ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ - 1955 (Γιώργος Ζογγολόπουλος, 1903-2004) |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Κ Ο Κ Κ Ι Ν Ι Α
Α, Κοκκινιά, πώς σμίγουν στα στενά καντούνια σου
κουράγιο, λεβεντιά και πίκρα,
εσύ, κονάκι της κυνηγημένης πάντοτε Δημοκρατίας,
οι
πόρτες σου κι οι στέγες σου όλες γαζωμένες απ’ το ντουφεκίδι,
στην κεφαλή σου
πάντα μαύρο το τσεμπέρι, και στη μέση σου το κόκκινο ζουνάρι·
τ’ όνομά σου το πήρες απ' το χρώμα του αίματός σου,
Εσύ, διωγμένη, λαβωμένη, που κουβάλησες μέσα σ’ ένα μικρό
πεσκίρι όλο το βιός σου από την Ιωνία,
δυο κάρβουνα απ’ την πρώτη Εστία, ένα χωμάτινο ζωγραφιστό
λαγήνι,
μια φέτα φεγγαράκι, πέντε σπόρους λουλουδιών, δυο
πατρογονικά τζοβαΐρια,
και φύτεψες της προσφυγιάς τούς σπόρους κι ανθοβόλησες ψηλά
περβόλια,
κι άστραψε νοικοκυροσύνη, προκοπή και πάστρα το στενό καλύβι.
Ω, εσύ, θλιμμένη μαυρομαντιλούσα, με το πείσμα του Ρωμιού
στο δυνατό σαγόνι,
με το χαράκι της οργής πελεκημένο ανάμεσα στα φρύδια,
πώς τα ύψωσες του λαού τα πάθια και τα παραμύθια
μ’ ένα βιολί, μ’ ένα ζεϊμπέκικο σαντούρι, μ’ έναν
σταυραητό κι ένα σπουργίτι,
στριφογυρίζοντας ψηλά σα σβούρα το μαντίλι του χορού πάνω
απ’ τη μαύρη μοίρα.
Ακόμα καίει μέσα στα μάτια σου η φωτιά της Σμύρνης —
κυνήγι στο κυνήγι, ξενιτιά στην ξενιτιά, κι η συμφορά από
πίσω,
βρέφη κι αμούστακα παιδιά και μαθητούδια και κοράσια κι
άντρακλες χορευταράδες
και μαυροφόρες μάνες κι ασπρογάλατες γυναίκες κι η
Διαμάντω σου,
της λεβεντιάς διαμάντι —
πόσοι νεκροί, και πώς να πεις τα ονόματά τους; —
είκοσι και πενήντα κι 138 κι άλλοι 200 κι άλλοι ογδόντα δύο,
άλλοι πεσμένοι καταγής στον Καραβά κι άλλοι γονατισμένοι στην
πλατεία Οσίας Ξένης
κάτω απ’ των μασκοφόρων τα μαχαίρια μάτια και τις μπούκες
των Ναζήδων,
άλλους να σέρνουν στο Νταχάου, στο Μπούχενβαλντ ή στο
Χαϊδάρι και να μην ξαναγυρνάνε —
17 του Αυγούστου, τρόμος και καπνός, καμένα σπίτια,
παλικάρια σκοτωμένα,
κι άδεια να μένει η Κοκκινιά, γεμάτη απ’ το αίμα των
παιδιών της,
βαμμένοι οι τοίχοι κόκκινοι, κόκκινα τα πεζούλια,
κι οι μάνες να χτυπιούνται και να σκούζουνε τις νύχτες
Βαγγέλη μ’, Γιώργη μ’, Στράτη μ’, Στυλιανέ μ’, Χρυσάνθη μ’,
και να ’ναι βόγγος και ύμνος της αντρείας κάθε όνομα και να
βογγάει ολόσωμος της Κοκκινιάς ο αγέρας
κι ύστερα η μουγγαμάρα ασήκωτη να καπακώνει τα πουλιά μες
στην καρδιά του ανθρώπου.
Αχ, Κοκκινιά, με το αχ και βαχ, λιθάρι το λιθάρι, το ’στησες
ξανά το νέο σου μετερίζι,
λιθάρι το λιθάρι, μοιρολόι το μοιρολόι, ανέβασες ψηλά και
τις σημαίες και τις καμπάνες,
εσύ, γλυκιά προσφυγομάνα, αναμαζεύοντας στα λιγνά γόνατά
σου
κουκί κουκί το χώμα και τη μνήμη της πατρίδας.
Δίσεχτα χρόνια, — κολασμένοι αντίχριστοι, προδότες και
φονιάδες και κιοτήδες
σε χτύπαγαν πισώπλατα, σου σφάζαν τα καλύτερα παιδιά σου,
σου γκρέμιζαν ό,τι έχτιζες, σου κλέβαν το στερνό όβολό
σου,
μα εσύ, και πάλι απ την αρχή, με το αβασίλευτο χαμόγελο, με
την υπομονή και τη γροθιά σου,
ξανάχτιζες το σπίτι, το δεντράκι, το τραγούδι,
ασβέστωνες τις μαύρες πέτρες της μικρής αυλής σου
κι ούτε που ξέχναγες ποτέ σου ν’ αποθέσεις στο προσηλιακό
παραθυράκι
μια τόση δα γλαστρούλα δυόσμο κι έναν γκαζοντενεκέ πυρόφλογα γεράνια.
Εχ, φτωχομάνα, Κοκκινιά, προσφυγομάνα, ασίκισσα λεβεντομάνα,
που με γυμνές πατούσες πάταγες την πυρκαγιά κι άνθιζες όλη
αστέρια και γαλάζια λουλουδάκια,
εχ, Κοκκινιά, που πάντα γυμνοπόδαρη το θάνατο πατάς και
πάντα
στα μεσουράνια πλαταγίζεις του αγονάτιστου λαού την αιματόβρεχτη
παντιέρα.
ΑΘΗΝΑ, 1.ΙΙ.82
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40
χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 203)
(Μεταγραφή σε μονοτονικό, Μποτίλια Στον Άνεμο)
(Μεταγραφή σε μονοτονικό, Μποτίλια Στον Άνεμο)
__________________
ΓΙΑ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
Υλικό Κατασκευής: Ορείχαλκος. Διαστάσεις: 300 εκ. ύψος. Τοποθεσία: Δήμος Νίκαιας, Πλατεία Οσίας Ξένης. Σχόλιο: Ο Ζογγολόπουλος κέρδισε το 1ο βραβείο –
τιμητική αναφορά στους νεκρούς της Κοκκινιάς από τους Γερμανούς στο
ιστορικό μπλόκο (17.8.44). Το έργο απεικονίζει πληγωμένο νέο, τον οποίο
κρατάει η φτερωτή Ελλάδα ή Ελευθερία, παραλλαγή του έργου Θρήνος
Ροντανίνι του Μιχαήλ-Αγγέλου. Το έργο χρησιμοποιείται σαν γραμμικό
λογότυπο του Δήμου Νίκαιας. (ΙΔΡΥΜΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΥ)
17 Αυγούστου 1944
Το μπλόκο της Κοκκινιάς. Ήταν χαράματα Παρασκευής. Πριν ακόμα διαλυθεί το σκοτάδι η Κοκκινιά βρέθηκε κυκλωμένη απ' όλες τις μεριές. Γερμανοί, χωροφύλακες και γερμανοτσολιάδες ρίχνονται με λύσσα να εκδικηθούν την προλεταριακή συνοικία που στάθηκε πρωτοπόρα στον αγώνα για τη ματαίωση της επιστράτευσης και τον εξανδραποδισμό των Ελλήνων.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρόμου που επιτείνονταν από τους αναρίθμητους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις χειροβομβίδων και την απειλή της «επιτόπου επέλασης» μάζεψαν όλους τους άνδρες δεκατεσσάρων ως εξήντα ετών. Σύνολο 20 χιλιάδες περίπου στην Πλατεία Οσίας Ξένης. Κι ύστερα άρχισαν τα ομαδικά βασανιστήρια, οι ταπεινώσεις και οι εκτελέσεις.
Από τους συγκεντρωμένους στην Πλατεία οι μασκοφόροι διάλεξαν πολλές δεκάδες παλικάρια που εκτελέστηκαν από τους ταγματασφαλίτες στη ματωμένη μάντρα, μπροστά στα μάτια των δικών τους.
Με ξυλοδαρμούς, κλοτσιές, χτυπήματα με τους υποκόπανους των όπλων, με πρωταγωνιστή τον περιβόητο Πλυτζανόπουλο, οδηγήθηκαν 76 πατριώτες μαζί και η ηρωίδα Διαμάντω Κουμπάκη και εκτελέστηκαν στη «Μάντρα», 50 άλλοι εκτελέστηκαν σε μια άλλη «μάντρα» στα Αρμένικα, 40 κάηκαν στο «Σχιστό» και άλλοι δολοφονήθηκαν στους δρόμους και στα σπίτια τους.
Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και απ' αυτούς 1.000 σύρθηκαν στα κάτεργα της Γερμανίας όμηροι, απ' όπου πολλοί δε γύρισαν ποτέ. Συνολικά 315 ήταν τα θύματα της θηριωδίας του Μπλόκου της Κοκκινιάς.
Ομως οι ηρωικοί νεκροί της Κοκκινιάς έμελλε να σταθούν για άλλη μια φορά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όταν το Μάρτη του 1947 το Γ' Δικαστήριο δοσιλόγων αθώωσε τους προδότες εγκληματίες Πλυτζανόπουλο και Σγούρο (πρωταγωνιστές της σφαγής)! Ο Πλυτζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού και ο ανεψιός του έγινε δήμαρχος Κοκκινιάς απ' τη Χούντα.
Στην απολογία του στο Β' Δικαστήριο δοσιλόγων ο Ν. Μπουραντάς είπε κυνικά: «Εγώ τρώγω ένα ξεροκόμματο βουτηγμένο στο αίμα! Αλλά ρέει στις φλέβες μου άφθονο ελληνικό αίμα». Αναφερόμενος στο Μπλόκο της Κοκκινιάς ο ίδιος είπε ότι πήγε με το μηχανοκίνητο και την ξεκαθάρισε και «διευκόλυνε το έργο της Ειδικής και των Ταγμάτων που πήγαν την άλλη μέρα»...
Πηγή: 902
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.