Ναζίμ Χικμέτ 15 Ιανουαρίου 1902, Θεσσαλονίκη - 3 Ιουνίου 1963, Μόσχα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ
ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ
Στον Ναζίμ ΧΙΚΜΕΤ
Αδελφέ μου Ναζίμ,
Ναζίμ με τα γαλάζια μάτια,
με τη γαλάζια καρδιά,
με τα πιο γαλάζια όνειρα,
εσύ που κάνεις
να γαλανίζει
το μαύρο κοιτώντας το κατάματα·
Ναζίμ,
εσύ που μ’ ένα ποτήρι κρασί,
με το γόνατο μιας ωραίας γυναίκας,
μ’ ένα ποίημα από θάλασσα,
με μια λαϊκή σημαία αγάπη
ξεκαθαρίζεις τον ορίζοντα,
βάζεις ένα παράθυρο
εκεί που λείπουν τα πάντα,
κι οι πέτρες κυλούν ευδιάθετες
απ’ τους λόφους στις βάρκες,
Ναζίμ,
είδα τους μικρούς πλανόδιους μουσικούς
στη Γέφυρα του Γαλατά ‒
μέσα στις θήκες των βιολιών τους
κρατούσαν μια δική σου λέξη
πέρα απ’ αυτές που τους επέτρεπαν,
κοιτούσαν τα σύννεφα, περίμεναν
να την πουν
(κάποτε ένα βιολί, Ναζίμ,
είναι σα μια γροθιά σφιγμένη
και μέσα στη γροθιά κλεισμένο ένα φτερό
έτοιμο να πετάξει).
Ναζίμ,
είδα τους απεργούς ναυτεργάτες σου
ανάμεσα σε βίντζια, σε κατάρτια, σε ποιήματα,
ανάμεσα σε σακιά, σε κιβώτια, σε τριαντάφυλλα,
και δύο γαλάζια φώτα πλευρικά
στο μεγάλο καράβι ‒
σήκωνε άγκυρα
(για ποιο ταξίδι;)
αγώνας ήταν,
έρωτας ήταν,
κι εσύ καπετάνιος, Ναζίμ,
ταξίδι πέρα απ’ τα σύνορα.
Ναζίμ,
κάποιος ανέβαινε τη σκάλα
μ’ ένα κλουβί καναρίνια,
κάποιος έπρεπε να πει «καλημέρα»
κι είπε «κόκκινο»,
η γυναίκα έκλαιγε στην πόρτα,
ο ιχθυοπώλης πέρασε απαρατήρητος,
μες στο ρολόι του χεριού του,
κάτω απ’ το τζάμι, το πιτσιλισμένο αλάτι,
ένα μικρό ψάρι φώναζε ‒
το άκουσες, το άκουσα,
κι ήθελα ν’ αντιστρέψω
τη σκοτεινότερη λέξη
για να γίνει άσπρο,
επέμενα
όπως και σήμερα,
όπως πάντα,
όπως όλοι μας ‒
αυτά Ναζίμ.
Ναζίμ,
εσύ, που απ’ όποια φυλακή,
απ’ όποια γωνιά της νύχτας,
απ’ όποιο θάνατο,
χαμογελάς
ένα δικό σου γαλάζιο χαμόγελο
υπερασπίζοντας το χαμόγελο του κόσμου ‒
αδελφέ μου, Ναζίμ,
εσύ, που κάθε αυγή
τουφεκιζόταν η καρδιά σου στην Ελλάδα,
εσύ, που κάθε νύχτα
τουφεκίζεται ή καρδιά σου στην Τουρκία,
σύντροφέ μας,
εσύ ‒
γεια σου και γεια σου, Ναζίμ.
Ναζίμ,
πολύ-πολύ μας αγάπησες,
πολύ-πολύ σ’ αγαπήσαμε, ‒
πώς όλοι σου μιλούν με το μικρό όνομά σου,
όλοι στον ενικό,
Γαλλία, Ρωσία, Ελλάδα,
κι ο Αραγκόν, Ναζίμ,
κι ο Νερούντα, Ναζίμ,
κι εγώ, Ναζίμ,
και πιο πολύ η Ελευθερία
με το μικρότερο όνομά σου
το πιο μεγάλο ‒
Γεια σου αθάνατε σύντροφε Ναζίμ.
ΑΘΗΝΑ, 8.VI.77
«Ελευθεροτυπία», 18.6.77, σελ. 5.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 164-166)
Μεταγραφή Μπ.Ζ.
Γιάννης Ρίτσος 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο (2ο από 4 του Ρίτσου), Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ TOΥ ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
Ολότελα ακατάλληλη η στιγμή να σταθείς κριτικά απέναντι σ’ ένα τόσο ογκώδες έργο, όταν ο δημιουργός του, ο πιο άμεσος και συναισθηματικός ποιητής του καιρού μας, ο Χικμέτ, ο αγαπημένος μας Ναζίμ «με τα γαλάζια μάτια», τα κάπως αόριστα λυπημένα μέσα στη ζωντάνια του προσώπου του, μέσα στην ανεπιφύλακτη και σχεδόν παιδική εγκαρδιότητα του γέλιου του, μόλις μας άφησε ένα μεγάλο σιωπηλό κενό γύρω μας και μέσα μας που αντηχεί σοβαρά απ’ τους βαθείς, ανθρώπινος στίχους του. Ακατάλληλη στιγμή ‒αχρηστεύει την κριτική σαν ψυχρή, ανώφελη και μάλιστα μικρόλογη‒ αφήνοντας μόνο περιθώρια για αφηρημένες, γενικές και τυπικά θριαμβολογικές «εκτιμήσεις» και ακατάσχετα συγκινημένες, το ίδιο τυπικά θρηνητικές κι αυτές, νεκρολογίες. Αναπότρεπτο, τις περισσότερες φορές. Μα ο Ναζίμ Χικμέτ ήταν και μένει μια πλατιά παρουσία στα παγκόσμια γράμματα και δεν έχει ανάγκη από όλες αυτές τις κατά συνθήκην, έστω και πραγματικά συγκινημένες και συγκινητικές κάποτε, εκδηλώσεις, και το ίδιο του το έργο μας επιβάλλει να σταθούμε πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας.
Το έργο τον Ναζίμ Χικμέτ, είναι απέραντο σε έκταση και ποικίλο ‒ ποίηση, θέατρο, πρόζα, άρθρα, κοινωνικοπολιτικές μπροσούρες, δημοσιογραφία. Μα πάνω απ' όλα και πρώτα απ’ όλα, η ποίηση, ή, καλύτερα, το τραγούδι, ένα τραγούδι επικολυρικό, σε μια κατ’ ευθείαν ανταπόκριση με τα γεγονότα της εποχής του, που του χορήγησαν τη δική του, προσωπική συγκινησιακή ύλη, και που μ’ αυτήν έπλασε τη νέα, απλή, λαϊκή μυθολογία του καιρού του. Το τραγούδι ήταν για τον Χικμέτ, και στη μουσική του ακόμη έννοια, η καταφυγή του, η παρηγοριά του, το όπλο του, ο έρωτάς του, ο τρόπος της ελευθερίας του και η μεγαλύτερη, όπως δηλώνει, ευτυχία του:
Πιότερο απ’ τους ανθρώπους, τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω
όμως ποτέ χωρίς τραγούδια.
Και πιο κάτω, στο ίδιο ποίημα «Τα τραγούδια» λέει:
Σ’ αύτόν τον κόσμο τίποτα
απ’ όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ’ όσες χώρες γνώρισα
απ’ όσα μπόρεσα ν’ αγγίξω
και να νιώσω
τίποτα, τίποτα
δε μ’ έκανε έτσι ευτυχισμένον
όσο τα τραγούδια...
Κι είναι γραμμένο τον Σεπτέμβρη τον 1960, σαν απόσταγμα του αισθήματος και της εμπειρίας όλης του της ζωής, μ’ αυτή την απλότητα, ειλικρίνεια και σαφήνεια που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και την τέχνη του και που κάποτε φτάνει ως την αξιολάτρευτη εκείνη θαρρετά τρυφερή αφέλεια, ενός μεγάλου, ευαίσθητου παιδιού που σοβαρεύεται και νουθετεί.
Πάνω απ’ τη θάλασσα το σύννεφο γαλάζιο
Πάνω στη θάλασσα ασημένιο το καράβι
Μέσα στη θάλασσα πορτοκαλί το ψάρι
Μες στο βυθό της θάλασσας γλαυκό το φύκι
Στης θάλασσας την άκρη συλλογιέται ορθός
ένας άντρας γυμνός :
Μη θα ’πρεπε να ’μαι το σύννεφο
Ή μήπως το καράβι;
Μη θα ’πρεπε να ’μαι το ψάρι
Ή μήπως το γλαυκό το φύκι ;
Εχ, μήτε το ’να μήτε τ’ άλλο, μήτε το ’να μήτε τ’ άλλο.
Θα ’πρεπε να ’σαι η θάλασσα, λεβέντη μου,
Μαζί το σύννεφό της, το καράβι της, το ψάρι της, το φύκι.
Στο ποίημα αυτό του 1961, παρ’ όλη την ήμερη ζωγραφικότητά του, που ανακεφαλαιώνει και συμπυκνώνει την ποιητική του Χικμέτ, τρεις λέξεις (δυο επίθετα κι ένα ρήμα), κοντά - κοντά βαλμένες, μ’ έναν τρόπο δήθεν ουδέτερο, μα εξαιρετικά ακριβολόγο (αποτέλεσμα μιας απόλυτα πια αφομοιωμένης τεχνικής εμπειρίας) συνοψίζουν τη φύση και τη θέση του ποιητή και το χαρακτήρα της ποίησής του : «Στης θάλασσας την άκρη συλλογιέται ορθός, ένας άντρας γυμνος». Ο άνθρωπος, ορθός μες στη γύμνια του συλλογιέται· δεν περιπλέκεται μέσα στο ανυπεράσπιστο της γυμνότητάς του, δεν καταθέτει τα όπλα μπροστά στη φύση (και μπροστά στο θάνατο), μα σκέπτεται, συμπεραίνει, συμβουλεύει την ενωτική αίσθηση και σκέψη, υποδείχνει ένα κοινωνικό και πλατιά ανθρώπινο χρέος, και μάλιστα κατορθώνει (τάχα αποτέλεσμα αυτοκυριαρχίας ή καθαρής βιολογικής παρόρμησης;) να βλέπει γλαφυρά. Νομίζω πως δεν κατορθώνει, μα απλώς βλέπει γλαφυρά ή γραφικά και χαίρεται τούτη την αίσθησή του και τραγουδάει ‒μια αίσθηση νικητήρια και μια πρώτη, αυθόρμητη, απλή μορφή κυριαρχίας πάνω στη φύση και στον εαυτό του, χωρίς ίσως την πλήρη συνείδηση της πολύστροφης λειτουργίας της. Δείγμα και τούτο της αρρενωπής, φυσιολογικής και, κατά βάθος, παιδικής ευαισθησίας του.
Ο Ναζίμ στην «Ανάβαση» για την Υψηλή Πύλη, ‒με όλη την κουστωδία που τον ακολουθούσε‒ σε σχέδιο του αδερφικού του φίλου Αμπιντίν Ντίνο(1930). Βλέπε Αφιέρωμα στον Ναζίμ Χικμέτ (ΙΙΙ) |
Κι η σύμπτωση του αισθήματος και της ιδέας (και η ισορροπία τους μέσα στο έργο του) είναι φυσική στην περίπτωση του Χικμέτ, κι όχι καταναγκαστική.
Δε ζούσε μέσα στη σκοτεινή «χιλιοόμματη καχυποψία» πού εξαντλείται σε μιαν ανεξάντλητη έρευνα, ψηλαφώντας απίθανες περιοχές διαρκώς επικρεμάμενων «αόρατων απειλών» και δημιουργώντας «απαραβίαστα καταφύγια» μιας καταπληκτικής τεχνικής ευστροφίας. Οι απειλές γι’ αυτόν είχαν οριστεί μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό χώρο. Κι ο αγώνας του, ο αγώνας της τέχνης του, είχε ορισμένο, ορατό στόχο. Λεν ένιωθε την ανάγκη μιας εσωτερικής αυτοπροστασίας. Προστατευόταν, προστατεύοντας τους άλλους, και μαχόταν με την πιο γυμνή παρρησία.
Αλληλογραφία του Ντινό με τον Γάλλο εκδότη και σχέδιο του εξωφύλλου, τον Μάϊο του 1965. (Πηγή, ο.π.π.) |
Ό Χικμέτ, διέθετε μια καταπληχτική άνεση σ’ όποιο περιβάλλον, μπροστά στο πλήθος, μπροστά στους λίγους, μπροστά στους φίλους, μπροστά στους αντιπάλους, μπροστά στη γυναίκα, μέσα στην πολιτεία, μέσα στην εξοχή, μπροστά στη θάλασσα, μπροστά στη νύχτα ή στον ήλιο, σ’ όποια χώρα, σ’ όποιο ταξίδι, παρ’ όλη την ιδιαίτερη νοσταλγία του για την πατρίδα του. Ήταν πραγματικά ένας πολίτης του κόσμου. Ένιωθε πως είχε αυτονόητα δικαιώματα σ’ όλες τις χώρες κι ούτε τα διεκδικούσε ούτε τα διεκήρυττε. Τα είχε. Κ’ η συμπεριφορά του στις χώρες που τον φιλοξενούσαν, ήταν συμπεριφορά συμπολίτη κι όχι φιλοξενούμενου. Η μεγάλη του εγκαρδιότητα ποτέ δεν ξέπεφτε σε δουλοφροσύνη ή σε φιλοφρονετικότητα.
Ιμπραήμ Μπαλαμπάν (γεν. 1921). Ο ζωγράφος με τον Ναζίμ, 2011 (Σημείωση 2) |
Την ίδιαν άνεση είχε στην ποίησή του, σχεδόν μιαν αισθητική αδιαφορία, που αυτή ακριβώς διαμόρφωνε τη γενική αισθητική του, ευλύγιστη, εύπλαστη, βασισμένη πιστά κι απροκατάληπτα στα σκιρτήματα του αισθήματός του, υπαγορευόμενη κάθε φορά απ’ τη συγκίνησή του, που ελεύθερα «αυτοσχεδίαζε», χωρίς να περιφρονεί κάποιες έτοιμες εκφραστικές ευκολίες, μια συνθηματολογικότητα που γι’ αυτόν ποτέ δεν ήταν τυπική, μα πάντα παλλόμενη, έναν τρόπο «επωδιακό», με τις επικουρικές της έμπνευσης επαναλήψεις ορισμένων λέξεων ή φράσεων ή ρυθμών, που δίνουν μια κάπως ρητορική μα και φυσική ομοιογένεια στην ανάπτυξη του ποιητικού λόγου, αντιστοιχώντας στο βασικό «αναπνευστικό σύστημα» της συγκίνησης που χαίρεται να συδαυλίζει τον εαυτό της και να εντείνεται, όπως συμβαίνει στα μοιρολόγια ή στα νανουρίσματα ή στα ερωτικά εγκώμια, ή όπως στους ομιλητές μπροστά σε μεγάλο κοινό που θερμαίνονται απ’ την ίδια τη φωνή τους.
Ιμπραήμ και Ναζίμ, 1998 (Πηγή, ο.π.π.) |
Τα χέρια σας σοβαρά σαν τις πέτρες
θλιμμένα σαν εκείνα τα τραγούδια
που τραγουδάν στη φυλακή
βαριά, χοντροκομμένα σάμπως ζώα για χαμαλίκι
τα χέρια σας που μοιάζουν μανιασμένα πρόσωπα
πεινασμένων παιδιών!
Τα χέρια σας ανάλαφρα, επιδέξια σαν τις μέλισσες
ολόγιομα σάμπως μαστοί ξέχειλοι γάλα
ατρόμητα καθώς η φύση
τα χέρια σας που κάτω απ’ το σκληρό πετσί τους
φυλάνε πάντα τη στοργή και τη φιλία.
Και βέβαια που δε στέκεται ο πλανήτης μας
σ’ ενός βοδιού τα κέρατα,
ανάμεσα στα χέρια σας κρατιέται.
A, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι,
Με ψέματα σας ταΐζουνε όταν εσείς πεινάτε
κ’ έχετε χρεία από ψωμί και κρέας.
Αφήνετε τούτον τον κόσμο
που τα κλαδιά του με καρπούς είναι κατάφορτα
δίχως να κάτσετε ούτε μια φορά να φάτε
απάνου σ’ ένα παστρικό τραπεζομάντηλο.
Α, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι,
πιότερο εκείνοι της Ασίας, της Αφρικής
της μέσης, της εγγύς Ανατολής
και των νησιών του Ειρηνικού
και τούτοι της δικιάς μου χώρας
πιότεροι δηλαδή από τα εβδομήντα στα εκατό
είσαστε κοιμισμένοι, είσαστε γέροι...
Είστε περίεργοι, είστε νέοι καθώς τα χέρια σας...
Α, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι ‒
εσύ αδερφέ μου της Ευρώπης, της Αμερικής
συ που ’σαι σβέλτος, που ’σαι θαρρετός
κ’ είσαι όλος χαυνωμένος σαν τα χέρια σου
σου λένε ψέματα, σε βάζουν στο ντορό τους...
Α, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι ‒
αν ψεύδονται οι κεραίες
αν ψεύδεται η περιστροφή της γης
αν ψεύδονται και τα βιβλία
αν ψεύδονται οι αφίσες, τ’ ανακοινωθέντα
πάνου στην κολώνα
αν ψεύδονται και πάνου στην οθόνη
των κοριτσιών τα γυμνά πόδια
αν ψεύδεται κ’ η προσευχή
αν ψεύδεται και το νανούρισμα
αν ψεύδεται και τ’ όνειρο
αν ψεύδεται στο καμπαρέ κι ο βιολιστής
αν ψεύδεται το φεγγαρόφωτο
μες στις απελπισμένες νύχτες
αν ψεύδεται κι ο λόγος
αν ψεύδεται το χρώμα
αν ψεύδεται η φωνή
αν ψεύδεται κι αυτός που εκμεταλλεύεται τα χέρια σας
αν ψεύδονται όλοι κι όλα
εξόν από τα χέρια σας
είναι για να ’ναι υπάκουα σαν τον πηλό τα χέρια σας
να ’ναι τυφλά σαν τα σκοτάδια
να ’ναι κουτά σαν τα μαντρόσκυλα
για να μην εξεγείρονται τα χέρια σας
για να μην πάρει τέλος τούτη η αδικία
τ’ όνειρο κάθε εμπόρου
μέσα σε τούτονε τον κόσμο το θνητό
μέσα σε τούτονε τον κόσμο
που θα ’τανε τόσο όμορφο να ζούμε.
Δε χρειάζονται σχόλια σ’ αυτά τα ποιήματα, ούτε εξηγήσεις κι αναλύσεις, κοινωνικής, αισθητικής ή ηθικής υφής. Δεν υπάρχουν αινίγματα καμιάς κατηγορίας. Όλα είναι καθαρά και «ντόμπρα», χωρίς υπαινιγμούς, περιστροφές, αποσιωπήσεις και χωρίς άλλες αισθητικές προεκτάσεις. Ο ίδιος εκθέτει και εξηγεί. Η ποίηση πια μένει μόνο στο θέμα, στη συγκίνηση και στον τόνο, και σε μερικά μικρά φραστικά απρόοπτα, όπως «αν ψεύδεται τ’ όνειρο», «αν ψεύδεται το φεγγαρόφωτο», που κι αυτά όμως, όπως κι οι λίγες απλές συζεύξεις παρομοιώσεων, δε δίνονται με «αξιώσεις ποιητικές» και γι αυτό παραμένουν αθόρυβα και σεμνά ποιητικές.
Σ’ ένα άλλο ποίημά του, «Το πιο παράδοξο απ’ όλα τα πλάσματα», γραμμένο στα 1948, λέει:
Σαν το σκορπιό είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σκορπιό
μέσα σε μια μεγάλη νύχτα τρόμου.
Σαν το σπουργίτι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σπουργίτι
μέσα στις μικροσκοπικές σκοτούρες του.
Εχ, σαν το στρείδι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το στρείδι
το σφαλιγμένο και ήσυχο.
Τι τρομερός που ’σαι, αδερφέ μου,
σα στόμιο σβησμένου ηφαίστειου.
Κ’ ένας δεν είσαι, αλλοίμονο,
δεν είσαι πέντε
δεν είσαι μήτε και μιλιούνια.
Σαν πρόβατο είσαι, ω αδερφέ μου.
Όταν ο μπόγιας, το τομάρι σου ντυμένος,
όταν σηκώνει το ραβδί του ο μπόγιας,
βιάζεσαι να χωθείς μες στο κοπάδι
και τρέχοντας τραβάς για το σφαγείο,
τρέχοντας, κι από πάνου μέ καμάρι.
Είσαι το πιο παράδοξο πλάσμα του κόσμου,
πιότερο ακόμα κι απ’ το ψάρι
που ζει μέσα στη θάλασσα χωρίς ναν τη γνωρίζει.
Κι αν είναι δω στη γης τόση μιζέρια
είναι από σένανε, αδερφέ μου,
Αν είμαστε ετσι πεινασμένοι κ’ έτσι τσακισμένοι
Αν είμαστε γδαρμένοι ως το μεδούλι
και πατημένοι σαν τσαμπιά να δώσουμε όλο το κρασί μας,
Τάχα θα πω πως είναι από δικό σου φταίξιμο; – όχι,
Όμως και συ αδερφέ μου, φταις καμπόσο.
Αυτή η πατρική στάση είναι συχνή στην ποίηση του Χικμέτ, όταν θέλει να μαλώσει τ’ «αδέρφια» του επειδή δε βλέπουν ορισμένα ολοφάνερα πράγματα ή επειδή τ’ ανέχονται, όταν δε συνειδητοποιούν στο προσωπικό τους αίσθημα το γενικό κοινωνικό συναίσθημα που έχει μια κοινή πηγή και κοινή σημασία ‒ κι η κατανόηση αυτή θα βοηθούσε στην ενότητα της κοινωνίας και στην ανάπτυξή της. Όμως ακόμη πιο συχνά η θέση του κ’ η στάση του είναι φιλική. Υπογραμμίζω τη φιλική στάση, σαν ένα αίσθημα ισοτιμίας με όλους, που τον χαρακτήριζε, και χαρακτηρίζει όλη την τέχνη του.
Avni Arbas, Παρίσι 1961 (Πηγή, ο.π.π.) |
Η γνησιότητα αυτή φαίνεται ολοκάθαρα όχι μόνο στους δεσμούς της τέχνης του με τις λαϊκές πηγές, τις λαϊκές καλλιτεχνικές παραδόσεις, μα προπάντων στην ανανέωση αυτών των παραδόσεων με τα καινούργια στοιχεία και δεδομένα που του χορηγεί αυτός ο ίδιος ο ανανεούμενος κι εξελισσόμενος λαός στον ειδικό, εθνικό του χώρο, άλλα και ατή γενική, διεθνή του έννοια, δύναμη και σημασία. Κι ακόμη πιο πολύ φαίνεται σ’ ό,τι ο ποιητής με την τέχνη του δίνει στο λαό, πριν ακόμη το συνειδητοποιήσει η μάζα, αξιοποιώντας τον πνιγμένο, εμποδισμένο, αφανή δυναμισμό της.
Avni Arbas, Παρίσι 1961 (Πηγή, ο.π.π.) |
(Σημείωση 4) |
Από μεγάλη έκθεση χειρογράφων και φωτογραφιών τον Μάρτιο του 2013 (50 χρόνια από το θάνατό του) στην Κωνσταντινούπολη (Σημείωση 5) |
Ίσως η έρευνά του να μην εξάντλησε ολόκληρων τον εαυτό του, ολόκληρον τον «αιώνιο άνθρωπο». Ίσως να έμεινε στα πρώτα «γεωλογικά στρώματά» του, όμως η εκφραστική του ειλικρίνεια, σε σχέση μ’ αυτά, είναι ακέρια και οριστική, και τα όρισε με την πιο πειστική καλλιτεχνική ακρίβεια.
Τα ποιήματα του Χικμέτ, είναι συχνά σαν πρώτες, αμεταποίητες συγκινήσεις, σαν πράγματα ή σαν γεγονότα, τόσο καίρια αυτά καθεαυτά στην κοινωνική σημασία του αισθήματός τους, που καθιστούν άχρηστα τα αμιγή (αν υπάρχουν) αισθητικά κριτήρια, και κάποτε τα κριτήρια αυτά φαίνονται άπρεπα κι ανάρμοστα σαν μια τάση «ωραιολογικής βαθμολόγησης» του θρήνου μιας μάνας, του μορφασμού ενός εκτελούμενου ήρωα ή των ζητωκραυγών μιας λαϊκής παρέλασης.
Μα τότε, μήπως θα ’πρεπε να παραιτηθούμε από κάθε αισθητική αξιολόγηση του έργου του Χικμέτ; Κάθε άλλο. Μόνο που θα πρέπει τα αισθητικά μας μέτρα να τα εξάγουμε απροκατάληπτα, όσο το δυνατόν, απ’ το ίδιο του το έργο και να το θεωρούμε στις δικές του αναλογίες, που θεσπίζουν την ιδιαίτερη νομοθεσία του, στη βάση των γενικών και ιδιαίτερων βιωμάτων του και πράξεών του. Γιατί η ποίηση του Χικμέτ (όπως άλλωστε και κάθε αληθινή ποίηση, νομίζω) είναι ποίηση βιωματική, ποίηση πράξεων και πρακτική, που αξιώνει για την πλήρη της κατανόηση και καταξίωση, αισθητική και ηθική, μιαν αναλογία βιωμάτων απ’ τους αναγνώστες της και τους μελετητές της.
6 Μαΐου 1931, στο δικαστήριο (ο.π.π.) ‒ Σ.Μπ: Κατηγορούμενος πως τα βιβλία του ενθαρρύνουν το έγκλημα. |
Τη μοναξιά τη γνωρίζει περισσότερο μέσα στη φυλακή κι όχι ανάμεσα στους ανθρώπους, όχι πλάι στη γυναίκα, όχι μέσα του. Τη δέχεται σαν κοινωνικό καταναγκασμό που μπορείς να τον πολεμήσεις, κι όχι σαν αναπότρεπτη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι μια φυλακή που πρέπει και μπορεί να την γκρεμίσει. Κι αν κάποτε αφήνεται σ’ αυτήν (κι αυτό γίνεται πότε - πότε) δεν το συγχωρεί στον εαυτό του:
[…]
Πόσοι είμαστε που μένουμε δώ μέσα
Μήτε πού ξέρω
Είμαι μονάχος μου, μακριά τους,
Κι αυτοί μαζί, μακριά από μένα.
Μονάχα με τον εαυτό μου μού επιτρέπουν να μιλάω
Κι αυτά κάνω.
Μα έτσι τα λόγια μου μού φαίνονται σαν άνοστα
Και τραγουδάω, καλή μου.
Και, κοίτα, να, η φωνή μου τούτη που την ξέρεις
τούτη η αγροίκα και παράτονη φωνή μου
τόσο βαθιά μου αντιλαλεί
που την καρδιά μου σκίζει.
[…]
Και να πεις πως δε ντρέπουμαι
για την κατάντια της καρδιάς μου
Να πεις δεν κοκκινίζω να τη βλέπω
με το φτωχό κεφάλι της γερμένο
ν’ αποτραβιέται μέσα της
και να ’ναι τόσο αδύναμη
τόσο ακατάδεχτη
και τόσο απλά ανθρώπινη.
[…]
Ίσως και να ’ναι απ’ αφορμή
τούτα τα δύο καγκελόφραχτα παράθυρα
τούτη τη σόμπα, τούτη την πήλινη στάμνα
τούτα τα τέσσερα ντουβάρια
που δε μ’ αφήνουνε ν’ ακούσω εδώ και μήνες
άλλες ανθρώπινες φωνές εξόν απ’ τη δική μου.
[…]
(Επιστολές και Ποιήματα, ΙΙ)
Μόνο που αυτό το «ίσως» δίνει ένα βαθύτερο ήχο στο αίσθημα της μοναξιάς, που δεν εξαντλείται με την εξωτερική, ταπεινόφρονη απαρίθμηση των αιτίων της. Κάτι τέτοιες στιγμές, που η καρδιά του θέλει, όπως λέει στο ίδιο ποίημα:
να κλάψει δίχως τίποτα να περιμένει από κανέναν
να κλάψει καταμόναχη για τον εαυτό της
1957, (ο.π.π.) |
Και με τούτη τη βαθύτερη αίσθηση, ο κοινωνικός αγώνας, όπως κι η αποκαλούμενη κοινωνική τέχνη, αποκτούν βαθύτερη σημασία, υψηλότερο στόχο και πλατύτερη προοπτική. Αναπτύσσονται μέσα στην περιοχή του πιο καθολικού, του πιο καίριου ανθρώπινου προβληματισμού, που ανανεώνει τη συνείδηση της ενότητας του παγκόσμιου πνευματικού πολιτισμού. Και τέτοια, πολύ συχνά, στις κύριες στιγμές της, είναι η ποίηση του Χικμέτ, που πέρα και πάνω απ’ όποιες πρόσκαιρες σκοπιμότητες, πέρα κι απ’ το ιδεολογικό της βάρος, θα μείνει για πάντα, τέλεια στα δικά της μέτρα, ουσιαστικά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, θαυμαστά απέριττη, ανεξάντλητη πηγή συγκινήσεων και ευγενικό δίδαγμα της ευθύνης του ποιητή μπροστά στην εποχή του και στον κόσμο.
Ας μου συγχωρεθεί αυτή η τελευταία αποστροφή κι αυτή η συμπερασματικότητα, τόσο ξένη προς έναν αντικειμενικό, κριτικό λόγο, μα που γίνεται αναπότρεπτη τέτοιες στιγμές που ο θάνατος μας στερεί έναν ακέραιο άνθρωπο, έναν παρήγορο φίλο, έναν εξαίσιο Αγωνιστή- ποιητή. Είναι κι αυτό μια αντίσταση στο θάνατο, όπως ήταν και μένει ολόκληρη η παρουσία του Χικμέτ και του έργου του.
ΑΘΗΝΑ, Ιούνιος 1963
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Από το:
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗ
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 1970 (σελ. 10-20)
(Α΄ έκδοση 1966)
Μεταγραφή Μπ.Ζ.
Ναζίμ Χικμέτ: Νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι στη Μόσχα Πορεύεται πάντα μαζί μας |
________________________
1. Αμπιντίν Ντινό: Πηγή
Σημ. Μποτίλιας: Τα Γράμματα και ο Μπενερτζη, μαζί από τις εκδ. Στοχαστής, χ.χ.ε. (1981;). Το σύνολο του έργου του μεταφρασμένο από τον Νίκο Μαγιόπουλο στη Σύγχρονη Εποχή. Κατά τη άποψή μας, η μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου ‒απόδοση, όπως σεμνά την ονομάζει ο ίδιος‒ είναι η κορυφαία.
2. Ιμπραήμ Μπαλαμπάν: Πηγή
Σημ. Μποτίλιας: Ο Χικμέτ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές της Προύσας, συνήθιζε να ζωγραφίζει. Εκεί, συναντάει έναν νεαρό χωρικό κρατούμενο, τον Ιμπραήμ Μπαλαμπάν. Ο ποιητής ανακάλυψε το ταλέντο του Μπαλαμπάν στο σχέδιο, του έδωσε όλα τα χρώματά του και τα πινέλα του, και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει τη ζωγραφική. Επέδρασε στον νέο, ο οποίος είχε τελειώσει μόνο το τριτάξιο δημοτικό σχολείο του χωριού του, και τον δίδαξε, μεταδίδοντάς του τις δικές του ιδέες για τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την οικονομία και την πολιτική. Ο Χικμέτ έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Μπαλαμπάν, και σε επιστολή του προς τον συγγραφέα Κεμάλ Ταχίρ τον αποκαλούσε «ο αγρότης- ζωγράφος μου» (τουρκικά: Köylü Ressam). Η φιλία τους παρέμεινε και μετά την αποφυλάκισή τους. (Nazim HIkmet)
3. Avni Arbas: Πηγή
4. Πηγή
5. Πηγή
Βλέπε και Χικμέτ από Μποτίλια
_______________________________
Βλέπε και:
Ναζίμ Χικμέτ Ραν: Ζωγραφική, χειροτεχνήματα και ποίηση από τις φυλακές (Αφιέρωμα - 47 έργα)
*
1. Αμπιντίν Ντινό: Πηγή
Σημ. Μποτίλιας: Τα Γράμματα και ο Μπενερτζη, μαζί από τις εκδ. Στοχαστής, χ.χ.ε. (1981;). Το σύνολο του έργου του μεταφρασμένο από τον Νίκο Μαγιόπουλο στη Σύγχρονη Εποχή. Κατά τη άποψή μας, η μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου ‒απόδοση, όπως σεμνά την ονομάζει ο ίδιος‒ είναι η κορυφαία.
2. Ιμπραήμ Μπαλαμπάν: Πηγή
Σημ. Μποτίλιας: Ο Χικμέτ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές της Προύσας, συνήθιζε να ζωγραφίζει. Εκεί, συναντάει έναν νεαρό χωρικό κρατούμενο, τον Ιμπραήμ Μπαλαμπάν. Ο ποιητής ανακάλυψε το ταλέντο του Μπαλαμπάν στο σχέδιο, του έδωσε όλα τα χρώματά του και τα πινέλα του, και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει τη ζωγραφική. Επέδρασε στον νέο, ο οποίος είχε τελειώσει μόνο το τριτάξιο δημοτικό σχολείο του χωριού του, και τον δίδαξε, μεταδίδοντάς του τις δικές του ιδέες για τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την οικονομία και την πολιτική. Ο Χικμέτ έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Μπαλαμπάν, και σε επιστολή του προς τον συγγραφέα Κεμάλ Ταχίρ τον αποκαλούσε «ο αγρότης- ζωγράφος μου» (τουρκικά: Köylü Ressam). Η φιλία τους παρέμεινε και μετά την αποφυλάκισή τους. (Nazim HIkmet)
3. Avni Arbas: Πηγή
4. Πηγή
5. Πηγή
Βλέπε και Χικμέτ από Μποτίλια
_______________________________
Βλέπε και:
Ναζίμ Χικμέτ Ραν: Ζωγραφική, χειροτεχνήματα και ποίηση από τις φυλακές (Αφιέρωμα - 47 έργα)
*
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.