Ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί με επίκεντρο τη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας
Στον αφρό έρχεται το τελευταίο διάστημα η έντονη ενδοκαπιταλιστική διαπάλη που έχει ξεσπάσει γύρω από τον έλεγχο των εγχώριων τραπεζικών ομίλων.
Στο επίκεντρο εμφανίζονται οι κόντρες και οι αντιθέσεις που αφορούν στη συγκρότηση των διοικητικών συμβουλίων, στο πλαίσιο βέβαια και της αξιολόγησής τους που θα ακολουθήσει στο επόμενο διάστημα.
Την ίδια ώρα, οι διάφοροι μεγαλοεπενδυτές, με βάση και τη συμμετοχή τους στα μετοχικά κεφάλαια, όπως αυτή προκύπτει και μετά τις πρόσφατες ανακεφαλαιοποιήσεις, διεκδικούν ρόλο και παρουσία στην ενεργητική διαμόρφωση των επιχειρηματικών πλάνων του κάθε τραπεζικού ομίλου, διαγκωνιζόμενοι βέβαια και γύρω από το επίδικο ζήτημα της στελέχωσης των τραπεζών σε επιτελικό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε αυτήν τη φάση η διαπάλη εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό του κάθε τραπεζικού ομίλου. Ετσι, για παράδειγμα, η «Paulson & Co», που κατέχει το 9% στην Πειραιώς, φέρεται να αποτελεί μέρος της διελκυστίνδας με το κρατικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), αλλά και με άλλους μεγαλομετόχους, σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Το ΤΧΣ από την πλευρά του, στη βάση και των όρων του τρίτου μνημονίου, γνωστοποίησε ότι δρομολογεί τις διεργασίες για την αξιολόγηση των Διοικητικών Συμβουλίων, ενώ για το σκοπό αυτό θα διορίσει ως σύμβουλο κάποια εξειδικευμένη εταιρεία, «αναγνωρισμένης εμπειρίας».
Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η δήλωση από τον επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, Γ. Ντάισελμπλουμ, ο οποίος μετά την προχτεσινή συνεδρίαση με ατζέντα την εφαρμογή του «προγράμματος» στην Ελλάδα, τόνισε ότι είναι σημαντικό να υπάρξει «αποπολιτικοποίηση» τόσο στο δημόσιο τομέα, όσο και στις διοικήσεις των τραπεζών, σημειώνοντας ότι το θέμα αυτό εξετάστηκε στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Να υπενθυμίσουμε το γεγονός ότι για την τρέχουσα περίοδο, οι μέτοχοι των τραπεζών δεν πρόκειται να αποκομίσουν μερίσματα από τις τράπεζες, ακόμη και στην περίπτωση που καταγραφούν σημαντικά κέρδη από τους τραπεζικούς ομίλους στους οποίους μετέχουν.
Και, βέβαια, δεν αποτελεί παραδοξότητα το γεγονός ότι αποφάσισαν να συμβάλουν με σημαντικά κεφάλαια στις ελληνικές τράπεζες. Και όχι μόνο για το ενδεχόμενο μελλοντικής διανομής μερισμάτων ή και για την απόκτηση άμεσου κέρδους από το ενδεχόμενο ανόδου των χρηματιστηριακών τιμών.
Οι λεγόμενοι «στρατηγικοί επενδυτές» των τραπεζών δίνουν το «παρών», πρώτα και κύρια, προκειμένου να έχουν λόγο και παρέμβαση στις αναδιαρθρώσεις άλλων επιχειρηματικών ομίλων, ακόμη και ολόκληρων κλάδων της οικονομίας και της παραγωγής.
Ακριβώς σε αυτό το επίπεδο, βρίσκεται το «ζουμί» της υπόθεσης, η λεγόμενη «ενεργητική διαχείριση» των τραπεζών και των μεγαλομετόχων τους, στην προοπτική βέβαια της καπιταλιστικής ανάκαμψης, της μεγαλύτερης συγκέντρωσης της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών.
Σε αυτό το φόντο, οι αναδιαρθρώσεις, που κρίνονται αναγκαίες για την επάνοδο του κεφαλαίου σε φάση κερδοφορίας, έχουν άμεση σχέση με την πολιτική διαχείρισης για την έξοδο από την καπιταλιστική οικονομική κρίση, τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, την αποβολή από το κάδρο της «επιχειρηματικότητας» ακόμη και μεγάλων επιχειρήσεων που είτε δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα τραπεζικά τους χρέη και να ανακάμψουν, είτε δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας, κάνοντας τις κατάλληλες εσωτερικές αναδιαρθρώσεις και επενδύσεις.
Ταυτόχρονα, απαιτείται η δανειοδότηση και ενίσχυση επιχειρηματικών ομίλων που, όπως προβάλλει και ο ΣΕΒ, έχουν παραγωγή με υψηλή προστιθέμενη αξία, υψηλή ανταγωνιστικότητα και εξαγωγικό προσανατολισμό.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να «περπατήσει», χωρίς τη διαμόρφωση του κατάλληλου «επιχειρηματικού κλίματος», για την προσέλκυση νέων κερδοφόρων επενδύσεων.
Αυτές με τη σειρά τους έχουν ως «προαπαιτούμενο», την «επιτυχή έκβαση» της «αξιολόγησης» από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, άρα την πλήρη εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων που προδιαγράφονται στο τρίτο μνημόνιο, αλλά και πέραν αυτού.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιχειρούμενη καπιταλιστική ανάκαμψη είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη δυνατότητα φτηνής τραπεζικής χρηματοδότησης προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, συμπληρωματικά με τις διακρατικές ενισχύσεις που περιμένουν μέσω του νέου ΕΣΠΑ και του «επενδυτικού πακέτου Γιούνκερ», καθώς και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων των κρατικών προϋπολογισμών.
«Φρένο» σε αυτήν τη διαδικασία βάζουν τα προβληματικά δάνεια, τα οποία, σύμφωνα με τους τραπεζίτες δεσμεύουν κεφάλαια και μειώνουν την κερδοφορία των τραπεζών, με συνέπεια να είναι μειωμένη η δυνατότητα των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις στην οικονομία.
Την ίδια ώρα, σταθερά στην ατζέντα του κεφαλαίου βρίσκεται και το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, γύρω από το οποίο εκδηλώνονται οι ανταγωνισμοί και η διαπάλη των τμημάτων του κεφαλαίου.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι βασικό ζήτημα προς διευθέτηση αποτελεί η διαχείριση των «κόκκινων» κοινοπρακτικών δανείων, αυτών των δανείων δηλαδή που χορήγησαν σε επιχειρήσεις περισσότερες από μια ή και όλες μαζί οι τράπεζες, για λόγους επιμερισμού του επιχειρηματικού ρίσκου.
Από το σύνολο των προβληματικών επιχειρηματικών δανείων, ύψους περί τα 40 δισ. ευρώ, τα 25 δισ. ευρώ αφορούν σε κοινοπρακτικά δάνεια.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα αντιμετωπιστούν με επιχειρηματικές συμπράξεις, με τη συμμετοχή και άλλων ενδιαφερόμενων «επενδυτών».
Σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται η σύσταση κοινού οργανισμού, ο οποίος θα αναλάβει τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων του τουριστικού κλάδου, για τον οποίο φαίνεται να εκδηλώνεται ειδικό ενδιαφέρον και από την πλευρά ξένων κεφαλαίων «υψηλού ρίσκου» (distress funds). Και βέβαια, το ενδιαφέρον σχετίζεται με τη γενική τάση διόγκωσης της κερδοφορίας στον τουριστικό κλάδο, ταυτόχρονα βέβαια με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ακόμη και ισχυρές επιχειρήσεις και μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες.
Παράλληλα, εξετάζονται και οι δυνατότητες ίδρυσης ειδικών οργανισμών διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων στους κλάδους των κατασκευών, της μεταποίησης, του λιανεμπορίου κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση των «προβληματικών» επιχειρηματικών δανείων θα γίνεται με κριτήρια όπως τα «επιχειρηματικά πλάνα ή τα σχέδια αναδιάρθρωσης» (απολύσεις εργαζομένων, πώληση μέρους ή του συνόλου της επιχείρησης), τις «προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου της επιχείρησης», τις «εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές της επιχείρησης» κ.ά.
Είναι φανερό ότι το «ξεσκαρτάρισμα» των προβληματικών δανείων θα αποτελέσει το όχημα για την περαιτέρω συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ακόμη λιγότερους και ισχυρότερους επιχειρηματικούς ομίλους, σε μια διαδικασία που δείχνει την πόρτα εξόδου, πρώτα και κύρια, για τις μικρές μονάδες, αλλά και όσους δε θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας.
Από την πλευρά της, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ επιχειρεί να ταΐσει το λαό με «κουτόχορτο».
Και, βέβαια, δεν είναι τυχαίες οι αναφορές της, σχετικά με τη «νέα» και «υγιή» επιχειρηματικότητα, σε αντιδιαστολή με τις δηλώσεις για τα «θαλασσοδάνεια» που χορηγήθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις και που θα αποσταλούν στον «εισαγγελέα» κ.ο.κ.
Όλα αυτά σχετίζονται με την επιχειρηματική διαπάλη για τη διάσωση επιχειρηματικών ομίλων από την κρίση, την απόσπαση των κερδών από την επιχειρηματική πίτα, τη συμβολή στη συγκεντροποίηση, ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με την κλιμάκωση της βαρβαρότητας απέναντι στο λαό.
Α.Σ.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 16/1/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.