η αριστουργηματική ταινία των αδελφών ΠΑΟΛΟ και ΒΙΤΟΡΙΟ ΤΑΒΙΑΝΙ, μια από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου από 31/8 ψηφιακά αποκατεστημένη σε επανέκδοση.
*
Στο μεταξύ:
συνεχίζει να προβάλλεται με επιτυχία για 11η ΕΒΔΟΜΑΔΑ στο
STUDIO από 31/8 έως 6/9/2017
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 20.00
και
ΑΛΚΥΟΝΙΣ από 31/8 έως 3/9/2017
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 18.00
*
ΖΕΦΥΡΟΣ
Από 31/8 έως 6/9/2017
1) «ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ» των ΠΑΟΛΟ και ΒΙΤΟΡΙΟ ΤΑΒΙΑΝΙ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 21.00
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 23.00
*
ΑΛΚΥΟΝΙΣ
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 18.00
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 20.00
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 22.00
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 18.30
5) «ΜΑΜΑ ΡΟΜΑ» του ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 20.00
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 22.00
*
STUDIO
Από 31/8 έως 6/9/2017
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 18.00
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 20.00
*
ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ
Μια από τις σημαντικότερες ταινίες του πολιτικού κινηματογράφου και σίγουρα ένα έργο – σταθμός για την δεκαετία του ΄70, με τους Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Μίμσι Φάρμερ, Λάουρα Μπέτι και την αξεπέραστη μουσική του Έννιο Μορρικόνε, που ντύνει, αγκαλιάζει και συντροφεύει τον Φλούβιο σε όλες του της μεταπτώσεις· μουσική που χωρίς την οποία η ταινία θα είχε παραμείνει ημιτελής.
Η αριστουργηματική ταινία των αδελφών Ταβιάνι, που διεύρυνε το θέμα της επαναστατικής ουτοπίας, της αυτοθυσίας και του ευδαιμονισμού, είναι μια κινηματογραφική σύνθεση κρυστάλλινης μουσικότητας, όπου συνυπάρχουν ο εστετισμός και η απλότητα.
Σταύρος Τορνές: Αθήνα, 1932 - 26 Ιουλίου 1988 |
«Έχουμε το δικαίωμα να ξανααντιμετωπίσουμε την Ουτοπία σαν Αλήθεια, σαν συγκεκριμένο σχέδιο και να ελπίζουμε ότι η απελπισία θα γίνει ένα καινούργιο σημείο εκκίνησης ». Θέλουν να πουν πως ο επαναστάτης της είναι, πριν απ’το καθετί, ένας «δρων ποιητής» που μπορεί να μην ξέρει να ζει αλλά οπωσδήποτε ξέρει να πεθαίνει —όπως κάθε ποιητής, κυριευμένος απ’ το συχνά άπιαστο όραμα του— κι ότι κάθε λιγόψυχος και συμβιβασμένος δεν είναι παρά ένας προδότης που βολεύεται καλά πίσω απ’ την ανωριμότητα των συνθηκών», τα «σφάλματα της ηγεσίας» κλπ., κλπ’’ (Βλέπε πιο κάτω, κριτική Ραφαηλίδη)
*
Ταβιάνι από Μποτίλια:
*
«Οι επαναστάσεις δεν εμφανίζονται σαν δώρα, γεννιούνται από χίλιες ενέργειες
και έχουν διαφορετικό χαρακτήρα κάθε φορά. Αλλά όποιος σκέφτεται μόνο την επανάσταση, σημαίνει ότι δεν θα την κάνει ποτέ».
και έχουν διαφορετικό χαρακτήρα κάθε φορά. Αλλά όποιος σκέφτεται μόνο την επανάσταση, σημαίνει ότι δεν θα την κάνει ποτέ».
Aδελφοί Ταβιάνι.
*
«ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ»
Ιταλία 1974 - Διάρκεια 115΄ - Έγχρωμη
Σκηνοθεσία: Πάολο και Βιττόριο Ταβιάνι
Σενάριο: Πάολο και Βιττόριο Ταβιάνι
Πρωταγωνιστούν: Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Λέα Μασάρι, Μίμσι Φάρμερ, Λάουρα Μπέτι, Σταύρος Τορνές, Claudio Cassinelli, Benjamin Lev, Renato De Carmine, Biagio Pelligra, Stanko Molnar, Luisa De Santis, Michael Berger, Raul Cabrera, Alderice Casali, Roberto Frau, Cirylle Spiga, Ermanno Taviani κ.α
Μουσική: Έννιο Μορρικόνε
Φωτογραφία: Giuseppe Ruzzolini
Μια από τις σημαντικότερες πολιτικές ταινίες, η ιστορία της οποίας διαδραματίζεται στην Ιταλία του 1816, . στην εποχή της εξέγερσης του Γαριβάλδη. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φλούβιο, αριστοκρατικής καταγωγής, είχε πάει στη Γαλλία για να βοηθήσει στη Γαλλική Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης θα φυλακιστεί από τους Αυστριακούς, οι οποίοι όμως στη συνέχεια για να τον εκθέσουν ηθικά στους συντρόφους του, θα τον αφήσουν ελεύθερο.
Μετά την απελευθέρωσή του θα προσχωρήσει σε μια ομάδα επαναστατών και θα συνεχίσουν τον αγώνα τους στην Ιταλία. Θα επιχειρήσουν να ξεσηκώσουν τους χωρικούς. Στην πορεία αυτή θα προδώσει πραγματικά τους συντρόφους του, αφού θέλει ν’ αλλάξει τρόπο ζωής και να ζήσει συνηθισμένα.. Τους ακολουθεί σε μια παράλογη εκστρατεία με προκαθορισμένη έκβαση. Όμως δεν θα του το επιτρέψουν η επαναστάτρια κοπέλα του και οι σύντροφοί της και θα τον οδηγήσουν σε μια αποστολή στη Νότια Ιταλία. Το τέλος για την ομάδα των επαναστατών είναι αναπόφευκτο. Ο Φλούβιο θα σκοτωθεί από τους στρατιώτες και οι υπόλοιποι από τους χωρικούς. Μέσα όμως από το σωρό των πτωμάτων θα σηκωθεί ο νέος αρχηγός, ο Αλονζανφάν.
Μετά την απελευθέρωσή του θα προσχωρήσει σε μια ομάδα επαναστατών και θα συνεχίσουν τον αγώνα τους στην Ιταλία. Θα επιχειρήσουν να ξεσηκώσουν τους χωρικούς. Στην πορεία αυτή θα προδώσει πραγματικά τους συντρόφους του, αφού θέλει ν’ αλλάξει τρόπο ζωής και να ζήσει συνηθισμένα.. Τους ακολουθεί σε μια παράλογη εκστρατεία με προκαθορισμένη έκβαση. Όμως δεν θα του το επιτρέψουν η επαναστάτρια κοπέλα του και οι σύντροφοί της και θα τον οδηγήσουν σε μια αποστολή στη Νότια Ιταλία. Το τέλος για την ομάδα των επαναστατών είναι αναπόφευκτο. Ο Φλούβιο θα σκοτωθεί από τους στρατιώτες και οι υπόλοιποι από τους χωρικούς. Μέσα όμως από το σωρό των πτωμάτων θα σηκωθεί ο νέος αρχηγός, ο Αλονζανφάν.
Λίγα λόγια για την ταινία
Ένας αστός διανοούμενος προδίδει την επανάσταση στην οποία εντάσσεται ιδεολογικά χωρίς όμως να της δίνει την καρδιά του. Βαθύς στοχασμός πάνω στην επανάσταση και το ρόλο της αστικής τάξης.
Η αριστουργηματική ταινία των αδελφών Ταβιάνι, που διεύρυνε το θέμα της επαναστατικής ουτοπίας, της αυτοθυσίας, του ευδαιμονισμού. Μέσα από ιστορικοπολιτικές παραβολές ερευνούν το θέμα της στράτευσης του ατόμου και τη σχέση του με την ιστορία. Σε επίπεδο φόρμας και αφηγηματικότητας, το «ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ» είναι μια κινηματογραφική σύνθεση κρυστάλλινης μουσικότητας, όπου συνυπάρχουν ο εστετισμός και η απλότητα. Ένα επιτηδευμένα αφελές, πρώτο μέρος του φιλμ δίνει τη θέση του σε μια σαφώς πιο πολυφωνική δράση, που απομονώνει τον Φούλβιο στην γωνία του προδότη. Το μουσικό σκέλος του Μορικόνε δεν αποτελεί απλώς την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Είναι σφιχταγκαλιασμένο με την δομή και το ρυθμό της αφήγησης, στο βαθμό που μοιάζει να την ορίζει.
Η επιτυχία είναι απόλυτη –θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι Ταβιάνι δημιούργησαν ελεύθερα πάνω σε δυο προϋπάρχοντα κομμάτια και στο στοίχημα της μετάβασης από το ένα στο άλλο. Αυτό ακριβώς το μουσικότροπο χτίσιμο προσδίδει μια αίσθηση ρέουσα, συναρπάζει και καθιστά εξαιρετικά εύληπτο τον αφηγηματικό σκελετό. Ωστόσο, πολύ πριν τη μνημειώδη τελική έξοδο, οι Ταβιάνι ενσωματώνουν στη ρεαλιστική φιλμική κρούστα μια αλληλουχία προσωπικών ουτοπιών. Ιδίως από άποψη πλανοθεσίας, φωτισμού και χρόνων, μια σειρά σκηνών περιβάλλεται από αύρα ονειρική και μετατοπίζεται στο μη-πραγματικό. Η ενυπάρχουσα αλληγορική αίσθηση ολοκληρώνει το προφανές –τις γέφυρες, δηλαδή, που ρίχνουν οι Ταβιάνι στο «τώρα»: δεν πρόκειται τόσο για μια ταινία εποχής, όσο για έναν μετωνυμικό αναχρονισμό.
Ακόμα παραπέρα, όλη η ταινία μπορεί να εκληφθεί ως μια αισθητική σύγκρουση μεταξύ ουτοπιών. Οι δημιουργοί δεν θα υποπέσουν στον διδακτισμό απέναντι στην προσωπική στάση των ηρώων. Αντιθέτως, «αισθητικοποιούν» την εκάστοτε ηθική στάση και μεταφέρουν την αντιπαράθεση ακριβώς σε αυτό το πεδίο –το αισθητικό. Η αποθέωση του ανέφικτου οράματος και η επιβίωση του φορέα του επικυρώνουν την συντριβή των ατομικών ουτοπιών από τη συλλογική –και σε αυτό το σημείο η διαλεκτική των Ταβιάνι εμφανίζεται νοθευμένη από μια ποιητική προδιάθεση.
*
Phone: 2108220008, 2108220023
E-mail: newstarcine@gmail.com
*
Ταβιάνι από Μποτίλια:
*
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Βασίλης Ραφαηλίδης
«ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ»
Αν ορίσουμε το «στιλ» σαν την «προσωπική αισθητική» του κάθε δημιουργού, οι Αδελφοί Ταβιάνι είναι, σίγουρα, οι υπ’ αριθμόν ένα στιλίστες του ευρωπαϊκού σινεμά: Ήταν οι πρώτοι που «αφηγήθηκαν ιστορίες» με τρόπο καθαρά μουσικό, που στήριξαν δηλαδή τη μυθοπλασία πάνω σε έναν καμβά βασισμένο απ’ τις σύνθετες μουσικές-ηχητικές δομές της σονάτας και της συμφωνίας. Πράγμα ευεξήγητο άλλωστε, αφού έφτασαν στο σινεμά μέσω της μουσικολογίας, χρησιμοποιώντας το θέατρο σαν πρόσκαιρο μεταβατικό στάδιο. Το περίεργο είναι πως αυτοί οι εξπέρ της «πολυσημικής» έκφρασης —στις ταινίες τους, η πολλαπλή σήμανση των οπτικών δεδομένων εγγίζει συχνά τα όρια της ιδεολογικής αοριστίας της μουσικής— ξεκίνησαν την κινηματογραφική τους καριέρα (το 1954) σαν οπαδοί του μονοσήμαντου νεορεαλισμού (υπήρξαν βοηθοί του Ροσελίνι και συνεργάστηκαν αργότερα με τον Τζαβατίνι) καί σαν ντοκιμαντερίστες. (Δάσκαλος και συνεργάτης τους στο ντοκιμαντέρ ήταν ο Γιορις ‘Ιβενς).
Αν το ντοκιμαντέρ δεν είχε καμιά απολύτως επίδραση στο στιλ των μεγάλου μήκους ταινιών τους [γύρισαν πέντε απ’ τις οποίες οι τρεις πήραν αμέσως τη θέση τους στην πιο προωθημένη κινηματογραφική πρωτοπορία: Κάτω απ’ το ζώδιο τον Σκορπιού(1969), Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα (1971), Αλοζανφάν (1973)] είχε, ωστόσο, μια πολύ άμεση και χαρακτηριστική επίδραση στον κοινωνικοπολιτικό τους προσανατολισμό. Αυτοί οι ευκατάστατοι αστοί «ανακάλυψαν τον κόσμο κοιτώντας μέσα απ’ το βιζέρ της κάμερα» (όπως και ο Γκοντάρ) και τούτο το κοίταγμα τους οδήγησε απ’ ευθείας στο Κ.Κ. Ιταλίας. Σήμερα, τούτοι οι «αποστάτες της τάξης τους» δεν είναι μόνο μαρξιστές αλλά και δραστήρια μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της πατρίδας τους. Το Αλοζανφάν είναι ο ώριμος καρπός της διπλής τους παιδείας. Ενός λεπτολόγου εστετισμού, τυπικά αστικού, και ενός μαρξισμού που τον ανακάλυψαν σχετικά αργά. (Ο Πάολο γεννήθηκε το 1931 και ο Βιτόριο το 1929). Συνεπώς, για να γίνει απολύτως νοητό αυτό το οπτικό-μουσικό-μαρξιστικό ποίημα απαιτείται απ’ τη μεριά του θεατή μια ανάλογη παιδεία (ή τουλάχιστον μια ανάλογη ευαισθητοποίηση), πράγμα που σημαίνει, σε τελική ανάλυση, πως έχουμε να κάνουμε εδώ μ’ ένα φιλμ που δεν είναι μόνο «λαϊκό» ούτε μόνο εστετίστικο..
Είναι και τα δυο, κι αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν αντίφαση. (Ίσως η λαϊκή τέχνη του μέλλοντος να ‘χει αυτή τη μορφή, με την προϋπόθεση πως οι αστοί — αν υπάρχουν ακόμα— θα μάθουν να στοχάζονται σοβαρά και οι προλετάριοι θ’ανακαλύψουν τα κρυμμένα απ’ αυτούς μυστικά της Μεγάλης Ποίησης).
Η δράση της ταινίας τοποθετείται στην Ιταλία, το 1816, δηλαδή τη χρονιά που η Παλινόρθωση ανακόπτει την εξελικτική διαδικασία της Γαλλικής Επανάστασης και μπολιάζει στο «παλιό» (το φεουδαρχικό) καθεστώς μερικές μόνο απ’ τις κατακτήσεις της Μεγάλης Επανάστασης των Αστών. Το όραμα του Μαρά, του Ροβεσπιέρου και κυρίως, του Μπαμπέφ είναι ήδη μια απλή μνήμη, η «ανολοκλήρωτη» επανάσταση ένα γεγονός, και η ήττα βεβαιωμένη απ’ την Ιερά Συμμαχία. Ωστόσο, εν ονόματι της μεγάλης Ουτοπίας, μια ομάδα επαναστατών (οι Σουμπλίμ) συνεχίζει στην Ιταλία τον αγώνα που άρχισε είκοσι περίπου χρόνια νωρίτερα στη Γαλλία ο Μπαμπέφ. Το οικτρό τέλος τους είναι ήδη προδιαγραμμένο απ’ τις ριζικά αλλαγμένες συνθήκες και οι παλιοί επαναστάτες είναι υποχρεωμένοι είτε να συνθηκολογήσουν και να συμβιβαστούν είτε να συνεχίσουν μέχρις εσχάτων έναν απεγνωσμένο αγώνα, που, αν δεν οδηγήσει στη νίκη όπως ελπίζουν πάντα, θα διαφυλάξει ωστόσο το μεγάλο όραμα και θα δικαιώσει (στο ατομικό επίπεδο) τους προηγούμενους αγώνες μιας ζωής.
Η ταινία αρχίζει μ’ ένα θάνατο (του αρχηγού των Σουμπλίμ) και τελειώνει μ’ ένα μακελειό (ολόκληρη η ομάδα εξουδετερώνεται απ’ τους χωριάτες του Νότου). Εντούτοις, είναι «επαναστατικά αισιόδοξη». Την απάντηση σ’ αυτό το παράδοξο, την δίνει το φινάλε της ταινίας: Ο νέος αρχηγός, ο Αλοζανφάν (το ζωντανό «πνεύμα» της Γαλλικής Επανάστασης), θα σηκωθεί μέσα απ’ το σωρό των πτωμάτων για ν’ αναγγείλει στον ολιγόπιστο και προδότη Φούλβιο (Μαστρογιάνι) τη μεγάλη νίκη που θα ‘ρθει κάποτε, όταν οι χωριάτες (ο λαός) αποχτήσουν ταξική συνείδηση και πάψουν να ‘ναι όργανα των δεισιδαιμονιών, της πανούκλας και των παπάδων. Προς το παρόν, αυτό που προέχει για τους ηττημένους επαναστάτες είναι διατηρήσουν το μεγάλο Όραμα και αν χρειαστεί να πεθάνουν γι’αυτό ακριβώς το όραμα, δηλαδή για ένα τίποτα».
Σε μια συνέντευξή τους, οι Ταβιάνι διευκρινίζουν αυτή τη θέση: «Έχουμε το δικαίωμα να ξανααντιμετωπίσουμε την Ουτοπία σαν Αλήθεια, σαν συγκεκριμένο σχέδιο και να ελπίζουμε ότι η απελπισία θα γίνει ένα καινούργιο σημείο εκκίνησης ». Θέλουν να πουν πως ο επαναστάτης της είναι, πριν απ’το καθετί, ένας «δρων ποιητής» που μπορεί να μην ξέρει να ζει αλλά οπωσδήποτε ξέρει να πεθαίνει —όπως κάθε ποιητής, κυριευμένος απ’ το συχνά άπιαστο όραμα του— κι ότι κάθε λιγόψυχος και συμβιβασμένος δεν είναι παρά ένας προδότης που βολεύεται καλά πίσω απ’ την ανωριμότητα των συνθηκών», τα «σφάλματα της ηγεσίας» κλπ., κλπ.
Η παραπάνω θέση είναι μια θέση ποιητική -ηθική. Όμως, όπως πάντα στους Tαβιάνι που απεχθάνονται την απλοποίηση και στο κάθε «σημαίνον» μπολιάζουν μια πληθώρα «σημαινόμενων» (όπως περίπου η μουσική), η εκστρατεία των Σουμπλίμ στο Νότο δίνει αφορμή και για μια κριτική απ’ τους έξω» (απ’ όσους δεν είχαν την ευκαιρία να πάρουν μέρος σε καμιά επανάσταση συνεπώς και από τους δυο κινηματογραφιστές) της σκοπιμότητας και της επαναστατικής σημασίας της εκστρατείας καθεαυτήν: Ήταν μια εκστρατεία και άσκοπη και ανόητη – ήταν μια εκστρατεία αυτοκτονίας.
Πράγμα που δικαιολογεί τη μη στρατολόγηση νέων επαναστατών, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τους παλιούς απ’ τις ηθικές τους ευθύνες: Αυτοί οφείλουν να συνεχίσουν τον αρχινημένο αγώνα, όχι για να νικήσουν, αλλά για να διαφυλάξουν για τους επιγενόμενους το Μεγάλο Όραμα αφενός και αφετέρου για να πεθάνουν με αξιοπρέπεια – και όχι στο κρεβάτι μιας ψυχιατρικής κλινικής. Αυτό ακριβώς το νόημα έχει και ο θάνατος του Φούλβιο στο τέλος: Έγινε προδότης για να επιζήσει, αλλά σκοτώνεται απ’ τους στρατιώτες (και όχι απ’ τους χωριάτες, όπως οι άλλοι) από δικό του λάθος. Και το λάθος του ήταν ότι πρόδωσε, χωρίς ωστόσο να ‘χει καμιά δυνατότητα να ξεφύγει απ’ το θάνατο (αργό ή γρήγορο, αδιάφορο), αφού ήδη υπήρξε επί είκοσι χρόνια επαναστάτης, πράγμα που δε θα το συγχωρήσουν οι νικητές. Η στράτευση δεσμεύει εφ’ όρου ζωής.
Πράγμα που δικαιολογεί τη μη στρατολόγηση νέων επαναστατών, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τους παλιούς απ’ τις ηθικές τους ευθύνες: Αυτοί οφείλουν να συνεχίσουν τον αρχινημένο αγώνα, όχι για να νικήσουν, αλλά για να διαφυλάξουν για τους επιγενόμενους το Μεγάλο Όραμα αφενός και αφετέρου για να πεθάνουν με αξιοπρέπεια – και όχι στο κρεβάτι μιας ψυχιατρικής κλινικής. Αυτό ακριβώς το νόημα έχει και ο θάνατος του Φούλβιο στο τέλος: Έγινε προδότης για να επιζήσει, αλλά σκοτώνεται απ’ τους στρατιώτες (και όχι απ’ τους χωριάτες, όπως οι άλλοι) από δικό του λάθος. Και το λάθος του ήταν ότι πρόδωσε, χωρίς ωστόσο να ‘χει καμιά δυνατότητα να ξεφύγει απ’ το θάνατο (αργό ή γρήγορο, αδιάφορο), αφού ήδη υπήρξε επί είκοσι χρόνια επαναστάτης, πράγμα που δε θα το συγχωρήσουν οι νικητές. Η στράτευση δεσμεύει εφ’ όρου ζωής.
Τελικά, ο μόνος που δεν «πεθαίνει ηρωικά» είναι ο Φούλβιο, δηλαδή ένας αποστάτης της τάξης του που δεν ολοκλήρωσε την αποστασία του, (είναι ο μόνος φεουδάρχης στην ομάδα), και που έχει γερά άλλοθι για να δικαιολογήσει στον εαυτό του την προδοσία του: ένα παιδί, μια ερωμένη, μια πλούσια πατρική οικογένεια και, φυσικά, χρήματα. Δηλαδή, ό,τι ακριβώς χρειάζεται ο συντηρητικός για να δικαιολογήσει με τα πιο ταπεινά και εγωιστικά επιχειρήματα τη συντηρητικότητά του. (Το «έχω γυναίκα και παιδιά» είναι πολύ παλιό παραμύθι). Ο Φούλβιο είχε να χάσει πολλά πεθαίνοντας – οι άλλοι μόνο τις αλυσίδες τους. Ωστόσο, πεθαίνει κι αυτός κατά λάθος – όπως κατά λάθος έγινε επαναστάτης. (Η στράτευση του ήταν συναισθηματικής τάξεως).
Η ταινία χωρίζεται σαφέστατα σε δυο μέρη: ένα «αντάτζιο» κι ένα «αλέγκρο μα νον τρόπο». Το πρώτο, ήρεμο και συγκρατημένα θλιμμένο κυριαρχείται απ’ τα «σόλι» και τα -ντουέτα» του Φούλβιο που προσπαθεί να ενταθεί στην οικογένεια του, ενώ στο δεύτερο, γεμάτο συγκοπτόμενους και αντιστικτικούς ρυθμούς η έμφαση δίνεται στα «κόρα» της επαναστατικής ομάδας, χωρίς ο Φούλβιο να πάψει να είναι «το πρώτο βιολί».
Δυο ριζικά διαφορετικές μελωδίες (του Ενιο Μορικόνε, που εδώ ξεπέρασε τον εαυτό του) στην ηχητική μπάντα του φιλμ, κάνουν σαφέστερο αυτόν το χωρισμό: Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί μια αφελέστατη υπεραισιόδοξη μελωδία που πρωτοεισάγεται με δηλωμένη την ηχητική της πηγή (την τραγουδάει η αδελφή του Φούλβιο), για να περάσει αμέσως μετά, με μια καταπληκτική μαεστρία, στην υπόκρουση και ν’ αποκτήσει τη διάσταση ενός θριαμβικού-επικού τραγουδιού (το «Ντιριντιντίν» θα το τραγουδάτε οπωσδήποτε βγαίνοντας απ’ το φιλμ), που κρεσεντάρει τη στιγμή ακριβώς που η κάμερα, μ’ ένα αργό πανοραμίκ, περιγράφει το αρχοντικό απ’ έξω και στο σύνολο του, και σταματάει όταν στο ίδιο πλάνο μπαίνει η επαναστάτρια Σαρλότ (Λέα Μασάρι), η οποία θα ξεβολέψει τόσο το σύζυγο της (τον Φούλβιο) όσο και τη φαμίλια του: Για τον Φούλβιο, η μακαριότητα παίρνει τέλος με το τέλος της μελωδίας και με το μπάσιμο στον ιταλικό λόγο του ουγγαρέζικου μονόλογου της Σαρλότ. (Ολόκληρη αυτή η σεκάνς είναι κάτι το καταπληκτικό και έξω από κάθε περιγραφή. Ποτέ δεν έχουμε δει κάτι ανάλογο. Άλλωστε, σ’ αυτήν ακριβώς τη σεκάνς ο θεατής έχει την ευκαιρία να επισημάνει με μεγαλύτερη ευχέρεια τη μουσική δομή της ταινίας).
Στο δεύτερο μισό, κυριαρχεί το μουσικό θέμα που θα συνοδεύει συνεχώς τους επαναστάτες. Είναι μια μελωδία στερεή, σοβαρή και απειλητική που εισάγεται και πάλι με δηλωμένη την ηχητική της πηγή για να περάσει κι αυτή στην υπόκρουση και να λειτουργήσει από κει και κάτω σαν σουίτα μπαλέτου.
Στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουμε, είναι αδύνατο να εξαντλήσουμε τη μελέτη αυτού του αριστουργήματος. Ο θεατής πρέπει να κάνει μια προσπάθεια για να κατανοήσει και ν’ αγαπήσει το φιλμ. Αν δεν το καταφέρει, δε θα φταίνε γι’ αυτό οι Αδελφοί Ταβιάνι, όπως ακριβώς δε φταιν οι σοβαροί μουσουργοί που η συμφωνική τους μουσική δεν αρέσει σ’ όλους.
Βασίλης Ραφαηλίδης «Το Βήμα», 4-1-1975 (Λεξικό Ταινιών)
*
«ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ»
Βασίλης Ραφαηλίδης
Μια από τις σημαντικότερες ταινίες του πολιτικού κινηματογράφου και σίγουρα ένα έργο – σταθμός για την δεκαετία του ΄70. Βρισκόμαστε στα 1816 στον ιταλικό βορρά. Ο Ναπολέων είναι φυλακισμένος. στην Αγία Ελένη και οι βασιλιάδες πάλι στο θρόνο τους. Ένα κύμα τρομοκρατίας χτυπά τους παλιούς δημοκρατικούς αγωνιστές. Ανάμεσα στα θύματα είναι και ο Φούλβιο, ένας ευγενής που άφησε την οικογένειά του , τις μουσικές σπουδές του και την ερωμένη του, για να πολεμήσει στο Παρίσι για τις νέες ιδέες.
Οι Αυστριακοί που τον φυλακίζουν θέλουν να τον εκθέσουν ηθικά απέναντι στους πρώην συντρόφους του, την ομάδα των Σουμπλίμι και τον αφήνουν ελεύθερο. Ο Φούλβιο προσπαθεί μάταια να βρει καταφύγιο στο αρχοντικό του σπίτι. Το παρελθόν τον κυνηγά. Είναι ήδη ένας ξεγραμμένος, που απεγνωσμένα θα προσπαθήσει να αποποιηθεί το πολιτικό παρελθο΄ν του. Αν και θα προδώσει, πραγματικά αυτή τη φορά τους συντρόφους του, θα τους ακολουθήσει σε μια παράλογη εκστρατεία στη Νότια Ιταλία, όπου οι ιδεαλιστές σουμπλίμι περιμένουν να γίνουν δεκτοί ως εθνοσωτήρες από τους χωρικούς. Το τέλος τους θα είναι ανάλογο των ψευδαισθήσεών τους.
Η ιστορία του Φούλβιο και των συντρόφων του, δίνει την ευκαιρία στους Ταβιάνι να κάνουν ένα πολυεπίπεδο σχόλιο πάνω στη στράτευση: τη φύση της, τις εκδοχές της, τις συνέπειές της. Για τους Ταβιάνι η στράτευση είναι κατεξοχήν ποιητική πράξη. Αυτό που πρέπει να μείνει ανέγγιχτο είναι το όραμα. Και γνωρίζουμε πολύ καλά πως τα οράματα δικαιώνονται και με την συντριβή τους. Ποτέ η Ιστορία δεν κέρδισε την ποίηση.
«Η αποτυχία των Σουμπλίμι, λένε οι Ταβιάνι, είναι ιστορικά αναπόφευκτη. Όμως η διαυγής τρέλα του Αλοζανφαν επιβεβαιώνει και ταυτόχρονα αρνείται την αποτυχία τους. Δεν πρόκειται για το παραλήρημα ενός ονειροπόλου, αλλά για την δημιουργική επιβεβαίωση της ουτοπίας σαν στιγμή της αλήθειας. Η ουτοπία παρουσιάζεται με τη μορφή της συνειδητοποίησης της δυνατότητας αλλαγής του παρόντος. Είναι ένα νέο ξεκίνημα για κάποιο σκοπό: το πώς θα τον πραγματοποιήσουμε έγκειται σε μας τους θεατές να το σκεφθούμε».
Το ντεκουπάζ του Αλοζανφάν μοιάζει να έχει οργανωθεί πάνω σε ένα πεντάγραμμο. Η ταινία χωρίζεται σε δυο μέρη: ένα «αντάτζιο» κι ένα κι ένα «αλέγκρο μα νον τρόπο». Οι Ταβιάνι ξεπερνούν την τέχνη και οργάνωση οτιδήποτε άλλο έκαναν πριν και μετά. Το Αλοζανφάν είναι η κορυφαία στιγμή της καριέρας τους. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον Μορρικόνε και στο μαστρογιάννι. Οι μελωδίες του πρώτου και η ερμηνεία του δεύτερου κρύβουν μέσα τους τα μυστικά της ύπαρξής μας: την ουτοπία.
*
«ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ»
Γιάννης Μπακογιαννόπουλος
Το «ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ» είναι από τις πιο σύνθετες και χυμώδεις δημιουργίες των αδελφών Ταβιάνι, όπου η ομορφιά των εικόνων και των ήχων, η ομορφιά των ρυθμών εκφράζουν ένα βαθύ στοχασμό πάνω στον άνθρωπο και στην ιστορία.
Το θέμα της ταινίας είναι η Ουτοπία. Η επανάσταση που θα λύσει, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι, όλα τα προβλήματα. Η ουτοπία δεν υλοποιείται, δεν γίνεται να υλοποιηθεί, αλλά σαν όνειρο τρέφει τους ανθρώπους και αρδεύει το κοινωνικό πεδίο και τη μελλοντική σοδειά του.
Η ουτοπία είναι ένα όραμα, που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να το πραγματοποιήσουν άμεσα, ακόμα κι όταν οι ιστορικές συνθήκες το αποκλείουν. Το χάσμα αυτό γεννιέται από τη διαφορά ανάμεσα στην υπομονή της φύσης, στους μακρούς χρόνους της ιστορικής μεταβολής και στην ανυπομονησία του ανθρώπου. Στην επιθυμία του να γίνουν όλα μέσα στα όρια της δικής του ζωής.
Στο «ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ» η ιστορική στιγμή είναι απόλυτα αρνητική. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, το 1815 , επιβάλλεται παντού η παλινόρθωση. Η παλινόρθωση των βασιλιάδων και των παλιών φεουδαρχικών δυνάμεων πάγωμα της Ευρώπης, σβήσιμο κάθε εστίας επαναστατικής , επιστροφή στο παρελθόν.
Οι προσπάθειες λοιπόν της μυστικής επαναστατικής εταιρείας στην οποία ανήκει ο ήρωας ο Φούλβιο, στην Ιταλία, είναι απόλυτα ουτοπικές, είναι εκτός τόπου και χρόνου. Κι όμως αυτό το ουτοπικό όνειρο που ενσαρκώνει ο νεαρός ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ στο φινάλε δεν είναι άγονη χίμαιρα αλλά μια οδυνηρή ενόραση του μέλλοντος. Σαράντα χρόνια αργότερα οι Γαριβαλδινοί θα πετύχουν το ξεσήκωμα της Νότιας Ιταλίας. Παλινόρθωση σημαίνει όμως και μια γενική τάση επιστροφής, οπισθοδρόμησης, παραίτησης και στους ίδιους τους ανθρώπους, ιδίως σε εκείνους που είναι πιο ευάλωτοι , όπως ο ήρωάς μας ο Φούλβιο, που η αριστοκρατική καταγωγή του αρχίζει να ξεπροβάλλει κάτω από τις επαναστατικές του ιδέες, είναι η λειτουργία της τάξης. Αλλά ο Φούλβιο είναι και σαραντάρης, μια κρίσιμη ηλικία ιδίως την εποχή εκείνη όπου κανείς εξετάζει το παρελθόν του, εξετάζει και το μέλλον του, τι του απομένει από τη ζωή. Είναι η ηλικία όπου λειτουργεί ο βιολογικός άνθρωπος . Ήταν άλλοτε νέος κι επαναστάτης τώρα είναι μεσήλικας και αρχίζει η συντήρηση. Η γλύκα της ζωής τον δελεάζει, η σκέψη του γίνεται πιο ψύχραιμη, βλέπει την ουτοπία της επανάστασης. Αφήνεται σιγά- σιγά στην παλινόρθωση του παρελθόντος του κι έτσι ο Φούλβιο είναι ένας σύνθετος χαρακτήρας, με τις παλινωδίες του αλλά και με τη γοητεία που εξασκεί στους γύρω του.
Η ταινία ξεκινάει με το κούρδισμα μιας ορχήστρας και σαν με το άνοιγμα μιας αυλαίας. Αυτή η θεατρικότητα θα κυριαρχήσει σε όλο το φιλμ και θα είναι μια διαδοχή από μικρές παραστάσεις και μαζί θα κυριαρχήσει η μουσικότητα, με τους ρυθμούς αλλά και την ίδια τη μουσική. Τη μουσική του Ένιο Μορικόνε, χρησιμοποιημένη σα να είναι όπερα. Υπάρχουν θαρρείς ακόμα και οπτικοακουστικές άριες.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι , ιδανικός Φούλβιο και μαζί του η Λέα Μάσαρι , η Λάουρα Μπέτυ, η Μίμσι Φάρμερ. Ανάμεσα στους συντρόφους του Φούλβιο, τους επαναστάτες, διακρίνουμε την αδρή μορφή του αδικοχαμένου Έλληνα του Σταύρου Τορνέ.
*
Η εισήγηση Γιάννη Μπακογιαννόπουλου για την ταινία
«ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ»,των αδερφών Ταβιάνι
Η επανάσταση, η ουτοπία και σε αντιδιαστολή ο πραγματισμός κι ο κομφορμισμός… Το 1816 ένας ιταλός αριστοκράτης, ο Φούλβιο, ένας επαναστάτης, που έχει προδώσει τους συντρόφους του, θέλει ν’ αλλάξει τρόπο ζωής και να ζήσει συνηθισμένα. Τους ακολουθεί σε μια παράλογη εκστρατεία με προκαθορισμένη έκβαση. Όμως δεν θα του το επιτρέψουν η επαναστάτρια κοπέλα του και οι σύντροφοί της και θα τον οδηγήσουν σε μια αποστολή στη Νότια Ιταλία. Η αριστουργηματική ταινία των αδελφών Taviani, που διεύρυνε το θέμα της επαναστατικής ουτοπίας, της αυτοθυσίας, του ευδαιμονισμού. Μέσα από ιστορικοπολιτικές παραβολές ερευνούν το θέμα της στράτευσης του ατόμου και τη σχέση του με την ιστορία. Σε επίπεδο φόρμας και αφηγηματικότητας, το «Αλονζανφάν» είναι μια κινηματογραφική σύνθεση κρυστάλλινης μουσικότητας, όπου συνυπάρχουν ο εστετισμός και η απλότητα. Ένα επιτηδευμένα αφελές, πρώτο μέρος του φιλμ δίνει τη θέση του σε μια σαφώς πιο πολυφωνική δράση, που απομονώνει τον Φούλβιο στην γωνία του προδότη.
Το μουσικό σκέλος του Morricone δεν αποτελεί απλώς την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Είναι σφιχταγκαλιασμένο με την δομή και το ρυθμό της αφήγησης, στο βαθμό που μοιάζει να την ορίζει. Η επιτυχία είναι απόλυτη –θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι Taviani δημιούργησαν ελεύθερα πάνω σε δυο προϋπάρχοντα κομμάτια και στο στοίχημα της μετάβασης από το ένα στο άλλο. Αυτό ακριβώς το μουσικότροπο χτίσιμο προσδίδει μια αίσθηση ρέουσα, συναρπάζει και καθιστά εξαιρετικά εύληπτο τον αφηγηματικό σκελετό. Ωστόσο, πολύ πριν τη μνημειώδη τελική έξοδο, οι Taviani ενσωματώνουν στη ρεαλιστική φιλμική κρούστα μια αλληλουχία προσωπικών ουτοπιών. Ιδίως από άποψη πλανοθεσίας, φωτισμού και χρόνων, μια σειρά σκηνών περιβάλλεται από αύρα ονειρική και μετατοπίζεται στο μη-πραγματικό. Η ενυπάρχουσα αλληγορική αίσθηση ολοκληρώνει το προφανές –τις γέφυρες, δηλαδή, που ρίχνουν οι Taviani στο «τώρα»: δεν πρόκειται τόσο για μια ταινία εποχής, όσο για έναν μετωνυμικό αναχρονισμό. Ακόμα παραπέρα, όλη η ταινία μπορεί να εκληφθεί ως μια αισθητική σύγκρουση μεταξύ ουτοπιών. Οι δημιουργοί δεν θα υποπέσουν στον διδακτισμό απέναντι στην προσωπική στάση των ηρώων. Αντιθέτως, «αισθητικοποιούν» την εκάστοτε ηθική στάση και μεταφέρουν την αντιπαράθεση ακριβώς σε αυτό το πεδίο –το αισθητικό. Η αποθέωση του ανέφικτου οράματος και η επιβίωση του φορέα του επικυρώνουν την συντριβή των ατομικών ουτοπιών από τη συλλογική –και σε αυτό το σημείο η διαλεκτική των Taviani εμφανίζεται νοθευμένη από μια ποιητική προδιάθεση.
Το μουσικό σκέλος του Morricone δεν αποτελεί απλώς την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Είναι σφιχταγκαλιασμένο με την δομή και το ρυθμό της αφήγησης, στο βαθμό που μοιάζει να την ορίζει. Η επιτυχία είναι απόλυτη –θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι Taviani δημιούργησαν ελεύθερα πάνω σε δυο προϋπάρχοντα κομμάτια και στο στοίχημα της μετάβασης από το ένα στο άλλο. Αυτό ακριβώς το μουσικότροπο χτίσιμο προσδίδει μια αίσθηση ρέουσα, συναρπάζει και καθιστά εξαιρετικά εύληπτο τον αφηγηματικό σκελετό. Ωστόσο, πολύ πριν τη μνημειώδη τελική έξοδο, οι Taviani ενσωματώνουν στη ρεαλιστική φιλμική κρούστα μια αλληλουχία προσωπικών ουτοπιών. Ιδίως από άποψη πλανοθεσίας, φωτισμού και χρόνων, μια σειρά σκηνών περιβάλλεται από αύρα ονειρική και μετατοπίζεται στο μη-πραγματικό. Η ενυπάρχουσα αλληγορική αίσθηση ολοκληρώνει το προφανές –τις γέφυρες, δηλαδή, που ρίχνουν οι Taviani στο «τώρα»: δεν πρόκειται τόσο για μια ταινία εποχής, όσο για έναν μετωνυμικό αναχρονισμό. Ακόμα παραπέρα, όλη η ταινία μπορεί να εκληφθεί ως μια αισθητική σύγκρουση μεταξύ ουτοπιών. Οι δημιουργοί δεν θα υποπέσουν στον διδακτισμό απέναντι στην προσωπική στάση των ηρώων. Αντιθέτως, «αισθητικοποιούν» την εκάστοτε ηθική στάση και μεταφέρουν την αντιπαράθεση ακριβώς σε αυτό το πεδίο –το αισθητικό. Η αποθέωση του ανέφικτου οράματος και η επιβίωση του φορέα του επικυρώνουν την συντριβή των ατομικών ουτοπιών από τη συλλογική –και σε αυτό το σημείο η διαλεκτική των Taviani εμφανίζεται νοθευμένη από μια ποιητική προδιάθεση.
*
«ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ»
Παναγιώτης Καρώνης
Μιλάμε όχι απλά για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματόγραφου αλλά για ένα έργο σταθμό, για ένα αριστούργημα. Εδώ οι αδελφοί Ταβιάνι ξεπερνούν τον εαυτό τους και μας χαρίζουν μια από τις καλύτερες ταινίες τους.
Η δράση της ταινίας μας μεταφέρει στον ιταλικό βορρά του 1816. Ο Ναπολέων βρίσκεται φυλακισμένος στην Αγία Ελένη και οι βασιλιάδες είναι και πάλι στο θρόνο τους. Οι παλιοί δημοκρατικοί αγωνιστές δέχονται τρομοκρατικά χτυπήματα. Ένα από τα θύματα αυτών των χτυπημάτων είναι και ο Φούλβιο (Μαρτσέλο Μαστρογιάννι), ένας ευγενής που παράτησε περιουσία, οικογένεια, ερωμένη και τις σπουδές του στη μουσική, για να πάει στο Παρίσι να πολεμήσει για της νέες ιδέες. Φυλακίζεται από τους αυστριακούς που διακαώς επιθυμούν να τον εκθέσουν ηθικά απέναντι στους πρώην συντρόφους του, την ομάδα των Σουμπλίμι, και εν συνεχεία τον αφήνουν ελεύθερο. Το παρελθόν όμως και η καταγωγή του κυνηγά σαν ερινύα τον φεουδάρχη Φούλβιο, που δεν θα καταφέρει να βρει καταφύγιο στο πολυτελές πατρικό του. Κατανοώντας ότι δεν έχει πολιτικό και επαναστατικό μέλλον προσπαθεί να αποποιηθεί το πολιτικό παρελθόν του. Αναγκάζεται να ακολουθήσει λοιπόν τους συντρόφους του στον ιταλικό νότο, σε μια παράλογη εκστρατεία προκειμένου να ελευθερώσουν τη Νότια Ιταλία. Εκεί ο Φούλβιο προδίδει την ομάδα, η οποία θα σφαγιαστεί από τους κατοίκους των χωριών του νότου.
Τούτο το στόρι είναι η αφετηρία για τους Ταβιάνι, προκειμένου να μιλήσουν και να σχολιάσουν τη στράτευση, την επανάσταση, τον αγώνα. Τη φύση τους, τις εκδοχές τους και τις συνέπειές τους. Όλα αυτά ειδωμένα κάτω από μια ποιητική ματιά, αφού για τους Ταβιάνι η στράτευση δεν είναι τίποτα άλλο από μια ποιητική πράξη και ο επαναστάτης ένας ονειροπόλος, αυτό δε που θέλει να φέρει σε πέρας με τις πράξεις του, είναι η εγκατάσταση του ονείρου στη γη. Ακόμα και η αποτυχία δεν τον πτοεί αφού αυτό που έχει σημασία για τους Ταβιάνι είναι το όραμα. Ένα όραμα που παραμένει –και πρέπει να παραμείνει- ανέγγιχτο ακόμα και μετά τη συντριβή του.
Οι ίδιοι οι Ταβιάνι βέβαια δεν παραλείπουν να μας τονίσουν ότι η αποτυχία των Σουμπίλι, είναι ιστορικά αναπόφευκτη. Αλλά η ίδια η ταινία, ταυτόχρονα, αρνείται την αποτυχία τους και τούτο μοιάζει με αντίφαση, με το παραλήρημα ενός ρομαντικού ονειροπόλου. Αλλά αν κάτι μας λέει το Αλονζανφάν είναι ακριβώς αυτό: η επιβεβαίωση της ουτοπίας σαν στιγμή της αλήθειας, η συνειδητοποίηση της δυνατότητας αλλαγής της ιστορίας, το ξεκίνημα για κάτι νέο, ονειρικό και ουτοπικό. Από την άλλη όμως οι Ταβιάνι με τούτη την αξεπέραστη ταινία τους, απαντούν οριστικά στο ερώτημα του αν ένας αστός μπορεί να αποποιηθεί το παρελθόν του και να γίνει επαναστάτης. Και η απάντηση είναι οριστικά, αρνητική! Ειδική μνεία οφείλουμε στην αξεπέραστη μουσική του Έννιο Μορρικόνε, που ντύνει, αγκαλιάζει και συντροφεύει τον Φλούβιο σε όλες του της μεταπτώσεις· μουσική που χωρίς την οποία η ταινία θα είχε παραμείνει ημιτελής.
*
«ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ»
Γιώργος Παπαδημητρίου
Έχει ειπωθεί πως οι τιμιότερες επαναστάσεις είναι αυτές που δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Έχει επίσης λεχθεί πως η Ουτοπία υπάρχει και μας περιμένει, απλώς δεν εμείς δεν την έχουμε ανακαλύψει ακόμη. Προς επίρρωση των παραπάνω, οι αδερφοί Ταβιάνι ανέλαβαν να ιχνηλατήσουν το μονοπάτι προς μία κινηματογραφική Ουτοπία και να δώσουν απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο έχει νόημα μία δονκιχωτικού τύπου δράση. Φορέας και οδηγός σε αυτό απελπισμένο εγχείρημα αναδεικνύεται ένας αποκαμωμένος και ηττημένος επαναστάτης, ερμηνευμένος από τον - ως συνήθως - έξοχο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Εξαντλημένος και αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά των επαναστατών - συντρόφων του αλλά και εν γένει από τις κακουχίες και τις συνεχείς απογοητεύσεις της στρατευμένης ζωής, εγκαταλείπει τον αγώνα και αναζητεί καταφύγιο στην οικογενειακή εστία.
Το φιλμ είναι ευδιάκριτα χωρισμένο σε δύο μέρη, με το καθένα εκ των δύο, εντέχνως και σκοπίμως, να διέπεται από ολότελα διαφορετικό μουσικό μοτίβο. Η μουσικότητα αυτή όμως δεν είναι απλώς επιβοηθητική και συμπληρωματική αλλά καθοδηγεί την αφήγηση, της δίνει το στίγμα και το χρωματισμό της, την ηθική και δομική της υπόσταση. Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί ένα ανάλαφρο, αποπνέον θαλπωρή και γαλήνη, μοτίβο, το «ντιριντιντί» που σιγοτραγουδά με περισσή εμμονή ο παραστρατημένος αγωνιστής και το οποίο λειαίνει το έδαφος για τον την αποδοχή του ένοχου πειρασμού της κατάθεσης των όπλων. Η επιστροφή και η παλιννόστηση επιφέρουν την «αναγνώριση», η οποία θα συντελεστεί με μυστικιστική ευλάβεια, ευρισκόμενη στο ακριβές ενδιάμεσο της χριστιανικής παραβολής του ασώτου υιού και της ομηρικής Οδύσσειας. Επί της ουσίας, στο πρώτο μέρος η κάμερα είναι σφηνωμένη στα μάτια του κεντρικού ήρωα, τον οποίο εμείς ακολουθούμε, υιοθετούμε την οπτική του και εν τέλει ταυτιζόμαστε μαζί του.
Στο δεύτερο μέρος, επέρχεται η ρήξη, η ολική ανατροπή. Αρχικά, από την εμφάνιση των φαντασμάτων του παρελθόντος (σύντροφοι – αγαπημένη), τα οποία εισβάλλουν στον αδρανή άχρονο, στον οιονεί νεκρό δηλαδή υπό μία έννοια, προσωρινής διάρκειας παράδεισο. Περίπου σε αυτό το σημείο αλλάζει ευφυώς και το μουσικό μοτίβο, το οποίο λαμβάνει πλέον διαστάσεις επικού εμβατηρίου. Η οπτική γωνία του πρωταγωνιστή, η οποία ως εκείνη τη στιγμή συμπίπτει με τη δική μας, τίθεται πλέον στο περιθώριο, παραγκωνίζεται και μία νέα την αντικαθιστά, στην οποία ανατίθεται το καθήκον να κινήσει τα νήματα. Τη νέα αυτή θεώρηση, εκφράζει και ενσαρκώνει ο Αλονζανφάν, ο οποίος λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο και έννοια παρά ως υπαρκτό πρόσωπο. Ανάλογη συμβολική χροιά έχει και η λυρική και σχεδόν φαντασιακή αυτοκτονική εκστρατεία στην οποία αναγκάζεται να συμμετάσχει ο, δια του εξαναγκασμού επανακάμψας, επαναστάτης. Τα γεμάτα ερωτισμό όνειρά του οπτικοποιούν τα άνθη που κυοφορούν οι σπόροι που φυτεύει στο υποσυνείδητό του (μας) μία, ακόμη και μάταιη (ή ιδιαίτερα μία τέτοια), εξέγερση. Μια ανεξέλεγκτη θανατερή γοητεία, μια ακατανίκητη έλξη, μια θύμησή μακρινή ενός πρωτογενούς πάθους, ορμητικού όσο η ροή του αίματος σε μία ανοιχτή βαθιά πληγή.
Οι αδερφοί Ταβιάνι λοιπόν, καταλήγουν υπομονετικά, μεθοδικά, μα πάνω απ’ όλα εξόχως διαλεκτικά σε μία κατάφαση στα ερωτήματα που έθεσαν οι ίδιοι εξαρχής. Η κατάφαση αυτή προκύπτει από δύο διαδοχικές αρνήσεις, οι οποίες απαλείφουν η μία την άλλη. Την αρχική άρνηση να συνεχιστεί μία εκ των προτέρων καταδικασμένη μάχη διαδέχεται μία άρνηση αυτής ακριβώς της στάσης. Ο συλλογικός σκοπός επιζεί και θριαμβεύει στο τέλος έναντι του ατομικού και του συμβιβασμού. Υποθέτουμε πως μέχρι οι αληθινές επαναστάσεις παντός τύπου να ξαναγίνουν της μόδας, θα πρέπει να αρκεστούμε σε κινηματογραφικές, τύπου Allonsanfan.
*
Το Αλονζανφάν (1974) είναι μια από τις σημαντικότερες ταινίες του πολιτικού κινηματογράφου και ένα έργο-σταθμός για τη δεκαετία του ’70: είναι ένα σχόλιο πάνω στη πολιτική στράτευση, τη φύση της- σύμφωνα με τους σκηνοθέτες είναι μια κατεξοχήν ποιητική πράξη-, τις εκδοχές της, τις συνέπειες της.
*
Το ντεκουπάζ του Αλονζανφάν μοιάζει να έχει οργανωθεί πάνω σε πεντάγραμμο. Η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη: ένα «αντάτζιο» κι ένα «αλέγκρο μα νον-τρόπο». Οι Ταβιάνι ξεπερνούν σε τέχνη και οργάνωση οτιδήποτε άλλο έκαναν πριν και μετά. Το Αλονζανφάν είναι η κορυφαία στιγμή της καριέρας τους. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον Έννιο Μορρικόνε και στο Μαστρογιάννι. Οι μελωδίες του πρώτου και η ερμηνεία του δεύτερου κρύβουν μέσα τους τα μυστικά της ύπαρξης μας: την ουτοπία.
*
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΔΕΛΦΩΝ ΤΑΒΙΑΝΙ
«Όποιος σκέφτεται μόνο την επανάσταση, δεν την κάνει ποτέ»
«Οι επαναστάσεις δεν εμφανίζονται σαν δώρα, γεννιούνται από χίλιες ενέργειες και έχουν διαφορετικό χαρακτήρα κάθε φορά. Αλλά όποιος σκέφτεται μόνο την επανάσταση, σημαίνει ότι δεν θα την κάνει ποτέ», Aδελφοί Ταβιάνι.
*
Με μια συνταρακτική εξομολόγηση, ένα ολοκληρωμένο ποίημα, που αντηχούσε την παραφορά των Βακχών, τη γενναιότητα των ηρώων της Ιλιάδας, την αναλυτική εμβάθυνση του Θουκυδίδη, τη στοχαστικότητα του Τολστόι, την αθωότητα των παιδιών όλου του κόσμου και την ηχώ των ονείρων που έκλεισαν σε όλες τις ταινίες τους, απάντησαν χθες οι αδελφοί Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι στην αναγόρευσή τους σε επίτιμους διδάκτορες του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι όση ώρα μιλούσαν οι Ιταλοί σκηνοθέτες, οι παρόντες στην αναγόρευση είχαν την αίσθηση ότι το μαύρο κοράκι της αρχικής σεκάνς από το «Χάος» έφερνε κύκλους πάνω από την αίθουσα, ότι οι Βάκχες, από την «πιο άτεγκτη και ανοιχτή σε αντιφατικές ερμηνείες» τραγωδία του Ευριπίδη, μπορεί να εισέβαλαν από στιγμή σε στιγμή για να γκρεμίσουν τα τείχη της ορθοφροσύνης, ότι η αγαπημένη τους πατρώα Τοσκάνη ήταν το αιματηρό πεδίο μάχης γύρω από τον ποταμό Σκάμανδρο, ενώ πεφταστέρια χρωματίζουν τον ουρανό και «ο ποταμός αρνείται να δεχτεί άλλο αίμα, επαναστατεί».
Η «Lectiο Doctoralis» των Ταβιάνι, που είχε τον τίτλο «Εκ του σύνεγγυς στην ελληνική γη», εξελίχθηκε τελικά σε τιμή που απέδωσαν οι ίδιοι, αφού ξεκάθαρα είπαν ότι «μια τέτοια πρόσκληση ήταν κάτι που περιμέναμε: κοιτάζοντας μέσα στο πηγάδι του παρελθόντος, αισθανόμασταν ανέκαθεν εγγύτερα στον ελληνικό πολιτισμό παρά στον ρωμαϊκό».
Το προηγούμενο βράδυ συναντήσαμε τους αδελφούς Ταβιάνι. Με ξεχωριστή ενεργητικότητα, χιούμορ,σαρκασμό και εκφραστικό πάθος στις χειρονομίες, σαν να σκηνοθετούσαν, μας μίλησαν για τις ρίζες τους στην Τοσκάνη, τον ρόλο της μουσικής στο έργο τους, τον φασισμό, την Ευρώπη και την επανάσταση. (Ευχαριστούμε την πρόεδρο του τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας, Ντίνα Ευαγγέλου, για τη διερμηνεία.)
Οι Ιταλοί σκηνοθέτες αναγορεύτηκαν χθες επίτιμοι διδάκτορες του ΑΠΘ και δήλωσαν ότι αισθάνονται εγγύτερα στον ελληνικό παρά στον ρωμαϊκό πολιτισμό | ΕUROKINISSI / ΦΑΝΗ ΤΡΥΨΑΝΗ
Κι επειδή μας άκουσαν να σιγομουρμουρίζουμε το μουσικό θέμα του Μορικόνε από το «Αλοζανφάν», η συζήτηση ξεκίνησε από αυτό ακριβώς το σημείο.
Πάολο Ταβιάνι: …α, είναι η μουσική που αντέγραψε ο Ταραντίνο σε μια ταινία του, θυμώσαμε, τηλεφωνήσαμε στον Μορικόνε. Και ύστερα τα εγγόνια μας την τραγουδούσαν και μας λέγανε, «ωραίο αυτό το κομμάτι του Ταραντίνο»…
Βιτόριο Ταβιάνι: … μας άρεσε όμως το τέλος της ταινίας, γιατί οι «Αδωξοι Μπάσταρδη» αναφέρονταν στο θέμα του φασισμού. Αλλά είπαμε, τι διάολο κάνει αυτός και μας κλέβει το μουσικό θέμα;
• Φαντάζεστε το έργο σας χωρίς τη μουσική των Μορικόνε και Πιοβάνι; Μοιάζει πάντα να επιδιώκετε όχι μια συνοδευτική, αλλά μια σχολιογραφική λειτουργία της μουσικής.
Π. Ταβιάνι: …και τη μουσική που ο Τζουλιάνι Ταβιάνι, γιος του Βιτόριο, έγραψε για τρεις ταινίες μας. Για μας η μουσική έχει πάντα την ίδια αξία που έχει ένας χαρακτήρας στο έργο. Δεν είναι δουλικός συνοδός της εικόνας, είναι σημαντικός. Οταν γράφουμε το σενάριο, σημειώνουμε πού θα μπει η μουσική, έχουμε μιλήσει με τον μουσικό, έχουμε κάποιες ιδέες. Πιστεύουμε ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι κληρονόμος της μεγάλης μουσικής κληρονομιάς, της παγκόσμιας αλλά και της ιταλικής ειδικότερα. Στην τελευταία μας ταινία, τον «Θαυμάσιο Βοκάκιο», υπάρχει μουσική τέκνο, μοντέρνα ηλεκτρονική του Τζουλιάνο, αλλά και Βέρντι, Πουτσίνι, Ροσίνι. Εμείς έχουμε κάποιες ιδέες, αλλά ο μουσικός μπορεί να τις τροποποιήσει, διότι η ταινία είναι κάτι που εξελίσσεται. Οταν αρχίζουμε γύρισμα, είμαστε σίγουροι ότι θα γυρίσουμε αυτό που έχουμε ήδη γράψει και μετά πάντα μας εκπλήσσει το φως, το πρόσωπο ενός ηθοποιού… Στο τέλος της ταινίας η αρχική διαίσθηση συντίθεται σε διαφορετική μορφή, αλλά… δεν μπορούμε να πούμε και όλα μας τα μυστικά…
Β. Ταβιάνι: Πολλές φορές είναι η μουσική που αλλάζει μια ιδέα μας.
• Το 1974 είχατε έρθει στη Θεσσαλονίκη, ήταν μετά την πτώση της χούντας για την παρουσίαση του «Αλοζανφάν», ένα σχόλιο για τον φασισμό και την επανάσταση. Ο φασισμός στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, παλιννοστεί…
Β. Ταβιάνι: Πριν από ένα χρόνο ήταν νομίζω πιο επικίνδυνα τα πράγματα στην Ελλάδα, τώρα είναι σε υποχώρηση. Σε ό,τι αφορά τον φασισμό θα μιλήσω για την Ιταλία που την γνωρίζω και η οποία πάει συνεχώς δεξιά. Κι εμείς πρέπει να πολεμήσουμε. Μήπως έχετε ιδέες πάνω σ’ αυτό; Πάντως ο σοσιαλισμός δεν θα πεθάνει ποτέ όσο υπάρχει ένας άνθρωπος να μιλάει γι αυτόν.
Ναι, αλλά το «καράβι» της επανάστασης δεν έπιασε λιμάνι.
Β. Ταβιάνι: Οι επαναστάσεις δεν εμφανίζονται σαν δώρα, γεννιούνται από χίλιες ενέργειες και έχουν διαφορετικό χαρακτήρα κάθε φορά. Αλλά όποιος σκέφτεται μόνο την επανάσταση, σημαίνει ότι δεν θα την κάνει ποτέ. Είναι αρκετό αν σκεφτεί κανείς πώς έγινε η Γαλλική ή η Ρωσική Επανάσταση…
Π. Ταβιάνι: Στο πέρασμα της Ιστορίας οι λέξεις αλλάζουν σημασία, πιθανόν η επανάσταση του μέλλοντος να μη λέγεται επανάσταση, σε κάθε περίπτωση δεν είναι σωστό να γυρίζουμε στο παρελθόν και να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τη λέξη επανάσταση με παλιές έννοιες… Ο κόσμος δεν είναι ίδιος όπως πενήντα χρόνια πριν.
• Αυτά τα «πιστεύω» και οι αρχές ισχύουν και για την τέχνη, για να είναι νέα, ανατρεπτική στις φόρμες, το ύφος, τα θέματα;
Β. Ταβιάνι: Η τέχνη πρέπει να βρίσκει πάντα τον τρόπο να πάει στο βάθος των μυστηρίων της ζωής και να την εξηγήσει. Να ανακαλύψει τι συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο όταν είναι μόνος του ή όταν είναι με άλλους, με τη δύναμη και τις αδυναμίες του, με τη δειλία ή τη γενναιότητά του. Αυτό πρέπει να κάνει η τέχνη. Να μας πει ποιος είναι σήμερα ο άνθρωπος. Καιρό με τον καιρό τα χαρακτηριστικά αλλάζουν. Αν η τέχνη φέρει στην επιφάνεια το φως του κάθε ανθρώπου, αυτό θα είναι το επίτευγμα, αυτό θα είναι μια μεγάλη αλλαγή.
Π. Ταβιάνι: Ο κινηματογράφος μίλησε πολλές φορές για το πώς μπορεί να γίνει η επανάσταση. Μία από τις σκηνές που με έχουν συγκλονίσει είναι από το τέλος της ταινίας του Τσάρλι Τσάπλιν «Τα φώτα της πόλης». Το βλέμμα της ηρωίδας μεταξύ χαράς, λύπης, έρωτα, η κάμερα μπαίνει μέσα στην κατάσταση, μας κάνει να καταλάβουμε, να τα βιώσουμε όλα αυτά και να αλλάξουμε ως άνθρωποι. Αυτό είναι επανάσταση μέσω της τέχνης.
• Επιστρέφετε σχεδόν πάντα στις ταινίες σας στη γενέθλια Τοσκάνη, τις ιστορίες και τα τοπία της. Οι σημερινοί νέοι πού νομίζετε ότι θα επιστρέψουν για να δημιουργήσουν; Στην αισθητική του Μπερλουσκόνι;
Π. Ταβιάνι …Χα (σαρκάζοντας πικρά).
Β. Ταβιάνι: Τα παιδιά μας λένε πως η δική μας γενιά μας δεν τους έδωσε μια κοινωνία σαν αυτή που ζήσαμε εμείς ως νέοι. Ο καθένας όμως έχει την ιστορική στιγμή του και πρέπει να λογαριαστεί με αυτήν. Η ομορφιά έγκειται σε αυτές τις αλλαγές, άλλες καλές, άλλες κακές. Σάμπως αν ο Μαρξ ερχόταν και έβλεπε σημερινούς μαρξιστές αγκυλωμένους στο «Κεφάλαιο», τι θα έλεγε; Η κοινωνία είναι αλλαγή, μετατροπή. Πρέπει οι νέοι να επινοήσετε καινούργιους τρόπους ξεκινώντας από όσα ξέρουμε ήδη εμείς. Ο καθείς και οι ευθύνες του.
Π. Ταβιάνι: Θα περιμένατε να σας δείξουμε έναν δρόμο, αλλά εγώ δεν βλέπω ούτε ένα μονοπατάκι.
• Χαμογελάτε όμως, κι αυτό είναι ήδη ένας δρόμος…
Π. Ταβιάνι: Αυτό είναι αλήθεια…
• Μετά τον «Θαυμάσιο Βοκάκιο», τι σκέφτεστε να κάνατε; Το ζήτημα των προσφύγων θα μπορούσε να είναι θέμα ταινίας;
Π. Ταβιάνι: Α, δεν θα μας επιβάλετε ποια ταινία θα κάνουμε. Καταλαβαίνουμε πολύ καλά το δράμα, αλλά δεν κάνουμε μανιφέστα.
Β. Ταβιάνι: Πάντα σκεφτόμαστε κάτι νέο, σαράντα χρόνια θέλαμε να κάνουμε τον Βοκάκιο. Η προηγούμενη ταινία μας, «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», προέκυψε τελείως τυχαία γιατί πήγαμε σε μια φυλακή και είδαμε μια παράσταση φυλακισμένων και ήταν σοκ. Όσο για τα τρέχοντα ζητήματα στον Βοκάκιο, η εικόνα της πανώλης και οι απαγχονισμοί κατά τον Μεσαίωνα είναι ένας άλλος τρόπος να μιλήσουμε για αυτούς τους μαυροντυμένους (του «Ισλαμικού κράτους») που σφάζουν ανθρώπους και για τους πρόσφυγες. Δεν χρησιμοποιούμε τον ευθύ τρόπο του πολιτικού ή του κοινωνιολόγου.
«Θέλουμε να μείνετε στην Ευρώπη»
• Πώς σχολιάζετε τη σημερινή πολιτική κατάσταση στη Ελλάδα και την Ευρώπη;
Π. Ταβιάνι: Ελπίζουμε να μάθουμε περισσότερα αυτές τις μέρες, αλλά ξέρουμε ότι η κατάσταση είναι δραματική. Δεν μπορούμε όμως να σας πούμε πώς γίνεται να διορθωθεί.
Β. Ταβιάνι: Θέλουμε να παραμείνετε στην Ευρώπη.
Π. Ταβιάνι: Πιστεύουμε ότι τα παιδιά μας δεν γνώρισαν τον πόλεμο χάρη στην Ενωμένη Ευρώπη. Εμείς ζήσαμε τον πόλεμο από μικρά παιδιά και η Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να προστατεύει τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Φυσικά και η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει, δεν πάει καλά, υπήρξε μόνο ως μια οικονομική Ευρώπη και πρέπει να γίνει μια Ευρώπη των κοινωνικών σχεδιασμών… Μιλάμε σαν πολιτικοί σήμερα, θα γυρίσω στην Ιταλία και θα ψάξω κόμμα να είμαι υποψήφιος.
Πηγή: Εφημερίδα συντακτών
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
*
Παρουσιάσεις ταινιών από τον Μπ. Ζ.
***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα διά χειρός
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα διά χειρός
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.