη Μόνη, (1931), στην Τριλογία του Μαξίμ (1931), στον Δον Κιχώτη, (1957), πάντα υπάρχει ένας άνθρωπος που προσπαθεί εναγωνίως να προσδιορίσει το στίγμα του μέσα στον περιπλεγμένο ιστορικό χάρτη.
Αυτή η σύγκρουση της ιστορίας με την ανθρώπινη μοίρα, δεν έχει πάντα την αίσια έκβαση που έχει στην αισιόδοξη Τριλογία του . [σ.σ. Η Νιότη του Μαξίμ (1935), Η Επιστροφή του Μαξίμ (1937), Ο Μαξίμ στην Εξουσία (1939)].
Να είναι αυτό, άραγε, μια ανάμνηση της μοίρας του φίλου του Μαγιακόφσκι; Ίσως. Ο Κόζιντσεφ δεν το 'πε ποτέ καθαρά αλλά το άφησε να το μαντέψουμε, στα θεωρητικά του κείμενα.
Αυτός ο παθιασμένος μελετητής του Σαίξπηρ κάτι θα πρέπει να έχει μάθει για το τι σημαίνει «να ζεις» και πότε πρέπει να πεθαίνεις για να διαφυλάξεις την αξιοπρέπειά σου.
Ο Άμλετ του Κόζιντσεφ πεθαίνει, ακριβώς, για να προστατέψει την αξιοπρέπειά του απ' τη σαπίλα του «βασιλείου της Δανίας».
Η αυτοκτονία του είναι μια πράξη διαμαρτυρίας και υποταγής. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να ήταν βουδιστής καλόγερος.
(Βασίλης Ραφαηλίδης – Λεξικό Ταινιών, Α’ Τόμος, εκδ. ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ)
*
Περισσότερα για Κοζίντσεφ - Σοστακόβιτς,
με αφορμή και τα
143 χρόνια από τη Παρισινή Κομμούνα, 28 Μαρτίου 1871
δείτε και:
Τέσσερα κλιπ από τον ΑΜΛΕΤ
2.
3.
4.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.