Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιδέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιδέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

STUDIO: Κινηματογραφικό εργαστήρι − Dogman (2018), Loro (2018), Ανυπακοή (2017), Μικρός Πρίγκηπας (2015), Η Ρόζα της Σμύρνης (2016), Ο θάνατος του ιερού ελαφιού (2017), Ρασομόν (1950), Μεγάλος δικτάτωρ (1940), Ταξίδι πνοής (2018), Οιδίπους επί πορνείω (2016) − Ο Δρόμος μας (2018, 4η εβδομάδα)

Ώρες προβολών του STUDIO new star art cinema:
ΣΠΑΡΤΗΣ
 ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ 33 ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Τηλ
 210-8640054
Εισ.:  7.00, 
Παιδ.-φοιτ./ άνω των 65 & Εκπαιδευτικοί/Ατέλεια/Στρατιωτ
 ικο €5.00, 
Άνεργοι
 €3.00. Οικογενειακό πακέτο τριών ατόμων €10.00.
Κάθε ΔΕΥΤΕΡΑ
 τα δύο άτομα € 7,00, κάθε ΤΡΙΤΗ-ΤΕΤΑΡΤΗ €5.00.
Parking διαθέσιμο κάτω από τον κινηματογράφο
*
Από  20 /12 έως 26/12/2018

4η εβδομάδα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ  18.30
*
2) DOGMAN του ΜΑΤΕΟ ΓΚΑΡΟΝΕ
(Βλέπε πιο κάτω)
ΠΕΜΠΤΗ έως ΣΑΒΒΑΤΟ 20.15
*
3) ΑΝΥΠΑΚΟΗ  του ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΛΕΙΛΟ
(Βλέπε πιο κάτω)
ΠΕΜΠΤΗ έως ΣΑΒΒΑΤΟ  22.30
*
ΚΥΡΙΑΚΗ έως ΤΕΤΑΡΤΗ  20.00
*
ΚΥΡΙΑΚΗ έως ΤΕΤΑΡΤΗ  17.00
*
6) Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ του ΜΑΡΚ ΟΣΜΠΟΡΝ
(Βλέπε πιο κάτω)
ΚΥΡΙΑΚΗ έως ΤΕΤΑΡΤΗ στις 15.00
*
7) LORO του ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ
(Βλέπε πιο κάτω)
ΤΡΙΤΗ-ΤΕΤΑΡΤΗ  22.00
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 13.00
*
9) ΡΑΣΟΜΟΝ του ΑΚΙΡΑ ΚΟΥΡΟΣΑΟΥΑ
(Βλέπε πιο κάτω από Ραφαηλίδη)
ΠΕΜΠΤΗ έως ΣΑΒΒΑΤΟ 17.00
*
10) ΤΑΞΙΔΙ ΠΝΟΗΣ του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΡΑΚΑΣΗ
(Βλέπε πιο κάτω)
ΚΥΡΙΑΚΗ - ΔΕΥΤΕΡΑ 22.00
*
11) ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΠΟΡΝΕΙΩ του ΓΙΑΝΝΗ ΣΟΛΔΑΤΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ - ΔΕΥΤΕΡΑ 23.30
*
Γραφείο Τύπου NEW STAR
Phone: 2108220008, 2108220023
E-mail: newstarcine@gmail.com
*
Από Μποτίλια επίσης
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
 

*
Παρουσιάσεις ταινιών από τον Μπ. Ζ.
Μποτίλιες στο Σκοπευτήριο, στην ΟΓΕ και στην Αλκυονίδα
*
Dogman
του Ματέο Γκαρόνε
Γράφει η Λήδα Γαλανού
6 στα 10
Ο Ιταλός δημιουργός επιστρέφει στο ύφος του «Gomorra», με ένα φιλμ που δείχνει πανέμορφο αλλά δεν ανταποκρίνεται στην εμβληματική ιστορία εκδίκησης που αφηγείται. Δίκαιο βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών για τον Μαρτσέλο Φόντε.
Ιταλία, Γαλλία, 2018
Παραγωγή: Πάολο Ντελ Μπρόκο, Ματέο Γκαρόνε, Ζαν Λαμπαντί, Τζέρεμι Τόμας
Σκηνοθεσία: Ματέο Γκαρόνε
Σενάριο: Ούγκο Τσίτι, Ματέο Γκαρόνε, Μάσιμο Γκαουντιόζο
Φωτογραφία: Νικολάι Μπρουέλ
Μοντάζ: Μάρκο Σπολετίνι
Μουσική: Μισέλε Μπράγκα
Πρωταγωνιστούν: Μαρτσέλο Φόντε, Αντάμο Ντιονίζι, Εντοάρντο Πέσε, Νούνζια Σιάνο
Διάρκεια: 103 λεπτά
Διανομή: Feelgood Entertainment
Μια ιστορία Δαβίδ και Γολιάθ, μια ιστορία βίαιης εκδίκησης με κίνητρο την ανθρώπινη αποδοχή, μια ιστορία για τα ξεχασμένα από το νόμο και το κράτος προάστια-φαντάσματα της Ιταλίας κι όσους ζουν και πεθαίνουν εκεί αφηγείται ο Ματέο Γκαρόνε στη νέα του ταινία, με εκπληκτική αισθητική αλλά όχι το ανάλογο συναίσθημα ή την πολυαναμενόμενη, σ' όλη τη διάρκειά της, ένταση.
Βάζοντας, ευτυχώς, σε μια παρένθεση τις ενδιάμεσες ταινίες του, το «Reality» και το «Παραμύθι των Παραμυθιών», ο Γκαρόνε επιστρέφει στα λημέρια του «Gomorra». Αυτή δεν είναι μια ταινία για την Καμόρα, ούτε για τη Νάπολη, αλλά είναι ένα φιλμ για το έγκλημα, για τον κόσμο του και για τις παρυφές των ιταλικών μητροπόλεων, εκεί όπου είτε θα εγκληματίσεις για να ζήσεις, είτε δεν θα ζήσεις καθόλου.
Εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία του Πιέτρο Ντε Νέγκρι που συγκλόνισε την Ιταλία στα τέλη του '80, το φιλμ παρακολουθεί από κοντά τον ήρωά του, τον Μαρτσέλο, στην καθημερινότητά του. Ο Μαρτσέλο ζει σε μια περιοχή που θυμίζει το έρημο τοπίο ενός κλασικού γουέστερν, με εμπορικά παραπήγματα και το θάνατο να ελοχεύει σε κάθε γωνιά: το σύμπαν του είναι τα μπιλιαρδάδικα, τα ενεχυροδανειστήρια, τα ουφάδικα, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, μια τεχνητή λίμνη γεμάτη μυστικά μπροστά τους.
Εκεί, ο Μαρτσέλο, μικροκαμωμένος, καθόλου ευνοημένος από τη φύση (ούτε κι από τη μοίρα, άλλωστε), διατηρεί το μαγαζί του, ένα κομμωτήριο και ξενοδοχείο για σκύλους συντροφιάς, ενώ ως πάρεργο είναι και ντίλερ κοκαΐνης. Τα σκυλιά που περιποιείται είναι η μεγάλη του αγάπη. Τα φροντίζει, τους κάνει μασάζ, τους μιλά, τα αποκαλεί τακτικά «amore», με τη μελιστάλαχτη, λεπτή φωνή του, τούς μοιράζει απλόχερα την τρυφερότητά του. Στα σκυλιά και τη μικρή του κόρη, από το διαλυμένο του γάμο, εκείνη για την οποία θα έκανε τα πάντα.
Η καθημερινότητα του Μαρτσέλο κυλά καθησυχαστικά μονότονα, ώσπου επιστρέφει από τη φυλακή ο παλιός φίλος του, Σιμόνε, ένας παντοδύναμος γίγαντας, καμένος από τα ναρκωτικά, αχαλίνωτος λόγω της μυικής του υπεροχής, μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί κάθε λεπτό. Λίγο από φόβο και λίγο από κολακεία, ο Μαρτσέλο θα βοηθήσει τον Σιμόνε στα εγκλήματά του, ώσπου να πέσει θύμα του, με κόστος την ελευθερία του ή, ακόμα χειρότερα, την υπόληψη των λίγων φίλων του. Ο Μαρτσέλο θα πνιγεί στην αδικία και θ' αρχίσει να σιγοβράζει μέσα του μια φρικιαστική ιδέα εκδίκησης, στα μάτια του ηρωική.
Γνωρίζοντας καλά το σύμπαν που περιγράφει, ο Ματέο Γκαρόνε φτιάχνει μια ταινία τόσο όμορφη, που κάνει τις εφιαλτικές εικόνες της να μιλούν πιο επεξηγηματικά από τους ήρωές του. Με τη βοήθεια του Δανού διευθυντή φωτογραφίας Νικολάι Μπριέλ και των χωρίς τέλος κενών τόπων σε απεριόριστο σινεμασκόπ, χτίζει έναν κόσμο του τραγικού τίποτα, φωτισμένου μόνο από νέον, ποτέ από ήλιο, ξεφτισμένο και κακομεταχειρισμένο, σαν τους ανθρώπους που ζουν μέσα σ' αυτόν. Με μια θριαμβευτική επιλογή στους δεύτερους ρόλους - κυρίως στα πρόσωπά τους που αρκούν για να σκιαγραφήσουν χαρακτήρες - η ταινία δίνει την ευκαιρία στον Μαρτσέλο Φόντε να λάμψει στον πρωταγωνιστικό ρόλο και να τιμηθεί με το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών, παρότι η ερμηνεία του, που όντως δεν ξεχνιέται εύκολα, βρίσκει σημεία ανάπαυσης στην επανάληψη βλεμμάτων και μανιερισμών.
Είναι, λοιπόν, παράξενο που με μια τόσο εκρηκτική, ακόμα κι εμβληματική, ιστορία και με τέτοια τελειότητα στην αισθητική της, η ταινία δεν καταφέρνει να φτάσει τις κορυφώσεις που μοιάζουν αυτονόητες, όχι μόνο στο επίπεδο της βίας, αλλά κυρίως των διλημμάτων ζωής, της μανίας, της απελπισίας, της παράνοιας που θεωρητικά βιώνουν οι ήρωες. Το «Dogman» είναι μια ταινία που, με τον τρόπο της, τον εστέτ και πολυδουλεμένο, γαυγίζει δυνατά, αλλά δεν νιώθεις το δάγκωμά της, δεν παρασύρεσαι από το μύθο της, παρά μένεις να θαυμάζεις και να συμπληρώνεις τα συμπεράσματα, χρησιμοποιώντας αρχετυπικούς κανόνες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Ανυπακοή
Disobedience
του Σεμπάστιαν Λέλιο
Γράφει ο Θανάσης Πατσαβός
7 στα 10
Ο Σεμπάστιαν Λέλιο του «Gloria» και της «Μιας Φανταστικής Γυναίκας» επιστρέφει με μια ακόμα πολύτιμη (ερωτική) ιστορία γυναικείας απελευθέρωσης.
Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, ΗΠΑ, 2018
Παραγωγή: Φρίντα Τορεσμπλάνκο, Ρέιτσελ Βάις, Εντ Γκίνι
Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Λέλιο
Σενάριο: Σεμπάστιαν Λέλιο, Ρεμπέκα Λένκιεβιτζ
Φωτογραφία: Ντάνι Κόεν
Μοντάζ: Νέιθαν Νιούτζεντ
Μουσική: Μάθιου Χέρμπερτ
Πρωταγωνιστούν: Ρέιτσελ Βάις, Ρέιτσελ ΜακΑνταμς, Αλεσάντρο Νιβόλα
Διάρκεια: 114 λεπτά
Διανομή: Feelgood Entertainment
Το αγγλόφωνο ντεμπούτο του Σεμπάστιαν Λέλιο (Gloria, Μια Φανταστική Γυναίκα) ανοίγει και κλείνει με το επιβλητικό κήρυγμα δύο ραβίνων για όλα όσα ενώνουν και χωρίζουν τους ανθρώπους από τους αγγέλους και τα κτήνη. Και κάπου ανάμεσα σιγοβράζει μια υπόκωφη ερωτική ιστορία που απειλεί να καταργήσει τα σύνορα ανάμεσα στον κόσμο όπου γεννιόμαστε κι εκείνον που επιλέγουμε για τον εαυτό μας.
Όταν πληροφορείται τον θάνατο του πατέρα της, η Ρονίτ (Ρέιτσελ Βάις) επιστρέφει από τη Νέα Υόρκη στην ορθόδοξη εβραϊκή κοινότητα του Λονδίνου όπου μεγάλωσε, και της οποίας εκείνος ήταν ο αξιοσέβαστος θρησκευτικός ηγέτης. Η επάνοδός της δεν θα ανοίξει μονάχα τις οικογενειακές εκείνες πληγές που την κατέστησαν μαύρο πρόβατο μιας οχυρωμένης στις παραδόσεις της κοινότητας, αλλά και θα αναζωπυρώσει το παλιό πάθος που στάθηκε η αφορμή να κόψει κάθε δεσμό με το παρελθόν και να δραπετεύσει μια για πάντα αναζητώντας την ελευθερία της.
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο κάποιοι έχουν επικρίνει τον Λέλιο είναι για τον ίσως υπερβολικά συγκρατημένο τρόπο με τον οποίο μοιάζει να χειρίζεται τις queer θεματικές του. Ομως αυτό είναι ίσως επειδή ο Λέλιο επιμένει να τις αντιμετωπίζει χωρίς ακτιβιστικές κορώνες, ως απόλυτα ανθρώπινες και παράλληλα σχεδόν συμβολικές πορείες αναζήτησης ταυτότητας και επιβίωσης σε έναν κόσμο λίγο πολύ εχθρικό για όσους απεγνωσμένα διεκδικούν ακόμα και τα αυτονόητα. Είναι ωστόσο αξιοθαύμαστο το πώς από το σχεδόν υπερβατικό σύμπαν και τα φαντασιακά ξεσπάσματα της βραβευμένης με Οσκαρ «Φανταστικής Γυναίκας» του μας μεταφέρει στη μουντή, σχεδόν στραγγισμένη από χρώμα, πεζή πραγματικότητα της «Ανυπακοής», για να αφηγηθεί μια τόσο διαφορετική και συνάμα τόσο συγγενική ιστορία γυναικείας απελευθέρωσης.
Αποκαλύπτοντας λακωνικά και δίχως βιασύνες τα κομμάτια που συνθέτουν το παρελθόν της Ρονίτ, ο Λέλιο χειρίζεται αρχικά την ταινία του σχεδόν σαν μια βραδυφλεγή ιστορία μυστηρίου: Οταν η Ρονίτ καταφτάνει στο Λονδίνο γίνεται δεκτή με δυσπιστία και ενίοτε εχθρικότητα σχεδόν από όλους, εκτός από τους δύο παιδικούς της φίλους, την Εστι (Ρέιτσελ ΜακΑνταμς) και τον Ντοβίντ (Αλεσάντρο Νιβόλα), οι οποίοι -προς έκπληξή της- είναι πλέον παντρεμένοι. Εκείνος ετοιμάζεται να διαδεχθεί τον πατέρας της Ρονίτ στην ιεραρχία της κοινότητας κι εκείνη βρίσκεται στο πλευρό του ως ιδανική σύζυγος. Ομως η ένταση και τα αμήχανα βλέμματα μαρτυρούν πώς κάτι περισσότερο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Κι αν ο Λέλιο καθυστερεί να ξεδιαλύνει ποιες ματιές ακριβώς προδίδουν μια πληγωμένη φιλία και ποιες έναν άσβηστο ακόμα πόθο δεν είναι για να εκμαιεύσει μια φτηνή αποκάλυψη κι ένα φωτογενές, απαγορευμένο λεσβιακό ρομάντζο, αλλά για να χτίσει διεξοδικά τον ιστό των περίπλοκων σχέσεων που συνδέουν όχι μονάχα τα μέλη ενός ερωτικού τριγώνου αλλά τρεις ανθρώπους που πασχίζουν ακόμα να αναγνωρίσουν τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους, δέσμιοι των κοινωνικών επιταγών που καθορίζουν τις επιλογές τους.
Εύλογα, ο Λέλιο εστιάζει στο εκ νέου ξύπνημα της σεξουαλικής έλξης που συνέδεε κάποτε τη Ρονίτ και την Εστι, δύο φαινομενικά αντίθετους χαρακτήρες που μοιάζουν να αποτελούν τις δύο εξίσου οδυνηρές όψεις της ίδιας γυναίκας, εκείνης που διάλεξε τη φυγή κι εκείνης που προτίμησε τον συμβιβασμό. Και ο Χιλιανός σκηνοθέτης ενορχηστρώνει την επανασύνδεσή τους με την υπομονή και το σεβασμό που τους αξίζει, αξιοποιώντας κάθε φευγαλέο βλέμμα και άγγιγμα, κάθε αδιόρατα πονεμένη στιχομυθία, αλλά και μια τρυφερή και ευφυώς τολμηρή, αλλά διόλου σκανδαλοθηρική ερωτική σκηνή.
Κι αν ο Λέλιο έχει ήδη αποδείξει στο παρελθόν την ευαισθησία του στη σκιαγράφηση ολοκληρωμένων και σύνθετων γυναικείων χαρακτήρων, αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη εδώ είναι η λεπτομερής αποτύπωση της περίκλειστης κοινότητας όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του, μια βιωμένη και ουδέποτε σχηματική απεικόνιση που εν πολλοίς οφείλεται στην καταγραφή της από το μυθιστόρημα της Ναόμι Ολντερμαν, τη σεναριακή διασκευή του οποίου ο σκηνοθέτης συνυπογράφει με τη Ρεμπέκα Λένκιεβιτς (Ida).
Αν και στέκεται κριτικός απέναντι στην αυστηρότητα και την ασφυκτική καταπίεση που επικρεμάται πάνω από τα μέλη της (και ειδικά τις γυναίκες), ο Λέλιο δεν γίνεται ποτέ επικριτικός, ούτε καταφεύγει σε γραφικότητες και καταγγελτικές υστερίες. Αντιμετωπίζοντας με σεβασμό και κινηματογραφική κατάνυξη το βαθιά θρησκευτικό σκηνικό που περιβάλλει τους χαρακτήρες της, η «Ανυπακοή» ανυψώνεται πέρα από τα όρια της ερωτικής ιστορίας και αναγνωρίζει ως πηγή του ασφυκτικού κλοιού που τους περιορίζει τον έμφυτο φόβο για αλλαγή που επιβάλλει η άκαμπτη προσκόλληση σε εθιμοτυπικές παραδόσεις. Κι αυτή την αλλαγή αγκαλιάζει σε ένα σπαρακτικό φινάλε που αφήνει μια επώδυνη αλλά θριαμβευτική ανάσα ελευθερίας και απρόσμενης κατανόησης. Και μολονότι οι πολλαπλοί επίλογοι που έπλητταν και τη «Φανταστική Γυναίκα» κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους, αδυνατίζοντας ελαφρώς την ένταση με την οποία θα μπορούσε να μας αφήνει η ταινία, οι εξαιρετικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών και η συνέπεια που επιδεικνύει ο Λέλιο απέναντι στους ήρωές του αποζημιώνουν και με το παραπάνω.
Ο Μικρός Πρίγκιπας
The Little Prince
του Μαρκ Οσμπορν
Γράφει ο Μανώλης Κρανάκης
5 στα 10
O Μαρκ Οσμπορν φέρνει τον «Μικρό Πρίγκιπα» στην εποχή του computer animation κρατώντας το πνεύμα του, αλλά εξαφανίζοντας τον αφαιρετικό σουρεαλισμό του Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί.
Γαλλία, 2015, Εγχρωμο
Παραγωγή: Ντιμιτρί Ρασάμ, Πολ Ρασάμ, Ατόν Σουμάκ, Αλέξις Βονάρμπ
Σκηνοθεσία: Μαρκ Οσμπορν
Σενάριο: Αϊρίνα Μπρίγκναλ, Μπομπ Περσικέτι
Φωτογραφία: Κρις Καπ
Μοντάζ: Κάρολ Κράβετς Εϊκανιάν, Ματ Λάντον
Μουσική: Ρίτσαρντ Χάρβεϊ, Χανς Ζίμερ
Με τις φωνές των: Τζεφ Μπρίτζες, Μακένζι Φόι, Ρέιτσελ ΜακΑνταμς, Ράιλι Οσμπορν, Πολ Ραντ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Τζέιμς Φράνκο, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Ρίκι Τζερβέιζ, Πολ Τζιαμάτι / Στα ελληνικά: Κωνσταντής Μαυριάς, Αγγελος Λιάγκος, Κώστας Δαρλάσης, Αφροδίτη Αντωνάκη
Διάρκεια: 108 λεπτά
Διανομή: Feelgood Entertainment
Είναι δύσκολο να κρίνεις τον «Μικρό Πρίγκιπα» ως ένα ακόμη computer animation στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του είδους ως ένα από τα πιο πρωτοπόρα φυτώρια μερικών από τις ωραιότερες ταινίες (όχι μόνο για παιδιά) που έχουν γυριστεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο Μαρκ Όσμπορν (του υπέροχου «Kung Fu Panda») αναμετριέται εδώ με ένα από τα πιο θρυλικά παιδικά ανάγνωσματα του 20ου αιώνα, τον αριστουργηματικό «Μικρό Πρίγκιπα» του Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί και προσπαθεί την ίδια ακριβώς στιγμή να φέρει το πνεύμα του στην εποχή μας και να μην προδώσει ούτε σελίδα από τη μαγεία του. Και γνωρίζει (το καταλαβαίνεις σχεδόν σε κάθε καρέ της ταινίας) πως το φορτίο της φιλοδοξίας του είναι βαρύ, μια αέναη προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω του τον τρόμο του «κλασικού» και να ξανακάνει τη θρυλική ιστορία «κλασική» από την αρχή.
Οι σελίδες του «Μικρού Πρίγκιπα» βρίσκονται εδώ σχεδόν αυτούσιες - εικονογραφημένες με μια υπέροχη χειροποίητη stop-motion τεχνοτροπία που θυμίζει τα ευρωπαϊκά animation των απαρχών του σινεμά, αλλά είναι μόνο η αφορμή για μια ολότελα νέα ιστορία (αυτή εικονογραφημένη με computer animation) που θέλει ένα μικρό κορίτσι να ξεφεύγει από την υπερβολικά αγχωτική μητέρα της που την προετοιμάζει ως ρομπότ για να μπει στο καλύτερο κολέγιο της πόλης, όταν συναντά στο διπλανό της σπίτι έναν αεροπόρο (ο ίδιος ο Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί) που θα της διηγηθεί την ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα.
Η γκρίζα πραγματικότητα της ζωής του κοριτσιού, αλλά και ενός κόσμου που είναι ομοιόμορφος, μοναχικός και κινείται με μοναδικό γνώμονα την επιτυχία και το χρήμα, διακόπτεται από τη μαγεία της ιστορίας του ηλικιωμένου αεροπόρου που συνάντησε κάποτε στην έρημο τον Μικρό Πρίγκιπα, καθώς το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν, το χρώμα διαβρώνει την παλέτα του αστικού τοπίου και η δύναμη της φαντασίας επικρατεί πάνω στην λογική.
Οι αρετές του «Μικρού Πρίγκιπα» είναι πολλές - ξεκινώντας από το animation που συναγωνίζεται τις καλύτερες στιγμές της Disney και καταλήγοντας σε ένα τελικό μέρος όπου ο Μικρός Πρίγκιπας μεταφέρεται σε ένα άχρονο παρόν για να γίνει ο μεγάλος ήρωας που ήταν πάντοτε για μια νέα γενιά παιδιών που θα νιώσουν την περιπέτεια ανεβαίνοντας στο vintage αεροπλάνο, θα αλλάξουν γνώμη δια παντός για τα τριαντάφυλλα, θα εύχονταν να είχαν για pet μια αλεπού και δεν θα ξαναδούν ποτέ με το ίδιο μάτι τις κρυστάλλινες χιονόμπαλες στο ράφι του παιδικού τους δωματίου.
Είναι απλά κρίμα που η ομάδα της παραγωγής θέλησε να εξηγήσει μέχρι τελικής πτώσης το μήνυμα του «Μικρού Πρίγκιπα» - «Το πρόβλημα δεν είναι ότι μεγαλώνουμε, αλλά ότι ξεχνάμε» - επαναλαμβάνοντας το ξανά και ξανά, αφαιρώντας ταυτόχρονα την τρέλα του πρωτότυπου υλικού του για ένα πιο mainstream διάβασμα του κλασικού βιβλίου.
Οσο υπέροχα σχεδιασμένες κι αν είναι οι σελίδες του βιβλίου του Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί, η πραγματική συγκίνηση του «Μικρού Πρίγκιπα» βρίσκεται στην ιστορία που έχει προστεθεί, όπως θα συνέβαινε σε κάθε άλλη ταινία κινουμένων σχεδίων της εποχής μας. Κι, όμως, αυτή η ταινία δεν θα έπρεπε να είναι μια ακόμη (όμορφη και συγκινητική) ταινία κινουμένων σχεδίων...
Loro
του Πάολο Σορεντίνο
5 στα 10
Η βιογραφία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι κατά τον Πάολο Σορεντίνο γίνεται από δύο μέρη, μια ενιαία αλλά άνιση ταινία, με στιγμές μεγαλείου αλλά και υπερφιλόδοξης αποτυχίας, χαρακτηριστικής και του κεντρικού της ήρωα ερμηνευμένου στην εντέλεια από τον ηθοποιό-φετιχ του Ιταλού σκηνοθέτη, Τόνι Σερβίλο.
Γράφει ο Τάσος Χατζηευφραιμίδης
Ιταλία, 2018
Παραγωγή: Καρλότα Καλόρι, Φραντσέσκα Τσίμα, Νικόλα Τζιουλιάνο, Βιόλα Πρεστιέρι
Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο
Σενάριο: Πάολο Σορεντίνο
Φωτογραφία: Λούκα Μπιγκάτσι
Μοντάζ: Κριστιάνο Τραβαλιόλι
Μουσική: Λέλε Μαρτσιτέλι
Πρωταγωνιστούν: Τόνι Σερβίλο, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Κάσια Σμούτνιακ, Κιάρα Ιέτσι
Διάρκεια: 150 λεπτά
Διανομή: Feelgood Entertainment
«Τα πάντα είναι τεκμηριωμένα. Τα πάντα είναι αυθαίρετα.»
Μετά από μια απαραίτητη (προφανώς για νομικούς λόγους) εισαγωγή ότι μερικοί μόνο από τους χαρακτήρες που θα εμφανιστούν στα επόμενα 150 λεπτά βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα, η νέα, πολυαναμενόμενη ταινία του Πάολο Σορεντίνο για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ξεκινάει με αυτό το απόσπασμα του συγγραφέα Τζόρτζιο Μανγκανέλι για να περιγράψει τη δυϊκότητα της προσέγγισης του σκηνοθέτη στην πιο διαβόητη πολιτική μορφή της χώρας του τις τελευταίες δεκαετίες, εν μέρει δηλαδή βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις κι άλλοτε αναπλάθοντας δημιουργικά την πρόσφατη πολιτική ιστορία της πατρίδας του.
Η ίδια πρόταση, όμως, είναι δηλωτική και του άβολου σε πολλάπλά επίπεδα μανιχαϊσμού που διατρέχει την ταινία στην ενιαία της μορφή των 150 λεπτών για τη διεθνή της κυκλοφορία. Ο Σορεντίνο ένωσε τα δύο μέρη, διάρκειας 104 και 100 λεπτών αντίστοιχα, που προβλήθηκαν με διαφορά λίγων μηνών στη γειτονική χώρα, κι αυτή η απόφαση, όσο κι αν φαίνεται εύλογη και δικαιολογημένη για εμπορικούς, καλλιτεχνικούς, ακόμη και οσκαρικούς λόγους, δεν παύει να καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα άνισο, ενίοτε μεγαλειώδες και σε σημεία υπερφιλόδοξα αποτυχημένο, αφήνοντας τελικά μια αίσθηση ότι ένα νέο, μεγαλύτερο cut ενδεχομένως θα οδηγούσε στο magnum opus του σκηνοθέτη, το οποίο δυστυχώς δεν βλέπουμε ακόμα.
Το «Loro», όπως υποδηλώνει και ο τίτλος («Αυτοί» στα ιταλικά), είναι μια ταινία αφιερωμένη σε όλους εκείνους, τους συμπατριώτες του σκηνοθέτη, οι οποίοι πλανεύτηκαν και εξαπατήθηκαν από την φρούδα υπόσχεση του λαοπλάνου ηγέτη και επιχειρηματία ότι μια εποχή ευμάρειας ανοίγεται για τη χώρα. Για ένα έθνος το οποίο αποχαυνωμένο από την κενότητα και τη λάμψη που αφειδώς κατανάλωνε μέσα από τα ευτελή προγράμματα των μέσων μαζικής ενημέρωσης ιδιοκτησίας του Μπερλουσκόνι, γοητεύτηκε από το πολυτελές lifestyle και τις κενές μεγαλοστομίες του, μια κοινωνία που βούλιαξε στην ακαταμάχητη έλξη της ευκολίας και της επιφανειακότητας.
Ενα από αυτά τα θύματα είναι και ο Σέρτζιο Μάρα, στον οποίο εστιάζει το πρώτο μέρος της ταινίας. Προαγωγός συνοδών πολυτελείας στον Τάραντα, ο Μάρα φιλοδοξεί μέσω των πανέμορφων κοριτσιών του και αλλεπάλληλων γραμμών κοκαϊνης να ξεφύγει από τα ήσσονος σημασίας και περιορισμένης εμβέλειας λαδώματα πολιτικών της τοπικής κοινωνίας και να ζήσει τη μεγάλη ζωή ως έμπιστος και συνεργάτης του Σίλβιο, το όνομα και η μορφή του οποίου, αργούν να εμφανιστούν στην οθόνη και αναδύονται μεθοδικά και μαεστρικά. Με έναν σαρδόνιο και τυπικά σορεντινικό μάλιστα τρόπο, το πρόσωπο του Μπερλουσκόνι εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ταινία με τη μορφή τατουάζ στα …οπίσθια μιας πόρνης πολυτελείας, όσο αυτή κάνει σεξ με τον Μάρα, υποδηλώνοντας πανέξυπνα τη βασική θεματική της ταινίας αναφορικά με τη διαπλοκή του σεξ και της πολιτικής και το ανεξήγητο σεξ απίλ του υπερήλικου Ιταλού πολιτικού στον γυναικείο πληθυσμό.
Ο Σέρτζιο, λοιπόν, θα ξεκινήσει την ανάβαση στη Ρώμη και στην ανορθόδοξη πολιτική του καριέρα ξοδεύοντας αφειδώς χρήματα και διοργανώνοντας πάρτι γεμάτα σεξ και ναρκωτικά με την ελπίδα να κερδίσει την προσοχή του διαβόητου για τη ροπή του προς την ακολασία πολιτικού, μαζί με την αδίστακτη σύντροφό του Ταμάρα, η οποία συνάπτει σχέσεις κι εκβιάζει ένα ηλικιωμένο στέλεχος του κεντροδεξιού κόμματος με τις δικές του, σκοτεινές φιλοδοξίες, και την Κίρα, την αγαπημένη πόρνη πολυτελείας του Μπερλουσκόνι, η οποία αναλαμβάνει να φέρει σε επαφή τους δύο άντρες. Με παρότρυνση μάλιστα της τελευταίας, ο Μάρα θα νοικιάσει με τις τελευταίες του οικονομίες στην Σαρδηνία την βίλα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από εκείνη όπου έχει αποτραβηχτεί ο πρώην πρωθυπουργός μετά την ήττα του στις εκλογές. Τότε θα εμφανιστεί επιτέλους και σε πλήρη δόξα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και η ταινία θα εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτόν και στην προσπάθειά του να ανακτήσει μακιαβελικά την εξουσία, όσο παράλληλα θα υποκύψει στις επικούρειες ηδονές των κοριτσιών του Σέρτζιο.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Ιταλός ή γνώστης των πολιτικών γεγονότων στη γειτονική χώρα για να βρει αντιστοιχίες ανάμεσα στα μυθοπλαστικά γεγονότα της ταινίας και στην πραγματικότητα. Ο Σορεντίνο, άλλωστε, δεν ενδιαφέρεται για την ιστορική ακρίβεια μιας βιογραφίας, αλλά περισσότερο για την αποτύπωση του zeitgeist και της συλλογικής αυταπάτης μιας κοινωνίας που ανέδειξε, πίστεψε, αποθέωσε και προδόθηκε από ένα εβδομηντάχρονο παιδί, το οποίο είδε τη χώρα του σαν άλλη μια από τις επιχειρήσεις του και προσπάθησε να τη διοικήσει με τις ίδιες μακιαβελικές ζαβολιές και τους εκβιασμούς με τους οποίους έγινε ο πλουσιότερος άνδρας στην Ιταλία.
Ο Σορεντίνο αντιμετωπίζει στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του τον Μπερλουσκόνι ως πρωταγωνιστή μιας opera buffa και στο γνώριμο μαξιμαλιστικό και οπερατικό ύφος του οργιάζει σκηνοθετικά σε σημείο που να μην ξέρει πού να σταματήσει. Οι (υπέροχες) σκηνές των πάρτι του διαδέχονται οι μία την άλλη, οι εκπάγλου καλλονής γυναίκες παρελαύνουν αδιαλείπτως, αλλά αυτή η γοητεία της επιφάνειας καταδικάζει τελικά την ταινία στη δραματουργική ανισομέρεια και στην αποσπασματικότητα, καθώς όλοι «Αυτοί» που ήθελαν να αγγίξουν εκείνον τον σύγχρονο Μίδα νομίζοντας τελικά πως βρήκαν φλέβα χρυσού, δεν συνθέτουν τελικά ποτέ ένα αρμονικό αποτέλεσμα, το οποίο δυναμιτίζεται από την υπερβολή και την επανάληψη.
Η αμηχανία στην προσέγγιση γίνεται ακόμα πιο εμφανής στην αδυναμία ενδελεχούς ψυχογράφησης του Μπερλουσκόνι από τον σκηνοθέτη. Αν και ο Σορεντίνο έχει τη σοφία να μη θεωρεί ποτέ τον συμπατριώτη του ως εύκολο αντίπαλο και να τον προσεγγίσει ανθρώπινα και πολυδιάστατα, τελικά ηττάται κι αυτός από έναν άνθρωπο χωρίς φραγμούς και χωρίς ιδιότητες, καταφέρνει ωστόσο να δείξει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός σε δύο τουλάχιστον ευφυείς σκηνές: στην πρώτη ο Μπερλουσκόνι πείθει με εξωφρενικές σοφιστείες τον εγγονό του ότι δεν πάτησε μόλις πριν από λίγα λεπτά περιττώματα στον κήπο της βίλας του, ενώ στην δεύτερη καταφέρνει να πουλήσει μέσω τηλεφώνου σε μια άγνωστη ηλικιωμένη γυναίκα, την οποία βρήκε μέσω καταλόγου, ένα διαμέρισμα σε ένα κτιριακό συγκρότημα που δεν υπάρχει για να αποδείξει στον εαυτό του ότι ακόμα έχει την ικανότητα του πωλητή, σε δύο προφανείς αναλογίες για τον τρόπο με τον οποίο ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποίησε προς όφελός του τις ανάγκες και τις ανασφάλειες μιας χώρας εξήντα εκατομυρίων κατοίκων για να πολλαπλασιάσει το εκατομύρια της περιουσίας του.
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο ηθοποιός - φετίχ του Πάολο Σορεντίνο, Τόνι Σερβίλο, κεντάει στον κεντρικό ρόλο. Ενώνοντας με τις χαμαιλεοντικές του ικανότητες στην ίδια νοητή γραμμή τον Τζόυλιο Αντρεότι του «Il Divo», τον Τζεπ Γκαμπαρντέλα της «Τέλειας Ομορφιάς» και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο Σερβίλο, ακόμα και κάτω από το προσθετικό μακιγιάζ που του χαρίζει την ομοιότητα με τον Ιταλό πολιτικό, καταφέρνει να μεταδώσει την ανθρωπιά, αλλά και όλη την εξωφρενικότητα του χαρακτήρα που καλέιται να ερμηνεύσει.
Και είναι εκεί, στις πιο ενδοσκοπικές σκηνές του δεύτερου μέρους, όπου η ταινία κατεβάζει τους τόνους και παραδίδεται στη θλίψη, όπου ο Σερβίλο αποτυπώνει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια την τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου και μιας χώρας που πίστεψε σ’ αυτόν. Μετά από 150 λεπτά, όμως, εξαντλητικής ανισομέρειας και σχιζοφρενικής διακύμανσης ανάμεσα στο δημαγωγικά αφελές και το υπαινικτικά σπουδαίο, το «Loro» δεν πραγματοποιεί ποτέ τις υποσχέσεις και τις προσδοκίες μιας «Τέλειας Ομορφιάς», ακριβώς όπως ο πολιτικός που το ενέπνευσε.
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΑΣΟΜΟΝ
(RASHOMON, 1950)
Αισθάνεται κανείς μια κάποια αμηχανία όταν καλείται να γράψει για μια ταινία, για την οποία, απ’ το 1950 που γυρίστηκε και το 1951 που έγινε γνωστή στην Ευρώπη, έχουν γραφεί ήδη μερικές εκατοντάδες σελίδες. Ωστόσο, πρόκειται για τη δωδέκατη ταινία τού Κουροσάβα, που η Δύση τον ανακάλυψε — και μαζί του και τον ιαπωνικό κινηματογράφο— με καθυστέρηση έντεκα χρόνων (γύρισε την πρώτη του ταινία το 1940) και η Ελλάδα με καθυστέρηση δεκατριών χρόνων (το 1953), όταν το ρεύμα του ενθουσιασμού τον παρέσυρε, τυχαία προφανώς, προς τον ευρωπαϊκό Νότο.

Τότε όλος ο κόσμος μιλούσε λιγάκι αβασάνιστα για τον «Ασιάτη Πιραντέλο», ίσως γιατί ακόμα δε γνώριζαν πως ο μεγάλος Ιάπωνας σκηνοθέτης πατάει πολύ γερά με το ένα του πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση: γνωρίζει τόσο καλά τη δυτική φιλολογία και φιλοσοφία όσο κι αυτή της πατρίδας του. Σήμερα, τούτη η πολυσυζητημένη ταινία ανήκει μάλλον στην ιστορία της κινηματογραφικής κριτικής της Ευρώπης, παρά στις «χρυσές δέλτους» της ιστορίας του κινηματογράφου της Ιαπωνίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Κουροσάβα ποτέ δε θεώρησε το Ρασομόν ως μία από τις καλύτερες ταινίες που είχε γυρίσει μέχρι το 1950, ενώ όταν του έδωσαν στο Φεστιβάλ Βενετίας, το 1951, το Μεγάλο Βραβείο, δεν παρέλειψε να εκφράσει δημοσίως την έκπληξη του.
Ρασομόν στα ιαπωνικά σημαίνει «πύλη της Κολάσεως» ή «πύλη των Δαιμόνων». Η δράση τοποθετείται στον ιαπωνικό μεσαίωνα, στην Πύλη της Κολάσεως, κάπου κοντά στο Κιότο. Τούτη η πύλη έχει μια διπλή μεταφορική σημασία: οδηγεί στην «κόλαση της αλήθειας» και στην κόλαση μιας κοινωνικής συμβατικότητας, αυστηρά καθορισμένης από το χωρισμό σε κάστες.
Η δυτική κριτική επέμενε πάρα πολύ στην πρώτη άποψη: οι τέσσερις ριζικά διαφορετικές εκδοχές για το φόνο ενός ευγενούς Σαμουράι (ή δειλού και άθλιου ανθρωπάριου) που διαδέχονται η μία την άλλη σε μια σεναριακή δομή που προσεγγίζει πολύ αυτήν της σπονδυλωτής ταινίας, ερμηνεύτηκαν ως μελέτη της αδυναμίας προσέγγισης της «αντικειμενικής αλήθειας» ή ως έρευνα πάνω στη «σχετικότητα της αλήθειας». (Από δω και η σύγχυση με τον Πιραντέλο, που δεν κολακεύει καθόλου τον Κουροσάβα.)
Είναι αλήθεια πως η ταινία δε δίνει απάντηση στο τυπικό αίνιγμα της αστυνομικής παραφιλολογίας «ποιος σκότωσε τον Σαμουράι»: ένας ληστής στο δικαστήριο «ομολογεί» πως τον σκότωσε αυτός, όταν επιχείρησε να βιάσει τη γυναίκα του Σαμουράι. Η σύζυγος «ομολογεί» πως τον σκότωσε εκείνη, γιατί δεν άντεχε την περιφρόνηση του μετά το βιασμό της. Και το φάντασμα του συζύγου που καταθέτει ποιητική αδεία στο δικαστήριο «ομολογεί» πως ο Σαμουράι αυτοκτόνησε.
Υπάρχει, όμως, και μια τέταρτη και τελευταία μαρτυρία: αυτή ενός χωριάτη που ισχυρίζεται πως ήταν αυτόπτης μάρτυρας του φόνου και που λέει πως ο ευγενής σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον πληβείο (το ληστή) και ότι η έτσι κι αλλιώς άπιστη σύζυγος του ευγενούς, αφενός ίσως να δέχτηκε μάλλον ευχάριστα το βιασμό κι αφετέρου εκμεταλλεύτηκε το γεγονός του «ατιμασμένου θανάτου» του συζύγου για να παραστήσει το «θύμα της μοίρας» και την ηρωίδα.
Οι τρεις πρώτοι μάρτυρες καταθέτουν υποκειμενικά πάνω σ’ ένα αντικειμενικό γεγονός, κι όλοι παίρνουν την ευθύνη πάνω τους, ώστε να υποκειμενοποιηθεί πλήρως η αντικειμενική αλήθεια. Ο τέταρτος, όμως, δεν έχει υπαρξιακή σχέση με το γεγονός και γι’ αυτό, ενώ καταθέτει υποκειμενικά, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη «σχετική αντικειμενική αλήθεια». Είναι ο μόνος που έχει μια διαλεκτική σχέση με το αντικειμενικό γεγονός, πράγμα που δίνει περισσότερο κύρος στη «δική του» αλήθεια, που έχει πάρα πολλές πιθανότητες να είναι η Αλήθεια. Άλλωστε, αυτός ο μάρτυρας καταθέτει τελευταίος κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο από άποψη δραματουργική τουλάχιστον, αν όχι «δικονομική».
Είναι φανερό πως ο Κουροσάβα δεν αγνοεί τη Διαλεκτική (σήμερα, αυτό μπορούμε να το πούμε με περισσότερη σιγουριά, αφού ήδη γνωρίζουμε πολλές ταινίες του) και πως το ιδεαλιστικό παραλήρημα της κριτικής γύρω απ’ τη «σχετικότητα» της αλήθειας είναι περισσότερο θεολογία και λιγότερο κριτική προσέγγιση του δύσκολου προβλήματος της Γνωσιολογίας από το σκηνοθέτη.
Άλλωστε, και το στιλ της γραφής επιβάλλει μια τέτοια διαλεκτική ερμηνεία της ταινίας: παρά το σαφή μυθικό χαρακτήρα τού σεναρίου, η σκηνοθετική γραμμή είναι συνεπέστατα ρεαλιστική, και τούτος ο ρεαλισμός αναιρεί πέρα για πέρα την αρχική αφετηρία, που ‘ναι το θέατρο No και Καμπούκι.
«Το Βήμα», 20-12-1977
Λεξικό Ταινιών, τ. Β’ (Αιγόκερως, 2003, σ. 405-406)
*
Ταξίδι Πνοής (2018)
Σκηνοθεσία: Χρήστος Ν. Καρακάσης
Μια ταινία για τον Γιώργο Μεσσάλα
Είδος: Ντοκιμαντέρ
Ημερομηνία Εξόδου:
 13 Δεκεμβρίου 2018
Το νέο μεγάλου μήκους κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη και παραγωγού Χρήστου Ν.  Καρακάση,  έχει τίτλο «Ταξίδι Πνοής» και ξετυλίγει τη διαδρομή του Ηθοποιού και Σκηνοθέτη Γιώργου Μεσσάλα. Ο Γιώργος Μεσσάλας, μεγάλος καλλιτέχνης, ηθοποιός και σκηνοθέτης, κρύβει μέσα του, ως  άνθρωπος, έναν ιδιαίτερο κόσμο.
«Με αυτόν τον κόσμο» λέει ο σκηνοθέτης «ήρθαμε σε επαφή, εγώ και οι βοηθοί μου, κάναμε μια μεγάλη έρευνα, συμπεριλάβαμε διηγήσεις ανθρώπων ιδιαίτερων που μας αποκάλυψαν μία άλλη πτυχή της θεατρικής ιστορίας μας. Αναπτύχθηκε προσωπική σχέση με τον Γιώργο Μεσσάλα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του αρχειακού υλικού και των γυρισμάτων, που χρειάστηκαν έναν τουλάχιστον χρόνο για να ολοκληρωθούν. Μέσα από τη ζωή του Γιώργου ξεκίνησε να περνάει μπροστά από τα μάτια μας μεγάλο μέρος της νεότερης  ιστορίας του Ελληνικού Θεάτρου».
Ο Γιώργος Μεσσάλας υπήρξε βοηθός και προσωπικός φίλος μεγάλων θεατρανθρώπων του Αλέξη Μινωτή και του Αλέξη Σολωμού.

Το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ Ταξίδι Πνοής του σκηνοθέτη Χρήστου Ν. Καρακάση σε οργάνωση παραγωγής και μουσική Βασιλικής Κάππα ήταν αυτό που κέρδισε κοινό και εντυπώσεις στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Χαλκίδας.

Άνθρωποι του θεάτρου του κινηματογράφου, προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνικής ζωής ,αλλά και κοινό της περιοχής  ταξίδεψαν ως την Χαλκίδα για να παρακολουθήσουν την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας.

Σε όλη την διάρκεια της προβολής ,χειροκροτούσαν ενώ ο Γιώργος Μεσσάλας συγκινημένος και ευτυχισμένος για την επιτυχία της ταινίας ευχαρίστησε όλους τους θεατές  και τους μίλησε επί μία ώρα όπως  έκανε και στις παραστάσεις του δίνοντας πάντα το κάτι παραπάνω.

Ακολούθησε μικρή γιορτή στο φουαγιέ του νομαρχιακού μεγάρου ενώ ειδικό πούλμαν αναχώρησε για την επιστροφή στην Αθήνα τις πρώτες πρωινές ώρες.



Το 1973 ίδρυσε το «Μοντέρνο Θέατρο» και σκηνοθέτησε τη σάτιρα του Α. Ουέσκερ «Τα πατατάκια», για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ενώ το 1974 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο έργο «Νύχτα δολοφόνων».

Ερμήνευσε κλασικό ρεπερτόριο, ενώ σκηνοθέτησε πάμπολλες παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στον Λυκαβηττό, στο Ελεύθερο Θέατρο, και πραγματοποίησε περιοδείες σε όλη τη χώρα. Από το 1992 έως το 2012 στεγάστηκε επαγγελματικά στο θέατρο «Αλκυονίδα.

Συνεχιστής μιας παράδοσης που στα σημερινά χρόνια είναι πολύτιμη για κάθε καλλιτέχνη και σκεπτόμενο άνθρωπο.


«Το θέατρο για τους ανθρώπους» ήταν η σκέψη που μόνιμα τον απασχολούσε και σύμφωνα με αυτήν λειτούργησε. Κάθε βράδυ, όταν τελείωνε η παράσταση, συζητούσε με τους θεατές θέλοντας να τους μυήσει στη μαγεία της τέχνης.

Με έναν δικό του πρωτοποριακό τρόπο κατέβαινε σαν απλός θεατής στο σκαλάκι της αλκυονίδας, για να συναισθανθεί την οπτική από την πλευρά των καθισμάτων και να εισπράξει την ατμόσφαιρα. Έτσι δημιουργούσε μία ενδιαφέρουσα δια-δραστική λειτουργία ανάμεσα σε αυτόν και το κοινό, ενώ η παράσταση είχε τελειώσει.

Οργάνωση παραγωγής  Βασιλική Κάππα
Σενάριο –σκηνοθεσία-  Φωτογραφία Χρήστος Ν. Καρακάσης
Φωτογραφία –Συμπληρωματικές λήψεις Ορέστης Δούρβας Ορφέας Δούρβας
Μουσική Σύνθεση –  Ερμηνεία  Βασιλική Κάππα
Βοηθοί Παραγωγής  Μαρία Κάππα,  Νίκος Ψαλτάκης
Παραγωγή Κινηματογραφική Εταιρεία Κουίντα
*
Από Μποτίλια επίσης
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
 

*
Παρουσιάσεις ταινιών από τον Μπ. Ζ.
Μποτίλιες στο Σκοπευτήριο, στην ΟΓΕ και στην Αλκυονίδα
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.