Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ (9.6.1930 – 20.7.2019), Ένα ποίημα για τον Λόρκα (5.6.1898 – 19.8.1936)


Στην αγκαλιά μου θα σε σφίξω, συγκινημένος πιο πολύ,
Μέσα σ’ αυτόν τον άνεμο που εσύ μας έμαθες να τον ονοματίζουμε
Με ονόματα βγαλμένα από τις τσέπες σου,
Κι ας ήσουν κιόλας πεθαμένος.

 

 Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος / Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα, 9/6/2023

 

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ

(Roberto Fernández Retamar)
Αβάνα, 9 Ιουν. 1930 – 20 Ιουλ. 2019).

Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, με περί τις τριάντα ποιητικές συλλογές και πλήθος δοκιμίων. Μια από τις σημαντικότερες φωνές της εποχής μας. Από τους πρώτους στενούς συνεργάτες του Τσε και του Φιντέλ, κεντρική φιγούρα στην πολιτιστική και πολιτική ζωή της Κούβας, υπογράφει, μεταξύ άλλων, και την Εισαγωγή στο βιβλίο του Τσε, Ανταρτοπόλεμος. Το 1965 άρχισε να διευθύνει την Επιθεώρηση Casa, του σημαντικότερου για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική ιδρύματος της Κούβας, Casa de Las Américas, όπου από το 1986 μέχρι το θάνατό του κατείχε τη θέση του Προέδρου. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία στην Αβάνα, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Δίδαξε για κάποια χρόνια στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ. Κατείχε την έδρα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Alma Mater της Αβάνας. Μετά την Επανάσταση υπηρέτησε στο Διπλωματικό Σώμα. Έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά κ.λπ.

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ. © Archivo Fotográfico de la Casa de las Américas / Abel Carmenate. (Πηγή: https://www.unesco.org).

 


 

Federico García Lorca – Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα

(Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca)
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας.
Δολοφονήθηκε από τους φασίστες της Ισπανικής Χωροφυλακής του Φράνκο, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ, λίγο έξω από τη Γρανάδα.

Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα, 5.6.1898 – 19.8.1936. (Πηγή φωτό: https://thegreyparade.wordpress.com).

 

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ

Επανορθώνοντας Για Τον Φεδερίκο

 

Σε ένα ποίημα (μάλλον κακό εδώ που τα λέμε) διάβασα μόλις
           και με εντυπωσίασε,
Πως δεν ηχογραφήθηκε η φωνή σου, που τόσα λέγονται γι’ αυτήν
           απ’ όσους σε γνωρίσανε⸱
Πως δεν ηχογραφήθηκε η φωνή σου και πως εκείνοι οι παλαιοί,
Οι πάνω απ’ τα εξήντα που αρχίζουνε να φεύγουνε ένας ένας,
Οι μαγεμένοι συνομήλικοί σου,
Μαζί τους παίρνουνε πεθαίνοντας και σβήνουνε απ’ αυτήν τη γη
           την τελευταία της φωνής σου ανάμνηση.
Σε λίγον καιρό (άλλα τριάντα χρόνια ας πούμε),
Δεν θ’ απομείνει ούτε ψυχή απάνω στον πλανήτη
Που να θυμάται πώς εμίλαγες,
Πώς ετραγούδαγες
Πώς εγέλαγες
Μπορεί ακόμα και πώς έκλαιγες.
Θα ’χει για πάντα η φωνή σου ξεχαστεί.

Έτσι κι εσύ θα ’χεις τελείως ξεχαστεί
Μες σε τρακόσια
Σε τρεις χιλιάδες
Ή σε τριάντα χιλιάδες χρόνια.
Μπορεί ακόμα να ’χει ξεχαστεί ως και η έννοια της ποίησης,
Εκείνο που εσύ διαφέντευες
Και που τις λέξεις βλέπει από τη μια
Και την ψυχή απ’ την άλλη.
Γι’ αυτό και πρέπει να βιαστούμε
Να επανορθώσουμε
Όσο ακόμα ο θάνατός σου είναι νωπός.

Γιατί μετά από ένα θάμπος εφηβικό,
Που από χέρι σε χέρι σε διαβάζαμε, ήσουνα μόλις ένα όνομα,
           όπως ο Σωκράτης ή ο Λεονάρδο
(Οι άλλοι ήτανε ο Ματσάδο, ο Ουναμούνο, ο Μαρτί, ο Νερούδα,
           ο Αλβέρτι.
Μονάχα ο Χουάν Ραμόν κι εσύ
Ήτανε ο Χουάν Ραμόν κι ο Φεδερίκο)⸱
Μετά
Ήρθανε οι άλλοι
Και ήρθανε μαζί και οι μέρες που σε αρνηθήκανε.
Τι αδικία Φεδερίκο,
Τι αδικία —μπορεί αναπόφευκτη: τρέφονται οι ζωντανοί από
           τους πεθαμένους,
Μα δεν το διαλαλούνε.

Τώρα είν’ απαραίτητο φόρο τιμής να σου αποτίνουνε
Όχι μονάχα οι ρήτορες
Κι εκείνοι που βιογραφίες γράφουνε για σένα και μελέτες,
Μα και οι νέγροι οι υπέροχοι που αγάπησες και που δεν
           λογαριάζουνε σκυλιά μα ούτε και λευκούς,
Οι δέκα χιλιάδες ιερόδουλες που απειλούνε να παρελάσουνε στο
           Σαντιάγο της Χιλής,
Εκείνα τα φτωχά διαφορετικά αγόρια, οι σαλαμάντρες με τα
           πέντε πόδια, τα παραπεταμένα έξω απ’ τον κόσμο ετούτονε,
Οι παραπανήσιοι, οι κατάπληκτοι.
Κι οι ποιητές.

Τώρα που κοντεύουμε στην ηλικία αυτή
Που θα ’ναι πάντοτε η δική σου,
Είναι μια πράξη δικαιοσύνης
Τόσο μοιραία, τόσο απαραίτητη όσο κι η άλλη αδικία,
Να πούμε πως δίκιο είχαμε τότε, που μόλις βγαίναμε
           από τα παιδικάτα μας,
Όταν το Φεδερίκο ένα ηλεκτρισμένο ήτανε όνομα,
Μια φλόγα που γκρεμίζει τα σκοτάδια,
Ένας θησαυρός, ένας φίλος αξέχαστος που τον αρπάξανε μια νύχτα
           και με αυτήν αρχίνησε ο χειμώνας.
Ήξερες πιο πολλά, ήσουνα ο καλύτερος και η ειλικρίνεια ή η αθωότητα
Ή η απληστία ή η εγκατάλειψη
Σε βρίσκανε για να μπορούνε να ανθίσουνε.

Ξεχωριστέ μου, συγκλονιστικέ μεγάλε μου αδερφέ,
Πριν εξαφανιστείς παντοτινά,
Με τα σπασμένα σου σφυρά, με όργανα μουσικά περίπλοκα
           να ηχούνε απ’ το λαιμό σου,
Με μάτια ρημαγμένα από τα δάκρυα,
Με κατατρυπημένο το κεφάλι και το στήθος,
Πριν εξαφανιστούμε εμείς για τα καλά,
Στην αγκαλιά μου θα σε σφίξω, συγκινημένος πιο πολύ,
Μέσα σ’ αυτόν τον άνεμο που εσύ μας έμαθες να τον ονοματίζουμε
Με ονόματα βγαλμένα από τις τσέπες σου,
Κι ας ήσουν τότε κιόλας πεθαμένος, πεθαμένος,
Και ας μην ήσουν τίποτ’ άλλο από σελίδες, κι είχανε αρχίσει πια
           να χάνονται
Τα λόγια από σάρκα κι από αίμα που ταρακουνάγανε το
           σύμπαν
Μέχρι εκείνονε τον Αύγουστο του 1936, τριάντα χρόνια πριν,
Όταν τα τέρατα που διαρκώς παραμονεύουνε σε ντουφεκίσανε
           άσπλαχνα
Μόνο και μόνο
Επειδή έτσι συντρίβονται οι ποιητές.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 5 Μαΐου 2023

Από τη Συλλογή: Que veremos arder —Θα δούμε να καίγονται (1966-1969). Αβάνα, 1970
(Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και στη Βαρκελώνη με τον τίτλο: Κάτι σαν τα προκατακλυσμιαία τέρατα)

Ισπανικό κείμενο κάτω

Για τον ποιητή δες και από Μποτίλια Στον Άνεμο: Χουάν Χέλμαν: Αφού έλεγε ότι πρέπει ν’ αγωνιστούμε μέχρι την τελική νίκη τότε δεν πέθανε (Σημειώσεις – Ρεταμάρ).

Δες και μια μαρτυρία του Ρεταμάρ για τον ποιητή Τσε Γκεβάρα, στο Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε.

Φωτό. Ο Ροβέρτο Φερνάτες Ρεταμάρ με φόντο το σήμα κατατεθέν της Αβάνας, στην είσοδο του λιμανιού της, το Κάστρο Μόρο με τον φάρο του (Castillo de los Tres Reyes del Morro). Το Κάστρο των Τριών Βασιλιάδων του Μόρο. (Πηγή: https://www.cubahora.cu).

 

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα: Το φιλί (1927) – Λόρκα και Νταλί. (Πηγή: https://thegreyparade.wordpress.com).

 Άλλα ποιήματα του Ρεταμάρ

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ, Επανάστασή μας, αγάπη μας - 5 ποιήματα για την Ανακτημένη Νήσο

 Για Λόρκα βλέπε και

Μπάμπης Ζαφειράτος: Λόρκα (5.6.1898 – 19.8.1936), Μπαλάντα της Χωροφυλακής (Πλήρης) — Τσε (14.6.1928 – 9.10.1967), Με τον Λόρκα στην Καρδιά

Ραφαέλ Αλβέρτι – Μπάμπης Ζαφειράτος: Δύο Σονέτα και ένα Επίγραμμα για τον Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα

Όλες οι Μεταφράσεις του Μπάμπη Ζαφειράτου

Μετάφραση

Μπάμπης Ζαφειράτος / Μποτίλια Στον Άνεμο

(Πρώτη δημοσίευση Κατιούσα, 9/6/2023)

 

 

Roberto Fernández Retamar

Desagravio A Federico

 

En un poema (por otra parte más bien malo) acabo de leer,
           y me ha impresionado,
Que no se grabó tu voz, de la que tanto hablan los que te
                conocieron;
Que no se grabó tu voz, y que esos nuevos viejos,
Esos hombres de más de sesenta años que empiezan ahora
           a extinguirse en masa,
Y que fueron tus maravillados coetáneos,
Están, al morirse, llevándose consigo, borrando de la tierra
           la última memoria de tu voz.
Dentro de poco tiempo (digamos otros treinta años),
No quedará nadie en el planeta
Que pueda recordar cómo tú hablabas,
Cantabas,
Reías,
Presumiblemente llorabas.
Tu voz será olvidada para siempre.

Así también serás todo tú olvidado
Dentro de trescientos,
Tres mil
O treinta mil años.
Quizá se olvide hasta la idea misma de la poesía,
Eso de que eras dueño,
Y que por una parte mira a las palabras
Y por la otra al alma.
Hay pues que apresurarse
A hacerte el desagravio,
Fresca todavía la muerte.

Porque después de un deslumbramiento adolescente,
En que te pasábamos de mano en mano, hecho tan sólo un
           nombre, como Sócrates o Leonardo
(Los otros eran Machado, Unamuno, Martí, Neruda, Alberti.
Sólo Juan Ramón y tú
Eran Juan Ramón y Federico);
Después de entonces,
Llegaron los otros
Y vinieron los días de negarte.
Qué injusticia, Federico,
Qué injusticia —quizás imprescindible: los vivos se nutren
           de los muertos,
Pero no lo proclaman.

Ahora es necesario que te rindan homenaje
No sólo los discurseros
Y los que te hacen biografías y estudios,
Sino los negros magníficos que amaste y que desafían a perros
           y a blancos,
Las diez mil prostitutas que amenazan con desfilar por Santiago
           de Chile,
Los pobres muchachos equívocos, las salamandras de cinco
           patas, arrojados del mundo,
Los sobrantes, los estupefactos.
Y los poetas.

Ahora que vamos a tener la edad
Que es la tuya para siempre,
Es un acto de justicia
Tan fatal, tan necesaria como la otra injusticia,
Decir que teníamos razón entonces, a la salida apenas
           de la niñez,
Cuando Federico era un nombre electrizado,
Una llama que se intercambia en las tinieblas,
Un tesoro, un amigo inolvidable arrebatado en la noche en que
           empezó el invierno.
Sabías más, eras mejor, y el candor o la inocencia
O la avidez o el desamparo
Te descubrían para crecer.

Mi raro, mi sobrecogedor hermano mayor,
Antes de que desaparezcas para siempre,
Con los tobillos rotos, complicados instrumentos músicos
           al cuello,
Los ojos arrasados en lágrimas,
El pecho y la cabeza agujereados;
Antes de que desaparezcamos para siempre,
Voy a abrazarte, más bien emocionado,
En este viento que nos enseñaste a nombrar
Con palabras que te ibas sacando del bolsillo,
Y eso que para entonces ya estabas muerto, muerto,
Y no eras sino páginas, y ya habían empezado a perderse
Las palabras de carne y hueso que hicieron estremecer al mundo
Hasta ese agosto de 1936, hace ahora treinta años,
En que las bestias siempre al acecho te fusilaron porque sí,
Porque todo,
Porque así se terminan los poetas.

 

Que veremos arder (1966-1969), La Habana, 1970

Desagravio A Federico Federico Garcia Lorca Que veremos arder Roberto Fernandez Retamar Επανορθώνοντας Για Τον Φεδερίκο Θα δούμε να καίγονται Μπάμπης Ζαφειράτος Νταλί και Λόρκα Ποίηση Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ Φεδερίκο Γαρθία λόρκα Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.