Φιλόσοφος, ιστορικός, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, μεταφραστής. Ένας ευγενής των γραμμάτων.
Τον Κωστή Παπαγιώργη τον γνωρίσαμε από το πρώτο του βιβλίο Ο Νομοθέτης που αυτοκτονεί (1988), αλλά τον αγαπήσαμε ιδιαιτέρρως από τα "κειμενάκια" του της «Λαϊκής Απογευματινής» στο Αθηνόραμα –ένα ή δυο τη φορά, μια σελιδούλα όλη κι όλη. 'Ηταν κι ο λόγος που πέρναμε το περιοδικό.
Βινιέτες σπάνιας ευαισθησίας, μικρά δοκίμια της καθημερινότητας, μα και στοχασμοί για μεγάλα θέματα, πιο «δύσκολα», με τρόπο όμως κουβεντιαστό, φιλικό, εύληπτο. Όπως και τα εκτενή του, άλλωστε. Μεγάλο χάρισμα. Δεν νομίζω ότι έχουν εκδοθεί.
Τρυφερός, παιγνιδιάρης, είρων, σφράγιζε (σχεδόν) πάντα τη σελίδα του με μια παροιμία, ένα γνωμικό, μια πρωτότυπη και όχι πολύ γνωστή λαϊκή ρήση, ένα απόφθεγμα. Θησαυρός.
Στο ίδιο περιοδικό κρατούσε για χρόνια και τη στήλη της βιβλιοκριτικής. Μια σελίδα κι εδώ. Περιορισμένος ο χώρος, απεριόριστη η γραφή του, κατάφερνε –λάτρης αυτός του πιοτού– να σε μεθύσει.
Πολυγραφότατος. Πλούσιο μεταφραστικό έργο. Το 2002 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μαρτυρίας–χρονικού για το βιβλίο του Κανέλλος Δεληγιάννης.
_________
Σημείωση για τους φίλους της Μποτίλιας και της Κόκκινης Μπλογκόσφαιρας:
Σημείωση για τους φίλους της Μποτίλιας και της Κόκκινης Μπλογκόσφαιρας:
Αντίστοιχης εμβέλειας, συγκρότησης και περιεκτικότητας κείμενα διάβασα πολύ αργότερα, στους Μικρούς Συλλογισμούς του (δικού μας) Αντώνη Μπαλασόπουλου –κατά (ιστο)κόσμον Lenin Reloaded– την οξύνοια του οποίου ο Παπαγιώργης είχε επισημάνει αμέσως και... μας τον είχε συστήσει.
In Memoriam
Αναδημοσιεύουμε το (αυτο)βιογραφικό του από τα βιβλία Μυστικά της Συμπάθειας (1994) και Λάδια Ξύδια (1996), μαζί με 4 βινιέτες από τις Λαικές Απογευματινές του –αντλημένες από το διαδίκτυο– και με την εργογραφία του από το Αθηνόραμα.
- Θα ακολουθήσει ένα ακόμα κείμενό του από το Περί Μέθης (1990) και μια συνέντευξή του.
Συμπληρωματικά, δείτε στο τέλος:
- Τα καπάκια και το '21: Μια κριτική για το βιβλίο του Κ.Π. από την Αριστούλα Ελληνούδη.
- Τα θαυμάσια λόγια τους: Του Γιώργου Κακουλίδη για το ίδιο βιβλίο.
Μποτίλια Στον Άνεμο
Τι είναι η καθημερινή ζωή; Ένα μόνιμο κι ενίοτε μοχθηρό "βλέποντας και κάνοντας". Δηλαδή; Με αυτήν την ερώτηση αρχίζουν τα δύσκολα και οι σπαζοκεφαλιές.
Αν η επανάληψη αποτελεί τον αφανή, αλλά λειτουργικό μηχανισμό της καθημερινότητας, συνάμα επιβάλλει στο νου το λήθαργο της συνήθειας. Όπως οι κινήσεις του οδηγού γίνονται σταδιακά αυτόματες και αυτονομημένες, παρόμοια κατεύθυνση ακολουθούν η εργασία, οι συναναστροφές, οι απολαύσεις και το καθημερινό λέγε-λέγε που μιλάει πολύ, αλλά σκέφτεται λίγο ή τουλάχιστο λιγότερο.
Εντούτοις η φαντασία, όσο φιμωμένη κι αν είναι, πασχίζει πάντα να δώσει ένα κάποιο διαφορετικό νόημα στις συμπεριφορές και τις αποφάσεις. Στις καλές του στιγμές ο καθένας επιχειρεί να δώσει κάποιο περιεχόμενο στα χιλιοειπωμένα και τα κοινά. Να βρεθεί στη "μέσα" μεριά του εαυτού του και να γίνει κατά κάποιον τρόπο επινοητής ενός διαφορετικού "εγώ".
Φαιδρή κωμωδία; Διπλοσφραγισμένη ματαιότητα, που ό,τι κι αν κάνουμε το αφήνουμε τελικά να μας έρθει κατακέφαλα; Άσημη ζωή, που ό,τι κι αν σκαρφιστεί αδυνατεί να προσδώσει στην πραγματικότητα διαφορετική ανάσα και λίγη ποίηση;
Ο μίστερ καθημερινότητα αναρωτιέται συχνά: μήπως λείπω από τον εαυτό μου; Μήπως το σαρκίο μου είναι κουρδισμένο από αόρατο χέρι, οπότε θέλω δεν θέλω ακολουθώ τη φάρσα της επανάληψης; Χωρίς υπερβολή σοβεί κάτι στυγνό και ανερμήνευτο στην εσωτερική σχέση του καθενός με τον εαυτό του - τόσο ανερμήνευτο και διπλοκλειδωμένο, ώστε να μην υπάρχει τυφλοσούρτης που να δίνει κάποια λύση.
Στην ουσία δεν πρόκειται γι' αδικημένα άτομα που ζουν ατάλαντα (όπως οι περισσότεροι από εμάς), αλλά για παρωδία –λες κι η ζωή δεν έχει ιδιαίτερη αξία, οπότε ό,τι κι να κάνουμε, ακόμη κι αν καθόμαστε ασάλευτοι στο σπίτι ή το γραφείο μας, να έχουμε την περίεργη αυταπάτη ότι μας γυροφέρνουν η τρέλα και η γελοιοποίηση.
Βέβαια, ο φρόνιμος άνθρωπος δεν χάνει το κουράγιο του –διαισθάνεται τις κακοτοπιές, ομολογεί ότι η ζωή είναι κάτι που το ζει μεν, αλλά απέχει παρασάγγας από την κατανόησή του, παρά ταύτα καταφεύγει σε δεδομένους κύκλους νοήματος (οικογένεια, παιδιά, δουλειά, ηδονές, χόμπι) –με ένα λόγο περνάει τις εξετάσεις τουλάχιστο με τη βάση.
Όταν θέλουμε να ξεφύγουμε από το αδιέξοδο, βρίσκουμε έναν καμπούρη για να τον κρεμάσουμε κι έτσι να ψευτο-σωθούμε. Αλλά αν έχει κάποιος τη διαύγεια να νιώθει αυτός ο ίδιος καμπούρης, τρύπια κολοκύθα, ανίκανος να διαβάσει το αλφάβητο της ζωής, αποσυνάγωγος και ατζαμής, τι να το κάνει το "βλέποντας και κάνοντας";
Κατά κάποιον τρόπο όλοι μας είμαστε αποτυχημένες καρικατούρες του χαμένου καλού εαυτού μας. Γι' αυτό η αμερικανιά "δε μπεστ οφ μαϊσέλφ" έχει τόση πέραση.
Το "καλύτερο" μας γυροφέρνει, άρα κάποτε –πού θα πάει;– θα το πετύχουμε.
Αθηνόραμα, 22-28/12/2011, τ.606, από Είμαι στα χάη μου...
*
Ασώπαστα λαρύγγια
Η δημοκρατία –όλοι το ξέρουν– είναι φλύαρη. Τα μοναρχικά διατάγματα έχουν λήξει στην Ευρώπη, τώρα η ελευθερία της γνώμης κυβερνά, οπότε αφτιά να 'χουμε να ακούμε. Μεγάλα αφτιά, πολυμορφικά, καθότι ο δημοκρατικός πολίτης πρέπει όλα να τα γνωρίζει, όλα να τα ξέρει, να κρατάει αρχείο με τις θέσεις του οικείου και του ξένου, να είναι μέσα στα πράγματα δηλαδή –ή τουλάχιστον μέσα στα λόγια.
Το μέγα ιδανικό πλέον είναι η συντροφιά των ελεύθερων πολιτών, που γλωσσοδέρνεται από πρωίας μέχρι νυκτός στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις (που μεταμορφώθηκαν σε μικρογραφίες του Κοινοβουλίου), στα καφενεία, τα πεζοδρόμια.
Άλλωστε η μπουρδολογία είναι βαθύτατα οικολογική. Παρά τον οχετό της, τουλάχιστον φαινομενικά, δεν αφήνει σκουπίδια, δεν μολύνει τον αέρα, οι αρλουμπατζήδες είναι πεντακάθαροι. Είπα ξείπα - ποιον πείραξα; Λόγια, λοιπόν, απύλωτα και ακλείδωτα στόματα, λογοχείμαρροι των πολιτικών και των αναρίθμητων σχολιαστών που θέλουν επιτέλους "να πούνε τα πράγματα με τ' όνομά τους". Παλιά έλεγαν ότι "όποιος μιλάει πολύ θέλει να ξεγελάσει" και κατέληγαν με το σοφό "τα πολλά λόγια είναι φτώχεια".
Ωστόσο, η φτώχεια απαιτεί πολιτική καλοπέραση. Σ' αυτό το οξύμωρο έχει στρατοπεδεύσει σύμπασα η χώρα και απολαμβάνει το αδιέξοδό της παρακολουθώντας διαπομπεύσεις, προσαγωγές, καταγγελίες στις οποίες η διαφθορά ευδοκιμεί, αλλά οι διεφθαρμένοι απουσιάζουν. Το πετύχαμε κι αυτό: έγκλημα υπάρχει, εγκληματίας όχι. Προς Θεού, όχι γεγονότα, λόγια μόνο λόγια. Μέρος της γενικής πολιτικής είναι, βέβαια, και η δικηγορική τέχνη η οποία - εκ του νόμου πάντα - έχει το ιερό δικαίωμα να ψευδολογεί "υπέρ αδυνάτου". Κάθε "εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή" καταλήγει στο απορφανισμένο κοινωνικό ένστικτο του καρυωτακισμού: "αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους / αυτούς ένας επέθαινε από αηδία..."
Όταν τελείωσε ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι Αμερικανοί παραδέχτηκαν την αποτυχία τους, ο υπεύθυνος εγκέφαλος –ακατανόμαστος να 'ναι– κλήθηκε να μιλήσει ενώπιον όλου του επιτελείου και ν' αναλάβει την ευθύνη της βρόμικης εκστρατείας. Ανέβηκε στο βήμα, κοίταξε το αυστηρό ακροατήριο των καραβανάδων και, χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, επέστρεψε στη θέση του. Έτσι τα είπε όλα.
Παρόμοιες πολυτέλειες δεν πρόκειται να δούμε στα δικά μας κοινοβουλευτικά ήθη. Η ένοχη σιωπή έχει καταργηθεί τελεσίδικα. Όλοι είναι αθώοι, όλοι διαπνέονται από αίσθημα σοβαρότητας και τιμιότητας, η στρεψοδικία χτυπάει ταβάνι εκτιμούμενη ως πολιτική ευφυΐα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρόσφατες εκλογές επιστρατεύτηκαν όλα τα φαιδρο-επιχειρήματα ώστε να υπάρχει ήττα, αλλά όχι ηττημένος. Έχουμε αρρώστια δίχως άρρωστο, κλοπές χωρίς κλέφτες, διαφθορά χωρίς διεφθαρμένους, αποτυχίες χωρίς αποτυχημένους. Πτωχευμένη χώρα με πλούσιους πολίτες. Ο μέγας λογοαντιδραστήρας όλα τα αλέθει...
Αθηνόραμα, Ιούνιος 2009, από Είμαι στα χάη μου...
*
Χαρισομάγαζα
"Πάρε κόσμε!" Πάρε, πάρε, πάρε! Αυτή η ευκτικο-προστακτική των μαγαζιών, όπως ξέρουμε, υπονοεί - τι άλλο; - το δώσε, δώσε, δώσε! Να όμως που λόγω κρίσεως οι όροι άλλαξαν και, ω του θαύματος, στήθηκαν μαγαζάκια φιλανθρωπίας (στη Θεσσαλονίκη) όπου στοιβάζονται φορεμένα ρούχα, χρησιμοποιημένα εργαλεία, ταξιδεμένα παπούτσια, διαβασμένα βιβλία, συσκευές παλαιάς κοπής, ό,τι τέλος πάντων περνάει από τα χέρια, τα πόδια και τη σκέψη του καταναλωτή - χωρίς ταμειακή μηχανή. Δεν αγοράζουν οι πελάτες, ό,τι τους γυαλίσει το παίρνουν και φεύγουν. Χαρισομάγαζα με άλλα λόγια, τσαμπομάγαζα και ο Θεός βοηθός!
Το φορεμένο ρούχο βέβαια έχει μεγάλη ιστορία. Το Μοναστηράκι - όπως και το Μαρσέ ο πις (αγορά των ψύλλων) στο Παρίσι –είναι μια αγορά όπου κάθε τι χρησιμοποιημένο αντέχει ή φιλοδοξεί τέλος πάντων να ζήσει μια "δεύτερη" ζωή. Δεν χρειάζεται να επαινέσουμε αυτήν την πρωτοβουλία που θα πρέπει να βρει μιμητές και δωρητές –προσωπικά ξέρουμε πολλές κυρίες που αγοράζουν φορέματα μόνο και μόνο για την οπτική ικανοποίηση, τη ματαιοδοξία και το έτσι θέλω. Άρα έχουν την ευκαιρία να ανανεώσουν την γκαρνταρόμπα τους "πετώντας" τα ηλικιωμένα ενδύματα όπου δει.
Με την ευκαιρία των χαρισομάγαζων, βέβαια, να θυμίσουμε συντομογραφικά την περίπλοκη σχέση του κτήτορα με το κτήμα. Τι νιώθει ο ποδηλάτης που απόκτησε καινούργιο ποδήλατο; Ποδηλατώντας ξέρει ότι φθείρει το ποδήλατό του, η ιδιοποίηση του εργαλείου, με άλλα λόγια, σφραγίζεται από μερική και συνεχιζόμενη φθορά η οποία μπορεί να προκαλεί λύπη αλλά και κρυφή χαρά. Αν δανείσουμε το ποδήλατο σε κάποιον φίλο μας και μας το φέρει μαντάρα, χαρά δεν υπάρχει –αντίθετα αν η φθορά οφείλεται σ' εμάς ισοδυναμεί με απόλαυση. Ποια είναι η σχέση του καινούργιου με το παλαιό; Του χρησιμοποιημένου με το αχρησιμοποίητο που "κλαίει" και μας παρακαλεί από τη βιτρίνα; Ο Σαρτρ - στο "Είναι και το Μηδέν" (σ.910) - εκφράζει ακέραια αυτή την αντινομική σχέση: "Κινούμενο, μεταφέροντάς με, το ποδήλατο δημιουργείται με την κίνησή του και γίνεται δικό μου / αλλά αυτή η δημιουργία εντυπώνεται βαθιά στο αντικείμενο με την ελαφριά και συνεχιζόμενη φθορά που του προκαλεί και μοιάζει με το σημάδι που αφήνει το πυρωμένο σίδερο στο σκλάβο. Το αντικείμενο είναι δικό μου και εγώ το φθείρω / η φθορά είναι δική μου, είναι το ανάστροφο της ζωής μου".
Τυχαία μήπως ο ωραίος Μπρούμελ είχε τη λεπτότητα να ντύνεται πάντα με ρούχα φορεμένα και κατά τι φθαρμένα; Το αφόρετο και το ατσαλάκωτο ρούχο του προακλούσε τρόμο, δεν του έμοιαζε, δεν του ανήκε. Ένιωθε ότι φοράει τα "κυριακάτικά" του, αντίθετα το φορεμένο ρούχο του επέτρεπε να είναι ο εαυτός του. Φορεμένο από τον ίδιο ή από άλλους; Εδώ φυσικά οι όροι αλλάζουν (καθότι το ξένο ανθίσταται στην οικειοποίηση), πλην όμως οι πελάτες των αμερικάνικων αγορών γνωρίζουν από πείρα ότι άπαξ και αγοραστεί το ξένο ρούχο (που ταξίδεψε από το Μίτσιγκαν ή την Καλιφόρνια για να τον συναντήσει...) γίνεται κτήμα αυθωρεί και παρα(χρήμα), μιλάει τη γλώσσα του κτήτορα, κελαηδάει κανονικά - άλλωστε δε λέμε και για το ρούχο ότι "μιλάει" πάνω μας;
Αθηνόραμα, τ.584, 21-27/7/2011), από Θεατροδρόμιον εν Ναυπλίω
*
Ο αμετάφραστος Παπαδιαμάντης
Όταν μια γραμματεία διαθέτει έναν συγγραφέα πρώτου μεγέθους ο οποίος παραδόξως πώς - δεν γίνεται να μεταφραστεί σε ξένη γλώσσα, το φαινόμενο είναι θετικό μέχρι απεριορίστου θαυμασμού. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης δεν μεταφράζεται, "γυρισμένος" στην αγγλική ή τη γαλλική θυμίζει ανούσια ηθογραφία, αδέξιο δραματούργημα ή ατυχές λογοτέχνημα. Το ακριβώς αντίθετο μπορούμε να πούμε ότι ισχύει για τον Καζαντζάκη. Ενώ ελληνιστί η γλώσσα του ενοχλεί μέχρι σημείου να σε "πετάει" εκτός σελίδας, γαλλιστί ή αγγλιστί διαβάζεται απρόσκοπτα, καθότι το λεβεντοκαμαρωμένο ιδίωμά του δεν γίνεται αισθητό. Επ' αυτού η απορία που γεννιέται ειναι διδακτική: πως ένας τύποις καθαρευουσιάνος γίνεται δεκτός στην καρδιά του νεοέλληνα σαν θερμή σαρκοφανέλα, ενώ ένας κραχτός δημοτικιστής δεν τα καραφέρνει;
Παραθέτουμε μια απλή παράγραφο από το "Κρυφό Μανδράκι" (1906): "Ο γερο - Γρούτσος ανέκρουσε πρύμνην. Ήτο παραμονή Χριστουγέννων και είχε λογαριάσει να επιστρέψει πριν ξημερώσει η εορτή, εις την νήσον του, δια να φέρει εις τον Γιάννην τον Μπόζαν, τον χασάπην, τα ολίγα αρνιά, τα οποία είχεν εμπιστευθεί εκείνος εις έναν κολλήγαν του, εις τα πέρα χωρία, 'όπως χρησιμεύουν δια την εορτήν. Και τώρα εβασίλευεν ο ήλιος της παραμονής, ήλιος λοξά βαδίζων βραχύν δρόμον εις μίαν άκρην τ' ουρανού, και αυτός άπρακτος και ντροπαλός επόδιζεν εις μίαν έρημον ακτήν της νήσου του. Ω, εκεί ήτο πεπρωμένον να κάμη Χριστούγεννα την χρονιάν εκείνην!"
Έχει κάποιος την εντύπωση ότι η παπαδιαμαντική γλώσσα ή το ιδίωμα του Σκιαθίτη, τέλος πάντων, δεν καθαρευουσιανίζει, απεναντίας έχει βρει έναν τρόπο να μιλάει λαϊκά, λαϊκότατα με γραμματική και σύνταξη λόγιες, που προφυλάσσουν το νόημα παρά το διαστρεβλώνουν. Στα "Ρόδιν' Ακρογιάλια" η αμεσότητα δεν αφήνει καμμία αμφιβολία: "Ένδεκα χρόνια να μπαίνη, να βγαίνη, να στρώνεται, να κατιάζη, να ντιρλικώνη ένα περίδρομο, να μπεκρολογά, να νεκροκοιμάται, να μη ξεκουμπίζεται, να ψοφολογά, να κολλάη σαν κολλιτσίδα, να μην πιάνεται σαν την κόνιδα, να τον διώχνης και να μην ξεκουμπίζεται, να τον ξορκίζης και να μην γκρεμοτσακίζεται. Μάγια του έχουν καμωμένα, καλά κι ό ίδιος το λέει".
Το φρόνημα του Σκιαθίτη δεν ήταν εξαρχής γλωσσικό, απέναντίας αφορούσε την ψυχική περιγραφή της κοινότητας στην οποία τον ωθούσε ο άεργος βίος του στην Αθήνα (μονήρη - φευ - και άεργο περιπατητήν), όπου ζούσε σαν "ξένος" ασκώντας το έργο του λογοτεχνικού κηδεμόνα της Σκιάθου. Ο Καρκαβίτσας έγραφε για τα ντόπια ήθη : "Πάρε μας, φωτογράφησέ μας πριν σβήσουμε. Η άλλη γενιά δεν θα μας προλάβει", αντίθετα ο Παπαδιαμάντης ( που δεν... έφυγε ποτέ από τη Σκιάθο) ομολογούσε : "Γράφω απλώς τας αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας".
Έπινε μέχρι τέλους. Κάπνιζε μέχρι τέλους. Και, φυσικά, έγραφε αθανατίζοντας την κοινότητα ως τόπο ταφής του. Εξ ου και η αιώνια "οσμή ευωδίας".
Βιογραφικό
Γιος δημοδιδασκάλου, ο Κωστής Παπαγιώργης γεννήθηκε το 1947 ατό Νεοχώρι Υπάτης και έζησε στην Παραλία της Κύμης ('51-'60), στο Χαλάνδρι –όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένος–, στη Θεσσαλονίκη ('66-'67) και στο Παρίσι ('69-'75).
Οι απόπειρές του να σπουδάσει –νομικά στη Θεσσαλονίκη και φιλοσοφία στο Παρίσι– δεν είχαν συνέχεια, παρά ταύτα η παθολογική σχεδόν προσήλωση στην ανάγνωση τον οδήγησε συγκυριακά στην εμπορία βιβλίων κατόπιν, με την επάνοδο στην Αθήνα, στη μετάφραση φιλοσοφικών έργων για βιοποριστικούς καθαρά λόγους και, όψιμα, στη συγγραφή εξομολογητικών εν πολλοίς δοκιμίων.
Έχοντας αποταμιεύσει τα βασικά φιλοσοφικά διαβάσματα και κινούμενος μεταξύ στοχασμού και εξομολογήσεως, συνέδεσε το γράψιμο του με μια σειρά κουσούρια, ατυχίες και θυμωμένες πληγές: μεθύσι (Περί Μέθης), ζηλοτυπία (Ίμερος και κλινοπάλη), μισανθρωπία (Η κόκκινη αλεπού – Οι ξυλοδαρμοί), θάνατο (Ζώντες και τεθνεώτες), σφετερισμούς αλλοτρίων (Βιβλιολάτρες), ξυλοδαρμούς, μνησικακίες (Ντοστογιέφσκι).
Παραμένει ανεπάγγελτος και τύποις άγαμος.
*
Εργογραφία
Τρία μουστάκια: Ψιχία μηδενισμού - Αθήνα: Καστανιώτη, 2006. - 197σ.
Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο Φιλικός - Αθήνα: Καστανιώτη, 2005. - 277σ.
Τα γελαστά ζώα - Αθήνα: Καστανιώτη, 2004. - 225σ.
Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος - Αθήνα: Καστανιώτη, 2003. - 290σ.
Κανέλλος Δεληγιάννης- 3η έκδ. - Αθήνα: Καστανιώτη, 2002. - 350σ.
Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση - Αθήνα : Καστανιώτη, 2000. - 185σ.
Σύνδρομο αγοραφοβίας - Αθήνα: Καστανιώτη, 1998. - 227σ.
Santé : 15 συγγραφείς και ένα μυθικό τσιγάρο / Συλλογικό έργο , Νίκος Χουλιαράς , Γιώργος Σκαμπαρδώνης , Κωστής Παπαγιώργης , κ.ά. - 1η έκδ. - Αθήνα : Ύψιλον, 1998. - 135σ.
Η κόκκινη αλεπού. Οι ξυλοδαρμοί: Μισανθρωπίας προλεγόμενα. - 4η έκδ. - Αθήνα: Καστανιώτη, 1998. - 293σ.
Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ - 2η έκδ. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1997. -216σ.
Ίμερος και κλινοπάλη: Το πάθος της ζηλοτυπίας - 5η έκδ. - Αθήνα: Καστανιώτη, 1996. - 139σ.
Λάδια ξίδια - Αθήνα : Καστανιώτη, 1996. - 208σ.
Ζώντες και τεθνεώτες - 3η έκδ. - Αθήνα: Καστανιώτη, 1995. - 117σ.
Σωκράτης, ο νομοθέτης που αυτοκτονεί (Μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου) - 4η έκδ. - Αθήνα: Καστανιώτη, 1995. - 174σ. (βλ. 1η έκδοση το 1988 από τις εκδόσεις Εξάντας )
Γεια σου, Ασημάκη - 2η έκδ. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1994. - 159σ.
Μυστικά της συμπάθειας - 2η έκδ. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1994. - 212σ.
Η ομηρική μάχη - 2η έκδ. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1993. - 318σ.
Τρία πορτρέτα / Συλλογικό έργο: Θανάσης Βαλτινός , Βασίλης Παπαβασιλείου , Κωστής Παπαγιώργης , Χρόνης Μπότσογλου, εικονογράφηση Χρόνης Μπότσογλου. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1991. - 55σ. (τέσσερις αφηγήσεις πάνω στο θέμα του ζωγράφου και του μοντέλου: συμμετοχή του Κωστή Παπαγιώργη:"Τα πουλιά στο ακροθαλάσσι" )
Ντοστογιέφσκι - 2η έκδ. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1990.
Περί μέθης - 3η έκδ. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1990.
Σιαμαία και ετεροθαλή - 2η έκδ. - Αθήνα : Καστανιώτη, 1990. - 188σ.
Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί (Μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου) - Αθήνα: Εξάντας, 1988. - 223σ. [Εξαντλημένο]
Περί μνήμης - Αθήνα: Καστανιώτης 2008
Κέντρο δηλητηριάσεων - Αθήνα: Καστανιώτης 2006
Της
Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
«Ο τυχοδιωκτισμός πορεύεται με ό,τι βρίσκει». Αυτή τη διαπιστωνόμενη στη ζωή - κυρίως στην πολιτική - αλήθεια, αποκαλύπτει καυστικά ο Κωστής Παπαγιώργης στο νέο (δεύτερο, μετά το «Κανέλλος Δεληγιάννης»), πολύ ενδιαφέρον ιστορικό δοκίμιό του «Τα καπάκια (Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος)» (εκδόσεις Καστανιώτη). Ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα, ρέκτης περιορισμένης ή μη εγνωσμένης σημασίας κειμένων ιστορικών προσώπων και μανιώδης «ανασκαφέας» του αφανούς βάθους των θεμάτων που μελετά, ο Κ. Παπαγιώργης με το βιβλίο του φέρνει στο «φως» τα περίφημα «καπάκια». Δηλαδή, τις μυστικές επαφές και συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τις τουρκικές αρχές, προκειμένου να παραπλανήσουν τους πασάδες, προς όφελος του Αγώνα. Επαφές, που, καθώς δεν εξυπηρετούσαν τους εξουσιαστικούς στόχους των ξενοθρεμμένων και ξενοκίνητων «καλαμαράδων», συκοφαντήθηκαν από αυτούς, ενώ και μεγάλοι λαϊκοί αγωνιστές, όπως οι Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Βαρνακιώτης, Μπακόλας, Ισκος, Σαφάκας και άλλοι, τη δεύτερη χρονιά της Επανάστασης χαρακτηρίστηκαν «προδότες». Ο συγγραφέας δεν είναι ιστορικός, δεν ιστοριογραφεί. Επιχειρεί, όμως, να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Να πει τις μηχανορραφίες τυχοδιωκτών (λ.χ. ο Θεόδωρος Νέγρης), την υπονόμευση του αγώνα του Υψηλάντη από την εξουσιαστική φιλοδοξία του φιλοδυτικού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, αλλά και την αφέλεια, τα στραβά κι ανάποδα των αγωνιστών. Οσο κι αν τα «καπάκια» μοιάζουν ως «λεπτομέρεια» της ιστορίας του '21, με τα κείμενα που ανασύρει από την αφάνεια ο Κ. Παπαγιώργης αποδεικνύεται ότι η «λεπτομέρεια» αυτή επέδρασε και στη λοξοδρόμηση των στόχων της Επανάστασης και στο συσχετισμό των δυνάμεων που πήραν το «πάνω χέρι» στις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις του νεοελληνικού κράτους.
Ο συγγραφέας εισαγωγικά συνοψίζει την αναρρίχηση Φαναριωτών σε υψηλά αξιώματα στις ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας και την ανάμειξη - παραμονές της Επανάστασης - των Σούτσηδων, Μουρούζηδων, Καρατζάδων, Υψηλάντηδων, Μαυροκορδάτων κ.ά. στις προεπαναστατικές διαδικασίες. Επισημαίνει την πολιτικο-οργανωτική αντίθεση ορισμένων Φαναριωτών από τη Φιλική Εταιρεία, την άγνοια των Φαναριωτών για την κοινωνική πραγματικότητα που ζούσε ο σκλαβωμένος λαός, τους πολιτικο-οικονομικούς εκβιασμούς κάποιων προκειμένου να βοηθήσουν την Επανάσταση, τον καιροσκοπισμό, τις ραδιουργίες μεταξύ ξένων και ντόπιων φατριών. Ελλείψει ντόπιων πολιτικών, οι πρόκριτοι, ως «αντίπαλο δέος» προς τον Φιλικό Υψηλάντη, στήριξαν τον «άκαπνο» και ξενόφερτο στην Ελλάδα, Μαυροκορδάτο, ο οποίος διεκδίκησε την εξουσία, μετερχόμενος κάθε δολιότητα και παλιανθρωπιά. Ετσι τα πρώτα θύματα τέτοιων «απόλεμων» και «καλαμαράδων» πολιτικών έγιναν οι αναλφάβητοι και ευκολόπιστοι αγωνιστές.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 20/7/2003
*
Τα θαυμάσια λόγια τους
Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
Αφορμή για το σημερινό σχόλιο είναι το βιβλίο «Καπάκια» (εκδ. «Καστανιώτης») του Κωστή Παπαγιώργη. Ο συγγραφέας έχει συλλέξει, ανάμεσα στα άλλα, φράσεις, βωμολοχίες και γράμματα των αγωνιστών του Εικοσιένα που θεωρεί ότι «μας επιτρέπουν να υποψιαστούμε ποιος ήταν ο τρόπος που μιλούσαν μεταξύ τους οι αγωνιστές» και που αποκαλύπτουν πώς απεκρύβη ο λόγος αυτός «από τους καλαμαράδες που δε διέσωσαν ούτε μια αυθεντική διατύπωση του ντόπιου στοιχείου. Πρόκειται για ανυπολόγιστη εθνική απώλεια, καθώς το εισαγόμενο πνεύμα έρεπε προς την παχύλογη ρητορεία και διόλου προς την ανάδειξη του ιθαγενούς αισθήματος».
1. Καραϊσκάκης προς τον διώκτη του Μαυροκορδάτο: «Ε, ρε Μαυροκορδάτε. Εσύ την προδοσίαν μου την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπόν σου. Να φανεί ποιος είσαι».
2. Καραϊσκάκης προς Νότη Μπότζαρη και Νικόλαο Στορνάρη, όταν αποσύρθηκε στο Αιτωλικό εξοργισμένος για την απόφαση της Συνέλευσης που μείωνε τους άντρες του σε εκατό και πληροφορούμενος για τη μυστική προετοιμασία της εκστρατείας προς Αρτα και Αγραφα: «Ποία κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του ρεΐζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης; Ποίοι τον έκαμαν κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν διά τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποίοι τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, όπου όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπανγκ μπανγκ. Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, όπου μόνο το κεφάλι ξέρει να ταράζει. Ο Μήτσος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου, αν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινε με 80 χιλ. φορές την ώραν. Ο ξινογαλο-Γιώργος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο π... την εκστρατείαν σας!»
Ανήμερα της 25ης Μάρτη ας ακουστεί ο αληθινός λόγος της Επανάστασης, ο οποίος αποσιωπήθηκε συστηματικά από την κυρίαρχη ιδεολογία.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 25/3/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.