Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιδέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιδέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Λουί Αραγκόν ο Μέγας (4 ποιήματα) ‒ Ο Αιώνιος Έφηβος του Ρίτσου και ο Καπετάνιος της Αγάπης του Νερούδα (3 + 1 ποιήματα) ‒ 4 τραγούδια - επίμετρο

Λουί Αραγκόν
(Louis Aragon - Louis Andrieux)
Παρίσι, Γαλλία, 3 Οκτωβρίου 1897 - 24 Δεκεμβρίου 1982
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 24.XII.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)



3 ποιήματα για τον Αραγκόν


ΣΤΟΝ ΑΡΑΓΚΟΝ ΤΟΝ ΜΕΓΑ

               Στα 80χρονα του Λουί ΑΡΑΓΚΟΝ


ΑΡΑΓΚΟΝ
εσύ ο αιώνιος έφηβος
πώς μπορεί
να ’σαι ογδόντα χρονώ
και πώς μπορεί
να ’σαι μόνον ογδόντα χρονώ
εσύ που βίωσες κι έπραξες
την αιωνιότητα;

                                   ΑΘΗΝΑ, 30.IX.77


«Ριζοσπάστης», 9.10.77, σελ. 4

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ 
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 172)
Μεταγραφή Μπ.Ζ.




ΣΙΩΠΗΛΟ ΕΓΚΩΜΙΟ

                                              (Στα 75χρονα του Αραγκόν)

ΑΥΤΟΣ με μια κόμη από άσπρη φωτιά, με την ακραία κομψότητα
          του αρνούμενου,
με τις πολύτιμες αντανακλάσεις φωταγωγημένων αεροδρομίων
σε κάθε νύχι του χεριού του – Πού πας έτσι μόνος ‒ είπε ο άλλος ‒
σε τούτη την ατέλειωτη όχθη, κάτω απ’ τους σταυρούς
          ξεγυμνωμένων δέντρων,
πλάι στο μαύρο ποτάμι, προσεχτικός, απρόσεχτος, ταΐζοντας με
          μεγάλα διαμάντια
βιαστικά, ανυποψίαστα ψάρια; – εσύ που έσμιξες όλα τ’ αντίθετα
          στον έναν ρυθμό. Πού πας, λοιπόν,
έτσι μονάχος, παρασημοφορημένος, μες στη θλίψη μακρινών
          επευφημιών; Το ξέρω
μέσα στην τσέπη του  κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο υ  βελούδινου σακακιού σου
           (γι’ αυτό πιο  λ υ π η μ έ ν ο υ)
κρατάς κρυμμένο όχι το μέτρο του αρχαίου Ξυλουργού, αλλά το ένα
ατσάλινο πτυσσόμενο φτερό του. Το δεύτερο δεν κρύβεται· αυτό
σου σκιάζει τα δύο τρίτα του προσώπου σου και το μαβί
          πουκάμισό σου
κάτω απ’ τους προβολείς της αγέρωχης νύχτας. Απ’ τον ίσκιο
αυτού ακριβώς του φτερού σ’ αναγνωρίζουν τ’ αγάλματα, οι
          ποιητές, οι φοιτητές, η επανάσταση κι εγώ. Όμως εγώ
καλύτερα απ’ όλους σε γνωρίζω, απ’ το πρώτο, πτυσσόμενο,
          το κρυμμένο φτερό.

                                                 Αθήνα, 27.Χ.72

Γιάννης Ρίτσος,
«Γραφή τυφλού» (1972), σελ. 76
και
«Ποιήματα, 1972-1974», τ. ΙΑ΄
Κέδρος, Αθήνα 1993, σελ. 88



ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ
                          Στον Αραγκόν


ΕΥΚΟΛΑ, μεταξύ τους, οι ποιητές αναγνωρίζονται – όχι
από μεγάλα λόγια που θαμπώνουν τους κοινούς, όχι
από ρητορικές χειρονομίες, μόνον από κάτι
ολότελα κοινό με μυστικές διαστάσεις, όπως η Ιφιγένεια
αναγνώρισε αμέσως τον Ορέστη μόλις της είπε»
«Εσύ δεν κεντούσες στο προαύλιο, κάτω απ’ τη λεύκα,
 μ’ όμορφα χρώματα σε λευκασμένο υφάδι
τ’ αλλαξοδρόμισμα του ήλιου;» Και πιότερο ακόμη:
«Δεν ήταν στη γωνιά της κάμαράς σου φυλαγμένο
το παλιό δόρυ του Πέλοπα;» Και, τότε, εκείνη
έγειρε ευθύς στον ώμο του σφαλώντας τα μάτια
από ’να φως βαθύ, μειλίχιο, σαν να ’ταν ο ματοβαμμένος
βωμός, ακέριος σκεπασμένος μ’ εκείνο
το λευκασμένο υφάδι που η ίδια το κεντούσε
κάτω απ’ τη λεύκα, τα ζεστά μεσημέρια, στην πατρίδα.

                                                                             30.V.69
 
Γιάννης Ρίτσος
«Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα»,
Από τη συλλογή «Επαναλήψεις»
Κέδρος, Αθήνα 1972, σελ.78.


Γιάννης Ρίτσος
1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.XI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)


*

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

ΣΤΟΝ ΛΟYΪ ΑΡΑΓΚΟΝ


1

ΑΡΑΓΚΟΝ δέξου από μένα λίγα λουλούδια της Χιλής,
λίγα φύλλα σκεπασμένα με ανέγγιχτη δροσιά,
λίγες ρίζες που είναι ανέλπιστα τυφλές.
Διαβαίνοντας τις φωτεινές οροσειρές της Δύσης
και του ωκεανού την ξέφρενη ύλη,
θα βρεις εκεί, μακριά, μια τρομερή Γή.
Όμορφη σαν ηλεκτρισμένο δέρμα λιόπαρδου.
Εκεί κάθε πρωί, χαιρετάω τη μοναξιά.
Οι πέτρες περιμένανε χιλιάδες αιώνες μόνες
κι ούτε ένα χέρι δεν τις άγγιξε ποτέ να τις πληγώσει·
μοναχές ψηλώσανε το πέτρινο κορμί τους
κι από μονάχες στήσανε τα πικρά τους κάστρα.
Αλλά το φως της θάλασσας άνοιξε εκεί τα μάτια
και στις γυμνές
ερημιές
τούτο το μήνα του Οχτωβριού ανθίσανε λουλούδια
και το γαλάζιο του ωκεανού καίει πάνω στις πέτρες.


2

ΑΠΟ κείνη τη μοναχική άνοιξη,
ποιητή, αδερφέ με το χλωμό πρόσωπο,
με σεβασμό και αγάπη σου φέρνω μια κορώνα.
Κοίταξε το λουλούδι του ηλεκτρισμένου κάκτου και το αγκάθι
του αθάνατου, εκκλησιά της άμμου,
δες τα τέσσερα πέταλα του τριφυλλιού της μπόρας
του γαρούφαλλου τον εγκαταλειμμένο ήλιο,
τη σταγόνα του κοπίχουε από νερά και αίμα,
τη χαμένη ακακία κοντά στο κύμα.
Όλα κάτω από την κούπα
τ’ ουρανού που ’ναι μακρύς κι αργός σαν το ποτάμι.
Δεν ζει κανείς εκεί. Τα βήματα που άκουσες
είναι τα βήματα της θάλασσας,
τα βήματα των αλόγων της.


3

ΌΛΑ αυτά για το γενναίο ευγενικό σου μέτωπο.
Για σένα αλαργινέ τούτα τα μακρινά λουλούδια.
Τούτα τ’ αγκάθια για τη μάχη σου.
Τούτες οι ωκεάνιες σταγόνες για το υγρό σου
μάτι, καθάριο όσο άλλο κανένα.
Αυτή η φιλία για την κρουστάλλινη καρδιά σου.
Αυτά τα χέρια για τα χέρια σου, ω μοναδικέ μονήρη
συντροφεμένε απ’ όλα τα χέρια που πεθάναν
κι απ’ το ψωμί που ο άνθρωπος αύριο θα μαζέψει.
Για σε τούτες οι λέξεις, άρχοντα,
Καστιλιάνε, αφέντη
όλων των λέξεων με το ασημένιο χρώμα
καθώς και αυτών που χύθηκαν σαν άσφαλτος λιωμένη
πάνω στους εχθρούς της καλοσύνης κι όες φτιαγμένες
από χαλαζία, σπαθιά, κρασί και στάρι,
πουρνάρια, λογική κι άξια,
λέξεις που τραγουδήσανε ως μόνο εσύ γνωρίζεις,
καθάριες λέξεις, λέξεις με σκιά και μέλι
που αιφνίδια απειλούν, λαθεύουν, χάνονται,
που οδηγημένες φεύγουνε σαν βέλη
στον αόρατο χρόνο ή στην κρυμμένη άνοιξη
και φέρνουνε τους σπόρους μέσα από την ομίχλη.


4

ΚΑΠΕΤΑΝΙΕ της Αγάπης που ταξίδευες·
η ξαστοχισμένη σφαίρα, η φωτιά
κάποιων ματιών,
της αγαπημένης γυναίκας,
της πολυαγαπημένης,
έπεσε στη μορφή σου
και σου χάρισε τα δώρα της,
και σ’ εσένα ανθίζει κι ανοίγει αυτό το βλέμμα,
πλούσια, σε ειρήνη ή σε πόλεμο·
Είσαι ντυμένος
με θάλασσα, αγριολούλουδα
κύματα βαθιά
και ουράνια αυγή·
είσαι ο μνηστήρας
μ’ ένα χαρτί πάνω από την καρδιά,
μ’ ένα «αρχικό» που πάντα ακλούθαε
το καράβι σου.
Ονομάζεται πίστη
το δικό σου πλοίο,
γόνιμη πίστη,
έρωτας σαν την αφθονία σιτοβολώνα,
σπαραχτική γλυκύτητα
και γνώση,
γιατί είσαι ο παλιός, παλιός, παλιός,
εραστής των καθαρών γαντιών,
η φλόγα
του πλανημένου
ιππότη
που μέσα από τον πόλεμο,
τα κύματα,
τη στυφή κακία,
τις νίκες,
τον άγριον άνεμο,
την πικρή μέρα
φέρνει μέσα στη θύελλα ένα ρόδο
στο ατσαλένιο χέρι του.


5

ΑΔΕΛΦΕ, χωρισμένε από τόσες στεριές και θάλασσες,
από τη σύγχυση και την κατασκοπεία,
συναντιόμαστε στην ώρα την περασμένη πια
της Ισπανίας, στο κύπελλό της από δάφνες, στάχτη,
κι αν σαν τις μέλισσες περνάν τα χρόνια,
με αγώνες και πόνους που κοπάζουν και φουντώνουν,
χρόνο το χρόνο είμαστε εδώ, στην πλώρη
του χρόνου,
του χρόνου που τραγουδάς και που προλέγεις.
Όχι μονάχα η λογική και η πλατιά αγάπη
αλλά και οι κίτρινοι, οι ζωντανοί λαοί
οι Δυτικοί, Ανατολικοί, Νότιοι μαύροι κι άσπροι,
μας ζητάν καθημερινά του τραγουδιού το χρέος.
Κι εσύ λεπτός σαν τα σπαθιά,
γνωρίζεις το καθήκον του μεσημεριού σου,
κι οι απειλές σ’ εσένα δεν περνάνε:
η αμφιβολία δεν τρώει την αγιασμένη σου λαμπρότητα
γιατί είσαι της αυγής ένα αγνό κομμάτι.


6

ΤΟΥΤΑ τα φύλλα της αλαργινής Αραουκανίας,
αυτά τα λουλούδια που γεννήθηκαν σε μια σιωπή που μόλις
κόβεται απ’ το ξεχείλισμα της θάλασσας,
είναι για σένα Αραγκόν, είναι αδελφέ δικά σου,
Εδώ τα μάζεψα, στην πατρίδα μου, στον τόπο που γεννήθηκα
κι από την τόση μοναξιά τα φέρνω
για σένα και για ό,τι από σένα τραγουδιέται.


PABLO NERUDA, εκλογή από το έργο του
πρόλογος, μετάφραση από το ισπανικό
Ρήγα Καππάτου
(Εκδ. Α. ΚΑΡΑΒΙΑ, 1966, σελ. 107-111)


Πάμπλο Νερούδα - Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί  Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda - Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Παράλ, Χιλή, 12 Ιουλίου 1904 - Σαντιάγο, Χιλή, 23 Σεπτεμβρίου 1973
Σχέδιο (1ο από 2 του Νερούδα), Μπάμπης Ζαφειράτος, 23.XII.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

*


Οκτώ (8)
LOUIS ARAGON
από τους... άπειρους
του
Ανρί Ματίς
(31.12.1869 - 3.11.1954)

Ο Αραγκόν από τον Ματίς, 1942

Ο Αραγκόν από τον Ματίς, 1943

Ο Αραγκόν από τον Ματίς, 1943

Ο Αραγκόν από τον Ματίς, 1943



Ο Αραγκόν από τον Ματίς (χρονολογία;)


Και ο Αραγκόν το 1922 από τον Ρομπέρ Ντελωναί (12.4.1885-25.10.1941)

*


L O U I S   A R A G O N
4 ποιήματα

Μεταφράζουν

Γιώργος Κεντρωτής
 και
Αλέξανδρος Μπάρας




ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ


ΣΤΟΥ δάσους μέσα τα θαμνάκια χθόνιες
Πετάξαν υποψίες και υπόνοιες
Των αστεριών οι στίχοι στο σκοτάδι
Πιαστήκαν απ’ το πάνστιλπνο μαγνάδι
Της μοσχοβολισμένης γύρω νύχτας

Στιχάκια ίδια
Πουλιά που κάθονται στα κεραμίδια


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



 
C R E D O


ΠΙΣΤΕΥΩ σ’ εσένα όπως πιστεύω στο άρωμα
Όπως πιστεύω στου πουλιού το λάλημα μες στο σκοτάδι
Πιστεύω σ’ εσένα όπως πιστεύω στη θάλασσα
Πιστεύω σ’ εσένα όπως πιστεύω στο ανοιγμένο
            του μεσονυκτίου τριαντάφυλλο
Πιστεύω σ’ εσένα μόνο πάνω στου κόσμου το αέτωμα
Εκεί όπου ο ήλιος γίνεται πάγος
Και φωτιά ο αέρας
Πιστεύω σ’ εσένα μόνο στον ορίζοντα του ανθρώπου
Σε πιστεύω και όσο ανασαίνω εσένα θα πιστεύω
Θα σε πιστεύω
Στη σκοτοδίνη στον ίλιγγο στην πτώση
Και στου εαυτού μου την εκμηδένιση
Πιστεύω σ’ εσένα όπως πιστεύω στη ζωή
Κι ενώ ο κόσμος πιστεύει στη στιγμή του θανάτου
Εγώ πιστεύω σ’ εσένα χωρίς από πουθενά να κρατιέμαι
Εγώ πιστεύω σ’ εσένα στην απουσία μέσα και στον ύπνο
Ω μανόλια, της αγρυπνίας μου μανόλια εσύ
Εγώ πιστεύω σ’ εσένα μέσα στην οχλοβοή και μες στην
              άκρα ησυχία
Εγώ πιστεύω σ’ εσένα μέσα στον πόνο
Εγώ πιστεύω σ’ εσένα όπως πιστεύω στης ύπαρξης τον
    έλεγχο και την απόδειξη
Όπως πιστεύω στου αποχαιρετισμού τον σπαραγμό
Εγώ πιστεύω σ’ εσένα πιο πολύ κι απ’ ό,τι στον ίσκιο μου
Πιστεύω σ’ εσένα όπως πιστεύω και στ’ ότι το μαύρο νερό
               κάνει χρυσές ανταύγειες
Όπως πιστεύω στη σκόνη των γυμνών πελμάτων
Πιστεύω σ’ εσένα όπως πιστεύει στη βροχή η έρημος
Όπως πιστεύει η μοναξιά στους εναγκαλισμούς
Όπως πιστεύει στο αφτί η φωνή η κραυγή ο ήχος.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΟΙ ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΔΑ


Ω ΜΗΝΕΣ των ανθήσεων μεταμορφώσεων μήνες
Μάη που πήγες αίθριος Γιούνη από μαχαιριά
Ποτές τα ρόδα δεν ξεχνώ τις πασχαλιές εκείνες
Κι όσους για πάντα η άνοιξη στον κόρφο της κρατά

Μου μένει η πλάνη η τραγική στη μνήμη δια βίου
Κείνος ο ήλιος η Πομπή το πλήθος κι οι φωνές
Τ’ άρματα αγάπες ξέχειλα τα δώρα του Βελγίου
Σαν το μελίσσι να βουίζει ο δρόμος τ’ αχανές
Ο αλόγιστος ο θρίαμβος την έριδα ωνα ωχραίνει
Νά ’ναι προσχέδια αίματος τα πορφυρά φιλιά
Κι αυτοί που θα πεθάνουνε στ’ οχύρωμα στημένοι
Λουσμένοι απ’ έναν έξαλλο λαό στην πασχαλιά

Δεν θα ξεχάσω πια ποτές τους κήπους της Γαλλίας
Ωραίους σα λειτουργικά βιβλία καιρών παλιών
Τ’ άγχος  εκείνο των βραδιών και της ανησυχίας
Σ’ όλο το δρόμο τ’ άρωμα των τριανταφυλλιών
Τ’ άνθη που διαψεύδανε τον πανικό εναγώνια
Τους στρατιώτες που ’φευγαν στου φόβου τα φτερά
Τ’ αλλόφρονα ποδήλατα τα ειρωνικά κανόνια
Των δήθεν κατασκηνωτών τα χάλια μια φορά

Μόνο δεν ξέρω ο στρόβιλος γιατί τόσων εικόνων
Σ’ ένα γνωστό κάθε φορά σημείο με σταματά
Στη Σαιντ-Μαρτ Ένας στρατηγός Πυκνάδες των θαμνώνων
Κάποια έπαυλη νορμανδική στο δάσος κει μπροστά
Όλα σωπαίνουν Ο εχτρός στον ίσκιον ησυχάζει
Πως το Παρίσι εδόθηκε μας είπαν προς τ’ αργά
Των ρόδων και των πασχαλιών η μνήμη θα με σφάζει
Δε θα ξεχνώ δυο αγάπες μας που χάσαμε γοργά

Ω εσάς της Φλάντρας πασχαλιές πρωτόμερες ακόμα
Ώχρα που απλώνει ο θάνατος στα μάγουλα νεκρού
Κι εσείς της υποχώρησης μπουκέτα ω ρόδα χρώμα
Χρώμα φωτιάς απόμακρης τριαντάφυλλα του Ανζού


Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
Από το βιβλίο: Αλέξανδρος Μπάρας, «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση - Μεταφράσεις», Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 72-73.



ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ


ΤΟΣΟ βαθιά τα μάτια σου πoυ ’σκυψα να πιω πάνω
Κι όλους τους ήλιους είδα σ’ αυτά ν’ αντιφεγγούν
Και τους απελπισμένους να πέφτουν να πνιγούν
Τόσο βαθιά τα μάτια σου που εκεί τη μνήμη χάνω

Κάτω από σύννεφο πουλιών μουντός ωκεανός
Και φέξιμο ύστερα ουρανών στα μάτια σου ανεφέλων
Το θέρος κόβει σύννεφα στις ρόμπες των αγγέλων
Πάνω απ’ τα στάχυα ο ουρανός τόσο είναι γαλανός

Πασχίζει η αύρα του γλαυκού τα νέφη ν’ αλαφιάσει
Τα μάτια σου πιο διάφανα στο δάκρυ τους υγρά
Που κι ο ουρανός ο απόβροχος ζηλιάρης τα θωρά
Γαλάζιο τόσο το γυαλί στο μέρος που ’χει σπάσει

Μάνα των εφτά βάσανων σελαγισμέ μου υγρέ
Εφτά ρομφαίες πέρασαν το πρίσμα των χρωμάτων
Οι ωραίες μέρες έχουνε πικρό το χάραμά των
Η μελανόστικτη ίριδα στα μαύρα είναι πιο μπλε

Τα πονεμένα μάτια σου ρήγμα διπλό ανοιγμένο
Απ’ όπου μεταγίνεται το θαύμα σαν μεμιάς
Οι Μάγοι οι τρεις αντίκρισαν με χτύπο της καρδιάς
Το φόρεμα της Παναγιάς στη φάτνη κρεμασμένο

Λόγια στου Μάη τη μουσική και στον πολύ καημό
Θά ’φτανε κι ένα μοναχό στόμα να δώσει πλέρια
Μονάχα έν’ άπειρο στενό και θά ’πρεπαν στ’ αστέρια
Τα μάτια σου με των Διδύμων τον αστερισμό

Ούτε παιδί που εκστατικό θαυμάζει ωραίες εικόνες
Δε στήνει μάτια σαν κι εσέ μεγάλα φωτερά
Δεν ξέρω αν λες και ψέματα σα γίνονται γλαρά
Άγριες θαρρείς απ’ τη βροχή κι ανοίγονται ανεμώνες

Να κρύβονται άραγε αστραπές μες στη λεβάντα αυτή
Που εντόμων μέσα της σφοδρός ερωτισμός ανάφτει
Στων διαττόντων πιάστηκα το δίχτυ σαν το ναύτη
Μεσαύγουστο από κύματα που ’χει άξαφνα αρπαχτεί

Τράβηξα αυτό το ράδιο από ουρανίτη ουσία
Τα δάχτυλά μου καίγοντας σ’ απρόσιτη φωτιά
Κοντά μου είσαι παράδεισε κι ωστόσο είσαι μακριά
Περού μου είναι τα μάτια σου Γολκόνδη μου κι Ινδία

Κι ήρθε ένα βράδυ που το σύμπαν έγινε κομμάτια
Σε βράχους που τους κόρωσαν οι ναυαγοί μα εγώ
Πάνω απ’ τη θάλασσα έβλεπα ζευγάρι λαμπερό
Τα μάτια της Έλσας τα μάτια της Έλσας τα μάτια


Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
Από το βιβλίο: Αλέξανδρος Μπάρας, «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση / μεταφράσεις», Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 74-75.

Από Αλωνάκι της Ποίησης ε τις 3 πρώτες εικόνες του πακέτο): ARAGON


 
*
Αλεχάντρο Οτέρο (ζωγράφος, γλύπτης, συγγραφέας, Βενεζουέλα, Μπολιβάρ, 7 Μαρ. 1921 - Καράκας 13 Αυγ. 1990), Νικολάς Γκιγιέν (Κούβα, Καμαγουέι 10 Ιουλ. 1902 - 16 Ιουλ. 1989, Αβάνα), Πωλ Ελυάρ (14 Δεκ. 1895, Σαιν Ντενί - 18 Νοε. 1952, Σαραντόν-λε-Πον), Μαρία Χοσέφα Βιδαουρέτα [υ Κανάλ], Χοσέ Γομές Σίκρε (δικηγόρος, κριτικός τέχνης, συγγραφέας, 6 Ιουλ. 1916, Ματάνσας, Κούβα - 22 Ιουλ. 1991, Ουάσιγκτον, DC), Πάμπλο Νερούδα, Χουάν Μαρινέλο [Βιδαουρέτα] (σύζυγος της Μαρίας, ποιητής, δοκιμιογράφος, πολιτικός, Βίγια Κλάρα, 2 Νοε. 1898 - Αβάνα, 27 Μαρ. 1977), Δέλια δελ Καρίλ (δεύτερη σύζυγος του Νερούδα, χαράκτρια και ζωγράφος. Μπουένος Άιρες, 27 Σεπ. 1884 - Σαντιάγο, Χιλή, 26 Ιουλ. 1989), Λουίς Καρδόσα υ Αραγόν (συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός τέχνης, διπλωμάτης, Γουατεμάλα, 21 Ιουν. 1901 - 4 Σεπ. 1992). Πρεσβεία Κούβας στο Παρίσι, αρχές 1950.
Alejandro Otero, Nicolas Guillen, Paul Eluard, María Josefa Vidaurreta, Jose Gomez Sicre, Pablo Neruda, Juan Marinello, Delia del Carril, Luis Cardoza y Aragon. Cuban Embassy in Paris in the early 1950s. (http://www.latinamericanartsale.com/blog/)
 
 
Πάμπλο Νερούδα, Ναζίμ Χικμέτ, στο Παγόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης,
κατά τη βράβευσή τους το 1950.
Την ίδια χρονιά βραβεύονται και οι: Πάμπλο Πικάσο, Πωλ Ρόμπσον.
 
 
Νικολάς Γκιγιέν, Πωλ Ελυάρ, Άνχελ Αουγιέρ (διδάκτορας λογοτεχνίας, δημοσιογράφος και ποιητής. Αβάνα, 1 Δεκ. 1910 - 20 Ιαν. 2010), Πάμπλο Νερούδα, Εφραίν Χουέρτα (ποιητής και δημοσιογράφος, Μεξικό, 18 Ιουν. 1914-3 Φεβ. 1982), Μιγκέλ Οτέρο Σιλβα (συγγραφέας, δημοσιογράφος, μηχανικός και πολιτικός, Βαρκελώνη Βενεζουέλας, 26 Οκτ. 1908 - 28 Αυγ. 1985) στην Πασέο δε Ρεφόρμα (Μεξικό) το 1949. Φωτό, Hermanos Mayo, από το βιβλίο για τον Χουέρτα: Εικονογραφία (2014, εκδ. Fondo de Cultura Economica).
Nicolas Guillen
,
Paul Eluard, Ángel Augier, Pablo Neruda, Efraín Huerta y Miguel Otero Silva, en Paseo de Reforma, en 1949. Imagen incluida en el libro Efraín Huerta: iconografía, publicado por el Fondo de Cultura Económica - Foto Hermanos Mayo (http://www.jornada.unam.mx)
 
 
Από Μποτίλια Στον Άνεμο:
και


*



Για γαλλομαθείς και μη φίλους του ιστολογίου

Léo Ferré (1916 - 1993)
Louis Aragon
Elsa


Suffit-il donc que tu paraisses
De l'air que te fait rattachant
Tes cheveux ce geste touchant
Que je renaisse et reconnaisse
Un monde habité par le chant
Elsa mon amour ma jeunesse

O forte et douce comme un vin
Pareille au soleil des fenêtres
Tu me rends la caresse d'être
Tu me rends la soif et la faim
De vivre encore et de connaître
Notre histoire jusqu'à la fin

C'est miracle que d'être ensemble
Que la lumière sur ta joue
Qu'autour de toi le vent se joue
Toujours si je te vois je tremble
Comme à son premier rendez-vous
Un jeune homme qui me ressemble

Pour la première fois ta bouche
Pour la première fois ta voix
D'une aile à la cime des bois
L'arbre frémit jusqu'à la souche
C'est toujours la première fois
Quand ta robe en passant me touché

Ma vie en vérité commence
Le jour où je t'ai rencontrée
Toi dont les bras ont su barrer
Sa route atroce à ma démence
Et qui m'a montré la contrée
Que la bonté seule ensemence

Tu vins au coeur du désarroi
Pour chasser les mauvaises fièvres
Et j'ai flambé comme un genièvre
A la Noël entre tes doigts
Je suis né vraiment de ta lèvre
Ma vie est à partir de toi


*

Francis Poulenc (1943)
Régine Crespin (1967)
2 Poèmes de Louis Aragon (1943)


I. C 00:00
II. Fêtes galantes 02:55

Francis Poulenc (Παρίσι, 1899-1963) - composer
Régine Crespin (Μασσαλία 1927 - Παρίσι 2007) - soprano
John Wustman (ΗΠΑ, 1930) - piano

I.

C

C (Ce), γραμμένo το 1943, αναφέρεται στα τέσσερα «Γεφύρια του Καίσαρα», στον ποταμό Ρήνο. Το 51 π.Χ., οι Γαλάτες νικήθηκαν εκεί από τους Ρωμαίους.
Το 1940, από το ίδιο σημείο ειβάλλουν οι Γερμανοί. Οι σύγχρονοι Γαλάτες ηττώνται ξανά. (Μπ. Ζ.)

J'ai traversé les ponts de Cé
C'est là que tout a commencé
Une chanson des temps passés
Parle d'un chevalier blessé
D'une rose sur la chaussée
Et d'un corsage délacé
Du chateau d'un duc insensé
Et des cygnes dans les fossés
De la prairie où vient danser
Une éternelle fiancée
Et j'ai bu comme un lait glacé
Le long lai des gloires faussées
La Loire emporte mes pensées
Avec les voitures versées
Et les armes désamorcées
Et les larmes mal effacées
Ô ma France, ô ma délaissée
J'ai traversé les ponts de Cé.



II.


Fêtes galantes

On voit des marquis sur des bicyclettes
On voit des marlous en cheval jupon
On voit des morveux avec des voilettes
On voit des pompiers brûler les pompons

On voit des mots jetés à la voirie
On voit des mots élevés au pavois
On voit les pieds des enfants de Marie
On voit le dos des diseuses à voix

On voit des voitures à gazogène
On voit aussi des voitures à bras
On voit des lascars que les longs nez gênent
On voit des coïons de dix-huit carats

On voit ici ce que l'on voit ailleurs
On voit des demoiselles dévoyées
On voit des voyous, on voit des voyeurs
On voit sous les ponts passer des noyés

On voit chômer les marchands de chaussures
On voit mourir d'ennui les mireurs d'oeufs
On voit péricliter les valeurs sûres
Et fuir la vie à la six-quartre-deux.


*

Jean Ferrat (1930 - 2010)
Louis Aragon
Que serais-je sans toi


Que serais-je sans toi qui vins à ma rencontre
Que serais-je sans toi qu'un cœur au bois dormant
Que cette heure arrêtée au cadran de la montre
Que serais-je sans toi que ce balbutiement

J'ai tout appris de toi sur les choses humaines
Et j'ai vu désormais le monde à ta façon
J'ai tout appris de toi comme on boit aux fontaines
Comme on lit dans le ciel les étoiles lointaines
Comme au passant qui chante on reprend sa chanson
J'ai tout appris de toi jusqu'au sens du frisson

Que serais-je sans toi qui vins à ma rencontre
Que serais-je sans toi qu'un cœur au bois dormant
Que cette heure arrêtée au cadran de la montre
Que serais-je sans toi que ce balbutiement

J'ai tout appris de toi pour ce qui me concerne
Qu'il fait jour à midi qu'un ciel peut être bleu
Que le bonheur n'est pas un quinquet de taverne
Tu m'as pris par la main dans cet enfer moderne
Où l'homme ne sait plus ce que c'est qu'être deux
Tu m'as pris par la main comme un amant heureux

Que serais-je sans toi qui vins à ma rencontre
Que serais-je sans toi qu'un cœur au bois dormant
Que cette heure arrêtée au cadran de la montre
Que serais-je sans toi que ce balbutiement

Qui parle de bonheur a souvent les yeux tristes
N'est-ce pas un sanglot de la déconvenue
Une corde brisée aux doigts du guitariste
Et pourtant je vous dis que le bonheur existe
Ailleurs que dans le rêve ailleurs que dans les nues
Terre terre voici ses rades inconnues

Que serais-je sans toi qui vins à ma rencontre
Que serais-je sans toi qu'un cœur au bois dormant
Que cette heure arrêtée au cadran de la montre
Que serais-je sans toi que ce balbutiement


*



Λ Ο Υ Ι   Α Ρ Α Γ Κ Ο Ν

Στην πρωτοπορία της τέχνης και της ζωής
Μικρό αφιέρωμα στον κορυφαίο Γάλλο κομμουνιστή ποιητή και πεζογράφο, με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατό του (2002)
Μεταξύ των σπουδαιότερων λογοτεχνών του περασμένου αιώνα που έθεσαν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο - κυριολεκτικά και μεταφορικά - το ζήτημα της στράτευσης στην τέχνη, συγκαταλέγεται ο μεγάλος Γάλλος κομμουνιστής λογοτέχνης, Λουί Αραγκόν.
Ο ίδιος ήταν και από τους επιφανέστερους διανοούμενους της γενιάς του που έλυσαν αυτό το ζήτημα με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο. Το Δεκέμβρη συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από το θάνατό του (1982), ο οποίος «σφράγισε» μια φυσική πορεία 85 χρόνων (γεννήθηκε το 1897) αφήνοντας στις επόμενες γενιές μια βαριά πνευματική κληρονομιά και ένα έργο, πάντα επίκαιρο και ζωντανό.
Ο Λουί Αραγκόν και τον Γιάννη Ρίτσο και τον Χαρίλαο
Από τη σουρεαλιστική «έκρηξη»...
Ο Αραγκόν ήταν πρωτοπόρος, τόσο στην αισθητική, όσο και στην πολιτική του επιλογή. Ο ρόλος του στη διαμόρφωση της γαλλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα δεν υπολείπεται σε σπουδαιότητα της επιρροής του στα ευρωπαϊκά γράμματα.
Όπως και άλλοι, μετέπειτα διάσημοι, καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του, γνώρισε από κοντά το μακελειό του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, υπηρετώντας στο μέτωπο σαν νοσοκόμος, αφού από το 1915 είχε γραφτεί στην ιατρική σχολή του Παρισιού. Το 1917 αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Η λήξη του πολέμου θα σημάνει και τη λήξη των ψευδαισθήσεων για τους ευρωπαϊκούς λαούς, ενώ η Μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση θα δείξει την προοπτική.
Η δυτική προοδευτική ευρωπαϊκή διανόηση, αηδιασμένη από τον πόλεμο θα εκφραστεί μέσα από ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα, των οποίων η διάρκεια θα είναι σύντομη μεν, καθοριστική ωστόσο ως προς τις επιρροές στη μελλοντική πνευματική παραγωγή.
Το «Νταντά» θα είναι το πρώτο από τα κινήματα αυτά που θα συσπειρώσει αυτή τη διανόηση, μεταξύ αυτής και τον Αραγκόν. Το 1920 θα εκδώσει την ντανταϊστική ποιητική συλλογή «Πυροτεχνήματα» που θα είναι και το πνευματικό του «εισιτήριο» στη λογοτεχνία.
Ήδη, από το 1919, μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν και τον Φιλίπ Σουπό εκδίδουν το μοντερνιστικό περιοδικό «Λογοτεχνία».
Η ίδια ομάδα, ακόμη πιο προωθημένη ιδεολογικά και αισθητικά από το «νταντά» - το οποίο είχε ήδη κλείσει τον κύκλο του - θα αποχωρήσει από αυτό το 1922 και μαζί με τον επίσης μεγάλο Γάλλο κομμουνιστή, επίσης, ποιητή, Πολ Ελιάρ, θα πρωτοστατήσει στη δημιουργία του σουρεαλιστικού κινήματος.
Ο Αραγκόν αναδεικνύεται μεταξύ των κυριότερων εκφραστών του σουρεαλισμού με έργα όπως η ποιητική συλλογή «Αέναη κίνηση», το μυθιστόρημα «Ο χωρικός του Παρισιού», η συλλογή δοκιμίων «Πραγματεία ύφους» κ.ά. Η φαντασία, η ευρηματικότητα της γραφής, η βιαιότητα της έκφρασης ‒συστατικά στοιχεία του σουρεαλισμού‒ βρίσκουν στον Αραγκόν τις καλύτερες στιγμές τους και δημιουργούν τομή στα ευρωπαϊκά γράμματα με βάθος που ούτε καν οι σουρεαλιστές μπορούσαν να προβλέψουν.
Από τη γέννησή του το σουρεαλιστικό κίνημα απέρριψε και πολέμησε με λύσσα, κάθε αστική έκφανση της αντιδραστικής αντίληψης «τέχνη για την τέχνη».
Ήταν μοιραίο, οι σουρεαλιστικές συγκεντρώσεις να είναι ταυτόχρονα και ουσιαστικά, πολιτικές. Άλλωστε, πολλοί από τους μετέπειτα σουρεαλιστές είχαν στο παρελθόν έρθει σε επαφή με τους εξόριστους μπολσεβίκους, με επιφανέστερο από αυτούς τον ίδιο τον Λένιν.
Πολλοί ντανταϊστές επίσης εντάχθηκαν στο κομμουνιστικό κίνημα και επιφανείς Γερμανοί ντανταϊστές πήραν μέρος στην επανάσταση του ‘19. Ήταν επόμενο λοιπόν να συνδεθεί ο βασικός πυρήνας των σουρεαλιστών με το κομμουνιστικό κίνημα. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την ομαδική προσχώρηση της «ηγεσίας» του κινήματος (Αραγκόν, Μπρετόν, Ελιάρ, Περέ) στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1927.
Από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Βασίλης Βενετσόπουλος, Μίνα Γιάννου, Αύρα Παρτσαλίδου, Λουί Αραγκόν, Χαρίλαος Φλωράκης και Παναγιώτης Μαυρομάτης
... στη ρήξη
Το 1930 ο Αραγκόν θα ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ και συγκεκριμένα στο Χάρκοβο, για να συμμετάσχει, εκ μέρους των σουρεαλιστών, στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Επαναστατών Συγγραφέων.
Δυο χρόνια πριν είχε γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του, την Έλσα Τριολέ. Το ταξίδι αυτό θα είναι καθοριστικό, τόσο για την εμβάθυνσή του στον διαλεκτικό υλισμό, όσο και για τις αισθητικές του αναζητήσεις που θα τον φέρουν σε επαφή με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
Η επιστροφή του θα είναι καθοριστική και για το σουρεαλιστικό κίνημα, αφού θα σημάνει την πρώτη σοβαρή ιδεολογική αντιπαράθεση στους κόλπους του, η οποία θα οδηγηθεί στη γνωστή και θορυβώδη, όπως ταίριαζε στους σουρεαλιστές ρήξη του Αραγκόν με τους φίλους του, το 1932.
Την επόμενη χρονιά θα διαγραφεί από το ΚΚΓ όλη η σουρεαλιστική ομάδα που εντάχθηκε το 1926, πλην του Αραγκόν, ο οποίος θα παραμείνει μέλος του Κόμματος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί, ότι από τους διαγραφέντες σουρεαλιστές, πολλοί εξακολούθησαν να έχουν στη συνέχεια επαφή με το προοδευτικό κίνημα, όπως ο Ελιάρ, ο οποίος, θυμίζουμε, συνάντησε τους αντάρτες του ΔΣΕ στα βουνά και «τραγούδησε» τον αγώνα του ελληνικού λαού για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό.
Πάντως, ο Αραγκόν δεν είχε στο μυαλό του τη διάλυση του σουρεαλιστικού κινήματος.
Το αντίθετο. Επιχείρησε να το εμπλουτίσει με τον μαρξισμό γιατί εκεί έβλεπε την προοπτική αυτού του κινήματος.
Σε ένα άρθρο του μάλιστα μετά την επιστροφή του από την ΕΣΣΔ γράφει, μεταξύ άλλων:
«Η αναγνώριση του διαλεκτικού υλισμού σαν μοναδικής επαναστατικής φιλοσοφίας, η κατανόηση και η ανεπιφύλακτη αποδοχή αυτού του υλισμού από τους ιδεαλιστές διανοούμενους, όσο συνεπείς κι αν είναι, για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων θεμάτων της επανάστασης - να ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης των σουρεαλιστών...».
Εκλογές 1981. Γιάννης Ρίτσος, Ρούλα Κουκούλου, Λουί Αραγκόν
Μια ιστορική συνάντηση
Ο ποιητής θα στρατευτεί και στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αυτή τη φορά σαν αντιστασιακός. Το 1942 άρχισε να εκδίδει και το παράνομο περιοδικό «Τα γαλλικά γράμματα». Μέσα στην καρδιά του πολέμου θα γράψει πολλά αντιστασιακά έργα, αλλά και το εξάτομο μυθιστόρημα «Οι Κομμουνιστές» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τη «Σύγχρονη Εποχή»).
Ο Αραγκόν ωστόσο δε θα εγκαταλείψει τον σουρεαλισμό ως αισθητική έκφραση και μάλιστα δε θα τον δει σε αντιπαράθεση με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό αλλά και την πολιτική στράτευση.
Όσο και αν οι σουρεαλιστές, πρώην φίλοι του, τον κατηγόρησαν για τα έργα του μετά το ‘30, όπως το αφηγηματικό ποίημα «Κόκκινο μέτωπο» και την ποιητική συλλογή «Ζήτω τα Ουράλια», ο Αραγκόν απέφυγε να τους κατηγορήσει και απαντούσε μέσα από το έργο του, αλλά και από τα κριτικά του κείμενα.
Πάνω σε αυτό, αλλά και σε άλλα σημαντικά θέματα, ο Αραγκόν μίλησε και μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη», στη συνέντευξη που παραχώρησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Αθήνα το 1980.
Η συνάντησή του με την αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΚΚΕ που τον καλωσόρισε (η οποία αποτελούνταν από το μέλος του ΠΓ, Ρούλα Κουκούλου και το μέλος της ΚΕ, Γιώργη Μωραΐτη) ήταν κάθε άλλο παρά εθιμοτυπική και όχι μόνο λόγω των συντροφικών δεσμών.
Ο Αραγκόν, όπως και πολλοί άλλοι ξένοι διανοούμενοι, συμπαραστάθηκε ενεργά στους Έλληνες πολιτικούς κρατούμενους στα μαύρα μετεμφυλιακά χρόνια. Γι’ αυτό και τα πρώτα λόγια του στην αντιπροσωπεία του Κόμματος εξακολουθούν να συγκινούν:
«Νιώθω μεγάλη συγκίνηση γιατί αυτή τη στιγμή είμαι μαζί σας. Όταν επισκέπτομαι τις διάφορες χώρες δέχομαι εθιμοτυπικές επισκέψεις. Η δική σας όμως δεν είναι τέτοια. Ημουν και θα είμαι πάντα στο πλευρό του ΚΚΕ». Και όταν η αντιπροσωπεία της ΚΕ τον ευχαρίστησε γι’ αυτή τη συμπαράσταση στους εξόριστους αγωνιστές, ο Αραγκόν απάντησε: «Είστε οι σύντροφοί μου. Αυτό ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω απέναντί σας. Ήταν χρέος τιμής».
Μεταξύ των αγωνιστών υπέρ των οποίων πρωτοστάτησε για την απελευθέρωσή τους ο Αραγκόν, ήταν και ο Γιάννης Ρίτσος.
«Ο Ρίτσος είναι ο άνθρωπος με τον οποίο συνδεόμουν μέσα από τα ποιήματά του χωρίς ακόμα να τον έχω γνωρίσει προσωπικά, την εποχή που τον καταδίωκαν. Ο Ρίτσος είναι αναμφισβήτητα ένας μεγάλος Έλληνας».
Οι δύο ποιητές συναντήθηκαν την ίδια μέρα που μίλησε ο Αραγκόν στο «Ρ».
Ρίτσος - Αραγκόν, 1981. Πηγή: ΕΚΕΒΙ
Κριτική ματιά
Στο «Ρ» ο Αραγκόν ξεκαθάρισε βασικά πράγματα.
«Όσο για μένα» είπε σε μια αποστροφή του λόγου του, «ήμουνα πάντα σουρεαλιστής δεν είναι έτσι; Δεν ξέρω αν αυτό είναι κακό. Θέλω να πω, ότι πάντα έπαιρνα από το σουρεαλισμό τα σημαντικά εκείνα στοιχεία που αυτή η τέχνη κλείνει μέσα της, πράγμα που θα εξακολουθήσω να κάνω. Όμως πρέπει και πάλι να το πούμε ότι οι εποχές και οι συνθήκες είναι διαφορετικές κι έτσι πρέπει να κρίνουμε τα πράγματα. Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα είμαι πάρα πολύ προσεκτικός σε όσους έχουν επιβιώσει από αυτό το κίνημα που μπορεί να μην είναι όλοι της γενιάς μου, αλλά μοιάζουν μ’ εκείνους».
Για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ο Αραγκόν έγραψε και είπε πολλά, κυρίως όταν βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπιστεί το έργο και την ιδεολογία του απέναντι στους επικριτές του:
«Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην ανάπτυξη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και την ανάπτυξη των παλιότερων λογοτεχνικών σχολών. Εκείνες δεν μπορούσαν να ζήσουν παρά μόνο σε μιαν αποκλειστική πολεμική, καταδικάζοντας κάθε τι που δεν ήταν αυτές οι ίδιες. Η πάλη του σ.ρ. είναι άλλου είδους. Διεξάγεται αλλού. Και γι’ αυτό το λόγο ο σ.ρ. μπορεί να επωφεληθεί απ’ ό,τι γεννιέται έξω από αυτόν, μπορεί πάντοτε να ερμηνεύει, να προσανατολίζει προς τη δική του κατεύθυνση ακόμα και στοιχεία που είναι αντίθετα. Γιατί ο τελικός σκοπός του δεν είναι να οδηγήσει στο θρίαμβο ενός στιλ, αλλά στο θρίαμβο μιας αντίληψης για τον κόσμο. Το να θεωρούμε το σ.ρ. σαν μια συγκροτημένη τέχνη που αντιτίθεται σε άλλες που την ανταγωνίζονται, μου φαίνεται ελάχιστα σοβαρό. Εχω, από τη μεριά μου - για το σ.ρ. - μιαν αντίληψη ανοιχτή, που επιτρέπει στον καλλιτέχνη που την ασπάζεται να πλουτίζει ο ίδιος και η τέχνη του, όχι μόνο σε ένα κλειστό λιβάδι, αλλά παντού όπου θα βρει τη βοσκή του, διατηρώντας πάντα την κριτική επιφύλαξη των αντιλήψεών του. Ο σ.ρ. είναι η εμπροσθοφυλακή της πρωτοπόρας λογοτεχνίας. Αυτό όμως προϋποθέτει πως η λογοτεχνία υπάρχει πέρα απ’ αυτή την εμπροσθοφυλακή».
Υπήρξαν όμως πάντα εκείνοι που είχαν σχεδόν «θριαμβολογήσει» για ορισμένα μεταπολεμικά του έργα και κριτικά κείμενα (το ιστορικό μυθιστόρημα «Η Μεγάλη Εβδομάδα», 1958, κ.ά.) τα οποία είχαν εκληφθεί ως «απομάκρυνση» από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Απλώς δεν είχαν κατανοήσει το αισθητικό «σύμπαν» του ποιητή. Ο ίδιος είχε απαντήσει εκείνη την εποχή:
«Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύω, αλλά πέφτουν ολότελα έξω. Η "Μεγάλη Εβδομάδα" δεν είναι εγκατάλειψη αλλά ανάπτυξη της μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού».
Ο Αραγκόν με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Λάκη Χαλκιά.
Οι φοβισμένοι...
Το ότι ο Αραγκόν ήταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή της τέχνης και της ζωής δεν επιβεβαιώνεται μόνο από τα πολλά βραβεία (μεταξύ αυτών και το Βραβείο Λένιν το 1957) ούτε από τις θέσεις, όπως αυτή του διδάκτορα στα Πανεπιστήμια της Πράγας και της Μόσχας και του μέλους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης.
Ο Αραγκόν ενοχλούσε και φόβιζε στη ζωή και εξακολουθεί να ενοχλεί και να φοβίζει μετά το θάνατο, με το έργο του, όσους πραγματικά πρέπει να φοβούνται. Την ημέρα που ανακοινώθηκε ο θάνατός του, μια γαλλική νεοφασιστική οργάνωση έβγαλε την εξής ανακοίνωση: 
«Οι λέξεις μάς λείπουν σήμερα για να διαδηλώσουμε τη χαρά μας. Δεν είμαστε απ’ εκείνους τους φιλελεύθερους, που θα χύσουν κροκοδείλια δάκρυα για τον θάνατο ενός αντιγάλλου. Μετά από τον θάνατο του Μάντες Φρανς και του Μπρέζνιεφ, προαναγγέλλεται πράγματι ένας ωραίος χειμώνας για τους εθνικόφρονες»! 
Το σίγουρο είναι και πως τα κόμματα της γαλλικής αστικής τάξης - και όχι μόνο της γαλλικής - έτρεφαν τα ίδια αισθήματα για τον ποιητή, έστω και αν το μέγεθος της προσφοράς του στη λογοτεχνία της πατρίδας του επέβαλλε το στοιχειώδη σεβασμό και την αναγνώριση. Μάλιστα, στον παραπάνω λίβελο απάντησε ο Φρανσουά Μιτεράν μέσω ενός γράμματός του στο ΚΚΓ! Ακόμη και δυο μήνες πριν το θάνατό του, όταν γιορταζόταν το ιωβηλαίο του, ο Πανίκος Παιονίδης γράφει ότι  
«εξαπολύθηκε μια τέτοια κακόβουλη επίθεση ενάντια στους οργανωτές των γιορτασμών, που ανάγκασε τον Ζαν Ριστάτ, γνωστό ποιητή και διευθυντή του λογοτεχνικού περιοδικού του ΚΚ Γαλλίας "Ντιγράφ" να πάρει τον λόγο στην "Ουμανιτέ" και να υπερασπίσει μια δόξα ολόκληρης της Γαλλίας, που εκείνες τις μέρες ήταν φανερό πια ότι έφευγε».
Ο κομμουνιστής Αραγκόν θα «βγάζει» τη σουρεαλιστική του «γλώσσα» στους εκμεταλλευτές, μέχρι την τελική νίκη...
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Βιβλιογραφία: 1) «Ριζοσπάστης» 17/10/1980. 2) Αρθρο του Πανίκου Παιονίδη από τη «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ», Τεύχος 157, 1982. 3) «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια». 4) Λήμμα του Τίτου Πατρίκιου στο «Βιογραφικό Λεξικό»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.