Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ίταλο Καλβίνο (15.10.1923 - 19.9.1985), Ό,τι κι αν προσπαθώ να γράψω για τον Τσε (14.6.1928 - 9.10.1967)


Ίταλο Καλβίνο

15 Οκτωβρίου 1923, Σαντιάγο δε λας Βέγας, Κούβα
19 Σεπτεμβρίου 1985, Σιένα, Ιταλία

Ερνέστο “Τσε” Γκεβάρα

Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής
Δολοφονήθηκε από τη CIA, στη Λα Ιγέρα της Βολιβίας, στις 9 Οκτωβρίου 1967
Δεν πέθανε ποτέ!

 


Μετάφραση – Σημείωση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

(Φωτό: Σύνθεση από τις φωτό που ακολουθούν)

 

 

Ίταλο Καλβίνο

Ό,τι κι αν προσπαθώ να γράψω

 

Ό,τι κι αν προσπαθώ να γράψω για να εκφράσω τον θαυμασμό μου προς τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, για το πώς έζησε και το πώς πέθανε, μου φαίνεται λειψό. Ακούω να μου απαντάει το γέλιο του, ειρωνικό και συμπονετικό. Εγώ βρίσκομαι εδώ, καθισμένος στο γραφείο μου, ανάμεσα στα βιβλία μου, μέσα στην ψεύτικη ειρήνη και στην πλασματική ευμάρεια της Ευρώπης· αφιερώνω ένα σύντομο διάλειμμα της ήρεμης δουλειάς μου για να γράψω, χωρίς κανένα ρίσκο, για έναν άνθρωπο που ήθελε να παίρνει όλα τα ρίσκα, που δεν εδέχτηκε μια απατηλή και αβέβαιη ειρήνη, τον άνθρωπο που ζήταγε από τον εαυτό του κι απ’ τους άλλους ένα πνεύμα αυτοθυσίας στον υπέρτατο βαθμό, πεισμένος πως τις θυσίες που αποφεύγουμε σήμερα θα τις πληρώσουμε αύριο με ακόμα μεγαλύτερες θυσίες.

Ο Γκεβάρα είναι για μας αυτή η φωνή που μας καλεί να κατανοήσουμε την απόλυτη σοβαρότητα όλων όσων παραπέμπουν στην επανάσταση και στο μέλλον του κόσμου, είναι αυτή η ριζοσπαστική κριτική σε κάθε έκφραση που εξυπηρετεί μονάχα στον εφησυχασμό των συνειδήσεών μας.

Υπ’ αυτήν την έννοια, συνεχίζει να είναι το επίκεντρο των συζητήσεών μας και των σκέψεών μας, τόσο στο χτες που ήταν ζωντανός, όσο και στο σήμερα που είναι πια νεκρός. Η δική του παρουσία δεν αποζητά την επιπόλαια συγκατάθεσή μας ούτε και επίσημες τιμητικές εκδηλώσεις που θα ισοδυναμούσαν με απεμπόληση, με υποβάθμιση του εξαιρετικής αυστηρότητας μαθήματός του. Η «γραμμή του Τσε» απαιτεί πολλά από τους ανθρώπους· απαιτεί πολλά και σαν μέθοδος του αγώνα και σαν προοπτική της κοινωνίας που θα γεννηθεί από αυτόν τον αγώνα.

Μπροστά σε τέτοια συγκρότηση και τέτοιο σθένος, προκειμένου να φέρουμε σε πέρας μια ιδέα και μια ζωή μέχρι τις έσχατες συνέπειές της, ας δείξουμε πάνω απ’ όλα πως είμαστε σεμνοί και ειλικρινείς, έχοντας επίγνωση του τι σημαίνει η «γραμμή Τσε» ―μια ριζική μεταμόρφωση όχι μόνο της κοινωνίας αλλά και της «ανθρώπινης φύσης», ξεκινώντας από τον ίδιο μας τον εαυτό― και με την επίγνωση του τι μας χωρίζει μέχρι να την κάνουμε πράξη.

Η αντιπαράθεση του Γκεβάρα με όλους όσους βρέθηκαν δίπλα του, αυτή η διαρκής αντιπαράθεση στη μικρής διάρκειας ζωή του (αντιπαράθεση – δράση, αντιπαράθεση δίχως ποτέ να εγκαταλείπει το τουφέκι), δεν διακόπτεται με τον θάνατό του και θα διευρύνεται διαρκώς. Ακόμα και για έναν τυχαίο και άγνωστο συνομιλητή (όπως ελόγου μου, με μια παρέα προσκεκλημένων, ένα φλεβαριάτικο απόγευμα του 1964, στο γραφείο του στο Υπουργείο Βιομηχανίας), το γεγονός πως μίλησε μαζί του δεν θα μπορούσε να μείνει ένα περιθωριακό επεισόδιο. Οι συζητήσεις που μετράνε είναι αυτές που συνεχίζονται μετά όταν βρεθούμε μοναχοί.

Από μακριά και μέσα στη σιωπή συνέχισα όλα αυτά τα χρόνια να λογοφέρνω με τον Τσε κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο δίκιο είχε αυτός. Η ζωή του και ο θάνατός του δρομολογούν έναν αγώνα που δεν μπορεί πλέον κανείς να τονε σταματήσει.

 

Casa de las Américas, no. 46, enero-febrero de 1968, pp. 9-10. Republicado en el no. 206, enero-marzo de 1997, p. 86.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 23 Ιουν. 2022

(Ισπανικό κείμενο κάτω)

 

 

Ο Τσε στη Νέα Υόρκη, στο δίκτυο της CBS, στις 13 Δεκ. 1964, φωτογραφημένος από τον Ραούλ Χιμένες Λέσκας (Raúl Jiménez Lescas). AP Photo © CBS Archive/Getty Images

 

Ίταλο Καλβίνο

Italo Calvino, 15 Οκτ. 1923, Santiago de Las Vegas - 19 Σεπ. 1985, Siena, Italia. Ιταλός πεζογράφος δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος, από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας. Γεννημένος στην Κούβα, στο Σαντιάγο δε λας Βέγας, κοινότητα της Αβάνας, έζησε στην Ιταλία από το 1925, όταν οι γονείς του επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πατρίδα τους.

Η συνάντηση και η γνωριμία του με τον Τσε έγινε το 1964, όταν ο Καλβίνο πήγε στη γενέτειρά του για να παντρευτεί στην Αβάνα με την Αργεντινή μεταφράστρια Esther Judith Singer (Chichita).

Το κείμενο, στα Ισπανικά, γράφτηκε στις 15 Οκτωβρίου 1967, στα 44α γενέθλια του Καλβίνο, έξι μέρες μετά το θάνατο του Γκεβάρα, και δημοσιεύτηκε στην Κούβα το 1968, στο περιοδικό Casa de las Américas (ό.π.), το αφιερωμένο στον Τσε.

Στην Ιταλία δημοσιεύτηκε 30 χρόνια αργότερα, το 1998 στο τεύχος νούμερο 1 του περιοδικού «Che» του Ιταλικού Ιδρύματος Τσε Γκεβάρα.

 


 

Italo Calvino

 

7 Απρ. 1961. Ο Ίταλο Καλβίνο στο Όσλο, φωτογραφημένος από τον Γιόχαν Μπριν (Johan Brun, 1922-2021)
Oslo Museum /Digitalt Museum via Wikimedia Commons


Todo lo que trate de escribir

 

Todo lo que trate de escribir para expresar mi admiración por Ernesto Che Guevara, por el modo en que vivió y murió, me parece fuera de tono. Oigo su risa que me responde, llena de ironía y conmiseración. Yo estoy aquí, sentado en mi estudio, entre mis libros, en la falsa paz y en la falsa prosperidad de Europa; dedico un breve intervalo de mi tranquilo trabajo a escribir, sin ningún riesgo, sobre un hombre que quiso asumirlos todos, que no aceptó una paz ilusoria y provisional, un hombre que pedía de sí mismo y a los otros el máximo espíritu de sacrificio, convencido de que todo el sacrificio que se evite hoy se pagará mañana con una suma de sacrificios todavía mayor.

Guevara es para nosotros este llamado a la gravedad absoluta de todo lo que se refiere a la revolución y al futuro del mundo, esta crítica radical de todo gesto que sirva solamente para tranquilizar nuestras conciencias.

En ese sentido continúa siendo el centro de nuestras discusiones y de nuestros pensamientos, tanto ayer, vivo, como hoy, muerto. La suya es una presencia que no pide asentimientos superficiales ni actos oficiales de homenaje que equivaldrían a desconocer, a minimizar el extremo rigor de su lección. La «línea del Che» exige mucho de los hombres; exige mucho, sea como método de lucha, sea como perspectiva de la sociedad que habrá de nacer de la lucha.

Frente a tanta coherencia y coraje en el llevar una idea y una vida a sus últimas consecuencias, mostrémonos ante todo modestos y sinceros, conscientes de lo que significa la «línea del Che» –una transformación radical no solo de la sociedad sino también de la «naturaleza del hombre», comenzando por nosotros mismos– y conscientes de lo que nos separa de su ejecución.

La discusión de Guevara con todos los que se le acercaron, la larga discusión que fue su no larga vida (discusión-acción, discusión sin abandonar nunca el fusil), no se interrumpe con la muerte y se extenderá cada vez más. Incluso para un interlocutor ocasional y desconocido (como podía serlo yo, con un grupo de invitados, una tarde de febrero de 1964, en su despacho del Ministerio de Industrias), el hecho de haber hablado con él no podía quedar como un episodio marginal. Las discusiones que cuentan son las que continúan después cuando estamos solos.

Desde lejos y en silencio yo he seguido discutiendo con el Che durante todos estos años y, mientras más pasaba el tiempo, más él tenía razón. Su vida y su muerte ponen en marcha una lucha que nadie podrá detener.

 

Casa de las Américas, no. 46, enero-febrero de 1968, pp. 9-10. Republicado en el no. 206, enero-marzo de 1997, p. 86.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.