ξάγρυπνος πάντα ανάβοντας στου γαλαξία τη φλόγα το τσιγάρο σου
(Γιάννης Ρίτσος)
14 Δεκ. 1895, Σαιν Ντενί
- 18 Νοε. 1952, Σαραντόν-λε-Πον
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 18.XI.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)
[Η ΠΟΡΤΟΚÁΛΙΝΗ ΚΟΜΗ ΣΟΥ]
Η πορτοκάλινη κόμη σου μες στο κενό του κόσμου
Ενώ μες στο κενό των βαριών υάλων της σιωπής
Είναι ο ίσκιος όπου γυμνά τα χέρια μου αναζητούν
όλες σου τις ανταύγειες.
Σχήμα έχεις καρδιάς χιμαιρικό
Κι ο έρωτάς σου μοιάζει στον χαμένο μου ίμερο.
Ω κεχρένιες στοναχές, ω αμπάρινα όνειρα
ω κεχριμπάρινα βλέμματα!
Μα δεν είχες πάντα μ’ εμένα καλοκαίρι. Η μνήμη μου
Είν’ ακόμα αμαυρωμένη που σ’ είδα να ’ρχεσαι
Μα και να φεύγεις. Ο χρόνος χρειάζεται λέξεις
(σημεία και τέρατα),
ωσάν τον έρωτα.
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Στέκεται ορθή στα βλέφαρά
μου επάνω·
Η κόμη της μες στη δικιά μου κόμη·
Κι ακόμη έχει το σχήμα των χεριών μου
Και των ματιών μου το χρώμα έχει·
Χωνεύεται καλά μέσα στον ίσκιο μου
Σάμπως λιθάρι στον ουρανό που εχάθη.
Τα μάτια της κρατεί πάντ’ ανοιχτά·
Ποτέ δεν μ’ έδωσε του ύπνου δώρο·
Τα όνειρά της κολυμπούν στο φως·
Σβήνουνε ήλιους και καπάκι ήλιους άλλους·
Με κάνουν και γελώ και κλαίω και γελώ
Και όλο μιλώ μιλώ και τίποτα δε λέω.
[ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΣΟΥ ΤΟ ΤΟΞΟ]
Των ματιών σου το τόξο την καρδιά μου κυκλώνει
Σα χορός κυκλικός απ’ όξω και σα βέρα ηδονής από μέσα,
Των χρόνων φωτοστέφανο και λίκνο νυχτερινό και βέβαιο·
Κι αν ίσως δεν ξέρω πια να ξαναπώ όλα όσα έχω ζήσει,
Τα μάτια σου φταίνε πού δεν είτανε από πάντα δικά μου.
Της ημέρας ήμερα φύλλα και αφρός ροδαυγής αλαφρύς,
Καλάμια καβάλα στον άνεμο, χαμόγελα ευδίας ευώδη,
Φτερά πού σκϊάζουν τον πάμφωτο κόσμο,
Πλοιάρια φορτωμένα μ’ ουρανό και με θάλασσα,
Των ήχων απηνείς κυνηγοί και πηγές υγιείς των χρωμάτων,
Αρώματα ξέσκεπα και νεοσσοί χαραμάτων βαθέων
Που διαιτώνται μονίμως στην ψάθα απάνω των άστρων
Και όπως από την αθωότητα εξαρτάται η ημέρα,
Έτσι κι ο κόσμος εξαρτάται όλος απ’ τα ξάστερα μάτια σου
Κι όλο μου εμένα το αίμα στο ρέμα των βλεμμάτων τους ρέει.
Η ΙΣΟΤΗΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ
Τα μάτια σου ξανάρθανε από χώρα αυθαίρετη·
Κανείς δεν έμαθε ποτές εκεί σαν τί ’ναι βλέμμα·
Δεν άλωσε το κάλλος των ματιών — τί εξαίρετη
Χάρη έχουν οι σταλίδες, τα στολίδια, οι πέρλες! Στέμμα
Φοράς γυμνούς λιθίσκους άνευ σκελετού, άγαλμα
Δικό μου. Κι ο ήλιος που τυφλώνει βλέπει στον καθρέφτη
Της όψης σου φωτός και σκότους ένα αμάλγαμα
Που απ’ το κεφάλι σου το θεόκλειστο μονίμως πέφτει
Μες στης αγάπης μου τ’ αγριωπά τεχνάσματα.
Ο ακίνητός μου πόθος είν’ ανίκητο τσαντήρι.
Αμαχητί σε παίρνω ακέραιη, δίχως κλάσματα
Σε μεταφέρω στα γιοφύρια που ’χω γύρω ενσπείρει.
Ο ΑΣΟΣ ΣΠΑΘΙ
Παίζει όπως δεν παίζει καμία άλλη, κι εγώ μόνος εκεί την κοιτάζω. Τα μάτια της την επαναφέρουν στα όνειρά μου. Σχεδόν ακίνητη, κόπος ασκόπως ανακοινωθείς.
Κι εκείνο τ’ άλλο που παίρνει απ’ τα φτερά των αφτιών της έχει κρατήσει το σχήμα του δικού της φωτοστέφανου. Μέσα στην αγκαλιά της μια χελιδόνα με ίσιο μαλλί παλεύει απελπισμένη. Είναι βλέπεις τυφλή.
____________________________________
Πωλ ΕΛΥΑΡ, «Των Αλγηδόνων Πρωτεύουσα»
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα (σσ. 138, 57, 51, 143,
105)
Το ποίημα του Ρίτσου (και όχι μόνο) για τον Ελυάρ
Βλέπε ακόμη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.