Restored - Director's cut, 111'
Μια ταινία της NEW STAR
Από 24/8 σε επανέκδοση αποκλειστικά στο
Από 24/8 σε επανέκδοση αποκλειστικά στο
*
Η πιο περίεργη εκδίκηση που σχεδιάστηκε ποτέ!
Όπως και οι περισσότερες ταινίες του Γουέλς, το «ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ» συνάντησε αρκετά προβλήματα στην παραγωγή και διανομή του. Ο σκηνοθέτης αποποιήθηκε το τελικό μοντάζ, μιας και το στούντιο ξαναγύρισε σκηνές που θεωρούσε επεξηγηματικές υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Χάρι Κέλερ. Το 1998 όμως, ο παραγωγός Ριτς Σμίντλιν αποκατέστησε την εκδοχή του Γουέλς σύμφωνα με τις εκτεταμένες σημειώσεις του και αποκάλυψε για άλλη μια φορά, το ευφυές άγγιγμα ενός οικουμενικού δημιουργού.
Ένα αριστουργηματικό φιλμ νουάρ σαιξπηρικών διαστάσεων και για πολλούς κριτικούς η σπουδαιότερη ταινία του Όρσον Γουέλς, με τον ίδιο σε έναν ηθικό διφορούμενο ρόλο και ένα φοβερό καστ.
Πολυπρόσωπο φιλμ νουάρ με πλήθος σαιξπηρικών αναφορών ανιχνεύει τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ του Καλού και του Κακού αντιπαραβάλλοντας τις έννοιες του νόμου, της εξουσίας, της δικαιοσύνης…
Ταινία με εκπληκτική ατμόσφαιρα γοτθικού εξπρεσιονισμού, γυρισμένη με πρωτοποριακές κινηματογραφικές τεχνικές για την εποχή.
Ένα από τα πιο εφιαλτικά θρίλερ που μας έδωσε ο κινηματογράφος και ένα από τα τελευταία παραδείγματα της κλασικής εποχής του φιλμ νουάρ, που απέσπασε 6 Βραβεία και μια υποψηφιότητα.
Η εξαιρετική μουσική επένδυση είναι του Χένρι Μαντσίνι και έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ-μποξ, πιανόλα κλπ) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στη ταινία. Σημαντικό ρόλο στην ταινία έχει και ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός, η μαυρόασπρη φωτογραφία του Ράσελ Μέτι.
*
«ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ»
restored-director's cut διάρκειας 111'
«Touch of Evil»
Μυστηρίου - Αμερική 1958 - Διάρκεια 111' - Α/Μ
Σκηνοθεσία: Όρσον Γουέλς
Σενάριο: Όρσον Γουέλς, Πολ Μόνας, Φράνκλιν Κόεν, Γουίτ Μάστερσον (Μυθιστόρημα)
Πρωταγωνιστούν: Ορσον Γουέλς, Τσάρλτον Ιστον, Τζάνετ Λι, Τζόσεφ Καλλία, Τζοάνα Μουρ, Ρέυ Κόλινς, Μάρλεν Ντίτριχ, Ζα Ζα Γκαμπόρ, Ακίμ Ταμίροφ.
Μουσική: Χένρι Μαντσίνι
Διευθυντής φωτογραφίας: Ράσελ Μέτυ
ΣΥΝΟΨΗ
Ο Μάικ Βάργκας (Τσάρλτον Ιστον) είναι ένας διακεκριμένος Μεξικάνος αστυνομικός, που υπηρετεί στο τμήμα δίωξης ναρκωτικών. Παντρεύεται τη Σούζαν, μία γοητευτική Αμερικανίδα (Τζάνετ Λι) και αποφασίζουν να περάσουν το μήνα του μέλιτος στην πόλη Los Robles, που βρίσκεται στο Μεξικό, ακριβώς δίπλα στα σύνορα με τις ΗΠΑ.
Η ηρεμία τους όμως διακόπτεται απότομα όταν, δολοφονείται με βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητο του, ο αρχιμαφιόζος της πόλης. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αμερικάνος αστυνομικός Χανκ Κουίνλαν (Όρσον Γουέλς). Ο Κουίνλαν είναι διαβόητος και φημίζεται για το γεγονός ότι εξιχνιάζει όλες τις υποθέσεις, αλλά χωρίς να φαίνεται, αν και κατά πόσο, τις χειρίζεται πάντα με καθαρό τρόπο.
Επειδή όλα συμβαίνουν στα σύνορα, αλλά κυρίως σε μεξικάνικο έδαφος, ο Βάργκας επιστρατεύεται στην υπόθεση. Ο Κουίνλαν αγανακτά γρήγορα βλέποντας πως θα έχει τον επίμονο Βάργκας μέσα στα πόδια του και «μαγειρεύει» τα πειστήρια, για να βρει ένα ένοχο και να κλείσει την υπόθεση. Για να πετύχει το στόχο του, ο Κουίνλαν συνεργάζεται με έναν δευτεροκλασάτο μαφιόζο, τον Τζο Γκράντι (Ακίμ Ταμίροφ), ο οποίος θέλει να τρομοκρατήσει τον Βάρκγας, που είναι ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του αδελφού του, σπιλώνοντας τη τιμή της συζύγου του Σούζαν…
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Σημειώσεις πάνω στο «Άγγιγμα του Κακού», το θρυλικό νουάρ που πέρασαν 40 χρόνια για να αποκατασταθεί, σύμφωνα με το όραμα του σκηνοθέτη Όρσον Γουέλς.
Από τον Πάνο Γκένα
Στην περίφημη αρχική σκηνή ενός μονοπλάνου τριών σχεδόν λεπτών, ο Γουέλς οριοθετεί το χώρο δράσης και πυροδοτεί την αφήγηση με μία έκρηξη. Στην κυριολεξία.
Με αριστοτεχνικά χορογραφημένα πλάνα που εφάπτονται στις σκοτεινές διαδρομές των εικόνων και του σεναρίου, ο μεγαλοϊδεατισμός του Ορσον Γουέλς βρίσκει στο «Αγγιγμα του Κακού» το πρόσφορο έδαφος να εκμεταλλευτεί τη διαβρωτική χαρακτηρολογία του νουάρ και να αφηγηθεί μία εφιαλτική ιστορία με χαρακτηριστική αφηγηματική άνεση.
Ο σκηνοθέτης-δυνάστης Γουέλς, δανείζει το πρόσωπό του σε έναν νόμιμο-δυνάστη μιας περιοχής που παρότι εκπρόσωπος του νόμου, αποτελεί ειρωνικά τον πλεόν ασυνείδητο, έκφυλο, αμφιλεγόμενο χαρακτήρα της ταινίας.
Ο Κουίνλαν υποσκάπτει την ιστορία της αστυνομικής έρευνας και ο Γουέλς υποσκάπτει ταυτόχρονα το νουάρ για να προσδώσει το βάθος που του αρμόζει στις διαστάσεις του μεγάλου και μεγαλειώδους σινεμά.
Η βιρτουζιτέ του σκηνοθέτη επιβάλει στο «Αγγιγμα του Κακού» ένα εξπρεσιονιστικό θρίλερ με παραμορφωτικούς ευρυγώνιους φακούς, που βρίσκει μέσα στους σπειροειδείς ελιγμούς του νουάρ τις σαιξπηρικές αναφορές που το απογειώνουν και το μετατρέπουν σε μία ντελιριακή, συναρπαστική ταινία.
Όπως και οι περισσότερες ταινίες του Γουέλς, το «Αγγιγμα του Κακού» συνάντησε αρκετά προβλήματα στην παραγωγή και διανομή του. Ο σκηνοθέτης αποποιήθηκε το τελικό μοντάζ, μιας και το στούντιο ξαναγύρισε σκηνές που θεωρούσε επεξηγηματικές υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Χάρι Κέλερ. Το 1998 όμως, ο παραγωγός Ριτς Σμίντλιν αποκατέστησε την εκδοχή του Γουέλς σύμφωνα με τις εκτεταμένες σημειώσεις του και αποκάλυψε για άλλη μια φορά, το ευφυές άγγιγμα ενός οικουμενικού δημιουργού.
Το καλά μελετημένο βίντεο «Behind the Edit: The Orson Welles Memo» συγκρίνει και αντιπαραθέτει τις εκδοχές της ταινίας μέσα από αποσπάσματα και χρήση αρχειακού υλικού, συμπεριλαμβανομένου του μπούσουλα-υπομνήματος 58 σελίδων του Γουέλς στη Unversal.
Επισημαίνει την αλαζονεία του στούντιο, το πάθος του δημιουργού και τιμά ένα αθάνατο κινηματογραφικό αριστούργημα.
Λίγα λόγια για την ταινία
«ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ» είναι ένα εκπληκτικό, σαιξπηρικών αναφορών, φιλμ νουάρ. Ο Όρσον Γουέλς σκηνοθετεί αριστουργηματικά και ενσαρκώνει ιδανικά τον διεφθαρμένο αστυνομικό Κουίνλαν, τον διφορούμενο ηθικά και εκπληκτικό ερμηνευτικά χαρακτήρα της ταινίας. Μιας εκπληκτικής ταινίας γύρω απ΄την αέναη μάχη του καλού (Βάργκας, τον υποδύεται ο Τσάρλτον Ιστον) με το κακό (Κουίνλαν, τον υποδύεται φυσικά ο Όρσον Γουέλς).
Αλλά κυρίως, το «ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ» αναλύει τους κώδικες της εξουσίας, της δικαιοσύνης και της ηθικής, όπως η τελευταία διαγράφεται μέσα από τις πράξεις των χαρακτήρων.
Πρόκειται για την πέμπτη και τελευταία αμερικάνικη ταινία του Όρσον Γουέλς και είναι η μεταφορά στην μεγάλη οθόνη ενός μυθιστορήματος με τίτλο “Βadge of Εvil” του Whit Masterson, που έγραψε το 1956. Την σεναριακή προσαρμογή έκανε ο Πολ Μόνας. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του Όρσον Γουέλς στο σενάριο ήταν τόσες πολλές και ανατρεπτικές, που τελικά μετά βίας πιστώνεται η προσαρμογή του σεναρίου στον Μόνας.
Η εναρκτήρια σκηνή, το ενιαίο, τρίλεπτο πλάνο-σεκάνς, είναι ίσως το τεχνικά αρτιότερο και αισθητικά απολαυστικότερο της ιστορίας του κινηματογράφου.
«Μία σκιά πετάγεται μέσα από το σκοτάδι της νύχτας και πλησιάζει με βιαστικές κινήσεις ένα σταθμευμένο αμάξι. Τοποθετεί κάτι στον χώρο αποσκευών και γρήγορα χάνεται και πάλι στα στενά δρομάκια. Η κάμερα αρχίζει να ανυψώνεται, μέχρι να προσδιορίσει τη θέση του αυτοκινήτου στο χώρο. Ένα ζευγάρι εισέρχεται στο πλάνο και μπαίνει στο αμάξι. Την ίδια στιγμή, η κάμερα, πάντα από ψηλά και πάντα με το βλέμμα στραμμένο στο όχημα, οπισθοχωρεί καθώς αυτό ξεκινά την πορεία του. Τα στενά δρομάκια, οι πινακίδες από νέον, οι στέγες των φτηνών ξενοδοχείων, οι βρώμικοι τοίχοι, η βρεγμένη άσφαλτος, οι ύποπτοι περαστικοί, μοιάζουν σαν στοιχειά σε αυτή την ανήλια, σκονισμένη πόλη. Η κάμερα πετά τώρα πιο κοντά στα πρόσωπα των συνεπιβατών, ενός ώριμου κυρίου και της νεαρής συντροφιάς του, και σχεδόν αμέσως τους εγκαταλείπει για να στρέψει την προσοχή της σε ένα από τα πολλά ζευγάρια που περνούν. Το αυτοκίνητο έχει πια απομακρυνθεί, και το μόνο που απομένει στο πλάνο, είναι η φωνή της συνοδηγού, που παραπονιέται ότι ακούει έναν επίμονο, ενοχλητικό θόρυβο ρολογιού. Καθώς ο φακός παρατηρεί με περιέργεια τα πρόσωπα του νέου ζευγαριού, ο εκκωφαντικός ήχος της έκρηξης καλύπτει τα πάντα.»
Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό μονοπλάνο, που διδάσκεται μέχρι και σήμερα σε όλα τα πανεπιστήμια και τις σχολές κινηματογράφου, ως σκηνή ιστορικής σημασίας και καινοφανούς τεχνικής.
Ο τρόπος μετακίνησης της κάμερας που βρίσκεται πάνω σε ένα γερανό και απογειώνεται από το έδαφος, κατεβαίνει, υψώνεται ξανά και συνεχίζει αυτές τις μεταβολές της κίνησης της, ενώ ταυτόχρονα, παραμένει «προσηλωμένη», να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές, υπήρξε θέμα αντιγραφής για πολλούς μετέπειτα σκηνοθέτες.
Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξαιρετικές και είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει την ταινία αριστούργημα. Ο Όρσον Γουέλς στο ρόλο του διεφθαρμένου, μεσήλικα αστυνομικού, που παγιδεύει τους υπόπτους με ψεύτικα στοιχεία, δίνει σάρκα και οστά σε μία ψυχή χαμένη στα σκοτεινά και στα δαιδαλώδη μονοπάτια της διαφθοράς και της διαστροφής. Το ζευγάρι Τσάρλτον Ιστον, Τζάνετ Λι, καταφέρνουν να αποτυπώσουν με εξαιρετική επιτυχία τις εσωτερικές συγκρούσεις δύο ανθρώπων αδύναμων να «αγγίξουν» ο ένας τον άλλον. Η Μάρλεν Ντίτριχ, σε ηλικία 60 ετών, παγιδεύει το κοινό με μία γοητεία, στην κυριολεξία αφοπλιστική.
Η εξαιρετική μουσική επένδυση είναι του Χένρι Μαντσίνι και έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ-μποξ, πιανόλα κλπ) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στη ταινία.
Ο Όρσον Γουέλς ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτό τον τρόπο εισαγωγής της μουσικής υπόκρουσης. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που αναγνώρισαν το ταλέντο του Μαντσίνι.
Σημαντικό ρόλο στην ταινία έχει και ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός, η μαυρόασπρη φωτογραφία του Ράσελ Μέτι.
Η φωτογραφία του Ράσελ Μέτυ εντυπωσιάζει ενώ οι σκιές των ηθοποιών πραγματικά συμμετέχουν στην ταινία και λαμβάνουν ενεργά μέρος στη σύνθεση των ανεπανάληπτων εικόνων, ολοκληρώνοντας έτσι το αριστούργημα.
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, δηλαδή σε χρόνο ρεκόρ, με κόστος μόλις 895.000 δολάρια. Τα γυρίσματα γίνονταν μόνο βράδυ, γιατί ο Γουέλς σιχαινόταν να ανακατεύονται στα πόδια του οι υπεύθυνοι της παραγωγής και έκανε ότι μπορούσε για να τους αποφεύγει.
Για πρακτικούς λόγους τα γυρίσματα έγιναν στην πόλη Venice της Καλιφόρνια, που πείθει ότι πρόκειται για την μεξικάνικη Los Robles, στην οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται η ιστορία.
Η ταινία θεωρείται κλασική και περιλαμβάνεται σε αρκετές λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Το 1993, επιλέχτηκε για συντήρηση από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ως «πολιτιστικά, ιστορικά, και αισθητικά σημαντική ταινία».
Όπως και οι περισσότερες ταινίες του Γουέλς, το «ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ» συνάντησε αρκετά προβλήματα στην παραγωγή και διανομή του. Ο σκηνοθέτης αποποιήθηκε το τελικό μοντάζ, μιας και το στούντιο ξαναγύρισε σκηνές που θεωρούσε επεξηγηματικές υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Χάρι Κέλερ. Το 1998 όμως, ο παραγωγός Ριτς Σμίντλιν αποκατέστησε την εκδοχή του Γουέλς σύμφωνα με τις εκτεταμένες σημειώσεις του και αποκάλυψε για άλλη μια φορά, το ευφυές άγγιγμα ενός οικουμενικού δημιουργού.
«Ενδιαφέρομαι περισσότερο για την κατάχρηση της αστυνομικής και κρατικής εξουσίας κι όχι του χρήματος. Σήμερα το κράτος είναι πολύ πιο δυνατό απ’ το χρήμα. Ψάχνω λοιπόν μια δυνατότητα να το εκφράσω. Είναι καλύτερα να κυκλοφορεί ελεύθερος ένας δολοφόνος, παρά να δίνουμε στην αστυνομία την ευκαιρία να καταχραστεί την εξουσία της. Αν είχαμε την εκλογή ανάμεσα στην κατάχρηση της αστυνομικής εξουσίας απ’ τη μια και το ατιμώρητο έγκλημα απ’ την άλλη, θα ‘πρεπε να διαλέξουμε το δεύτερο. Αυτή είναι η άποψή μου.» - Όρσον Γουέλς
*
ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Οι καινοτομίες που επέφερε στην έβδομη τέχνη, τον κατέταξαν ανάμεσα στους κορυφαίους του κινηματογράφου. Κορυφαία στιγμή του ως σκηνοθέτης η ταινία «Πολίτης Κέιν» (Citizen Kane, 1941), που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες όλων των εποχών.
Ο Όρσον Γουέλς (Orson Welles) γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1915 στην πόλη Κενόσα της πολιτείας του Ουισκόνσιν. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν έξι ετών και η μητέρα του, που του έμαθε να παίζει πιάνο και βιολί, πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Χάρη στον πατέρα του, ένα επιτυχημένο εφευρέτη και βιομήχανο, που πέθανε όταν ο γιος του ήταν 13 ετών, γνώρισε ηθοποιούς και ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο του θεάματος. Σε ηλικία 11 ετών είχε ήδη κάνει δύο φορές τον γύρο του κόσμου.
Τα πρώτα βήματά του τα έκανε ως ηθοποιός σε πειραματικό θέατρο της Ιρλανδίας, ενώ σύντομα σκηνοθετούσε μικρές θεατρικές ομάδες. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 μαζί με τον βρετανό παραγωγό (και μετέπειτα ηθοποιό) Τζον Χάουζμαν ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στο θέατρο, ανεβάζοντας με τον θίασο «Μέρκιουρι» ριζοσπαστικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη.
Ήταν το 1938 που συντάραξε τους συμπολίτες του μέσω μιας ραδιοφωνικής διασκευής του «Πολέμου των κόσμων» του X. Τζ. Γουέλς. Με την ψευδαίσθηση ότι εξωγήινα όντα είχαν όντως εισβάλει στη Γη, ο κόσμος κατέβηκε πανικόβλητος στους δρόμους, αναζητώντας καταφύγιο! Τον μίσησαν, αλλά είχε πετύχει. Μέσα σε μία νύχτα είχε γίνει διάσημος.
Η φήμη που απέκτησε από τον «Πόλεμο των κόσμων» δεν άφησε αδιάφορο το Χόλιγουντ, το οποίο σύντομα τον κάλεσε στα «λημέρια» του για τον «Πολίτη Κέιν». Περιέργως, ο κινηματογράφος άφηνε αδιάφορο ως τότε τον Γουέλς, ο οποίος μάλιστα δεν είχε ιδέα από την πρακτική του. Αν και τον ακολούθησαν όλα τα μέλη του Μέρκιουρι (13 ηθοποιοί του έπαιξαν στον «Κέιν»), στο Χόλιγουντ φρόντισε να βρει τους κατάλληλους συνεργάτες που θα τον βοηθούσαν να εκφρασθεί έτσι όπως μόνον ο ίδιος επιθυμούσε. Ένας από αυτούς ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας Γκρεγκ Τόλαντ (1904-1948), που σύμφωνα με τον ίδιο τον Γουέλς, τον βοήθησε να ξεπεράσει την ασχετοσύνη του, μαθαίνοντάς του κινηματογράφο μέσα σε μόλις ένα απόγευμα!
Αφομοίωσε με δημιουργικότητα την τεχνική των παλιών δασκάλων του κινηματογράφου και ανανέωσε την παραδοσιακή κινηματογραφική αφήγηση, εξαρθρώνοντας τους χρόνους, τεμαχίζοντας το ντεκουπάζ και προτείνοντας πρωτοποριακές για την τότε εποχή γωνίες λήψης και κινήσεις της μηχανής. Με τη χρήση του δραματικού φωτισμού και της μουσικής, ενέτεινε το δραματικό στοιχείο για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Διόλου παράξενο που ο γάλλος σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου Φρανσουά Τριφό (1932-1984) είπε κάποτε ότι ο «Πολίτης Κέιν» είναι ίσως η ταινία, χάρη στην οποία οι περισσότεροι κινηματογραφιστές αποφάσισαν να ξεκινήσουν την καριέρα τους.
Ο «Πολίτης Κέιν» είναι διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μπουθ Τάρκινγκτον και απεικονίζει τη ζωή ενός μεγιστάνα του Τύπου, που σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς δεν ήταν άλλος από τον Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ (1863-1951) ή Χιρστ, όπως είναι γνωστός στην Ελλάδα. Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ σεναρίου το 1941, αλλά άργησε να αναγνωριστεί. Παραπάνω από μία εξηκονταετία μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI) ανακήρυξε τον «Πολίτη Κέιν» καλύτερη ταινία όλων των εποχών.
Όμως, η μεγαλομανία και η αστείρευτη φαντασία του Γουέλς δεν μπορούσαν να αντέξουν ένα καταπιεστικό σύστημα, όπως αυτό του Χόλιγουντ. Μετά τη δεύτερη ταινία του, «Οι υπέροχοι Άμπερσον» (The Magnificent Ambersons (1942), που ξεπέρασε τον προϋπολογισμό παραγωγής της και τελικά σφαγιάστηκε από το στούντιο RKO στην αίθουσα του μοντάζ, ο Γουέλς εκδιώχθηκε. Η καριέρα του δεν ανέκαμψε ποτέ, αλλά εκείνος ποτέ δεν σταμάτησε να επιμένει. Έπαιζε παντού για να συγκεντρώνει τα απαραίτητα χρήματα για την παραγωγή των προσωπικών δημιουργιών του, παραμένοντας πάντα μια γοητευτική προσωπικότητα μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας.
Το 1947 σκηνοθέτησε τις ταινίες «Η κυρία απ’ τη Σαγκάη» («The Lady from Shanghai») και «Μάκβεθ» («Macbeth»), στις οποίες ήταν και πρωταγωνιστής. Στη συνέχεια έζησε για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη, όπου ήταν παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής στις ταινίες «Οθέλος» («Othello», 1952) και «Ο κ. Αρκάντιν («Mr. Arkadin, 1955»).
Επέστρεψε στο Χόλιγουντ για να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ο άρχων του κακού» («Touch of Evil», 1958) κι ύστερα γύρισε στην Ευρώπη για τη «Δίκη» («The Trial», 1962) και τις «Καμπάνες του Μεσονυκτίου» («Chimes at Midnight», 1966). To 1975 έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία «Αλήθειες και ψέματα» (F for Fake), όπου έπαιζε κι ο ίδιος.
Ο Γουέλς εμφανίστηκε ως ηθοποιός και σε πολλές άλλες ταινίες, ανάμεσά τους στις «Τζέιν Έιρ» (Jane Eyre, 1944), «Ο τρίτος άνθρωπος» (The Third Man, 1949), «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (The Long Hot Summer, 1958), «Σύντροφοι του κακού» («Compulsion», 1959), «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές» («A Man for all Seasons», 1966) και «Κατς 22» (Catch-22, 1970). Στην κατοπινή δουλειά του στο θέατρο συμπεριλαμβάνονται και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι του στον «Οθέλο» (Λονδίνο, 1951) και τον « Βασιλιά Ληρ» (Νέα Υόρκη, 1956).
Στην προσωπική του ζωή, νυμφεύθηκε τρεις φορές και τις τρεις με ηθοποιούς: Βιρτζίνια Νίκολσον (1934-1940), Ρίτα Χέιγουορθ (1943-1947) και Πάολα Μόρι (1955-1985) και απέκτησε τρία κορίτσια, ένα με κάθε του σύζυγο. Από τη σχέση του με την ηθοποιό Τζεραλντίν Φιτζέραλντ απέκτησε ένα γιο, ενώ τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του διατηρούσε δεσμό με την Κροάτισσα ηθοποιό Όγια Κόνταρ.
Ο Όρσον Γουέλς πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1985 στο Λος Άντζελες από καρδιακή προσβολή
*
Φιλμογραφία
1942 Οι Υπέροχοι Άμπερσον (The Magnificent Ambersons)
1943 Κατάσκοποι της Σταμπούλ (Journey into Fear)
1946 Ο Άγνωστος (The Stranger)
1947 Η Κυρία από τη Σαγκάη (The Lady from Shanghai)
1948 Μάκβεθ (Macbeth)
1952 Οθέλλος (Othello)
1955 Ο Κύριος Αρκαντίν (Mr. Arkadin)
1958 Ο Άρχων του Κακού (Touch of Evil)
1962 Η Δίκη (Le Procès)
1967 Οι Καμπάνες του Μεσονυχτίου (Chimes at Midnight/Campanadas a medianoche)
1968 The Immortal Story
1974 Vérités et mesonges
*
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
«Το άγγιγμα του κακού» είναι από τις ταινίες εκείνες που αποδεικνύουν πως ένα μέτριο μυθιστόρημα και μια εταιρεία παραγωγής ταινιών β’ κατηγορίας μπορούν να δώσουν ένα μοναδικό αριστούργημα, φτάνει να έχουν για σκηνοθέτη έναν ιδιοφυή δημιουργό όπως ο Όρσον Γουέλς (1915-1985).
Αρχικά είχε ζητηθεί από τον Γουέλς να ερμηνεύσει έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τη σκηνοθεσία της ανέλαβε τυχαία, όχι γιατί τον ήθελε ο παραγωγός της, βασιλιάς των b-movies Άλμπερτ Ζάγκσμιθ, αλλά γιατί ο πρωταγωνιστής Τσάρλτον Ίστον δέχτηκε να συμμετάσχει σε αυτήν πιστεύοντας ότι ο Γουέλς θα ήταν και σκηνοθέτης και ηθοποιός. Τελικά το πρώην παιδί θαύμα ανέλαβε να τη σκηνοθετήσει πετώντας το σενάριο που του έδωσαν, βασισμένο στο βιβλίο του Γουίτ Μάστερσον και χωρίς να διαβάσει το βιβλίο, το ξαναέγραψε από την αρχή δίνοντας τον τίτλο Touch of evil (Το άγγιγμα του κακού).
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Ένας πλούσιος Μεξικανός κτηματίας σκοτώνεται όταν το αυτοκίνητο του ανατινάζεται μόλις περνάει τα σύνορα μπαίνοντας στις ΗΠΑ. Την υπόθεση αναλαμβάνουν ο Μεξικανός αστυνομικός της δίωξης ναρκωτικών Μάικ Βάργκας (Ίστον) και ο αμερικανός αστυνομικός Χανκ Κουίνλαν (Γουέλς). Ο Κουίνλαν συλλαμβάνει αμέσως για ύποπτο το Μεξικανό Σάντσες, που έχει δεσμό με την κόρη του νεκρού, έχοντας ο ίδιος τοποθετήσει δυναμίτη στο διαμέρισμα του Σάντσεζ για να τον ενοχοποιήσει. Για να εμποδίσει μάλιστα τον Βάργκας από τις δικές του έρευνες, που κινδυνεύουν να αποκαλύψουν την όλη κατασκευή των στοιχείων, ο Κουίνλαν χρησιμοποιεί ανθρώπους του υποκόσμου για να ενοχοποιήσει τη γυναίκα του Βάργκας.
Ένα από τα πιο εφιαλτικά θρίλερ που μας έδωσε ο κινηματογράφος και ένα από τα τελευταία παραδείγματα της κλασικής εποχής του φιλμ νουάρ. Ο άρχων του κακού ξεκινά με μια σκηνή που έχει πάρει θέση στην κινηματογραφική ιστορία και που μόλις πρόσφατα αποκαταστάθηκε σε όλη της τη δύναμη, καθώς παλιότερα η εταιρεία είχε βάλει τους τίτλους αρχής πάνω στη σκηνή αποδυναμώνοντας την. Πρόκειται για μια σκηνή δοσμένη σε ένα μεγάλης διάρκειας μονόπλανο: ένα τράβελινγκ που ξεκινά από την πλευρά του Μεξικού, με την κάμερα να ακολουθεί το αυτοκίνητο και να δείχνει τη βόμβα κρυμμένη κάτω από τη μηχανή του, περνώντας μαζί με αυτό τα σύνορα των ΗΠΑ, για να στραφεί στη συνέχεια στο νιόπαντρο ζευγάρι Ίστον-Λι που βρίσκονται εκεί για μήνα του μέλιτος και να τελειώσει με την έκρηξη του αυτοκινήτου που το ζευγάρι βλέπει από μακριά.
Εδώ ο Γουέλς ανιχνεύει τα δυσδιάκριτα όρια του καλού και του κακού αντιπαραβάλλοντας τις έννοιες του νόμου, της εξουσίας και της δικαιοσύνης. Περιγράφει έναν κόσμο που βρίσκεται σε ηθικό αδιέξοδο, έτοιμο να προδώσει τη φιλία για χάρη της δικαιοσύνης, έναν κόσμο διεφθαρμένο που έχει φθάσει στα όρια των δυνατοτήτων του. Για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα αυτή και να μετατρέψει τα τεχνικά και φυσικά ντεκόρ σε εφιαλτικά καφκικά τοπία, ο Γουέλς χρησιμοποιεί εκτός από τα μεγάλα πλάνα σεκάνς, παραμορφωτικούς φακούς και ασυνήθιστες γωνίες λήψης. Σημαντικό ρόλο έχει η μουσική υπόκρουση του Χένρι Μαντσίνι και ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός, η μαυρόασπρη φωτογραφία του Ράσελ Μέτι.
Ο ίδιος ο Γουέλς ερμηνεύει με ξεχωριστή δύναμη και επιβλητικότητα τον παχύσαρκο Κουίνλαν, φτιάχνοντας το πορτρέτο ενός αξιοθρήνητου, διεφθαρμένου αστυνομικού που δρα με βάση το ένστικτό του και ακολουθώντας το απόφθεγμα ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα» χαλκεύει τα γεγονότα για να φτάσει στον στόχο του. Γύρω του μια σειρά από εκκεντρικούς χαρακτήρες, η εξαιρετική Τζάνετ Λι που συνδυάζει με τελειότητα τη φιληδονία και την επιφανειακή αθωότητα και φυσικά η Μαρλέν Ντίτριχ στο ρόλο της Μεξικάνας τσιγγάνας που προλέγει στα χαρτιά το τραγικό τέλος του.
*
Γιάννης Κωνσταντινίδης
Το σενάριο: Είναι εξαιρετικό και ίσως ο βασικότερος (και ενδεχομένως κρυμμένος, κατά κάποιο τρόπο, στη «σκιά» της σκηνοθεσίας) λόγος, που το έργο είναι τόσο εντυπωσιακά διαχρονικό.
Πρόκειται για τη μεταφορά στην οθόνη ενός μυθιστορήματος «δευτερεύουσας σημασίας» (με την έννοια που το λογοτεχνικό genre «pulp fiction» είναι δευτερεύουσας σημασίας) με τίτλο “badge of evil” του Whit Masterson.
Την σεναριακή προσαρμογή έκανε ο Paul Monash. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του Welles στο σενάριο ήταν τόσες πολλές, διευσδυτικές και ανατρεπτικές, που τελικά στο generique μόλις και μετά βίας πιστώνεται η συγγραφή του σεναρίου στον Monash.
Θεωρείται ότι ο Welles, δεν είχε διαβάσει ποτέ το μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε η ταινία και ότι οι παρεμβάσεις του στο κείμενο του Monash, είχαν σαν μόνο ουσιαστικό στόχο και αποτέλεσμα, να μεταθέσουν το κέντρο βάρους του σεναρίου στα θέματα που τον απασχολούσαν πάντα, δηλαδή στις προσωπικές εμμονές του, που συγκεκριμένα είναι : η φυσική ανθρώπινη ροπή, η προδιάθεση δηλαδή, προς το κακό και ο συνεπερχόμενος διπολισμός του ανθρώπινου ήθους (άσπρο-μαύρο, καλό -κακό), ο αμοραλισμός, και η διαφθορά των προσώπων που κατέχουν την εξουσία.
Η σκηνοθεσία : Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, δηλαδή σε χρόνο ρεκόρ. Τα γυρίσματα γίνονταν μόνο βράδυ, γιατί ο Welles (όπως ακριβώς και ο ήρωας που υποδύεται) σιχαινόταν να ανακατεύονται στα πόδια του οι υπεύθυνοι της παραγωγής και έκανε ότι μπορούσε για να τους αποφεύγει. Ήταν η πρώτη του εμφάνιση στα στούντιο σαν σκηνοθέτης, μετά από μία δεκαετία και ξεκίνησε με πολύ βαριά καρδιά, σχεδόν χωρίς όρεξη, επειδή τον πίεσε με τις προτροπές του ο Charlton Heston. Η παραγωγή ήταν συνεχώς καχύποπτη απέναντι του και τελικά τον απέλυσε πριν ολοκληρωθεί η φάση του post-production.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν μία εικόνα, που σήμερα (και τότε), στις συζητήσεις μεταξύ σκηνοθετών, οδηγεί στη γνωστή κατακλείδα : «έκανα μία ξεπέτα για να ξεμπλέξω».
Όταν όμως είναι κανείς ιδιοφυία, του μεγέθους του Orson Welles, η έννοια της «ξεπέτας» απλά, δεν υφίσταται. Δηλαδή, όταν κάποιος είναι σαν τον Welles, ακόμα κι αν πιέσει τον εαυτό του να κάνει μιά «ξεπέτα», η ξεπέτα δεν του «βγαίνει» ως τοιαύτη. Μοιραία λοιπόν, και αυτή η ταινία του πέρασε στην κατηγορία: αριστούργημα, και οι λόγοι που την κατατάσσουν εκεί είναι οι εξής:
α) Το αρκετά μεγάλης διάρκειας μονοπλάνο, με το οποίο ξεκινάει η ταινία και το οποίο είναι η πιο διάσημη σεκάνς του έργου. Πρόκειται για μονοπλάνο, που διδάσκεται πλέον στα πανεπιστήμια και τις σχολές κινηματογράφου, ως ιστορικής σημασίας και καινοφανούς τεχνικής.
Η κάμερα βρίσκεται σε ένα γερανό. Κάνει traveling, απογειώνεται από το έδαφος, κατεβαίνει, υψώνεται ξανά και συνεχίζει αυτές τις μεταβολές της κίνησης της, ενώ ταυτόχρονα, παραμένει «προσηλωμένη», να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές, ενόσω εκείνοι περπατούν στο δρόμο και ανυποψίαστοι, άλλοτε πλησιάζουν και άλλοτε απομακρύνονται, από το αυτοκίνητο του αρχιμαφιόζου, που στο τέλος εκρήγνυται. Το πλάνο αυτό, σήμερα, ίσως και να περάσει απαρατήρητο, από κάποιον που βλέπει ανυποψίαστος το έργο για πρώτη φορά. Κι αυτό γιατί η τεχνική του έχει αντιγραφεί τόσες πολλές φορές, από τότε, που πλέον θεωρείται πραγματικά δεδομένο! Δηλαδή, δεν μπορούμε πια, να νιώσουμε την έκπληξη που ένιωσαν οι θεατές το 1958, ωστόσο είναι και αδύνατον, να μην αισθανθούμε τη δύναμη του. Τραβάει τον θεατή σαν δίνη και τον βάζει μέσα στο φιλμ. Μεταφέρει τον απόηχο της πόλης, που από μακριά μοιάζει σαν να διασκεδάζει, αλλά που μεταδίδει και μιά ανησυχία. Προαισθάνεται κανείς ότι κάτι δεν θα πάει καλά, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει τί ακριβώς.
Ο Welles γύρισε αυτό το πλάνο πάρα πολλές φορές, επί μία ολόκληρη νύκτα (στις 14 Μαρτίου 1957). Για πρακτικούς λόγους τα γυρίσματα έγιναν στην πόλη Venice της Καλιφόρνια, που πείθει ότι πρόκειται για την μεξικάνικη Los Robles, στην οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται η ιστορία.
Τελικά, ο Welles θεώρησε ικανοποιητική, μόνο την τελευταία λήψη (στην οποία μπορεί κανείς, αν ειναι, πες, μελετηρός και ενδιαφέρεται για τόση λεπτομέρεια, να διακρίνει το φως της αυγής που χαράζει στο βάθος του ορίζοντα). Η σκηνή αυτή καθορίζει το στίγμα όλης της ταινίας, δημιουργεί την ατμόσφαιρα, απλώνει το νουάρ, θέτει φόντο και δίνει το ρυθμό, στον οποίο θα κινηθεί όλη η υπόλοιπη κινηματογραφική αφήγηση. (Μην τη χάσετε!!!! Πηγαίνετε νωρίς στην αίθουσα και φροντίστε να έχετε ξεμπερδέψει από το μπαρ – μεξικάνικα νάτσος και τα τοιαύτα- πριν πέσουν οι τίτλοι της αρχής!!!) (Μιλάω γενικά!! Παρακαλώ πολύ την πολυαγαπημένη cinefan Loramars, να μην το εκλάβει ως προσωπική αιχμή - χεχεχε)
β) Ο διευθυντής φωτογραφίας Russel Metty δημιούργησε για την ταινία, ένα (συγχωρείστε το καταχρηστικό οξύμωρο, αλλά πώς αλλιώς να το πεις;;;) «νέο διαυγές chiaroscuro», που καθορίζει το «νουάρ» με έναν άλλο τρόπο, πιο μοντέρνο και σαφώς πιο στυλιζαρισμένο από εκείνον των προηγούμενων δεκαετιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκιές των ηθοποιών που πραγματικά παίζουν στο έργο και λαμβάνουν ενεργά μέρος στη σύνθεση των ανεπανάληπτων εικόνων.
γ) Πέρα όμως απο την φωτογραφία, προστίθενται και άλλα στοιχεία (π.χ. εφημερίδες στροβιλίζονται, χωρίς να πνέει τόσο δυνατός άνεμος) τα οποία συνδυάζονται με τη σκηνογραφία(π.χ. ένα βαλσαμωμένο κεφάλι ταύρου κρέμεται «υπέρβαρο», με τα σπαθάκια του ταυρομάχου καρφωμένα επάνω του, όπως ακριβώς λίγο πριν ξεψυχήσει το ζώο που βαλσαμώθηκε. Το βλέπουμε στον τοίχο του «μαγαζιού» της Τάνυα-Marlene Dietrich, πάνω από την πολυθρόνα στην οποία κάθεται ο Κουίνλαν-Welles, ως μια «ευανάγνωστη αλληγορία») και την ενδυματολογική λεπτομέρεια (π.χ. ο κορσές της Janet Leigh στην περίφημη σκηνή του μοτέλ, που την κάνει να φαίνεται τελικά, σαν κορίτσι του καμπαρέ, αλλά και άσπιλη, όπως το λευκό σατέν από το οποίο είναι φτιαγμένος). Δημιουργείται δηλαδή, ένα εντυπωσιακό, ευφυέστατο και λεπτομερέστατο στυλιζάρισμα της εικόνας. ‘Ετσι, το φόντο της εικόνας αναλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος την ευθύνης για την απόδοση της αίσθησης του νουάρ. Και με τον τρόπο αυτό, οι διάλογοι αποδεσμεύονται κατά κάποιο τρόπο, από το σύνολο του βάρους αυτής της ευθύνης, και τους παρέχεται μιά σχετική ελευθερία, για να αποτολμήσουν διατυπώσεις, που περικλείουν ένα λανθάνον χιούμορ κι ένα σαρκασμό, καθώς φλερτάρουν διακριτικά με ένα φιλοσοφίζον ύφος.
δ) Η εξαιρετική μουσική επένδυση του Henry Mancini, καθώς και το ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ-μποξ, πιανόλα κλπ) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στη ταινία. Ο Welles ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτό τον τρόπο εισαγωγής της μουσικής υπόκρουσης. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που αναγνώρισαν το ταλέντο του Mancini.
Οι ηθοποιοί: Το εκπληκτικό καστ και οι εξαιρετικές ερμηνείες είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει την ταινία αριστούργημα. Ο Charlton Heston, (περασμένος ένα ελαφρύ χέρι φούμο - για να δείχνει πιο μεξικάνος) αποδίδει τον άτεγκτο αστυνόμο πειστικότατα και με εντυπωσιακή ευκολία.
Το ίδιο εύκολα και ανάλαφρα πλάθει το χαρακτήρα της η Janet Leigh. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη σε ένα ρόλο, που επανειλημμένα απαιτεί, να αφήσει να διαγραφούν τα κωμικά στοιχεία της κατάστασης στην οποία περιέρχεται, χωρίς όμως ο θεατής να γελάσει, όπως θα γελούσε εάν έβλεπε κωμωδία. ‘Ολη αυτή η μαεστρία της, φαίνεται στη σκηνή, κατά την οποία έχει ουσιαστικά απαχθεί από τον μαφιόζο Γκράντι, ο οποίος έχει πρόθεση να την τρομοκρατήσει. Εκείνη, αντί να φοβηθεί, του αντεπιτίθεται ατρόμητη, του κάνει μαθήματα συμπεριφοράς και ουσιαστικά τον απειλεί, σε ένα τόνο, που ο μαφιόζος πραγματικά σκιάζεται!
Εντυπωσιακή φυσικά και η παρουσία της Marlene Dietrich, ως Τάνυα, η οποία τελικά, λέει όλες τις «βαθυστόχαστες» δραματικές και μοιραίες ατάκες, που θεωρούνται εμβληματικές της ταινίας. (Όπως είναι ευνόητο, μόνο η Marlene Dietrich θα μπορούσε να εκστομίσει τέτοιες ατάκες και να ακουστούν έτσι, τόσο ακλόνητες και αδιαμφισβήτητες! π.χ. Κουίνλαν : Come on, read my future for me. Τάνυα : You haven`t got any. Κουίνλαν: What do you mean? Τάνυα : Your future is all used up. Ή επίσης, Κουίνλαν : I`m Hank Quinlan. Τάνυα : I didn`t recognize you. You should lay off those candy bars.)
Οι ερμηνείες του Dennis Weaver, που υποδύεται τον νυχτερινό φύλακα του μοτέλ και του Joseph Celleia, που υποδύεται τον πιστό φίλο του Κουίνλαν, θεωρούνται ιστορικής σημασίας και είναι πράγματι εντυπωσιακές, παρά το ότι με τα σημερινά αισθητικά δεδομένα, η ερμηνεία του Dennis Weaver, θα άγγιζε (θα ποδοπατούσε, για την ακρίβεια) τα όρια της μπαλαφάρας.
Ωστόσο, όλες αυτές οι εξαίρετες ερμηνείες μοιάζουν σαν να είναι δευτερεύοντα διακοσμητικά στοιχεία, που απλώς πλαισιώνουν, τον ένα και μοναδικό ογκόλιθο, που καταλαμβάνει με την ερμηνεία του την οθόνη και μονοπωλεί κάθε πλάνο, στο οποίο εφμανίζεται : τον Orson Welles. Η ερμηνεία του είναι τόσο τέλεια, που είχε εισπράξει, κάθε πιθανό είδος επαινετικού σχολίου, αλλά ακόμα και τη μομφή, ότι επρόκειτο για επιδειξιομανιακή κρίση, προβολής των δεξιοτήτων του.
Αλήθειες και ψέμματα για την ταινία
Ο Charlton Heston ήταν ο φύλακας άγγελος του Orson Welles σ' αυτή την παραγωγή. Αλήθεια. Ο Heston έθεσε βέτο στην παραγωγή (UNIVERSAL) προκειμένου να αναλάβει ο Welles τη σκηνοθεσία, ο οποίος προοριζόταν αρχικά μόνο για ηθοποιός. Την εποχή εκείνη ο Welles είχε χάσει μεγάλο μέρος του κύρους του στο Hollywood. Οι ταινίες του θεωρούνταν ότι δεν γίνονταν ποτέ εμπορικές επιτυχίες και τα γραφεία παραγωγής ανατρίχιαζαν και στην ιδέα ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις ασύστολες, σχεδόν μεγαλομανείς σπατάλες του. Έτσι, ο Wellesπερνούσε μία περίοδο κατά την οποία ήταν ουσιαστικά παραγκωνισμένος, ανεπιθύμητος και αντιμετωπιζόταν εξ αρχής με καχυποψία. Μετά τον «Macbeth» που γύρισε το 1947, είχε ήδη περάσει μία δεκαετία, μέχρι το 1958, δηλαδή τη χρονιά που γύρισε το «Touch of Evil». Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, δεν είχε κάνει ουσιαστικά τίποτα, πέραν του «Moby Dick rehearsed» με τον Christopher Lee και του «Othello» (1952), ταινίες που γύρισε με πολύ περιορισμένα τεχνικά και οικονομικά μέσα. Το ίδιο συνέβη και με το «Touch of Evil» του οποίου ο τελικός προϋπολογισμός ήταν μόλις 895.000 δολλάρια!
Η Janet Leigh τραυματίστηκε πριν τα γυρίσματα. Αλήθεια. Έσπασε το χέρι της, το οποίο μπήκε σε γύψο. Ο Welles δεν ήθελε να την αντικαταστήσει, αλλά ούτε και να περιμένει μέχρι να γίνει εκείνη καλά. Η Janet Leigh έπαιξε με το ένα χέρι στο γύψο και γινόταν κάθε φορά η σχετική διαδικασία, για να μην φανεί στην οθόνη. Στη σκηνή που βρίσκεται, ξαπλωμένη στο δωμάτιο του μοτέλ, δηλαδή εκεί που ο νάρθηκας δεν μπορούσε να καλυφθεί, ή να μείνει εκτός κάδρου, ο γύψος αφαιρέθηκε και επανατοποθετήθηκε μετά το γύρισμα.
Η Marlene Dietrich εμφανίζεται μελαχρινή στην ταινία. Αλήθεια. Πρόκειται για σπανιότατη (αν όχι μοναδική) περίπτωση. Σε σημείο που θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς σαν εμφάνιση-incognito! Η αλήθεια είναι ότι οι παραγωγοί δεν είχαν ιδέα ότι η Marlene Dietrich θα εμφανιζόταν στην ταινία. Το ανακάλυψαν αφότου τελείωσαν τα γυρίσματα της. Εκείνη το έκανε σαν προσωπική χάρη και κίνηση αβρότητας προς τον Orson Welles και όλες οι σκηνές στις οποίες εμφανίζεται γυρίστηκαν μέσα σε ένα 24ωρο. Ωστόσο η εμφάνιση της αυτή ανθολογείται ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές της καριέρας της και του προσωπικού της στυλ.
Η ταινία αυτή ήταν σημαντικότατη πηγή έμπνευσης του Alfred Hitchcock, για την ταινία του Psycho (1960). Αλήθεια. Ο Hitchcock εντυπωσιάστηκε από το χαρακτήρα του νυχτερινού φύλακα του μοτέλ, τον οποίο ερμηνεύει ο Dennis Weaver και βάσει αυτού έπλασε τον Norman Bates, τον περίφημο και πασίγνωστο ήρωα του στο «Psycho». Επίσης του άρεσε πολύ η αίσθηση του τρόμου, που θα μπορούσε να νιώσει μιά νέα όμορφη γυναίκα, μόνη σε ένα απομονωμένο μοτέλ. Έτσι, κράτησε και την Janet Leigh στο cast του «Psycho».
Η Janet Leigh είναι η σταρ των μοτέλ. Αλήθεια. Το 1958 ως Susan Vargas στο «Touch of Evil», μένει ουσιαστικά όμηρος σε μοτέλ. Δύο χρόνια μετά, το 1960 γίνεται η Marion Crane, που νομίζει ότι βρήκε ένα ασφαλές καταφύγιο μέσα στη νύχτα, στο μοτέλ Bates του «Psycho» και τέλος, το 1958 έπαιξε και στην ταινία «The Vikings», που είχε τότε καταπλήξει με τις σκηνές βίας που περιείχε.
Πηγή: cine.gr
Από Μποτίλια επίσης
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
*
Παρουσιάσεις ταινιών από τον Μπ. Ζ.
Μποτίλιες στο Σκοπευτήριο, στην ΟΓΕ και στην Αλκυονίδα
Παρουσιάσεις ταινιών από τον Μπ. Ζ.
Μποτίλιες στο Σκοπευτήριο, στην ΟΓΕ και στην Αλκυονίδα
***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα διά χειρός
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα διά χειρός
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.