Της
Δέσποινας ΟΡΦΑΝΑΚΗ
Οι τελευταίες εξελίξεις σε Συρία και βόρειο Ιράκ δείχνουν πως μπαίνουμε σιγά - σιγά στην επόμενη φάση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, που αφορά τη μοιρασιά των πολεμικών λαφύρων και της λείας των επικείμενων μεταπολεμικών «ανοικοδομήσεων» από τους άμεσους και έμμεσους πρωταγωνιστές των πολέμων.
Αφενός η (πολλαπλώς συμβολική) ανακατάληψη της βόρειας συριακής πόλης Ράκα στις αρχές της βδομάδας, που αποτελούσε τα τελευταία τρία χρόνια την πρωτεύουσα του λεγόμενου «χαλιφάτου» των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» (ΙΚ), από τους Κούρδους και Αραβες μαχητές των φιλοαμερικανικών «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων» (SDF) και αφετέρου η (από τον ιρακινό στρατό) πρόσφατη ανακατάληψη αμιγώς μη κουρδικών περιοχών, όπως η επαρχία Κιρκούκ, που πήραν οι Κούρδοι μαχητές «Πεσμεργκά» στο βόρειο Ιράκ, μετά το 2014, δημιουργούν νέα δεδομένα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ελάχιστα 24ωρα από την «απελευθέρωση της Ράκας» από τους Κούρδους έφτασε στη συγκεκριμένη συριακή πόλη ο Σαουδάραβας πρώην πρέσβης στο Ιράκ, Τάμερ αλ Σαμπχάν, συζητώντας με τη νέα «τοπική κυβέρνηση» σχέδια για «έναν εξέχοντα ρόλο της Σαουδικής Αραβίας στις προσπάθειες ανοικοδόμησης».
Σύμφωνα με πληροφορίες της σαουδαραβικής ειδησεογραφικής ιστοσελίδας «Okaz», που ανακοίνωσε την είδηση, ζωηρό ενδιαφέρον για ρόλο στην ανοικοδόμηση της Ράκα έχουν εκφράσει και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), που είναι από τους πιο στενούς συμμάχους των Σαουδαράβων.
Με λίγα λόγια, χώρες, οι αστικές τάξεις των οποίων πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία, εκπαίδευση, χρηματοδότηση και εξοπλισμό των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» και της «Αλ Κάιντα», όπως η Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ και οι ΗΠΑ, επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος, φορώντας αυτήν τη φορά τη μάσκα του «κατασκευαστή» και του φορέα ανοικοδόμησης...
Οι Αμερικανοί, για την ώρα, προσπαθούν (τηρουμένων των αναλογιών...) να κρατήσουν χαμηλότερο προφίλ, όσον αφορά την ανοικοδόμηση, επιλέγοντας να προωθήσουν τα σχέδιά τους για εξασφάλιση των μακροπρόθεσμων γεωπολιτικών τους επιδιώξεων όπως κάνουν εδώ και μήνες (εν γνώσει των Ρώσων ανταγωνιστών τους), φτιάχνοντας παράνομα στρατιωτικές βάσεις και στρατόπεδα στο βόρειο και νότιο τμήμα της Συρίας.
Παράλληλα, λοξοκοιτάζουν και προς τη μεριά της μεταπολεμικής λείας της ανοικοδόμησης στις ρημαγμένες πόλεις της Συρίας.
Λέγεται, π.χ., πως ο απεσταλμένος του διεθνούς συνασπισμού των ΗΠΑ, ε.α. στρατηγός Μπρετ Μαγκούρκ, έφτασε προ ημερών στη Ράκα, «συμπτωματικά» παράλληλα με τον Σαουδάραβα.
Η ανακατάληψη της Ράκα βεβαίως έγινε με υψηλό τίμημα, το οποίο και πάλι πλήρωσε ο συριακός λαός. Αμέτρητες χιλιάδες αμάχων, κάθε ηλικίας, έχασαν τη ζωή τους από τις βόμβες και τις ρουκέτες τζιχαντιστών, Κούρδων, Αμερικανών και λοιπών συμμάχων.
Εκατοντάδες χιλιάδες έχουν μείνει άστεγοι, πεινασμένοι, τραυματισμένοι, ασθενείς, αναμένοντας τη «διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια» ακόμη και χωρών που συνέβαλαν αποφασιστικά, με τον έναν ή άλλο τρόπο, στην καταστροφή σημαντικού μέρους της Συρίας.
Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Χιλιάδες κτίρια «αποσκελετωμένα» από τις αμέτρητες βόμβες των αντιμαχόμενων πλευρών χάσκουν ερειπωμένα, περιμένοντας τους... επενδυτές.
Όπως φαίνεται, ο πόλεμος, αυτήν τη φορά, θα δοθεί και ανάμεσα στα κατασκευαστικά μονοπώλια, τα οποία δεν θα είναι απαραίτητα μόνο των Αμερικανών, των Σαουδαράβων, αλλά και συμμάχων της κυβέρνησης του Σύρου Προέδρου, Μπασάρ Ασαντ, όπως το Ιράν, η Ρωσία, ακόμη και η Κίνα.
Στις 9 Οκτώβρη, ο Κινέζος πρέσβης στη Συρία, Κι Τσιανζίν, συναντήθηκε με τον Σύρο υπουργό Εθνικής Συμφιλίωσης, Αλι Χαϊντάρ, εκφράζοντας την προθυμία του Πεκίνου να παίξει «σημαντικό ρόλο στη συμφιλίωση των τοπικών κοινοτήτων και στην ανοικοδόμηση». Τόνισε ότι η κινεζική κυβέρνηση ενθαρρύνει ήδη κινεζικές επιχειρήσεις και ομίλους να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας.
Από το «κάδρο» δεν θα μπορούσε να λείπει, βεβαίως, το Ιράν, που έχει θυσιάσει διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό επίλεκτων δυνάμεων του στρατού στις μάχες κατά των τζιχαντιστών.
Προσφάτως ανέλαβε την αποκατάσταση σημαντικού μέρους του κατεστραμμένου δικτύου ηλεκτροδότησης στη Συρία με απόφαση της κυβέρνησης άσαντ.
Βεβαίως, το πώς και ποιοι θα κάνουν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων συριακών πόλεων είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, χωρίς εύκολες απαντήσεις.
Σε περιοχές που ανακατέλαβε ο συριακός στρατός, η κυβέρνηση Άσαντ προωθεί την ανοικοδόμηση (υπέρ της ντόπιας ελίτ και ξένων λυκοσυμμάχων) μέσω του προεδρικού διατάγματος 66 του 2012, δημιουργώντας τη μη δημόσια εταιρεία «Damascus al Cham Holding» με αρχικά κεφάλαια ύψους 60 δισ. συριακών λιρών.
Με αυτόν το φορέα συνεργάζονται σε αρκετές περιπτώσεις οργανώσεις και υπηρεσίες του ΟΗΕ και διεθνών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.
Όσον αφορά κατεστραμμένες συνοικίες και περίχωρα της Δαμασκού, η παραπάνω οργάνωση έχει στα σκαριά φιλόδοξα σχέδια για την κατασκευή 12.000 σύγχρονων κατοικιών σε έκταση πολλών χιλιάδων στρεμμάτων, για 60.000 κατοίκους.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές καταγγελίες και διαμαρτυρίες κατοίκων για απαλλοτριώσεις χωρίς αποζημίωση ή έναντι πινακίου φακής.
Σύγχυση υπάρχει επίσης και όσον αφορά στα κριτήρια με τα οποία θα επιλεχθούν οι δικαιούχοι των νέων κατοικιών.
Βεβαίως, η ανακατάληψη της Ράκα δεν σημαίνει ούτε ότι οι τζιχαντιστές σβήστηκαν ολότελα από το χάρτη της Συρίας, ούτε πως τελείωσαν οι κρίσιμες μάχες.
Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ και λίγες βδομάδες, ο τουρκικός στρατός με τις ευλογίες της Ρωσίας και παρά τις έντονες αντιδράσεις της συριακής κυβέρνησης, έχει εισβάλλει στη βόρεια συριακή επαρχία Ιντλίμπ με πρόσχημα την καταπολέμηση των τζιχαντιστών, που η Αγκυρα έως πρότινος υποστήριζε.
Τώρα, ο τουρκικός στρατός δρα στην περιοχή... για να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα τη μετατρέψουν σε μία από τις «ζώνες αποκλιμάκωσης συγκρούσεων», που συμφωνήθηκαν πριν μήνες στην Αστάνα του Καζακστάν από τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία. Χώρες που έχουν αυτοαναγορευτεί «εγγυήτριες δυνάμεις» της εκεχειρίας στη Συρία.
Κρίσιμες είναι οι μάχες που δίνουν απέναντι στους τζιχαντιστές στη νοτιοανατολική περιοχή Ντέιρ Εζόρ (όπου υπάρχουν ορισμένα από τα πιο σημαντικά ενεργειακά κοιτάσματα της συριακής γης) από τη μια Κούρδοι των δυνάμεων SDF και από την άλλη μονάδες του συριακού στρατού με την υποστήριξη των Ιρανών και Ρώσων συμμάχων του.
Η στάση των Κούρδων μαχητών της Συρίας το επόμενο διάστημα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Ιδιαίτερα αφότου είδαν προσφάτως τη σχετική δυστοκία των ΗΠΑ σχετικά με το δημοψήφισμα της 25ης Σεπτέμβρη στο αυτόνομο Κουρδιστάν του βορείου Ιράκ.
Η σχετική απροθυμία των ΗΠΑ να πάρουν ξεκάθαρα θέση υπέρ των σχεδίων ανεξαρτησίας των πιο στενών και αξιόπιστων συμμάχων τους στις μάχες κατά των τζιχαντιστών ενθάρρυνε τον ιρακινό στρατό να ανακαταλάβει μέσα σε 76 ώρες σημαντικές μη κουρδικές περιοχές (π.χ. Κιρκούκ) που είχαν ανακτήσει από τους τζιχαντιστές οι μαχητές «Πεσμεργκά».
Επιπλέον, η στάση των ΗΠΑ στο Κουρδικό έφερε πιο κοντά περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία και το Ιράν.
Αστικές τάξεις που είχαν στο παρελθόν σημαντικές διαφορές, τώρα έχουν κοινή θέση μπροστά στον κοινό κίνδυνο, που είναι η ενδεχόμενη, μελλοντική δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδιστάν.
Ο πρόσφατος συντονισμός των ενεργειών Αγκυρας και Τεχεράνης για αεροπορικό εμπάργκο, το «ανοιγοκλείσιμο» των συνόρων τους με το ιρακινό Κουρδιστάν, είναι χαρακτηριστικός, ενώ από το «χάρτη» δεν λείπουν και σχέδια για ιρανο-τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Και οι όποιες συνεργασίες δεν παύουν να έχουν το στοιχείο της ρευστότητας και αλλάζουν ανάλογα με τα συμφέροντα.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να επαναδιαπραγματευτεί τη διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα έπειτα από την πρόσφατη άρνησή του να επιβεβαιώσει την τήρησή της από την Τεχεράνη, δείχνει να προκαλεί αντιδράσεις.
Οι πιο έντονες αντιδράσεις, προς το παρόν, εκφράζονται από τις άλλες τέσσερις χώρες - μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα), τη Γερμανία και την ΕΕ που τις υπέγραψαν τον Ιούνη του 2015 στη Βιέννη μαζί με τις ΗΠΑ.
Η επικεφαλής της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια Φεντερίκα Μογκερίνι ήταν από τους πρώτους που αποδοκίμασε την απόφαση Τραμπ, τονίζοντας ότι καμία χώρα από μόνη της δεν μπορεί να αναστείλει την ισχύ της συμφωνίας ή να την επαναδιαπραγματευτεί.
«Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πολλές εξουσίες, αλλά όχι αυτή» τόνισε, ανακοινώνοντας ότι θα μεταβεί στην Ουάσιγκτον αρχές Νοέμβρη για να πείσει το αμερικανικό Κογκρέσο για την τήρηση της συμφωνίας.
Υπέρ της συμφωνίας τάχθηκε και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, δεδομένης, μεταξύ άλλων, της συμφωνίας - μαμούθ της «Total» με την ιρανική κυβέρνηση για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου κοιτάσματος «South Pars».
Παράλληλα, 25 πρώην υπουργοί Εξωτερικών διαφόρων χωρών, ανάμεσά τους η Αμερικανίδα Μαντλίν Ολμπράιτ και ο Ελληνας Γιώργος Παπανδρέου έστειλαν επιστολή στις επιτροπές Ξένων Σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων υπέρ της συμφωνίας, προειδοποιώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα εξασθενίσει η αξιοπιστία των ΗΠΑ και οι δυνατότητες για συμφωνίες σε άλλα ζητήματα, όπως π.χ. με τη Β. Κορέα.
Αλλά, οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να υποχωρούν. Η Αμερικανίδα πρέσβειρα στον ΟΗΕ Νίκι Χάλεϊ στοχοποίησε μεσοβδόμαδα στο Συμβούλιο Ασφαλείας το Ιράν, ισχυριζόμενη ότι είναι απαραίτητη «η διεύρυνση» ή επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. Δεν παρουσίασε κανένα τεκμήριο αλλά περιστασιακά γεγονότα, ώστε να δείξει πως το Ιράν είναι «πηγή της περιφερειακής αποσταθεροποίησης», χορηγός της «διεθνούς τρομοκρατίας», πως «παρεμποδίζει τη διεθνή ναυσιπλοΐα στον Περσικό Κόλπο» κ.ά.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές κόντρες, αν μη τι άλλο, αναμένεται να οξυνθούν περαιτέρω και με αυτήν την αφορμή.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 22/10/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.