Ο Νόμος της Αγοράς
(La Loi du Marché)
του Στεφάν Μπριζέ
(Και μια συνέντευξή του)
(Και μια συνέντευξή του)
Το διαχρονικά επίκαιρο φιλμ του Στεφάν Μπριζέ που μιλάει για την ανθρωπιά πίσω από κάθε οικονομική κρίση και χάρισε στον συγκλονιστικό Βενσάν Λιντόν το βραβείο ερμηνείας στο 68ο Φεστιβάλ Καννών.
Ο Τιερί είναι ένας από τους 700 εργαζόμενους που μετά την απόλυσή του από το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε, προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του με τα 500 ευρώ του επιδόματος ανεργίας. Ενα χρόνο μετά δεν έχει σταματήσει να προσπαθεί - συμμετέχει σε εκπαιδευτικά πρόγράμματα του κράτους που όμως δεν αποφέρουν θέση εργασίας, προσπαθεί μάταια να εκπαιδευτεί στο πώς δίνεις μια καλή συνέντευξη προκειμένου να εντυπωσιάσεις ένα μελλοντικό εργοδότη, βλέπει τις οικονομίες του να τελειώνουν καθώς ξεπληρώνει στην ώρα του το δάνειο για το σπίτι που έχει αγοράσει και πασχίζει να πάρει ένα καινούριο δάνειο για να μπορέσει να μην εγκαταλείψει τις σπουδές του ανάπηρου αλλά γεμάτου ζωή γιού του.
Ο Τιερί είναι ένας άνθρωπος σαν τον οποιονδήποτε. Που με οχυρό τη σιγουριά της θέσης εργασίας του, είχε φτιάξει μια λιτή ζωή με ανέσεις στα μέτρα της μικροαστικής τάξης του και με την απολυσή του είδε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του, ήρθε αντιμέτωπος με την οικονομική κρίση και έγινε ένας από όλους τους σημερινούς άνεργους που επί χρόνια αγνοούσαν τον πραγματικό «νόμο της αγοράς», ο οποίος ορίζεται από καλογραμμένα βιογραφικά, ανταγωνιστικές επιδόσεις και μια κρατική μέριμνα που αδυνατεί να προστατεύσει τους αδύνατους, βυθίζοντάς τους σε έναν αδιάκοπο παραλογισμό επιβίωσης.
Υπομονετικά, με πληγωμένο εγωισμό αλλά και μια τιτάνια προσπάθεια να μην αφήσει τη ζωή να τον λυγίσει, ο Τιερί θα συνεχίσει να προσπαθεί, να υποκρίνεται πως με το οποιοδήποτε κόστος η ζωή της οικογένειάς του μπορεί να συνεχιστεί κανονικά, να θεωρεί αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα την ευημερία του γιού του, να αρνείται το ξεπούλημα των λιγοστών κεκτημένων του και θα θεωρήσει τον εαυτό του τυχερό όταν θα βρεθεί τελικά μια θέση εργασίας στο προσωπικό ασφαλείας ενός μεγάλου σούπερ μάρκετ.
Χωρισμένος σε ανεπιτήδευτες βινιέτες από την καθημερινότητα του Τιερί, το φιλμ του Στεφάν Μπριζέ είναι ένας συνεχής αγώνας διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην ανθρωπιά και το άκαμπτο σύστημα - μια διαδοχή καθημερινής προσπάθειας για επιβίωση κόντρα στην οικονομική κρίση, το ημερολόγιο μιας ζωής που τελικά καταλήγει να είναι το μεγάλο λογιστικό «λάθος» μέσα στον απάνθρωπο «Νόμο της Αγοράς».
Κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή (από ένα οικογενειακό τραπέζι που θα κάνει τους γονείς να γελάσουν με το ανέκδοτο που θα τους πει ο γιός τους μέχρι το αποκαλυπτικό παζάρι για την πώληση ενός λυόμενου που καταδεικνύει με συνταρακτικό τρόπο τη σημασία μερικών ευρώ) βρίσκεται εκεί για να οδηγήσει στην επόμενη, σε ένα οικοδόμημα που ο Στεφάν Μπριζε του «Mademoiselle Chambon» - εδώ στην πιο πολιτική του στιγμή και σίγουρα στην καλύτερη στιγμή της μάλλον υποτονικής καριέρας του - σκηνοθετεί με το ρυθμό της ανθρώπινης αντοχής και την κινηματογραφική ματιά των αδερφών Νταρντέν, ποτίζοντας με μελαγχολία την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με καθαρή συνταρακτική δραματουργία τα ηθικά διλήμματα που γεννιούνται και με σκληρό ρεαλισμό την απεικόνιση ενός κόσμου σε ελεύθερη πτώση.
Αποφεύγοντας κάθε σκόπελο μελοδραματισμού, εύκολης κοινωνικής κριτικής ή φτηνού κατηγορώ, ο Μπριζέ εμπιστεύεται στον συγκλονιστικό και δίκαια βραβευμένο στις Κάννες Βενσάν Λιντόν το ρόλο ενός σύγχρονου υπερ-ήρωα τοποθετώντας τον στα καρέ ενός κόμικ που διαδραματίζεται δίπλα μας ή και ακόμη πιο κοντά μας και δεν φοβάται όχι μόνο να θέσει τα πιο καίρια ερωτήματα για την εποχή μας («είναι ο άνθρωπος η δουλειά που κάνει;», «μέχρι που μπορεί να φτάσει κανείς για να κρατήσει τη θέση εργασίας του;») αλλά και να δώσει τις πιο βαρυσήμαντες απαντήσεις.
Σε μια ταινία που σε πιάνει από το λαιμό και δεν σε αφήνει στιγμή, ούτε μετά το λυτρωτικό της φινάλε και που είναι σαφές πως δεν θα μπορούσε παρά να γεννηθεί μέσα σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, αλλά που τελικά η αλήθεια της είναι διαχρονική: ενα μανιφέστο ανθρωπισμού - αδιαπραγμάτευτη λύση για κάθε εποχή.
Ο Στεφάν Μπριζέ μιλάει στο Flix για το «Νόμο της Αγοράς» και την ομορφιά των απλών ανθρώπων
Ο σκηνοθέτης μιας από τις καλύτερες και πιο πολιτικές ταινίες της χρονιάς, μιλά στο Flix για την αξία της ανθρώπινης ζωής στην εποχή της κρίσης.
Πως προέκυψε αυτή η ταινία; Ποια ήταν η αφορμή;
Τίποτα δεν γίνεται στην ζωή κατά τύχη. Χρειάζεται μια απόφαση για να κάνεις μια τέτοια ταινία. Μια προσωπική, ηθική απόφαση. Και φυσικά δεν λέω ότι μια ταινία σαν την δίκη μου είναι καλύτερη από μια ταινία που στοχεύει μόνο στην διασκέδαση, αλλά αυτό που θέλω να κάνω είναι κινηματογραφήσω την δυσλειτουργία της κοινωνίας μας σήμερα, αλλά και την δυσλειτουργία των ίδιων των ανθρώπων. Μια ανάγκη που για μένα προέκυψε από την βαθιά αηδία που νιώθω για τον κόσμο μας, για τα πράγματα που συμβαίνουν στην Γαλλία, αλλά και σε χώρες σαν την Ελλάδα. Κι αν αυτά είναι τα πράγματα τα οποία ακούμε, τα οποία μαθαίνουμε, μπορεί κανείς μόνο να φανταστεί, πόσα άλλα αγνοούμε, πόσα δεν γνωρίζουμε. Υπάρχουν τόσα φρικτά πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο ώστε ένοιωθα ότι είχα υποχρέωση να προχωρήσω πέρα από τις διερωτήσεις των προηγούμενων ταινιών μου. Έπρεπε να μιλήσω για τον άνθρωπο στο πλαίσιο την κοινωνίας μας και των όσων αληθινά σκληρών πραγμάτων συμβαίνουν γύρω μας.
Έκανα πολύ έρευνα, όχι μόνο μέσα στο σούπερ μάρκετ, αλλά και με τους ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια σε αυτά. Πέρασα πολύ καιρό στα δωμάτια όπου βρίσκονται τα μόνιτορ από όλες αυτές τις κάμερες που μας παρακολουθούν όσο ψωνίζουμε και είχε ενδιαφέρον το γεγονός ότι ανακάλυψα πως πολύ λίγα πράγματα καταλήγουν να κλέβονται τελικά. Οσο βρισκόμουν εκεί, ανακάλυψα ότι αυτές οι οθόνες ήταν απόλυτα κινηματογραφικές και αμέσως φαντάστηκα την ιδέα να εισάγω αυτές τις μικρές οθόνες στην μεγάλη οθόνη του σινεμά κι αναρωτιόμουν αν το αποτέλεσμα θα λειτουργεί με έναν κινηματογραφικό τρόπο. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι πάντα να παρατηρώ τις μικρές λεπτομέρειες, αλλά να προσθέτω μια δραματική ποιότητα χροιά σε αυτές τις στιγμές. Για παράδειγμα, πάρτε την σκηνή στην οποία ο ήρωας προσπαθεί να πουλήσει το τροχόσπιτό του. Δεν υπάρχει τίποτα αληθινά δραματικό σε μια κατάσταση όπου ένας αγοραστής κι ένας πωλητής κάνουν παζάρια, αλλά εδώ ξέρεις ήδη ότι ο ήρωας βρίσκεται σε αληθινά δεινή οικονομική κατάσταση. Εχεις συνδεθεί μαζί συναισθηματικά και ξέρεις ότι όταν βλέπεις ένα ζευγάρι στα πενήντα του να εξαρτάται τόσο πολύ από ένα τόσο μικρό ποσό, αντιλαμβάνεσαι την απόλυτη αποτυχία της οικονομικής πραγματικότητας μας, της κοινωνίας μας.
Αυτή η έρευνα και η γνωριμία με τους ανθρώπους που μερικοί κατέληξαν να παίζουν στην ταινία, πόσο επηρέασε την ματιά σας; Ή είχατε από την αρχή μια πολύ σαφή ιδέα για το τι θέλατε να κάνετε;
Αυτό που με ενδιέφερε πολύ ήταν να μπω στο εσωτερικό ενός συστήματος. Όλοι έχουμε πάει στο σουπερμάρκετ, και μπορεί να μην το έχουμε όλοι παρατηρήσει, αλλά θα δείτε εκεί τους πλούσιους ανθρώπους (όχι τους υπερβολικά πλούσιους, μα σίγουρα τους ευκατάστατους) να συνυπάρχουν με ανθρώπους εξαιρετικά αδύναμους οικονομικά. Ανθρώπους σαν τους ταμίες. Ή τους ανθρώπους της ασφάλειας που σίγουρα δεν βγάζουν όσα χρήματα χρειάζονται. Κι αμέσως αυτή η συνύπαρξη δημιουργεί ένα ηθικό ερώτημα που αν το σκεφτείς, δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Αυτό που ήθελα ήταν να κινηματογραφήσω τους αόρατους ανθρώπους. Αυτούς που είναι εκεί για να υπηρετήσουν τους πελάτες, που δεν τους προσέχεις τις περισσότερες φορές γιατί είσαι πολύ απασχολημένος να διαλέξεις το σωστό τυρί, ή να βάλεις τα ψώνια στη σακούλα. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να κρύβουν ιστορίες συναρπαστικές κι ένα βάθος που πολύ απλά αγνοούμε. Σκεφτείτε, ένα μικροσκοπικό χαλίκι. Δεν μοιάζει με τίποτα σπουδαίο, μα αν το κοιτάξεις στο μικροσκόπιο, ανακαλύπτεις εκεί έναν απίθανο πλανήτη, έναν ολόκληρο κόσμο. Και πιστεύω ότι η ομορφιά μπορεί να βρεθεί μέσα σε αυτό το «τίποτα», στους ανθρώπους που προσπερνάμε.
Πρέπει να είμαι πολύ ειλικρινής μιλώντας για τις αισθητικές επιλογές της ταινίας. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός στον τρόπο που θα γυρίζαμε, καμία συνειδητή επιλογή για την αισθητική του φιλμ, πέρα από το να παραμένουμε αληθινοί, να ακολουθήσουμε την διαίσθηση μας. Ναι θα μπορούσα να σας πω ότι είχαμε σκεφτεί απόλυτα κάθε πλάνο, αλλά στην πραγματικότητα το φιλμ προέκυψε από μια συνομιλία του ένστικτου με την απαίτηση αν κάνουμε μια ταινία οργανική, λειτουργική, αληθινή. Ετσι χρησιμοποιήσαμε πάντα κάμερα στο χέρι, αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή. Και ήθελα το φιλμ να έχει ένα νόημα, να σταθεί στο σημείο όπου η πραγματικότητα συναντά μια βαθύτερη διερώτηση. Σε όλες τις ταινίες μου χρησιμοποιούσα μέχρι τώρα στην πλειοψηφία τους επαγγελματίες ηθοποιούς αλά πάντα τους ζητούσα να μην κάνουν τίποτα. Να υπάρχουν απλά στην σκηνή. Ένοιωθα ότι αυτή η έλλειψη «ηθοποιίας» έδινε στις ερμηνείες τους στις σκηνές μια αυθεντικότητα που είναι δύσκολο να πετύχεις αλλιώς. Σε αυτό το φιλμ, έσπρωξα τα πράγματα ακόμη πιο πέρα. Ελπίζω ότι αυτοί οι μη ηθοποιοί που παίζουν χαρακτήρες που θα μπορούσαν να είναι ο εαυτός τους, να μιλούν, να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν και στην αληθινή τους ζωή, αφού αυτός ήταν ο στόχος μου.
Με τον πρωταγωνιστή του Βενσάν Λιντόν
Υπάρχουν στιγμές που το φιλμ αγγίζει την «ακρίβεια» ενός ντοκιμαντέρ.
Κάποιος με ρώτησε γιατί δεν έκανα ένα ντοκιμαντέρ πάνω στο θέμα. Ομως αυτό που πάντα με ενδιέφερε ήταν να μπλέκω την πραγματικότητα με την μυθοπλασία. Και μέσα από αυτή τη μίξη να ανακαλύπτω τι είναι αληθινό και τι είναι ψεύτικο. Και με κάποιο τρόπο και η μυθοπλασία είναι αληθινή αφού υπάρχει. Αφού η ύπαρξη της αποδεικνύει την αλήθεια της. Ο Κισλόφκσι, ένας σκηνοθέτης που ξεκίνησε κάνοντας ντοκιμαντέρ, έλεγε, «για να πάω πιο βαθιά στην αλήθεια, οφείλω να προχωρήσω στη μυθοπλασία. Και στην ταινία μου η μυθοπλασία τρέφεται από την πραγματικότητα, αλλά είναι πάνω απ όλα μια ταινία μυθοπλασίας. Με έναν επαγγελματία ηθοποιό στον κεντρικό ρόλο. Και σε σινεμασκόπ που το κάνει σινεμά.
Ο νόμος της αγοράς θα μπορούσε να είναι ο νόμος της ζούγκλας. Συνήθως όταν γράφω η όταν πια έχω φτάσει στα γυρίσματα, έχω πάντα βρει τον τίτλο της ταινίας μου, τις περισσότερες φορές έρχεται φυσικά και άμεσα. Όμως τώρα ακόμη κι αφού είχα γράψει το σενάριο, ακόμη κι αφού γυρίσαμε την ταινία, δεν είχα βρει τον τίτλο που ένοιωθα ότι ήταν σωστός. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο μοντάζ για να καταλήξω σε αυτόν. Αυτό που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον είναι ο συσχετισμός που κάνουν αυτές οι λέξεις μεταξύ της έννοιας του «νόμου» και της έννοιας της «αγοράς». Ο νόμος είναι κάτι που έχει να κάνει με την δικαιοσύνη και το σύμβολο της δικαιοσύνης είναι η ζυγαριά. Η αγορά από την άλλη ακόμη κι αν δεν είναι μια βρώμικη λέξη, μέσα στα χρόνια έχει μεταμορφωθεί σε κάτι που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα, ανισορροπία. Κι έτσι έχεις τον συνδυασμό μιας λέξης που δοξάζει την ακρίβεια και την δικαιοσύνη με μια άλλη που περιγράφει την ανισορροπία. Και το γεγονός ότι η φράση «ο νόμος της αγοράς» έχει μπει στο λεξιλόγιό μας πλέον, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το γεγονός ότι οι τραπεζίτες έχουν νικήσει. Ανήκει στην γλώσσα μας πλέον και σηματοδοτεί ότι είναι πλέον αποδεκτό να βάζεις το χρήμα πάνω από τον νόμο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.