ΤΗΣ» (τη γοητευτικότερη μορφικά και δομικά του σκηνοθέτη -προσωπική γνώμη- μετά το «ΜΕ ΚΟΜMΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ» (1959). Θέμα της «ταινίας έρευνας με μορφή θεάματος» η πορνεία.
Με ρεαλιστική αφήγηση ο Γκοντάρ εστιάζει στο
εξωτερικό των πραγμάτων για να διεισδύσει στο εσωτερικό τους μιλώντας
για την πορνεία στο πλαίσιο της σύγχρονης αστικής αποξένωσης, της
θεσμοθετημένης -κυριολεκτικά και μεταφορικά- εκπόρνευσης, με τη θέληση ή
μη, του υποκειμένου.
Επιλέγοντας
ενσυνείδητα τη «μίμηση» μπρεχτικών μεθόδων ξεκινά από την εκπόρνευση της
γυναίκας, ως εμπορεύσιμης και αναλώσιμης σάρκας και φθάνει στο γενικό,
στην εκπόρνευση που υποχρεούνται όλοι καθημερινά στις όποιου είδους
σχέσεις και συναλλαγές τους... αδύναμοι (;) βέβαια να αντιδράσουν στη
συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας...
Και οι θεατές καλούνται να
λειτουργήσουν ως αποστασιοποιημένοι παρατηρητές...
Το μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ παίζει με την ιστορία της νεαρής Νανάς, πωλήτριας δίσκων, που οι οικονομικές δυσκολίες την κάνουν να στραφεί στην εκπόρνευσή της. Αρχικά ερασιτεχνικά, στην πορεία επαγγελματικά. Στο τέλος, όταν προσπαθήσει να αποδεσμευτεί από τα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων θα δολοφονηθεί.
Το μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ παίζει με την ιστορία της νεαρής Νανάς, πωλήτριας δίσκων, που οι οικονομικές δυσκολίες την κάνουν να στραφεί στην εκπόρνευσή της. Αρχικά ερασιτεχνικά, στην πορεία επαγγελματικά. Στο τέλος, όταν προσπαθήσει να αποδεσμευτεί από τα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων θα δολοφονηθεί.
Η ταινία διανθισμένη από αναφορές/παραπομπές, στρεβλές νύξεις και διακοπές, αναγγέλλει τον εαυτό της σαν «ένα φιλμ 12 επεισοδίων με διάτιτλους» στα οποία, με θεατρικότητα, καταγράφονται οι διαδοχικές στιγμές στην πορεία της Νανάς, που διεκδικεί -μέσα από την εκπόρνευση- να κερδίσει την ελευθερία της πιστεύοντας ότι μπορεί να δανείζει το κορμί της χωρίς να χάσει την ψυχή της.
Στο επίπεδο του οπτικού στυλ, κάθε τμήμα χαρακτηρίζεται από μια ή περισσότερες παραλλαγές πάνω σε πιθανές σχέσεις κάμερας/υποκειμένου.
Το «ΖΟΥΣΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ» εξακολουθεί μετά από μισό αιώνα να παραμένει ένα από τα πιο δυναμικά φιλμ του Ελβετού Γκοντάρ, με ένα από τα πιο θλιμμένα πλάνα - σεκάνς του σινεμά, που συνοδεύεται από την εκπληκτική σονάτα του τέλους...
Παίζουν: Αννα Καρίνα, Αντρέ Λαμπάρτ, Ζεράρ Οφμάν, Σαντί Ρεμπότ, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (1962).
ΓΚΟΡ ΒΕΡΜΠΙΝΣΚΙ
Οι «ΠΕΙΡΑΤΕΣ...» μοιάζει να
ήρθαν στην έρημο με τον καπετάνιο Τζακ Σπάροου πάνω σε άλογο... Ομοιότητες
σε τόνο και ρυθμό μεταξύ των bloch-busters υπάρχουν, αλλά η λαϊκή saga
του θρυλικού Τεξανού «Lone Ranger» είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό και πιο
σκοτεινό, που - ακόμα κι έτσι, εκχυδαϊσμένα, όμως σε σωστό ιστορικό
τάιμινγκ - συναρπάζει και θα συνεχίσει να συναρπάζει και όχι μόνο τα
αγόρια όλων των ηλικιών.
Πρωταγωνιστής - όπως λέει και ο τίτλος - ο
«μοναχικός καβαλάρης» με τη μαύρη μάσκα, το λευκό καπέλο και την κομψή
γκαρνταρόμπα - όπως επιτάσσει η βερσιόν της «Disney». Καλπάζει στις
αχανείς εκτάσεις της άγριας Δύσης χτυπώντας την αδικία, πάνω στο λευκό
του άλογο, με δεξί του χέρι τον ερυθρόδερμο σαμάνο Τόντο, με έντονο
μακιγιάζ και κομψά αξεσουάρ.
Η
φιγούρα του «Μοναχικού καβαλάρη» γεννήθηκε το 1933 από τον Fran Striker
που πρώτος εισήγαγε τον Αμερικανό ήρωα σε ένα δημοφιλές σόου των
ερτζιανών για να περάσει σταδιακά τη δεκαετία του '50 από τη μικρή αλλά
και αργότερα από τη μεγάλη οθόνη, το 1956 σε σκηνοθεσία Στούαρτ Χέισλερ
και το 1981 σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Φρέικερ - μεταξύ άλλων...
Για ώρα ο μικρός περιεργάζεται τον έντονα μακιγιαρισμένο «άγριο» ιθαγενή, στο φυσικό του περιβάλλον. Αίφνης ο ρυτιδιασμένος γέρο - ινδιάνος ξυπνά από το λήθαργο κι αρχίζει να διηγείται την απίστευτη ιστορία που ξεκίνησε το 1869, όταν ο Τζον Ριντ έρχεται στο Τέξας με την ιδιότητα του εισαγγελέα και αναπόφευκτα εμπλέκεται σε συμπλοκή, όταν στο τρένο του επιτίθενται ληστές...
Η έκτοτε πορεία του, υφαίνεται σε μια ιστορία φόνων, προδοσίας και εκδίκησης... Σε αυτά τα συμφραζόμενα πρωτοσυναντιούνται ο άνθρωπος του νόμου (Αρμι Χάμερ) και ο τόσο διαφορετικός του Ινδιάνος Τόντο (Τζόνι Ντεπ). Η μοίρα τους θέλει συνοδοιπόρους και με τους ίδιους στόχους... ενώ όμως ο Ινδιάνος Τόντο θέλει να «καθαρίσει» επί τόπου τους εγκληματίες, ο Ριντ θέλει να επιλύσει τα πάντα με το νόμο... Βέβαια η ανάγκη τον κάνει στο τέλος να πάρει το όπλο και να πιέσει τη σκανδάλη...
Την εποχή εκείνη
«χτιζόταν» στην Αμερική ο σιδηρόδρομος που θα ένωνε την αχανή χώρα και
θα «χάριζε» στους Αμερικανούς πολίτες - όχι στους Κινέζους, τους μαύρους
ή τους Ινδιάνους που δουλεύουν σα σκλάβοι στη κατασκευή του - δουλειά
και ασφάλεια.
Η ατμόσφαιρα «γουέστερν» εμποτίζει την ταινία με
το παραπάνω και τα απείρου κάλλους ντεκόρ είναι πλήρως εναρμονισμένα με
το πνεύμα της. Η ιστορία δεν είναι γραμμική - ο Τόντο, μοχλός αφήγησης,
πηδάει από το ένα γεγονός στο άλλο - αλλά δίνει την αίσθηση της απολύτως
γραμμικής. Ισως μια αφήγηση από το α ως το ω, θα αφαιρούσε από το φιλμ
ένα μισάωρο και θα του χάριζε ομοιόμορφο τέμπο και λιγότερο χαοτική
κατασκευή.
Ο εξαίρετος Τζόνι Ντεπ ακολουθεί χαμηλούς τόνους, με κωμικές εξάρσεις. Κάπου μοιάζει εγκλωβισμένος στο ρόλο του μακιγιαρισμένου καπετάνιου και δίνει την εντύπωση ότι δεν θέλει να απομακρυνθεί από την «εικόνα» του Τζακ Σπάροου, όταν φοράει περίπου τα ίδια κουρέλια και βάζει ένα νεκρό κοράκι κορόνα στο κεφάλι του.
Βέβαια ένας ηθοποιός χρειάζεται ένα γερό δραματουργικά χαρακτήρα ώστε να μπορέσει να χτίσει πάνω σ' αυτή τη βάση. Αποδεικνύεται ότι ο Ντεπ δε διαθέτει τόσο ευρύ ορίζοντα ώστε από μόνος του να «απογειώσει» έναν επίπεδο χαρακτήρα. Το να τρέχει εδώ κι εκεί, να ρίχνει σπόρους αριστερά και δεξιά και να βάζει το κεφάλι του σε άδεια κλουβιά είναι φάρσα.
Αυτοί που έκαναν την ταινία - που παραπέμπει στην ξεχασμένη SOLDIER BLUE, του 1970 («Ο Στρατιώτης Μπλου») - γνωρίζουν ότι η μοίρα των ιθαγενών δεν είναι ιστορία με την οποία παίζει κανείς... Ιδιαίτερα τώρα, που προμηνύονται πολλές και άγριες σφαγές λαών...
Και δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με αυτά τα παραπάνω το αφήγημα αδελφοσύνης που γελοιοποιεί όλα τα φθαρμένα ιδεολογήματα της συναινετικής πατριδολαγνείας. Η ξεκάθαρη εικόνα πάντως που δίνει η ταινία για το μεγάλο κεφάλαιο και τον αμερικάνικο στρατό... είναι τουλάχιστον καταγγελτική κριτική...
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Αρμι Χάμερ, Ρουθ Γουίλσον, Τομ Γουίλκινσον, Χελένα Μπόναμ Κάρτερ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Ο εξαίρετος Τζόνι Ντεπ ακολουθεί χαμηλούς τόνους, με κωμικές εξάρσεις. Κάπου μοιάζει εγκλωβισμένος στο ρόλο του μακιγιαρισμένου καπετάνιου και δίνει την εντύπωση ότι δεν θέλει να απομακρυνθεί από την «εικόνα» του Τζακ Σπάροου, όταν φοράει περίπου τα ίδια κουρέλια και βάζει ένα νεκρό κοράκι κορόνα στο κεφάλι του.
Βέβαια ένας ηθοποιός χρειάζεται ένα γερό δραματουργικά χαρακτήρα ώστε να μπορέσει να χτίσει πάνω σ' αυτή τη βάση. Αποδεικνύεται ότι ο Ντεπ δε διαθέτει τόσο ευρύ ορίζοντα ώστε από μόνος του να «απογειώσει» έναν επίπεδο χαρακτήρα. Το να τρέχει εδώ κι εκεί, να ρίχνει σπόρους αριστερά και δεξιά και να βάζει το κεφάλι του σε άδεια κλουβιά είναι φάρσα.
Αυτοί που έκαναν την ταινία - που παραπέμπει στην ξεχασμένη SOLDIER BLUE, του 1970 («Ο Στρατιώτης Μπλου») - γνωρίζουν ότι η μοίρα των ιθαγενών δεν είναι ιστορία με την οποία παίζει κανείς... Ιδιαίτερα τώρα, που προμηνύονται πολλές και άγριες σφαγές λαών...
Και δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με αυτά τα παραπάνω το αφήγημα αδελφοσύνης που γελοιοποιεί όλα τα φθαρμένα ιδεολογήματα της συναινετικής πατριδολαγνείας. Η ξεκάθαρη εικόνα πάντως που δίνει η ταινία για το μεγάλο κεφάλαιο και τον αμερικάνικο στρατό... είναι τουλάχιστον καταγγελτική κριτική...
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Αρμι Χάμερ, Ρουθ Γουίλσον, Τομ Γουίλκινσον, Χελένα Μπόναμ Κάρτερ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.