|
Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 - 29 Μαρτίου 2005 |
ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ
(1952)
ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ
Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια
θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
θα σου δώσω ένα λαγήνι
θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις
Θα σε φέρω σ᾿ άλλα λιμάνια
να δεις τα βαπόρια πώς τρώνε
τις άγκυρες
πώς σπάζουν στα δυο τα κατάρτια
κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες
Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ
θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι
και το σκύλο ουρανό
που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι
Θα σου βρω πάλι τούς ίδιους
στρατιώτες
αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια
με την τρύπα πάνω απ᾿ το μάτι
κι αυτόν που χτυπούσε τις νύχτες τις
πόρτες
με κομμένο το χέρι
Θα σου βρω πάλι το σάπιο το μήλο
Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια
ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
Δυστυχισμένα όνειρα
τα χρόνια μας περνούν μέσα στην αγωνία
οι εφημερίδες λησμονούν
όμως μες στην καρδιά μας
καίει μια κατακόκκινη πληγή
απ’ το παλιό χρυσάφι
Όλο μαζεύουμε τα πράγματά μας
τα κρύβουμε σε βαθιά υπόγεια
λύνουμε τις ντουλάπες μας
στήνουμε ανάποδα τις καρέκλες μας
κι ο απελπισμένος ήλιος μπαίνει
από μια χαραματιά και τις φωτίζει
Πρέπει να βγούμε στα ποτάμια
ακόμα λίγο και θα σπάσει το πουλί
μες στο κεφάλι μας
ακόμα λίγο και θα πήξει
το αίμα μέσα στην καρδιά μας
πρέπει να βγούμε σύρριζα
πρέπει να βγούμε μέσα απ’ τα ποτάμια
ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Στον Νίκο Γκάτσο
Κανείς δε θάβει εδώ
τριαντάφυλλα
τουφέκια ρημαγμένα
δίχως φτερά
γυρίζουνε τις κάννες τους
απάνω μας
το βράδυ
όταν σημάνει προσκλητήριο
μαζεύονται
οι σημαίες
κι αυτά τ’ άλλα πουλιά
με τ’ ανθρώπινα στόματα
που είναι σαν καρδιές
και με το αίμα
και μας κοιτάζουν
Η ιστορία αυτή
γίνεται σε μια λίμνη
εδώ και δέκα χρόνια
απαράλλαχτη
κάθε νύχτα
χειμώνα
καλοκαίρι
H ΑΠΟΚΡΙA
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν – δυο
εν - δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βρήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσας
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
Στον Θ. Ι. Ρούσσο
ΦΥΤΡΩΣΑΜΕ πάλι άγρια λουλούδια
αυτή την άνοιξη
άγρια βυσσινιά κι άγρια γαλάζια
άλλα πεθαίνουν
εμείς μεγαλώνουμε σαν τ’ αγάλματα
άγρια ζεστά λουλούδια αυτή την άνοιξη
απλώνουμε τα χέρια και φωνάζουμε
όμως η απάντηση
έρχεται ύστερα από χρόνια
και από μακριά
σαν αλυσοδεμένο φάντασμα
και σα βαρύ άδειο καράβι
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Αποδώ θα περνούσε το περιστέρι
είχαν ανάψει δαδιά γύρω στους δρόμους
άλλοι άνθρωποι φυλάγαν στις δενδροστοιχίες
παιδιά κρατούσαν στα χέρια σημαιούλες
περνούσαν οι ώρες κι άρχισε να βρέχει
έπειτα σκοτείνιασε όλος ο ουρανός
μια αστραπή ψιθύρισε κάτι φοβισμένα
και άνοιξε η κραυγή στο στόμα του ανθρώπου
τότε το άσπρο περιστέρι μ’ άγρια δόντια
σα σκύλος ούρλιαξε μέσα στη νύχτα
ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ Ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ
(1958)
Ο ΣΚΥΛΟΣ
Ο σκύλος αυτός πρόβαλε πρώτη φορά σε δρόμο
σκισμένο από κοφτερά γυαλιά
ύστερα φάνηκε στον ουρανό
μέσα σε ένα σκοτεινό πηγάδι τ’ ουρανού
έπινε ένα φως αστραφτερό σκυλίσιο
συνόδεψε ένα ραγισμένο χέρι λίγα βήματα
ύστερα γίνηκε φωτιά
έκλαιγε σαν κακό πουλί
έκαιγε σαν ελπίδα
ποιός ξέρει από πού ήρθε και πώς έφυγε
Μα εγώ ξέρω πως θα γίνει θάνατος
μια μέρα
18 Φεβρουαρίου 1956
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωσαν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγκαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
ειν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω
ΕΙΚΟΝΕΣ
1
Η βροχή
έρχεται
μέσα στο μυαλό μου
πλένει τα όνειρα μου
3
Ένα τσιγάρο
δυο τσιγάρα
στο μοναχικό δωμάτιο
ο άντρας είναι πυγμάχος
η γυναίκα είναι καρφίτσα
4
Φοβερή ιστορία
η μανία
του βοριά
πάνω στο παράθυρο
σταύρωσε
μια παιδούλα
Ο ΚΗΠΟΣ
Μύριζε πυρετός
κήπος δεν ήτανε αυτός
κάτι παράξενα ζευγάρια μέσα του
περπατούσαν
στα χ έ ρ ι α τα παπούτσια τους
φορούσαν
τα πόδια τους ήταν μεγάλα άσπρα
και γυμνά
κάτι κεφάλια σαν άγρια φεγγάρια επιληπτικά
και κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου
φυτρώνανε
για στόματα
που ορμούσαν και τα ξέσκιζαν
οι πεταλούδες-σκύλοι
ΞΕΝΕ
Ξένε
με το μαύρο κοστούμι σου
που χτυπάς την πόρτα μου
και μου δείχνεις τ’ άσπρα αυτά πιάτα
πού έχεις κρύψει το πιστόλι σου;
πού έχεις κρύψει το μαχαίρι σου;
έχεις εν’ άστρο κόκκινο μες στο κεφάλι σου
και ψευδίζεις
θέλεις τα χρήματα
τα χρήματα που σμίξαν με το αίμα και χάθηκαν
τα χρήματα που σμίξαν με τον ύπνο και χάθηκαν
ικετεύεις
φύγε
φύγε ξένε
μες στην καρδιά μου έχω ένα ήμερο πουλί
αν τ’ αφήσω να βγει
τα δόντια του θα σε κατασπαράξουν
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Μες στο δωμάτιο
μια βροχή από κάτουρο
πετούν αγνές κοπέλες με φτερά
ψοφίμια με ροζ στην καρδιά τους ουρανό
κι άνθρωποι μ’ ουρανό γεμάτο σάπιο αίμα
κρέμονται κι ανεμίζουν τ’ άσπρα πόδια τους
από τα μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια
τεράστιες μαύρες ανεμώνες φυτρώνουνε
στο στήθος τους
καθώς πετάνε σφάζουν κι αγκαλιάζονται
οι αγνές κοπέλες τα ψοφίμια οι σάπιοι
άνθρωποι
κάτω από έναν κατουρημένο ουρανό
*
ΔΑΣΟΣ παράξενο μαγεύει τη φωνή μου
κάθε μου λέξη μία σταγόνα αίμα
όλο μου το τραγούδι ένα δέντρο
από το αίμα ποτισμένο των φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια άγρια δέντρα
δάσος παράξενο που μαγεύει τη φωνή μου
ΒΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Βαριά από την Άνοιξη
η φλόγα
τα μάτια ανοίξανε σαν τάφοι
πράσινα χόρτα φύτρωσαν γύρω στο στόμα
τα βλέφαρα χάθηκαν μακριά
φύγανε τα μαλλιά
μα η πληγή
έμεινε ορθάνοιχτη
κι ουρλιάζει
ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ
Ματωμένο μοσχάρι
φράζει τον ουρανό
συνήθισαν
δεν τους πειράζει
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
μόνο ζητούν
συνήθισαν
τα σιδερένια λουλούδια
να φέγγουν τον ύπνο τους
τις σιδερένιες μύγες να βουίζουν
να πρήζουν τα μάτια τους
συνήθισαν
μονάχα ζητούν
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
και ματωμένο μοσχάρι
να φράζει
τον ουρανό
Η ΚΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Σκάζανε αβγά
κι έβγαιναν στον κόσμο
άρρωστα παιδιά
σα σπασμένα άστρα
μαύρα περιστέρια
διώχνανε τον ήλιο
με κακές πετσέτες
μ’ άχαρες στριγκλιές
έβραζε η θάλασσα
καίγαν τα πουλιά της
τα διωγμένα ψάρια
κλαίγαν στο βουνό
κι ένα λυσσασμένο
κόκκινο φεγγάρι
ούρλιαζε δεμένο
σα σφαγμένο βόδι
Η ΣΤΑΧΤΗ
Η στάχτη που μένει
το χιόνι που λιώνει
ένα μικρό άσπρο χέρι
διωγμένο
που παγώνει
τα δάση ψηλά με τις φωτιές
τα δάση που καίγονται
τα όνειρά μου
Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ
Τ’ άγριο σκοτεινό παλάτι θα φωτίσω
εκτυφλωτικά
θα ρίξω χρώματα παντού
σε μια γωνιά
ο δράκος
θα είναι
ένα κλωνάρι
ανθισμένη
αμυγδαλιά
γιατί εφέτος στ’ αλήθεια εφοβήθηκα
την παγωνιά τη μοναξιά το κρύο
κι αυτά τα ελάφια που περνούσαν ύπουλα
τη νύχτα κάτω απ’ την ψυχή μου
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Με το μπαμπάκι του θανάτου
αχόρταγο
Ανοίγει μια μεγάλη τρύπα
στο φεγγάρι
Ένα παιδί πεθαίνει
Σα μεγάλα μαύρα μυρμήγκια
μια πομπή-κηδεία στο φεγγάρι
Εν’ άλλο παιδί
ρίχνει μια πέτρα
και σπάζει το φεγγάρι
ΣΤΙΓΜΕΣ
ο εραστής
άρρωστο ψάρι
όπου να ’ναι
θα πέσει
στον ουρανό
*
κόλαση
με τόσο φως
δεν το περίμενα
στρίβοντας τη γωνία
ν’ αντικρίσω
το μαύρο κόκκινο
*
τη νύχτα
κλεισμένος
σε κλουβιά βροχής
σιγά - σιγά
με θανατώνουν
τα πουλιά
*
και το πρωί
αν τα πουλιά που μου στέλνει
ο Θεός
είναι πάλι μαύρα
τα βάφω
πράσινα
κίτρινα
κόκκινα
*
όμως μια μέρα
θα ’ρθει μια συννεφιά
παντοτινή
*
κυπαρίσι
κόκκινο
δέρμα
της ψυχής
*
ένα γλυκό χέρι
σπασμένο
πεταγμένο
στις πέτρες
στο δρόμο
στο χάος
*
καληνύχτα
ΣΦΡΑΓΙΔΑ Ή Η ΟΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ
(1964)
ΚΟΙΤΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Δε φταίει το φεγγάρι για την πίκρα μας
καθώς στριφογυρνάει δαιμονισμένα
μέσα στο φωσφόρο
σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά του
καθώς και μεις στριφογυρνάμε στο σκοτάδι μας
σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά μας
δε φταίει το φεγγάρι για τους λεμονανθούς
δε φταίει το φεγγάρι για τα χελιδόνια
δε φταίει το φεγγάρι για την Άνοιξη και τους
σταυρούς
δε φταίει αν πάνω στα μάτια μας φύτρωσαν δόντια
ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ
(Εκδόσεις Κείμενα, 1971)
ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Εκείνο το πράσινο απόγεμα
ο θάνατος είχε βάλει στόχο την αυλή μου
απ’ το νεκρό μου το παράθυρο
με το βελούδινό μου μάτι
τον έβλεπα να τριγυρνάει
γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή
γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη
και τα παιδιά τίποτα δεν υποπτεύονταν
έπαιζαν με πιστόλια και τσιρίζαν
αυτός πάλι γύριζε και πλησίαζε
και πάλι μάκραινε και έφευγε
ύστερα ξαναρχόταν
στο τέλος αγριεύτηκε
άρχισε να ουρλιάζει
έβαψε τα μάτια και τα νύχια του
φούσκωσε τα βυζιά του
άρχισε να μιλάει με ψιλή φωνή
έκανε σα γυναίκα…
τότε είναι που έφυγε οριστικά
ψιθυρίζοντας:
–Δεν είχα τύχη σήμερα αύριο θα ξανάρθω
ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΜΟΥ
Δε σας γνωρίζω εφέτος
καημένα χελιδόνια μου
πετάτε άραγε όπως άλλοτε
ή μήπως σε ρόδες πάνω να κυλάτε
όμως το μάτι σας γιατί έτσι μεγάλωσε
τεράστιο
τεράστιο και πορφυρό
μονάχα ο ουρανός σάς έχει απομείνει
μα να ’ναι για σας τώρα Ουρανός;
ΚΥΡΙΕ
—Κύριε, είναι μεσημέρι κι ακόμα
δεν ξυπνήσατε
—Κύριε, δεν πήρατε το πρωινό σας
—Κύριε, ήπιατε πολλούς καφέδες
—Κύριε, ο ήλιος λάμπει, αστράφτει
βρέχει και
χιονίζει
—Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει
κολλήσει
στο
παράθυρο σας
—Κύριε, μια μαύρη πεταλούδα φάνηκε
πάνω στο στήθος σας
—Κύριε, πώς τρέχετε με το ποδήλατο!
—Κύριε, είστε παγωμένος
—Κύριε, έχετε πυρετό
—Κύριε, είσαστε νεκρός;
ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(1945 – 1971)
ΚΕΔΡΟΣ, 1977
ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ
(Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, 1980)
ΣΑΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
(3)
νεκρό πουλί ακονίζω τα μαχαίρια μου
η Ιστορία (βλέπετε) δεν κάνει διάκριση
νεκρός ή ζωντανός.
ΑΝΑΠΟΔΑ ΓΥΡΙΣΑΝ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ
(ΚΕΔΡΟΣ, 1998)
Γέλασε
ο μαύρος κόκορας
όταν του είπαν πως θα τον σφάξουν
όταν όμως ήρθε η ώρα
η κακή του ώρα
έκλαψε ο μαύρος κόκορας
έκλαψε ο μαύρος κόκορας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.