Σχέδιο: Γιάννης Στεφανάκις |
(Από το Αρχείο απαγγελίας του Ποιείν)
Μ Ο Ν Ο Ν Δ Ι Α Τ Η Σ Λ Υ Π Η Σ
VIII
Δεν είχα κιμωλία να σχεδιάσω την
ψυχή μου...
με άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίρας
μα πέσαν τα πουλιά και τα ’φαγαν και σβήσαν
Μη με ρωτάς μετά πώς έχτισα το αδιέξοδό μου
και πώς πορεύτηκα και πού πλανήθηκα στους ίδιους μου τους δρόμους
πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου
με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο
με άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίρας
μα πέσαν τα πουλιά και τα ’φαγαν και σβήσαν
Μη με ρωτάς μετά πώς έχτισα το αδιέξοδό μου
και πώς πορεύτηκα και πού πλανήθηκα στους ίδιους μου τους δρόμους
πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου
με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο
Ψυχόπολη
με τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστρα
με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα σαν τον κόκκινο λεκέ στη μπλούζα
Ψυχόπολη με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες
με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες
γειτονιές επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα
υπόγειοι σταθμοί με εριννύες κοπέλες
που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων
νόμοι συνθήματα πραιτώρια φυλακές
νεκρόκηποι νεκρόκηποι νεκρόκηποι
με τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστρα
με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα σαν τον κόκκινο λεκέ στη μπλούζα
Ψυχόπολη με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες
με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες
γειτονιές επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα
υπόγειοι σταθμοί με εριννύες κοπέλες
που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων
νόμοι συνθήματα πραιτώρια φυλακές
νεκρόκηποι νεκρόκηποι νεκρόκηποι
Ανεξερεύνητο έγκλημα
εδώ περιπλανήθηκα
ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες
φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου
φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία του λογικού
με την χειροναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ
το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο
ώσπου με ξέκανε σε βρώμικα σοκάκια το τραγούδι...
εδώ περιπλανήθηκα
ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες
φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου
φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία του λογικού
με την χειροναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ
το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο
ώσπου με ξέκανε σε βρώμικα σοκάκια το τραγούδι...
μη ελπίσεις παρ’ εμού ούτε
στίχους ούτε άλλο τι·
μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής
μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής
(Μόνον δια της λύπης, 1976)
Σ Τ Ι Χ Ο Μ Α Ν Τ Ε Ι Α
*
Τα ονόματά μας πού
και πού μας βλέπουν στο όνειρό τους
ψυχές
περιπλανώμενες δυστυχισμένες
χαμένες σημασίες
που τις αποζητούν ακόμα
Για μια στιγμή
θαρρούν πως μας αγγίζουν και έντρομα ξυπνούν
κι ανάβουνε τα
παγωμένα φώτα
κι αρχίζουν από
μόνα τους να γράφονται και να φωνάζονται
να νοιώσουν έτσι
πως υπάρχουν
Γιατί, πού τώρα πια
φωνές, χαιρετισμών να τα καλούν
να τρέμουν οι
ουρανόσκαλες και να γεμίζει η γειτονιά λουλούδια
πού τώρα δάχτυλα
αποχωρισμού να τα χαράζουνε στης νεραντζιάς τη φλούδα
Θα μας ξεχάσουν
κάποτε τα ονόματά μας
δε θα μας ξέρουν
ούτε στο όνειρό τους
θα ζήσουν μια δική
τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες
και εξώφυλλα
και εξώφυλλα
βροχές θα τα
μουσκεύουν δάκρυα και δε θα μας ξέρουν
Εμείς χαμένες
σημασίες
κι αυτά ίχνη από
ξένα πεπρωμένα
Τ Ο Μ Ε Θ Υ Σ Ι Τ Ω Ν Ν Ε Κ Ρ Ω Ν
*
Κλειστό είναι το ανοιχτό βιβλίο πού κρατάς.
Αλλιώς θα ανοίξει.
Όπως ανοίγει
σφαλιστή δίφυλλη πόρτα. Από τη μέση.
Στο στάχωμά τους θα
χωρίσουνε τα φύλλα
και με τις έξω
άκρες τους στα δάχτυλά σου τρίζοντας
αργά σαν σε ρεζέδες
θα περιστραφούν.
Και τότε είναι που
θα διαβάσεις το κενό
‒γιατί, ποιο
άνοιγμα χωρίς κενό;
Έτσι κι όταν ανοίγω
την ψυχή μου.
Για το κενό του ανοίγματος
και μόνο.
Όλα τ’ άλλα είναι
γνωστά. Σαν «ανοιχτό» βιβλίο.
*
Ο νεκρός της οθόνης
Έτσι όπως έγειρε
στην τελική του πτώση
αρπάχτηκε από την
οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω του
μανδύας διάτρητο
σκοτάδι.
Τρέξαμε τον
σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο κινδύνου
έμπαζε από παντού αναφιλητό
η νύχτα της Αθήνας
ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια φώτα
κι η σκάλα φρέαρ στο
πουθενά.
Ίλιγγοι και
στροφές η κάθοδος.
Χυμούσε από ψηλά να
μας τον πάρει ο ουρανός
και κάτω μας
λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
κάθε σκαλί μάς
σκαμπανέβαζε σαν κύμα
‒κι η σκάλα ανέβαινε;
κατέβαινε;‒
μα εμείς γερά
κρατούσαμε
παλιοί της
συντεχνίας
μανουβραδόροι σε
λιμάνια και σταθμούς
σε αναχωρήσεις και σε
αφίξεις
για τα μεγάλα
βάσανα και τα βαριά τα πένθη
βαστάζοι των
αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.
...Αγέρωχος, αγαλματένιος
μες στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι
ξεραμένοι αφροί στα χείλη του
η θάλασσα απ’ τα
μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη
νύχτα φωσφορίζων
σήματα
κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύματα.
Όχι, θα τον αφήναμε
στον έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρου
κριτικούς και περιπολικούς δημοσιογράφους
για την των
παθημάτων κάθαρση...
Ασ’ τους να
ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές στην αίθουσα
όταν ανάβουνε τα φώτα
κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
Ίσαμε εδώ η
μέθεξη.
Μας παίξατε,
κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.
...Κι έτσι,
τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε απρόσκλητοι
στο Poetry Bar.
στο Poetry Bar.
Κονιάκ!... και μη
μου λες εμένα «κλείνουμε» παλιορουφιάνα
Ποτήρι και στον
φίλο μας... Και μακριά τα χέρια απ’ τον συναγερμό.
Τώρα θα δεις τι πάει
να πει μεθύσι των νεκρών.
Δεν είμαστε
ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για αυτοπυρπόληση.
Κάθε πρωί εξαφανίζουν
τις στάχτες μας.
Οδόσημο κινδύνου
Γι’ αυτόν πού χάθηκε
στη φονική στροφή
είχαμε στήσει οι
φίλοι του εικονοστάσι οδόσημο κινδύνου
ξύλινο ομοίωμα ναΐσκου
με το εικονισματάκι
του προστάτη άγιου του και το φυλαχτό
‒που δεν τον φύλαξε...
‒που δεν τον φύλαξε...
Επιθυμία της μάνας
του που ευλαβικά τηρούσε
συνήθειες που
μοιάζουν με πανάρχαιες.
Τα χρόνια κι οι
βοριάδες που έγειραν τα πεύκα στον γκρεμό
το ρήμαξαν κι ό,τι
έμεινε ένα κούτσουρο
(ξύλον αύον όσον τ’ οργύι’ υπέρ αίης...
σήμα βροτοίο πάλαι κατατεθνηκώτος...)
με μόνο μια
ημερομηνία μισοσβησμένη
Για να ’ναι τώρα αυτή
η ημερομηνία ο νεκρός
για να ’μαι τώρα
μόνο εγώ να ξέρω
ποια νιότη τρέχοντας
εδώ να παραβγεί το τέλος της
συγκρούστηκε με τη
ζωή που ερχόταν από αντίθετα.
*
Λόγια που σηκωθήκαν κι έφυγαν στη μέση μιας συνομιλίας
ανείπωτα...
Τώρα τις νύχτες
βγαίνουν παθιασμένα επιστρέφουν να ειπωθούν
Αλλά κανείς... Έχουν σκορπίσει πια οι παρέες
μετατοπίστηκαν
ανεξιχνίαστα και τα σπίτια
Μόνο η καγκελόπορτα,
μια καγκελόπορτα κενού, κι ο Σκύλος
‒και χάνονται σαν
τοξικομανείς στα σκοτεινά σοκάκια της γραφής
Έτσι κι εγώ επιστρέφω
στο ατέλεστο
Τα ανείπωτα μιλώ
γράφω και γράφομαι
Ήμουν κι εγώ εδώ...,
φωνάζω, αλλά κανείς
Μη με γαβγίζεις,
Σκύλε, και μη μου χυμάς
Ήμουν κι εγώ εδώ
εδώ πού χάνομαι εδώ
που θα χαθώ
*
Μέσα μας
τα ερείπια όσων
μέλλουν να συμβούν
τα ερείπια αυτών που
μέλλουμε να γράψουμε
─Τι
χτίζετε, φώναζε ο γέρος ξεναγός
υψώνοντας αλλόφρονα
τα χέρια κουτσοφτερακίζοντας
ανάμεσα στα ερείπια
της γραφής
Προς τι οι θεόρατοι
ναοί, τα σμιλεμένα ποιήματα,
τα θαυμαστά μεγάλα έργα;
Το ερείπιο είναι το
αρχέτυπο
Οι μορφές επινοήσεις
─Νεκρέ,
είπε η Στιχομάντισσα,
δύσκολο θάνατο
έχεις να διαβείς
Απ’ το βασίλειο της
Μνήμης φεύγοντας
μακριά θα πορευτείς
περιπλανώμενος
γυρεύοντας το Τι.
Βλέπω στις ερημιές να
σου χιμούν ρεκάζοντας τέρατα απαντήσεις
να σου
κατασπαράξουν το αίνιγμα
ώσπου να φτάσεις
κάποτε στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις
Τόσο πυκνές που
έλκουν πίσω και ρουφάν το νόημά τους
Καμιά απολύτως
μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.