5ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
«Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το Μεσοπόλεμο»
Η έναρξη του Συνεδρίου - Χαιρετισμός του Δ. Κουτσούμπα - Ομιλία της Ελ. Μηλιαρονικολάκη
Σάββατο 15/12/2018 - 11:55 - Ενημέρωση: Σάββατο 15/12/2018 - 13:27
Ξεκίνησε το Σάββατο 15 Δεκέμβρη το 5ο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ, με θέμα «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το Μεσοπόλεμο», που εντάσσεται στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ.
Το Συνέδριο διεξάγεται στην Αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ (Λεωφ. Ηρακλείου 145, Περισσός) και θα ολοκληρωθεί την Κυριακή 16 Δεκέμβρη στις 8.00 το βράδυ.
Οι εργασίες του Συνεδρίου άνοιξαν με καλλιτεχνικό πρόγραμμα και χαιρετισμό του Δημήτρη Κουτσούμπα, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (δείτε βίντεο πάνω και διαβάστε αναλυτικά παρακάτω).
Η εναρκτήρια ομιλία με θέμα «Στα ίχνη μιας λογοτεχνίας "χρήσιμης" για τη σύγχρονη εποχή» έγινε από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού. (Δείτε βίντεο και διαβάστε αναλυτικά παρακάτω)
Το καλλιτεχνικό άνοιγμα
Με ένα ξεχωριστό τρόπο δόθηκε το σήμα για την έναρξη του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου. Με τη βοήθεια της μουσικής και τον λόγο σπουδαίων πρωτοπόρων Ελλήνων λογοτεχνών που με το έργο τους ύμνησαν τους αγώνες του λαού μας και καλλιέργησαν στον άνθρωπο τη βαθύτερη συνείδηση της ανθρωπιάς του παρουσιάστηκε έργο για μικρή συμφωνική ορχήστρα, χορωδία και αφηγητή, βασισμένο στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, στο «Ξύπνημα του προλεταριάτου» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου.
Συμμετείχε πλήθος νέων μουσικών που με αγάπη και ενδιαφέρον αγκάλιασαν αυτήν την προσπάθεια καθώς και τα τμήματα φωνητικής από το Στέκι Πολιτισμού και Νεανικής Δημιουργίας της ΚΝΕ. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Κωνσταντίνος Σπηλιώτης και τα κείμενα των λογοτεχνών διάβασαν οι Αφροδίτη Βραχοπούλου και Μάνος Τσίζεκ.
*
Η ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη
(Το κέιμενο πιο κάτω)
*
Στο ΚΚΕ το κομματικό βιβλιάριο και η ταυτότητα ΠΕΑΕΑ της Έλλης Αλεξίου
*
Σάββατο 15/12/2018 - 21:47
Μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή εκτυλίχθηκε στη λήξη των εργασιών της πρώτης μέρας του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου της ΚΕ του ΚΚΕ με θέμα «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το Μεσοπόλεμο», που εντάσσεται στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ.
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας παρέλαβε εκ μέρους του ΚΚΕ από την ανιψιά της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της Έλλης Αλεξίου, Μελίνα Σιδηροπούλου, το κομματικό βιβλιάριο και την ταυτότητα της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης της μεγάλης κομμουνίστριας λογοτέχνη και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου.
Η Μ. Σιδηροπούλου επέλεξε να διαβάσει λόγια της ίδιας της Ε. Αλεξίου για το πώς αντιλαμβανόταν την ένταξή της στο ΚΚΕ: «Νοιώθω πολύ ευτυχισμένη στη ζωή μου. Και νοιώθω ότι ευτυχία μου είναι το Κόμμα μου. Η ιδέα πώς είμαι ένα κομμάτι από αυτόν τον ωραίο κόσμο, μου δίνει μια δύναμη που δεν μπορώ να την περιγράψω. Αγαπώ τη ζωή γιατί είμαι στο Κόμμα. Είναι σαν να ζω σε έναν παράδεισο».
Η Μ. Σιδηροπούλου για να ενισχύσει τα παραπάνω, μας διάβασε το τέλος της διαθήκης της Ε. Αλεξίου: «Επειδή συμβαίνει να υπογράφω σε στιγμές άκρως δραματικές για την πατρίδα μας, επιθυμώ να τελειώσω με μια ευχή. Να πάψει επιτέλους να απειλείται η ανθρωπότητα, να πάψει να απειλείται η ζωή των αδύνατων από την εγκληματική αδηφαγία των ισχυρών του ιμπεριαλισμού. Έλλη Στυλιανού Αλεξίου».
Επίσης παρέδωσε στο Κόμμα και ένα βιβλίο με ποίηση του αδερφού της, του γνωστού μουσικού Παύλου Σιδηρόπουλου, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε.
«Νομίζω ότι αυτό που γράφει σε ένα ποίημά του κάτω κάτω είναι η επιρροή των ιδεών της Ε. Αλεξίου, της Γ. Καζαντζάκη, του Μ. Αυγέρη, που ήταν συχνά στο σπίτι μας και που μας καθόρισαν σαν άτομα. Τη δράση μας και τη συμμετοχή μας γενικά στη ζωή. Γράφει λοιπόν στο τέλος ενός ποιήματός του:
Σαν φύλλο λίπασμα,
όπου σαν νέο λουλούδι πάνω του
πάλι θα βλαστήσει η αγάπη μας.
Έτσι κινείται η Ιστορία του ΚΚΕ
ψάχνοντας χώμα να ακουμπήσει το κορμί της.
Σαν φύλλο λίπασμα
για κάποιο νέο λουλούδι
κάποιου καινούριου αγώνα,
να στραφεί στον ήλιο η ματιά».
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας εκ μέρους του ΚΚΕ ευχαρίστησε θερμά τη Μ. Σιδηροπούλου για αυτή τη μεγάλη προσφορά, σημειώνοντας ότι «φέτος κλείσαμε τα 100 μας χρόνια και είναι πολύτιμο να εμπλουτίζεται το Ιστορικό Αρχείο του Κόμματος με τέτοια σημαντικά στοιχεία που σημάδεψαν μια ολόκληρη πορεία, αγωνιστές συντρόφους μας και συντρόφισσες».
Ανέφερε ότι είχε την τιμή να γνωρίσει την Ε. Αλεξίου το 1975, όταν ως φοιτητής του Πανεπιστημίου Αθηνών την επισκέφθηκε μαζί με άλλους για να την παρακαλέσουν να παρευρεθεί σε μια εκδήλωση της Οργάνωσης Σπουδάζουσας της ΚΝΕ στην Ίριδα. Θυμήθηκε ότι τους υποδέχτηκε στο δωμάτιό της, όπου εκείνη την περίοδο έγραφε τη «Βασιλική Δρυ», την ιστορία των αγωνιστών δασκάλων και εκπαιδευτικών.
Ρώτησε και τους νεαρούς τότε Κνίτες, αν έχουν και εκείνοι κάποιον γνωστό δάσκαλο αγωνιστή για να εμπλουτίσει το αρχείο. Και ο Δ. Κουτσούμπας ανέφερε τον παππού του, Δ. Κουτσούμπα, ΕΑΜίτη δάσκαλο και ιερέα που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί.
Η Ε. Αλεξίου το σημείωσε και το συμπεριέλαβε στο βιβλίο της, με την υποσημείωση ότι της το διηγήθηκε ο εγγονός του.
*
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Δεν σας κρύβω ότι όταν μου ζητήθηκε αυτός ο χαιρετισμός, προβληματίστηκα πολύ για το περιεχόμενό του, για τους εξής λόγους, εκτός από το αντικειμενικά δύσκολο του εγχειρήματος αυτού.
Τα Συνέδρια αυτά έχουν γίνει πλέον θεσμός. Με τα προηγούμενα, για τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Μπρεχτ, τον Χικμέτ, βάλαμε πραγματικά τον πήχη πολύ ψηλά. Άρα, υπάρχει αντικειμενικά η απαιτητικότητα από τους εαυτούς μας ότι πρέπει να τον κρατήσουμε ψηλά και να τον ανεβάσουμε πιο ψηλά ακόμα.
Επίσης, το Συνέδριο αυτό ουσιαστικά έρχεται να "κλείσει" ένα πεντάχρονο μεγάλων και σημαντικών δραστηριοτήτων που ξεκίνησε με τη διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής το Φθινόπωρο του 2013, για τον γιορτασμό των 100 χρόνων του Κόμματος, με κλιμάκωση όλη αυτή την πενταετία και με αποκορύφωμα τις φετινές εκδηλώσεις που ήταν σπουδαίες και μεστές μεγάλων πολιτικών μηνυμάτων, αλλά κυρίως πολιτισμού, καταπληκτικών και πολύμορφων πολιτιστικών εκδηλώσεων και έρευνας πάνω σε ζητήματα πολιτισμού και αισθητικής.
Ταυτόχρονα, όμως, το σημερινό Συνέδριο έρχεται ουσιαστικά να εγκαινιάσει τον βηματισμό μας στο νέο αιώνα ηρωικής ζωής και δράσης, μιας μεγαλειώδους εκατοντάχρονης διαδρομής του Κόμματος και του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας, μπαίνοντας στο δεύτερο αιώνα της δράσης του.
Εκτός από όλα αυτά, επιπλέον, είναι ένα αρκετά δύσκολο θέμα, με το οποίο δεν είχαμε καταπιαστεί εμπεριστατωμένα και έτσι όπως έπρεπε μέχρι σήμερα. Σήμερα απλώς ανοίγουμε τη συζήτηση και τον προβληματισμό, χρειάζεται παραπέρα έρευνα.
Έχει αντικειμενικές δυσκολίες το εγχείρημα. Αρκετές φορές, μελετώντας, είναι δύσκολο πολύ να ξεχωρίσεις και να προσδιορίσεις συγκεκριμένα τη σχέση της ταξικότητας και της κομμουνιστικής ιδεολογίας στη λογοτεχνία, ειδικά για αυτή την περίοδο που καταπιανόμαστε. Κι αυτό, γιατί η ταξικότητα αντικειμενικά διαπερνά τη λογοτεχνία κι αυτό συμβαίνει άσχετα αν το συνειδητοποιεί απόλυτα ο ίδιος ο δημιουργός της, ο λογοτέχνης, ενώ η κομμουνιστική ιδεολογία όχι ακόμα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Συναντάμε συχνά και την περίοδο που εξετάζουμε σήμερα, βασικά στον Μεσοπόλεμο, και μη κομμουνιστές λογοτέχνες να συγκινούνται από τα δεινά της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, να συγκλονίζονται από μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, όπως ο πόλεμος, να εμπνέονται από αυτά, αποτυπώνοντας τους προβληματισμούς τους στο λογοτεχνικό τους έργο.
Φυσικά, υπάρχει επιπλέον και η δυσκολία, ότι κάποια συμπεράσματα, αναγκαστικά θα ολοκληρωθούν, αφού προχωρήσουμε σε επόμενα Συνέδρια, για την περίοδο μετά το 1940 μέχρι και σήμερα, οπότε και εκφράζεται με πιο δυναμικό τρόπο και ισχυροποιείται η επίδραση των επαναστατικών ιδεών, της κομμουνιστικής ιδεολογίας στην τέχνη, στη λογοτεχνία.
Σημαντικός βοηθός στην ωρίμανση της συλλογικής σκέψης και ανάλυσης του Κόμματος ήταν αναμφίβολα η ολοκλήρωση του δοκιμίου ιστορίας του Κόμματος, που ανατρέχει και στην περίοδο μετά την Αστική Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821, τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους – κράτους και την ανάπτυξη του καπιταλισμού, τη γέννηση της εργατικής τάξης, του κινήματός της, τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών ομίλων, την επίδραση που άσκησε η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία, το 1917.
Βέβαια, αφορά και στην ίδρυση του ΣΕΚΕ το 1918 που μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, τη σύνδεση του Κόμματος με την Κομμουνιστική Διεθνή, την ηρωική πάλη που ξετυλίχτηκε σε συνέχεια όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, που είναι και η περίοδος που εξετάζει το σημερινό Συνέδριό μας για τη λογοτεχνία.
Επειδή ακολουθούν όλο το διήμερο αναλυτικές και σπουδαίες εισηγήσεις και παρεμβάσεις, που φωτίζουν πολλές πλευρές του θέματος που συζητάμε, εγώ σε αυτήν τη σύντομη παρέμβασή μου θα αρκεστώ σε ορισμένα γενικά ζητήματα, περισσότερο σαν εισαγωγή στην κεντρική εισήγηση και στη συζήτηση που θα εξελιχθεί.
Φίλες και φίλοι,
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λογοτεχνία είναι μια από τις κύριες μορφές της τέχνης. Με τη λογοτεχνία δημιουργούνται έργα έντεχνου γραπτού λόγου, που αποβλέπουν κυρίως στην πρόκληση αισθητικής συγκίνησης. Σε αντιδιαστολή με τα έργα έντεχνου γραπτού λόγου που έχουν ειδικά εκπαιδευτικό, ενημερωτικό ή διαφωτιστικό χαρακτήρα. Η λογοτεχνία δεν είναι επιστημονική μελέτη, ούτε άρθρο, ούτε προκήρυξη προπαγανδιστική.
Σύμφωνα με την μαρξιστική λενινιστική προσέγγιση, η λογοτεχνία, όπως και τα άλλα είδη τέχνης, είναι ένας ιδιαίτερος καλλιτεχνικός τρόπος έκφρασης της αντικειμενικής πραγματικότητας, με τη χρησιμοποίηση μυθοπλασίας, εικόνων, ένα είδος πρακτικής- πνευματικής αντίληψης του κόσμου.
Αντίθετα με τα άλλα είδη τέχνης, ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, χορό, που απευθύνονται άμεσα στις αισθήσεις, χρησιμοποιώντας κάποιο υλικό αντικείμενο, π.χ. χρώμα, πέτρα ή κάποια ενέργεια, όπως η κίνηση του σώματος, ο ήχος μιας χορδής ή ενός πλήκτρου, η λογοτεχνία μορφοποιείται με λέξεις, με τη γλώσσα κι επομένως απευθύνεται πιο άμεσα στη νόηση.
Σε αυτό συνίστανται και οι μεγαλύτερες δυνατότητες της λογοτεχνίας, σε σύγκριση με τα άλλα είδη τέχνης, να επιδράσει στην κοινωνικοποίηση, στην ταξική και πολιτική συνείδηση.
Και μέσω της λογοτεχνίας διαμορφώθηκαν οι γλώσσες, διασώθηκαν πληροφορίες ιστορικού περιεχομένου, επικοινώνησαν διαφορετικοί λαοί, αντάλλαξαν γνώσεις, συνήθειες, πολιτισμό.
Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες στη λογοτεχνία: η ποίηση και η πεζογραφία.
Για την ποίηση έγραφε ο Βησσαρίων Γκριγκόριεβιτς Μπελίνσκι:
"Η ποίηση είναι η ανώτερη μορφή τέχνης… Εκφράζεται με τον ελεύθερο ανθρώπινο λόγο που είναι ήχος, εικόνα και με σαφήνεια διατυπωμένη ιδέα. Γι' αυτό και περιέχει όλα τα στοιχεία των άλλων τεχνών και χρησιμοποιεί ταυτόχρονα όλα τα μέσα που προσιδιάζουν σε κάθε μια από τις άλλες τέχνες ξεχωριστά…"
Οπωσδήποτε, δεν μπορεί σήμερα να αφαιρεθούμε από το γεγονός ότι ο Μπελίνσκι ήταν δημοκράτης επαναστάτης του 19ου αιώνα.
Στη σύγχρονη ποίηση μπορεί να μην είναι πάντα με σαφήνεια διατυπωμένες οι ιδέες, όμως επιτρέπουν πολλά επίπεδα σκέψεων, ενώ άλλες φορές ο ποιητής επιδιώκει να προκαλέσει αίσθημα ή μια αίσθηση, χωρίς να χρειάζεται να ψάξει κανείς το ακριβές νόημα ή την ιδέα που διατυπώνεται.
Ο Αριστοτέλης, επίσης, πίστευε ότι η πλοκή των ποιητικών έργων έχει σχέση με την προσωπικότητα, τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων.
Κάθε έργο τέχνης αποτελεί πράξη πνευματικής και ψυχικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Οι λειτουργίες της επικοινωνίας, της δημιουργίας, της γνώσης υπάρχουν σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά σε κάθε διαφορετική μορφή τέχνης κυριαρχούν και διαφορετικές λειτουργίες.
Ο Μαξίμ Γκόρκι χαρακτήρισε τη λογοτεχνία "καλλιτεχνική έρευνα" ή "μελέτη του ανθρώπου", επειδή προβληματίζεται, αναλύει και αποκαλύπτει τον άνθρωπο, όπως διαμορφώνεται μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις.
Επειδή στη λογοτεχνία ο καλλιτεχνικά αναπλασμένος κόσμος παρουσιάζεται πιο βαθιά φωτισμένος, σε πλευρές που είναι διαφορετικές απ’ αυτό που δείχνουν επιφανειακά, βοηθά να τον κατανοήσουμε καλύτερα.
Και γι’ αυτό η λογοτεχνία είναι περισσότερο κατάλληλη από όλες τις τέχνες για τη διάδοση ιδεών, είναι περισσότερο με μια έννοια ιδεολογική.
Η λογοτεχνία απευθύνεται περισσότερο στην αισθητική φαντασία, στις δημιουργικές προσπάθειες του αναγνώστη, επειδή το λογοτεχνικό έργο μπορεί να "αποκαλυφθεί", μόνο εάν ο ίδιος ο αναγνώστης αρχίσει να αναπλάθει, να αναδημιουργεί την πραγματικότητα, μέσω του μύθου αλλά και της αλληλουχίας των εικόνων που δημιουργεί ο λόγος.
Το λογοτεχνικό έργο είναι ένα πλέγμα πολυσύνθετων φραστικών εικόνων. Η κάθε τέτοια εικόνα δημιουργεί στη φαντασία του αναγνώστη μια συγκεκριμένη ενέργεια και όλες μαζί οι ενέργειες αυτές αντιπροσωπεύουν την αφετηρία, την εξέλιξη και τις προθέσεις μιας ζωντανής πραγματικότητας.
Ανάλογα με το περιεχόμενο και τη μορφή τους, τα πεζογραφικά λογοτεχνικά έργα ανήκουν σε διαφορετικά είδη: έπος, μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, μύθος.
Σε κάθε εποχή αναπτύχθηκαν ποικίλα είδη, κυριαρχούν όμως εκείνα που ανταποκρίνονται περισσότερο στον γενικό χαρακτήρα μιας εποχής. Όπως για παράδειγμα η δεσπόζουσα θέση του μυθιστορήματος στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Η φιλολογική κληρονομιά των αρχαιότερων πολιτισμών, όπως της Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Κίνας, της Ιουδαίας, της Ινδίας, της Ρώμης, αποτελεί το θεμέλιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Με την Αναγέννηση στην Δυτική Ευρώπη άρχισε και η επόμενη μεγάλη κοσμοϊστορική φάση στην εξέλιξη της λογοτεχνίας. Ο Δάντης, ο Βοκκάκιος, ο Ραμπελέ, ο Σαίξπηρ, ο Θερβάντες υπήρξαν οι θεμελιωτές της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Από την Αναγέννηση και μετά, η λογοτεχνία αναπτύσσεται στα πλαίσια καθορισμένων σχολών, οι κυριότερες από τις οποίες ήταν κατά σειρά από τον 16ο έως τον 20ο αιώνα: Του μπαρόκ, του κλασικισμού, του Διαφωτισμού, του ρομαντισμού, του ρεαλισμού, του νατουραλισμού, του συμβολισμού, του μοντερνισμού.
Φίλες και φίλοι,
Η νέα ελληνική λογοτεχνία, διαμορφώθηκε τους πρώτους αιώνες μετά την πτώση του Βυζαντίου, κάτω από την επίδραση των παραδόσεων του αρχαίου και του βυζαντινού πολιτισμού, των ιδεών της εποχής της Αναγέννησης και πάνω απ' όλα της προφορικής ποιητικής δημιουργίας του ελληνικού λαού, όπως τα ιστορικά ακριτικά τραγούδια, τα τραγούδια για τους κλέφτες, το έπος Διγενής Ακρίτας.
Η "λόγια" φιλολογία της μεταβυζαντινής περιόδου, τον 15ο - 16ο αιώνα, δεν άφησε αξιόλογα πρωτότυπα έργα. Οι τυπικές μορφές της ποιητικής δημιουργίας δεν είναι παρά διασκευές άλλων δυτικοευρωπαϊκών έργων, ιστορικές αφηγήσεις και χρονικά.
Τα πιο ενδιαφέροντα έργα δημιουργήθηκαν τον 16ο - 17ο αιώνα, σε συγκεκριμένες περιοχές, ιδιαίτερα στην Κρήτη και την Κύπρο, όπου η ανάπτυξη της λυρικής ερωτικής ποίησης συντελείται κάτω από την επίδραση των ποιητών της ιταλικής αναγέννησης.
Τον 18ο και 19ο αιώνα, η ανάπτυξη της αστικής τάξης, η εμφάνιση σταδιακά της εργατικής τάξης, οι εντεινόμενες αντιφεουδαρχικές διαθέσεις των αγροτών, άλλων λαϊκών στρωμάτων, η διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού, όπως η δραστηριότητα του Αδαμάντιου Κοραή αλλά και πολλών άλλων εκπροσώπων της προοδευτικής αστικής διανόησης, συνενώνονταν όλο και περισσότερο με τις εθνικοαπελευθερωτικές διαθέσεις και το κίνημα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η πορεία για το ξέσπασμα και την τελική νίκη της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821, καθρεφτίστηκαν αρχικά από το έργο του Ρήγα Βελεστινλή (1757- 1798), του Ανδρέα Κάλβου (1792- 1869), του Αλέξανδρου Σούτσου (1803- 1863), του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824- 1879) και άλλων.
Την περίοδο αυτή γίνεται οξύτατη ιδεολογική διαπάλη γύρω από το ζήτημα των δρόμων της ιστορικής ανάπτυξης του ελληνικού έθνους, το γλωσσικό, ο τρόπος προσέγγισης και αντιμετώπισης της αρχαίας κληρονομιάς και των νεοελληνικών λαϊκών παραδόσεων.
Βέβαια, το ποιοτικό σχετικά άλμα γίνεται μέσα στην Επανάσταση το 1821 - 1829. Είναι σημαντικά τα απομνημονεύματα του Γ. Μακρυγιάννη και του Θ. Κολοκοτρώνη. Ιδιαίτερα, άξιας προσοχής είναι τα θέματα του λαϊκού θεάτρου σκιών Καραγκιόζη.
Το πνεύμα του επαναστατικού ρομαντισμού διακρίνει το έργο του Δ. Σολωμού (1798-1857), ο οποίος αποτέλεσε και τον θεμελιωτή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επικεφαλής της Επτανησιακής σχολής που έμεινε πιστή στις λαϊκές γλωσσικές παραδόσεις.
Το έργο του πλούτισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αφού έθεσε επίκαιρα φιλοσοφικά και ηθικά προβλήματα, χρησιμοποίησε δημιουργικά τον λαογραφικό πλούτο, αξιοποίησε τολμηρά τη γλώσσα του λαού, τη νέα στιχουργική τεχνική και την παγκόσμια λογοτεχνική κληρονομιά.
Αργότερα, με τον Κωστή Παλαμά (1859-1943) η ελληνική λογοτεχνία, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, μπαίνει σε νέο στάδιο, όπου οι πρωτοπόροι διανοούμενοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο ότι ο δρόμος για την αναγέννηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν βρίσκεται στη μίμηση παλιών, αρχαίων προτύπων, αλλά στην απεικόνιση της σύγχρονης πραγματικότητας, στη χρησιμοποίηση της γλώσσας του λαού και των λαϊκών καλλιτεχνικών παραδόσεων.
Ο Νικόλαος Πολίτης, ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Αργύρης Εφταλιώτης κ.ά. τίθενται επικεφαλής της κίνησης για την επικράτηση της δημοτικής στη λογοτεχνία. Η πάλη κατά του αρχαϊσμού και της καθυστέρησης αφύπνισε τις δημιουργικές πολιτιστικές δυνάμεις και πλούτισε τον πολιτισμό, αν και στη λογοτεχνία εκείνης της περιόδου ο δημοτικισμός εκδηλώθηκε αρκετά μονόπλευρα, γιατί θεώρησε τη χρησιμοποίηση της γλώσσας του λαού σαν το μοναδικό ή κύριο μέσο για την λαϊκή αναγέννηση.
Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι αυτή τη λαϊκή αναγέννηση την έβλεπαν τυπικά, σχηματικά. Δεν ήταν η λαϊκή αφύπνιση που επιδίωκαν στην ουσία, αλλά ένα καλύτερο μορφωτικό επίπεδο στο λαό για να μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα, πιο συνειδητά, στους στόχους της αστικής τάξης εκείνα τα χρόνια, τον αγώνα της για εδαφική επέκταση και καπιταλιστική ανάπτυξη.
Στη δραματουργία και την πεζογραφία ο ρεαλισμός με στοιχεία ηθογραφίας αντιπροσωπεύεται από τους Γρηγόρη Ξενόπουλο, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Οι προοδευτικές λογοτεχνικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν γύρω από το περιοδικό Νουμάς (1903).
Οι ιδέες της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης άσκησαν μεγάλη επίδραση και στην ελληνική λογοτεχνία.
Με το πνεύμα της μαρξιστικής, της διαλεκτικής υλιστικής προσέγγισης των κοινωνικών ζητημάτων, γράφτηκαν τα έργα του Κώστα Βάρναλη (1884-1974), ο οποίος πήρε και το βραβείο Λένιν, τα έργα του παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού (1882- 1943), τα ποιήματα του Γ. Ρίτσου (1909- 1991), επίσης τιμημένος με βραβείο Λένιν κ.ά.
Οι πεζογράφοι Δημοσθένης Βουτυράς, Πέτρος Πικρός, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη Αλεξίου, Λιλίκα Νάκου, Νίκος Κατηφόρης, Θέμος Κορνάρος, Μενέλαος Λουντέμης, Νικηφόρος Βρεττάκος, ασχολούνται με τη ζωή του λαού μας, των απλών ανθρώπων που είναι θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και αδικίας.
Ανάμεσα στα αντιπολεμικά έργα της περιόδου του μεσοπολέμου 1920-1940 ξεχωρίζει το μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη (1892-1969) "Η ζωή εν τάφω" (1924) και "Ο κόκκινος τράγος" (1924) του Κώστα Παρορίτη (1878 – 1931).
Τα κοινωνικά θέματα καθρεπτίζονται και στα έργα των αστών εκπροσώπων του κριτικού ρεαλισμού Γιώργου Θεοτοκά, Άγγελου Τερζάκη, Μ. Καραγάτση κ.ά.
Η απογοήτευση από την αστική πραγματικότητα και την καπιταλιστική βαρβαρότητα εκφράζεται στο έργο του Κώστα Καρυωτάκη, στα ποιήματα του οποίου εναλλάσσονται οι τραγικοί στοχασμοί με την δηκτική ειρωνεία και τον σαρκασμό για τις αξίες της αστικής τάξης, όπως και σε όλους σχεδόν τους ποιητές της γενιάς του, τη δεκαετία του '20.
Οι διάφορες δοκιμασίες των ανθρώπων στην ατμόσφαιρα αποσύνθεσης τόσο από την ολέθρια επίδραση της φθοράς του χρόνου, ενταγμένα όμως στα πλαίσια του αστικού περιβάλλοντος σήψης της εποχής, εκφράζονται κυρίως στο έργο του Κώστα Καβάφη.
Συχνά, η γλωσσική πλαστικότητα, η πρωτοτυπία στο μύθο και στην ανάπτυξή του, καθώς και μια σειρά άλλα στοιχεία, οδηγούν στη δημιουργία υψηλής λογοτεχνικής αξίας έργων, που μπορεί, όμως, να μην εκφράζουν εξίσου πρωτοποριακές, επαναστατικές ιδέες και πράξεις.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι π.χ. ο Άγγελος Σικελιανός, που στο έργο του, εξυμνώντας τις πνευματικές αξίες, την ομορφιά του ελληνικού λαού και της ελληνικής γης, ταλαντεύεται ανάμεσα στην εξωραϊσμένη καπιταλιστική ανάπτυξη και στο δίκιο των απλών λαϊκών δυνάμεων.
Είναι ο Γιώργος Σεφέρης (βραβείο Νόμπελ) που ασχολείται με τραγικές στιγμές της ιστορίας του ελληνικού λαού, ιδωμένες όμως μέσα από τα μάτια και τη σκοπιά βασικά της κυρίαρχης αστικής τάξης, του αστικού πολιτισμού.
Όλοι τους, βέβαια, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, άνοιξαν τον δρόμο, για να δημιουργηθούν ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Εμπνευσμένα από την ηρωική πάλη και τη νίκη του λαού, κατά τη διάρκεια της μεγάλης αντίστασης απέναντι στον Β΄ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, κάτω από την επίδραση της ηρωικής πάλης και νίκης των Αντιστασιακών Οργανώσεων, της Αντιφασιστικής Νίκης του Κόκκινου στρατού, και μετά την απελευθέρωση, με τον κορυφαίο ταξικό αγώνα το Δεκέμβρη του 1944 και την εποποιία του ΔΣΕ 1946-1949.
Στη συνέχεια, οι κατατρεγμοί και οι εκτελέσεις, οι εξορίες και οι φυλακίσεις, οι δημοκρατικοί λαϊκοί αγώνες, η αντιδικτατορική πάλη, η φιλειρηνική, αντιπολεμική πάλη κ.λπ., άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στη λογοτεχνία από σημαντικούς δημιουργούς, που στρατεύτηκαν σε αυτό τον αγώνα, μαζί με την εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα και έδωσαν πραγματικά διαμάντια στην ελληνική λογοτεχνία, που επηρεάζουν και σήμερα, αλλά και θα επηρεάζουν τις μελλούμενες γενιές.
Μόνο που αυτό το θέμα δεν μπορούμε να το εξετάσουμε αυτό το διήμερο, αφού ξεφεύγει από τα όρια του σημερινού Συνεδρίου, στο οποίο μιλάμε για την πρώτη ουσιαστικά περίοδο, μέχρι το 1940, για την επίδραση που άσκησε το νεαρό εργατικό επαναστατικό, κομουνιστικό κίνημα στην τέχνη, ειδικά στην λογοτεχνία.
Φίλες και φίλοι,
Η ΚΕ του Κόμματος στις θέσεις της προς το 20ό Συνέδριο το Μάρτη του 2017 επισήμανε:
Η τέχνη αποτελεί σημαντικό παράγοντα καλλιέργειας του ανθρώπινου συναισθήματος, της φαντασίας, της ευαισθησίας, της έξαρσης, αλλά και της θέλησης να πραγματοποιηθεί η κοινωνική αλλαγή.
Πρόκειται για χαρακτηριστικά αναγκαία στη διαμόρφωση της επαναστατικής πολιτικής πρωτοπορίας, της ικανότητάς της να συνεγείρει και να εμπνέει στον αγώνα για την κατάργηση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη την Ιστορία του, (φυλακές, εξορίες, παρανομία, αλλά και σε στιγμές κορύφωσης της ταξικής πάλης, Εθνική Αντίσταση, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, περίοδος δημοκρατικών αγώνων, Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη κ.λπ.), το ΚΚΕ έδωσε μεγάλο βάρος στην τέχνη, ως μέσο ψυχικής ανάτασης, οργάνωσης και έκφρασης του κοινωνικού συναισθήματος, και ως μέσου πολιτικής και ηθικής διαπαιδαγώγησης.
Η ηρωική πάλη του ΚΚΕ, ενέπνευσε μια πληθώρα λογοτεχνών και καλλιτεχνών, δημιούργησε μια πολύτιμη παρακαταθήκη που στον ένα ή τον άλλο βαθμό βρήκε τη συνέχειά της στις μετέπειτα συνθήκες.
Στις σημερινές συνθήκες, μετά τις ανατροπές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη το Κόμμα να εμπνεύσει διανοούμενους και καλλιτέχνες, να αναπτύξει αγωνιστικούς δεσμούς μαζί τους, να συνεγείρει όλους εκείνους που νοιάζονται για τις λαϊκές ανάγκες, αντιστέκονται στον ατομισμό, στη σήψη του καπιταλισμού, πιστεύοντας στη δυνατότητα ενός ανθρώπινου, ανώτερου τύπου οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και γενικότερα της κοινωνικής ζωής.
Σήμερα με αφορμή και του Συνεδρίου μας για την λογοτεχνία, απευθύνουμε ξανά κάλεσμα σε επιστήμονες, διανοούμενους, καλλιτέχνες.
Με μπροστάρηδες όσους και όσες πιστεύουν σε αυτά τα πανανθρώπινα ιδανικά για τα οποία αγωνίζεται το ΚΚΕ, ώστε να θέσουν τη δημιουργική εργασία τους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και των υψηλών επιδιώξεων του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Καλή επιτυχία στο Συνέδριό μας!
Καλή δύναμη σε όλους και όλες!».
Η ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη
<iframe width="509" height="286" src="https://www.youtube.com/embed/qiC6WhIZOG0" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe>
Η εναρκτήρια ομιλία στο 5ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ με θέμα «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το Μεσοπόλεμο» έγινε από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού με τίτλο «Στα ίχνη μιας λογοτεχνίας "χρήσιμης" για τη σύγχρονη εποχή».
Η ομιλία έχει ως εξής:
«Καλωσορίσατε αγαπητοί σύντροφοι και φίλοι,
Το Συνέδριό μας αυτό, το αφιερωμένο στην εκατοντάχρονη διαδρομή του ΚΚΕ, διαφέρει από τα προηγούμενα. Είναι θεματικό, πολυμέτωπο και γι’ αυτό πιο σύνθετο. Ταυτόχρονα όμως είναι αναγκαίο, καθώς η μελέτη και η κατανόηση κάθε μεμονωμένου λογοτεχνικού έργου, προϋποθέτει την τοποθέτησή του στο ιστορικό, αλλά και στο λογοτεχνικό περίγραμμα του καιρού του. Έτσι το Συνέδριο επιδιώκει να προσεγγίσει την ανάπτυξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της επαναστατικής - σοσιαλιστικής, στην πιο κρίσιμη και καθοριστική για την εξέλιξή της περίοδο. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί, κάτω από το πρίσμα των νέων επεξεργασιών του κόμματός μας για την ιστορία, μια πολύ συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη σύγχρονη εποχή, την εποχή δηλαδή του ιμπεριαλιστικού και τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού, η οποία ταυτόχρονα είναι και η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, που έμπρακτα εγκαινιάστηκε το 1917, με τη μεγάλη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτώβρη.
Οι πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες εμφανίστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία με τη μορφή του ουτοπικού σοσιαλισμού των Σαιν Σιμόν, Φουριέ, Όουεν. Γενικότερα τη δεκαετία του 1870 ένα μέρος της λογοτεχνίας απόκτησε αντιδυναστικά μέχρι και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, ως αντανάκλαση των αστικοδημοκρατικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848, της Παρισινής Κομμούνας αργότερα και των πρώτων εργατικών απεργιών στη μεταποίηση.
Από το 1880 η τάση αυτή διακόπηκε και παρουσιάστηκε πισωγύρισμα. Η πεζογραφία στράφηκε στη λαϊκή παράδοση και την αποτύπωση των ηθών και των εθίμων της επαρχιακής ζωής - που ονομάζεται ηθογραφία - μέσα από τη σύνδεσή της με την πρωτοεμφανιζόμενη το 1884 επιστήμη της λαογραφίας.
Η μεταστροφή της πεζογραφίας στην ηθογραφία και την παράδοση, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επιδίωξη όλων των μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης να ενισχύσουν την εθνική ταυτότητα, ως προϋπόθεση για την εδαφική επέκταση του κράτους της. Αυτή άλλωστε είναι σταθερή επιδίωξη της αστικής τάξης από τη συγκρότησή του ελληνικού κράτους, που ενσαρκώθηκε στη στρατηγική της Μεγάλης Ιδέας, την ουτοπία για εδαφική επέκταση ως τα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ιδεολογική επένδυση στον μεγαλοϊδεατισμό είχε ζωτική σημασία για την αστική τάξη, αφού η επιστράτευση σ΄ αυτόν της πλειονότητας του πληθυσμού εξυπηρετούσε τις ανάγκες της για διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς του κράτους και ενίσχυση της θέσης του στο διεθνή ανταγωνισμό. Η μεγαλοϊδεατική στρατηγική, αρχικά είχε αντικειμενική βάση, καθώς μεγάλο μέρος των ελληνόφωνων κέντρων υπάγονταν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και καθώς σχηματίστηκαν τα αστικά κράτη στην περιοχή, ειδικά στην Τουρκία, απόκτησε αντιδραστικό, ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Ωστόσο η εντυπωσιακή υποστήριξη της Μεγάλης Ιδέας από πλατιά λαϊκά στρώματα και το μεγάλο μέρος της διανόησης, κυριάρχησε σε όλη την πολιτισμική ζωή της χώρας μέχρι την παραμονή της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922.
Γύρω από το ορόσημο του 1880 συντελέστηκε ένας αποφασιστικός εκσυγχρονισμός του αστικού κράτους από την κυβέρνηση Τρικούπη, ενώ από το 1881 είχε πραγματοποιηθεί η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας, που αναζωπύρωσε τον μεγαλοϊδεατισμό. Ήταν φυσικό λοιπόν η πεζογραφία της περιόδου να εγκαταλείψει την παλιότερη ιστορική κύρια θεματολογία της και να προσαρμοστεί μέσα από την ηθογραφία στη σύγχρονη πραγματικότητα της κατ’ εξοχήν ακόμα αγροτικής ζωής - παρά την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της βιομηχανίας - σε συνδυασμό με τις προτεραιότητες του αστικού εκσυγχρονισμού. Έτσι η ηθογραφία δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή με μονομέρεια, ως επιστροφή στο παρελθόν μέσα από την εξιδανίκευση και την ειδυλλιακή νατουραλιστική αποτύπωση της ζωής στο χωριό, τάση οπωσδήποτε υπαρκτή. Το περιεχόμενο που κυριάρχησε στα αντιπροσωπευτικότερα ηθογραφικά πεζογραφήματα από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτελεί ανάμειξη του λαογραφισμού με την καταπολέμηση αναχρονιστικών αντιλήψεων, συμπεριφορών και καταστάσεων ή την καταγγελία στα πολιτικά και κοινωνικά "κακώς κείμενα". Τα στοιχεία αυτά τα συναντά κανείς στα έργα των σημαντικότερων εκείνα τα χρόνια πεζογράφων, όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας με διαφορετικό στον καθένα τρόπο και από διαφορετική αφετηρία. Οι δύο πρώτοι έχουν αδιαμόρφωτη ιδεολογική τοποθέτηση, ενώ ο Καρκαβίτσας είναι συνειδητοποιημένος αστός.
Αντίστοιχα η ποίηση της γενιάς του 1880 με κύριους εκπρόσωπους τους Παλαμά, Δροσίνη, Κρυστάλλη, αντιπαραθέτει στο ρομαντισμό, την αρχαιολατρία και την καθαρεύουσα, που ως τότε κυριαρχούσαν, μια σύγχρονη αντίληψη της πραγματικότητας με την υιοθέτηση πρόσφατων ρευμάτων από το εξωτερικό, παράλληλα με την ανάδειξη της ελληνικότητας μέσα από τη λαϊκή παράδοση.
Σε ένα πιο πρόσφορο από την καθαρεύουσα γλωσσικό μέσον για την ισχυροποίηση της εθνικής συνείδησης και την ομογενοποίησή της με αντιμετώπιση των γλωσσικών ιδιωμάτων, αποσκοπεί και η εισαγωγή του δημοτικισμού από τον αστό Ψυχάρη, οπαδό τότε του Γάλλου δεξιού σοσιαλδημοκράτη Ζωρές, με το γνωστό έργο του "Ταξίδι", το 1888. Στον πρόλογό του επισημαίνει πως ένα έθνος για να γίνει έθνος χρειάζεται "να μεγαλώσουν τα σύνορα και να κάμει φιλολογία δική του". Με άλλα λόγια η δημοτική γλώσσα στηρίχτηκε από μια μερίδα της αστικής διανόησης για να αποτελέσει την εθνική γλώσσα ως τη μόνη προσιτή στα λαϊκά στρώματα, σε αντίθεση με την καθαρεύουσα που υποστήριζε άλλη μερίδα της. Ο "λαός" όμως που οι αστοί δημοτικιστές εκθειάζοντάς τον, επιδίωκαν να μορφώσουν, αντιμετωπιζόταν σαν ένα όργανο για την προώθηση του μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού και της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η οξύτατη αντιπαράθεση δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων αποτελούσε ενδοαστική διαμάχη, έτσι που υποστηρικτές της μιας ή της άλλης γλωσσικής εκδοχής να συναντώνται και στα δύο βασικά αστικά στρατόπεδα, φιλελεύθερων και φιλοβασιλικών, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες τους για τις μορφές της αστικής διαχείρισης. Οι δημοτικιστής Ίων Δραγούμης για παράδειγμα ήταν φιλοβασιλικός, ο Ψυχάρης στη συνέχεια έγινε φιλομοναρχικός, η βασίλισσα Όλγα προκάλεσε σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών, καθώς πήρε την πρωτοβουλία να μεταφραστεί το Ευαγγέλιο στη δημοτική, διαπιστώνοντας κατά τις επισκέψεις της στα νοσοκομεία μετά τον αποτυχημένο ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897, ότι οι τραυματίες δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν.
Ο πόλεμος του 1897, παρά τη σύντομη διάρκειά του, υπήρξε σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρώτα - πρώτα βοήθησε να ακουστούν οι πρώτες φωνές καταδίκης του εθνικισμού και των πολεμόχαρων κηρυγμάτων, σε μια περίοδο μάλιστα που τα Μακεδονικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν αντικείμενο διεκδίκησης από την ελληνική, βουλγαρική και σερβική αστική τάξη, προετοιμάζοντας τους Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1901 ο Δημοσθένης Βουτυράς δημοσίευσε το διήγημά του "Λαγκάς" αναδείχνοντας τη φρίκη του πολέμου και αναφερόμενος σε συμφέροντα που τον υποκινούν ενώ λίγο αργότερα, το 1907 ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος στο διήγημά του "Αντάρτης" διακωμώδησε τη Μεγάλη Ιδέα.
Γενικότερα όμως η πτώχευση επί Τρικούπη το 1893 και η ταπεινωτική ήττα του 1897 που έφερε τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο οδήγησαν τη διανόηση όλων των αστικών μερίδων, να αναζητά διέξοδο προς μια εθνική "αναγέννηση". Την απάντηση τη βρήκαν στη λύτρωση που θα έρθει από τα πάνω, από τον Υπεράνθρωπο, τον χαρισματικό ηγέτη που με την πυγμή του θα πειθαρχήσει τους ανθρώπους και θα καθαρίσει τον κόσμο από τη βρωμιά και τη σαπίλα. Έτσι το μεγαλύτερο τμήμα των διανοούμενων προσχώρησε στην αντιδραστική φιλοσοφία του Νίτσε για τον ρόλο του Υπεράνθρωπου, που καθένας τους τον αντιλαμβάνονταν διαφορετικά: ως σκληρό και άτεγκτο αρχηγό, ως οδηγό - διαφωτιστή, ως μεταρρυθμιστή. Ο ερχομός του Βενιζέλου το 1910 φαίνεται πως εκπλήρωσε την επιθυμία των περισσότερων. Ο νιτσεϊσμός ωστόσο συνέχισε για πολλά ακόμη χρόνια να διαποτίζει τη σκέψη και το έργο σπουδαίων λογοτεχνών όπως ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός. Ο κορυφαίος μετά τον Παλαμά ποιητής της περιόδου Σικελιανός με το μεγαλόπνοο έργο του υπήρξε ταυτόχρονα και βασικός στυλοβάτης της Μεγάλης Ιδέας, παρουσιάζοντας μια υποτιθέμενη ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο ως τη λαϊκή παράδοση. Με τις Δελφικές γιορτές προσπάθησε μάλιστα να ξανά- αναστήσει το καταρρακωμένο από τη Μικρασιατική καταστροφή μεγαλοϊδεατικό ιδανικό .
Ο νιτσεϊσμός εκφράστηκε στους περισσότερους λογοτέχνες που συμμετείχαν στο σημαντικότερο περιοδικό της περιόδου Νουμάς (1903 και με διακοπές ως το 1931) κύριο όργανο των δημοτικιστών με ιδρυτή τον Δημήτρη Ταγκόπουλο και βασικούς συνεργάτες, τους Ψυχάρη, Παλαμά, Πάλλη, Ίωνα Δραγούμη κ.α. Ένα περιοδικό που μέσα στις στήλες του βρήκαν έκφραση οι βασικότερες τότε λογοτεχνικές και πολιτικο-ιδεολογικές αναζητήσεις.
Τομή στη σκέψη της διανόησης δημιούργησε το 1907 η δημοσίευση στο περιοδικό Νουμάς του έργου "Το κοινωνικόν μας ζήτημα" του Γεωργίου Σκληρού. Είναι η περίοδος που η εργατική τάξη προχωρούσε στις πρώτες αξιόλογες απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ ταυτόχρονα η μαρξιστική φιλολογία ήταν ανύπαρκτη. Στο έργο αυτό ο Σκληρός ανακηρύσσει την πάλη των τάξεων «ως αναπόφευκτο και μόνο σχεδόν παράγοντα της κοινωνικής προόδου» αντιμετωπίζοντας όμως με μεταρρυθμιστική λογική αυτή την κοινωνική πρόοδο. Με αφορμή το έργο ξεκίνησε μια πλατιά συζήτηση από τις στήλες του Νουμά για τον σοσιαλισμό. Οι δημοτικιστές διαχωρίστηκαν σε εθνικιστές και σοσιαλιστές. Οι σοσιαλιστές θεωρούσαν τον δημοτικισμό ως μέσον για τη λαϊκή αφύπνιση, έχοντας βέβαια μια συγκεχυμένη αντίληψη για τον σοσιαλισμό, ένα συνονθύλευμα ουτοπισμού, αστικού φιλελευθερισμού, χριστιανισμού, φιλεργατισμού, σοσιαλπατριωτισμού.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας πρώτης υλιστικής και σε κάποιο βαθμό επιστημονικής αντίληψης για το σοσιαλισμό στο χώρο της διανόησης - πριν τη συγκρότηση του πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης - έπαιξε ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, που στο μεταξύ είχε απεκδυθεί τον νιτσεϊσμό και τον καταπολεμούσε από τον Νουμά με αρθρογραφία και το μυθιστόρημά του Υπεράνθρωπος (1911). Ζώντας από τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και παρακολουθώντας από κοντά τις έντονες ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις στους κόλπους της Β΄ Διεθνούς, ήταν μαρξιστικά κατατοπισμένος όσο ελάχιστοι. Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας και αναμείχθηκε ενεργά στις διεργασίες για τη συνδικαλιστική και πολιτική συγκρότηση του ελληνικού εργατικού κινήματος. Τάχθηκε κατά του αστικού δημοτικισμού, τονίζοντας ότι κριτήριο για την προοδευτικότητα των δημοτικιστών είναι η στάση τους απέναντι στο εργατικό κίνημα. Αντιπάλεψε την κυρίαρχη στους κύκλους της διανόησης αντίληψη πως το στρατιωτικό πραξικόπημα στο Γουδή (1909) αποτελούσε επανάσταση. Κατάγγειλε τη στάση του Νουμά που επιδοκίμασε την κυβέρνηση Βενιζέλου και το τσάκισμα του ανεβασμένου στα χρόνια της διακυβέρνησής του, απεργιακού εργατικού κινήματος. Καταδίκασε τη φιλοβενιζελική στάση του Σκληρού και το ρεφορμιστικό σοσιαλισμό της Κοινωνιολογικής Εταιρίας. Παράλληλα όμως - απογοητευμένος από την ανωριμότητα στο ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα - δήλωνε πως στην Ελλάδα πρέπει να υποστηριχτεί ένα μεταρρυθμιστικό, "μισο - αστικό", σοσιαλιστικό κίνημα. Αντιμετωπίζοντας σαν μικρότερο κακό το πρόγραμμα του Βενιζέλου σε σχέση με αυτό των παλιών προσωπικών κομμάτων, συνεργάστηκε με τους Κοινωνιολόγους και την κυβέρνηση Βενιζέλου, ως λογοκριτής την περίοδο της Θεσσαλονίκης, ενώ στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο ακολουθώντας τις κυρίαρχες αντιλήψεις στη Β’ Διεθνή τάχτηκε υπέρ του πολέμου στο πλευρό της Αντάντ. Ωστόσο υπήρξε ο πρώτος που μετέφρασε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1908 - αφήνοντας όμως ανοιχτό το ζήτημα επανάσταση ή μεταρρύθμιση - και το Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο του Μαρξ το 1914, ως συμβολή στη μαρξιστική θεωρητική κατάρτιση της νεαρής εργατικής τάξης. Κι ακόμα ήταν αυτός που μύησε στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς τους σπουδαιότερους – μαζί με τον ίδιο - πρόδρομους σοσιαλιστές λογοτέχνες, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και τον Κώστα Παρορίτη.
Σε αντίθεση με τον Θεοτόκη και προπαντός με τον Παρορίτη, ο Χατζόπουλος στη λογοτεχνία του απέφευγε την έκφραση της σοσιαλιστικής του θεώρησης, αναδεικνύοντας μόνο πλευρές της. Θέση του ήταν «η αποχή του λογοτέχνη από κάθε σκοπό και πρόθεση. Η εικόνα να μιλά από μόνη της». Ωστόσο στα έργα του, ακόμη και στο συμβολιστικό Φθινόπωρο, αναδείχνεται η ταξική κοινωνικο- οικονομική αιτιότητα πίσω από τη στάση των χαρακτήρων του.
Ο Θεοτόκης, άνθρωπος με πλατιούς μορφωτικούς ορίζοντες ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του πεζογράφους, για την εκφραστική πνοή και την αισθητική αρτιότητα του έργου του. Μετά την ιδεολογική μεταστροφή του γύρω στο 1911 από το νιτσεϊσμό και τον γερμανικό ιδεαλισμό στον υλισμό, κατόρθωσε να εκφράσει στο έργο του με πολύ μεγαλύτερη από τον Χατζόπουλο καθαρότητα και ωριμότητα την ταξική, οικονομική βάση των κοινωνικών σχέσεων και φαινομένων της ελληνικής ζωής, με την παρουσία μάλιστα της εργατικής τάξης στο εξελισσόμενο βιομηχανικό περιβάλλον. Έφτασε να ξεπεράσει τον κριτικό ρεαλισμό, προβάλλοντας στο σπουδαίο μυθιστόρημά του Σκλάβοι στα δεσμά τους, γραμμένο το 1922 κάτω από την επιρροή της Οκτωβριανής επανάστασης, την αναγκαιότητα μιας καινούργιας και ανώτερης κοινωνίας, παρότι η αντίληψή του για τον τρόπο πραγματοποίησής της ήταν ουτοπιστική. Αν και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πρωτοστάτησε - όπως και ο Χατζόπουλος – στη συγκρότηση σοσιαλιστικού κινήματος στη γενέτειρα του την Κέρκυρα, για να καταλήξει κι αυτός, όπως η μάζα των συνεργατών του Νουμά, στην υποστήριξη της ενεργού συμμετοχής στον ιμπεριαλιστικό Α΄ παγκόσμιο Πόλεμο και στις τάξεις του Βενιζελισμού, αν και στη συνέχεια διαχωρίστηκε.
Από τους σοσιαλιστές λογοτέχνες μόνο ο Παρορίτης δεν παρασύρθηκε από τη ρεφορμιστική επίδραση της Β΄ Διεθνούς, καθώς συγκλονίστηκε από τη Ρωσική επανάσταση του 1905. Αυτό και μόνο το γεγονός δίνει μεγάλη αξία στο λογοτεχνικό έργο του ως το πρώτο προλεταριακό, παρά τις αισθητικές αδυναμίες του. Ο Παρορίτης -σαν βασικός συνεργάτης του Νουμά- ακολούθησε όλη την εξελικτική πορεία του από το δημοτικισμό στο σοσιαλισμό, και από τον ουτοπισμό στο μαρξισμό. Στη λογοτεχνική δημιουργία του, ειδικά μετά το 1910, αποτυπώνεται ένα καυτερό μίσος για τη σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, καταδικάζεται η δήθεν φιλολαϊκή πολιτική του Βενιζέλου και ο προδοτικός ρόλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, καθώς και η κάλπικη σύγκρουση των δύο φιλοπόλεμων αστικών παρατάξεων -βασιλικών και βενιζελικών - την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Οι ήρωές του, συχνά τύποι μποέμ -όπως και του Δ. Βουτυρά, λογοτέχνη προπαντός της δεκαετίας του ΄20 με σοσιαλιστική τάση- δεν ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο, όπως ισχυρίζεται η αστική βιβλιογραφία, εντάσσοντάς τους ανάμεσα στους εκφραστές ενός αλητισμού στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου. Έχουν τα χαρακτηριστικά των άπλαστων ακόμη σοσιαλιστών και της νεαρής εργατικής τάξης, που περιπλανιέται μεταξύ ανεργίας και άθλιου μεροκάματου στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Η τόλμη του να προβάλλει τόσο πρώιμα την επαναστατική σοσιαλιστική αναγκαιότητα, είναι η κύρια αιτία για τη συνειδητή αγνόηση του έργου του που -από τον καιρό του ακόμη- χαρακτηρίζονταν ως προπαγανδιστικό και άτεχνο.
Οι σοσιαλιστικές ιδέες άφησαν τα ίχνη τους και στο έργο του Παλαμά εκείνης της περιόδου, όχι γιατί είχε διαμορφώσει ιδεολογία σοσιαλιστική, αλλά γιατί σαν σπουδαίος δημιουργός, υπήρξε ιδιαίτερα ευαίσθητος στους παλμούς της ζωής, αντανακλώντας στο έργο του τα αντιφατικά μηνύματά της. Η αναγνώριση των δημιουργικών δυνάμεων της εργατικής τάξης, το ουτοπιστικό όραμά του για μια νέα πανανθρώπινη κοινωνία και τα γιούχα στις πατρίδες, την προγονοπληξία, τις θρησκείες στις επικές ποιητικές συνθέσεις της πιο γόνιμης περιόδου του στις αρχές του 20ού αιώνα, προπαντός στο Δωδεκάλογο του Γύφτου και τη Φλογέρα του Βασιλιά, είναι σάλπισμα ανασύνταξης για εθνική αναγέννηση πάνω στις αρχές του ορθολογισμού και της επιστήμης. Συνυπάρχουν ή πιο σωστά υπακούν, στους μεγαλοϊδεατικούς οραματισμούς του. Το δριμύ κατηγορώ του στην αστική τάξη, ιδιαίτερα στα Σατυρικά Γυμνάσματα, κι ο ανατρεπτικός λόγος του έχουν το νόημα της διόρθωσης προβληματικών κοινωνικών καταστάσεων. Άλλωστε κι αυτός μαζί με τους περισσότερους λογοτέχνες είδε τη λύτρωση στον ερχομό του Βενιζέλου. Στη συνέχεια η ποίησή του ξεπεράστηκε ιστορικά από άποψη ιδεολογική και πολιτική, γιατί άλλαξε ιστορικά η θέση της αστικής τάξης, που με το έργο του εκπροσωπούσε. Αναμφισβήτητα όμως το μεγάλο ποιητικό ταλέντο του, οι ριζοσπαστικές και εξελίξιμες πλευρές των ιδεών του, οι καινοτομίες στο ύφος και το ρυθμό της ποιητικής γλώσσας, η τεράστια συνεισφορά του στην ανάπτυξη της δημοτικής και η γλωσσοπλαστική ικανότητά του έβαλαν καθοριστικά τη σφραγίδα τους στην ποίηση των επερχόμενων γενιών, όπως του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, αλλά και του Βάρναλη και του Ρίτσου.
Η Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση το 1917 και η ίδρυση του ΣΕΚΕ, του μετέπειτα ΚΚΕ, το 1918, άνοιξαν ρήγμα στην αντίληψη της διανόησης για το σοσιαλισμό, που είχε διαμορφωθεί κάτω από την επίδραση δυτικών ιδεολογικών ρευμάτων, προπαντός της Β’ Διεθνούς. Ένα μικρό τμήμα των δημοτικιστών - μετά και τον αναπροσανατολισμό του Δημήτρη Ταγκόπουλου και του Νουμά από το 1919 προς τους νέους κοινωνικούς και σοσιαλιστικούς ορίζοντες και την υποταγή του δημοτικιστικού αγώνα του σε αυτούς – πλησίασαν γρήγορα την κομμουνιστική ιδεολογία, το ΣΕΚΕ και το εργατικό κίνημα, πολλοί περισσότεροι σε μια πορεία. Ανάμεσά στους πρώτους συμπεριλαμβάνονται ο Κώστας Παρορίτης, ο ποιητής Σπύρος Νικοκάβουρας, ο γλωσσολόγος Μένος Φιλήντας, οι ποιητές Ρήγας Γκόλφης και Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο κορυφαίος Κώστας Βάρναλης. Ανάμεσα σ΄εκείνους που με σχετική καθυστέρηση προσέγγισαν το ΚΚΕ διακρίνεται η συμβολική μορφή του παιδαγωγού, διανοητή και κλασσικού φιλόλογου Δημήτρη Γληνού. Ο Γληνός εντάχθηκε στις τάξεις του ΚΚΕ τη δεκαετία του 30 - μετά από μεγάλη διαδρομή από τον αστικό φιλελευθερισμό, στην κομμουνιστική ιδεολογία - σηκώνοντας στους ώμους του μαζί με το Βάρναλη με μεγάλη επιτυχία την σκληρή διαπάλη με την αστική ιδεολογία.
Παρότι το νεαρό ΣΕΚΕ -που από την αρχή της ίδρυσής του και ως την ένταξή του στην Γ΄ κομμουνιστική Διεθνή και τη μετονομασία του σε ΚΚΕ το 1924- ταλανιζόταν από εσωκομματική διαπάλη, αντιμετωπίζοντας μάλιστα άγρια καταστολή από το αστικό κράτος επειδή αντιτάχθηκε στην ιμπεριαλιστική μικρασιατική εκστρατεία, η κομμουνιστική ιδεολογία άφησε έντονο αποτύπωμα στη λογοτεχνία της δεκαετίας του 1920, ιδιαίτερα μετά τη μικρασιατική καταστροφή το 1922.
Οι ευαίσθητες κεραίες των ποιητών της δεκαετίας δεν ήταν δύσκολο να συλλάβουν το νόημα της εποχής: Ένας κόσμος που γεννιέται κι ένας που πεθαίνει. Από τη μια η νέα σοσιαλιστική κοινωνία που έρχονταν να πραγματοποιήσει τα πιο προωθημένα ιδανικά της ανθρωπότητας κι από την άλλη ο καπιταλισμός που από καιρό είχε μπει στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, με τα συμπτώματα της παρακμής του στο απόγειο: Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και αστικοποίηση, με άθλιες συνθήκες ζωής για τα λαϊκά στρώματα, που επιδεινώθηκαν από τη μαζική συρροή των προσφύγων: ανεργία, μισοαπασχόληση, άγρια εκμετάλλευση και φτώχεια που οδηγούσε μεγάλο ποσοστό τους στην εξαθλίωση και το περιθώριο, αρρώστιες που θέριζαν συχνά και τους ίδιους τους λογοτέχνες, κατάρρευση των εθνικιστικών αυταπατών και πολιτική κρίση. Μια θλιβερή πραγματικότητα που δεν μπόρεσε να ανατρέψει το μεγάλο απεργιακό κύμα του 1922.
Με αδύναμη ακόμη τη συνειδητή παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας, του ΚΚΕ, ήταν πολύ δύσκολο να βρουν το δρόμο που οδηγεί από τα σκοτάδια της σύγχρονής τους πραγματικότητας στο φως της άλλης, της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι ποιητές της γενιάς του ΄20 αντανακλούν στο έργο τους αυτή την αντίφαση: Αμφισβήτηση, αποστροφή για τον ξένο, τον εχθρικό κόσμο που τους περιβάλλει, αντίδραση με φυγή απ’ αυτόν, αλλά και σύγκρουση με επαναστατικούς τόνους ή με έναν απελπισμένο αγώνα, όπως αυτός της κεντρικής φυσιογνωμίας της γενιάς, του Κώστα Καρυωτάκη. Η απέχθεια της γενιάς του ’20 προς την παρακμασμένη καπιταλιστική πραγματικότητα είναι η αιτία που οι εκπρόσωποι αστών λογοτεχνών της δεκαετίας του ΄30 - αναλαμβάνοντας να αναστηλώσουν τα καταρρακωμένα αστικά ιδεώδη - την πολέμησαν σκληρά ως παρακμιακή, μεμψίμοιρη και πεισιθάνατη, αποσιωπώντας πως αυτή, η γενιά του 20, ήταν η πρώτη που εισήγαγε τον μοντερνισμό στην ελληνική ποίηση.
Την ίδια περίοδο άνθισε και η αντιπολεμική πεζογραφία με τρία έργα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας: Τη Ζωή εν τάφω (1924) του Στρατή Μυριβήλη, εμπνευσμένο από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου το 1929 του φιλοκομμουνιστή Στρατή Δούκα και το Νο 31328 του Ηλία Βενέζη το 1931, τα δύο τελευταία για την Μικρασιατική καταστροφή.
Η επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της Οκτωβριανής επανάστασης εκδηλώθηκε και στην αστική λογοτεχνία της περιόδου: Στην κοινωνική τριλογία Πλούσιοι και Φτωχοί, Τίμιοι και Άτιμοι, Τυχεροί και Άτυχοι του σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης Γρηγόρη Ξενόπουλου (1926-27) και στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την ΕΣΣΔ με τίτλο Ρουσία του Νίκου Καζαντζάκη, όπου ο συγγραφέας εκθειάζει τις πρώτες επιτυχίες της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, χωρίς να απαρνηθεί ωστόσο τον ιδεαλιστικό μυστικισμό και τον νιτσεϊσμό, που τον έκαναν αργότερα θαυμαστή ακόμη και του φασισμού, όπως γενικότερα βέβαια την αστική τάξη στην περίοδο της ανόδου του. Κάπως αργότερα, το 1933, στο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, του Μ. Καραγάτση παρατηρούνται δείγματα συμπάθειας για το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, που σε επόμενες εκδόσεις αντιστρέφονται.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κομμουνιστικής πεζογραφίας στη δεκαετία του ΄20 ήταν ο Πέτρος Πικρός -κομματικό στέλεχος κύρια από τη θέση του αρχισυντάκτη- αρχικά στο Ριζοσπάστη και στη συνέχεια διαδοχικά μέχρι το 1931 στα κομμουνιστικά λογοτεχνικά περιοδικά Νέα Επιθεώρηση και Πρωτοπόροι. Στο έργο του, παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο του, αποτυπώνονται οι αδυναμίες της νεοφώτιστης γενιάς των κομμουνιστών να επεξεργαστούν μια λογοτεχνία κατάλληλη να εκφράσει τα ιδανικά τους. Για αρκετά ακόμη χρόνια η κομμουνιστική λογοτεχνία ταλαιπωρήθηκε από τα ανώριμα χαρακτηριστικά της αποκαλούμενης προλεταριακής τέχνης –μια αντανάκλαση ανάλογων αναζητήσεων στη Σοβιετική Ένωση - και τις διάφορες παραλλαγές της μέχρι το 1934, όταν στο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων καθιερώθηκε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Η στενή οριοθέτηση και σχηματικότητα με την οποία παρουσιάστηκε και ερμηνεύτηκε στη συνέχεια ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, στο όνομα της λαϊκότητας και της περιφρούρησης της νέας λογοτεχνίας από ξένες αστικές επιδράσεις, αλλά και η απώλεια από το 1935 του αντικαπιταλιστικού, ανατρεπτικού χαρακτήρα του, για να εξυπηρετηθεί η προβληματική στρατηγική περί σύμπτυξης κομμουνιστικών και αστικών σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων ενόψει του φασιστικού κινδύνου, εμπόδισαν για πολλά χρόνια την εκδήλωση της δυναμικής του. Παρ’ όλα αυτά ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός άνοιξε τους ορίζοντες για μια βαθιά, υλιστική - διαλεκτική λογοτεχνική αντιμετώπιση της κοινωνικής - ιστορικής πραγματικότητας με στόχο όχι απλά να την αποκαλύψει, αλλά επιδρώντας στη συνείδηση να την αλλάξει. Με άλλα λόγια άνοιξε δρόμο για τη μετάβαση από τον αστικό κριτικό ρεαλισμό και την επιφανειακή υποκατηγορία του, το νατουραλισμό, στο ρεαλισμό που θα εκφράζει την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Μέχρι τότε ωστόσο, τόσο ο Π. Πικρός στη δεκαετία του ΄20 όσο και με διάφορες διαβαθμίσεις οι υπόλοιποι προλεταριακοί λογοτέχνες Γαλάτεια Καζαντζάκη, Θέμος Κορνάρος, Νίκος Κατηφόρης, Έλλη Αλεξίου κ.α. στη δεκαετία του ’30, συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους -με αξιοθαύμαστο βέβαια τρόπο- στην αποκάλυψη και καταγγελία των πιο εξόφθαλμα νοσηρών ή δραματικών όψεων της καπιταλιστικής κοινωνίας από την πορνεία και την εγκληματικότητα ως την απανθρωπιά του συστήματος απέναντι σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, παιδιά, γυναίκες, λεπρούς -που οπωσδήποτε αφορούσαν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στον μεσοπόλεμο- με την πεποίθηση ότι αυτό αρκούσε για να διεγερθούν αντικαπιταλιστικά αντανακλαστικά στον αναγνώστη. Μια θεώρηση που απηχούσε την τροτσκιστική θέση -που φαίνεται πως αρχικά υιοθετούσε και ο Λουνατσάρσκι- ότι σοσιαλιστική τέχνη θα υπάρχει μόνο στον κομμουνισμό, επομένως για τη λογοτεχνία στην περίοδο της καπιταλιστικής επικράτησης αρκεί η άρνηση της αστικής κοινωνίας. Ο Πικρός μάλιστα είχε τόσο παρασυρθεί από τη νατουραλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας, που σε κάποια διηγήματά του έφτανε να εμφανίζει την κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας στον καπιταλισμό, σαν αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και τον κόσμο του περιθωρίου, όχι εντελώς αδικαιολόγητα για έναν τόσο πρώιμο κομμουνιστή πεζογράφο.
Το τελευταίο και πιο προωθημένο πολιτικοϊδεολογικά περιοδικό της κομμουνιστικής διανόησης Νέοι Πρωτοπόροι, που εκδόθηκε στη θέση των Πρωτοπόρων, δίχως πια τον Πικρό, παρέμβαινε επίμονα με υποδείξεις για τη διόρθωση της τροπής που είχε πάρει η πεζογραφική δημιουργία των κομμουνιστών. Ως το 1934 επικέντρωνε στην ανάγκη να απομακρυνθούν οι λογοτέχνες από την αποσπασματική καταδίκη μεμονωμένων πλευρών της καπιταλιστικής κοινωνικής παθογένειας φανερώνοντας και τις αιτίες της, οδηγίες που δεν ξέφευγαν από τον αστικό κριτικό ρεαλισμό των κορυφαίων μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα, στο επίπεδο των οποίων η ελληνική μυθιστοριογραφία δεν είχε ποτέ φτάσει.
Στο επίμαχο ερώτημα για το πώς η προλεταριακή λογοτεχνία θα μπορέσει να υπερβεί την προηγούμενή της αστική, το περιοδικό δεν είχε επίσημη τοποθέτηση. Από τη μέχρι τότε αρθρογραφία στους Νέους Πρωτοπόρους, αλλά και στο προηγούμενό τους κομμουνιστικό περιοδικό Νέα Επιθεώρηση με διευθυντή τον ικανότατο δημοσιογράφο και κριτικό Αιμίλιο Χουρμούζιο -που μέσω του τροτσκισμού, προσχώρησε αργότερα στο αστικό στρατόπεδο - διαφαινόταν η κατεύθυνση για μια λογοτεχνία που θα εκφράζει τους πόθους, τα ιδανικά, την ιδεολογία, τελικά την ψυχολογία της εργατικής τάξης, βασισμένη στον ορισμό του Μπουχάριν ότι η τέχνη είναι η συστηματοποίηση των συναισθημάτων. Μια λογοτεχνία όμως που αντιμετωπίζει τη διαμόρφωση της συνείδησης στην εργατική τάξη με όρους ψυχολογίας και όχι με την επιστημονική προσέγγιση του διαλεκτικού υλισμού σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι δημιούργημα των κοινωνικών σχέσεων, πολύ εύκολα ξεπέφτει στην αυθαιρεσία και τον ιδεαλισμό. Ελάχιστη απόσταση χώριζε αυτή την αντίληψη για την τέχνη από εκείνη των υπερρεαλιστών λογοτεχνών ότι η τέχνη είναι η πειθαρχημένη έκφραση των υποσυνείδητων πόθων, διατυπωμένη στους Νέους Πρωτοπόρους από τον τότε φιλοκομμουνιστή συνεργάτη τους, λογοτέχνη και θεωρητικό της λογοτεχνίας Νικήτα Ράντο ή Μ. Σπιέρο (ψευδώνυμα του Νικόλα Κάλας) - που αργότερα ακολούθησε παρόμοια διαδρομή με τον Αιμ. Χουρμούζιο. Από την αφετηρία της ότι η τέχνη πρέπει να εκφράζει την ταξική εργατική ψυχολογία, η προλεταριακή λογοτεχνία πολύ εύκολα κατάληξε να προβάλλει μια εξιδανικευμένη εικόνα για την εργατική τάξη διατυπώνοντας μάλιστα την κατεύθυνση πως ο λογοτεχνικός ήρωας πρέπει να είναι η μάζα και όχι το άτομο. Για ένα διάστημα επικράτησε μια ακραία εκδοχή του ουτοπικού αυτού φιλεργατισμού, πως μόνο οι εργάτες μπορούν να γράψουν προλεταριακή λογοτεχνία, γιατί καμιά άλλη κοινωνική κατηγορία δεν είναι ικανή να συλλάβει γνήσια τα βιώματά τους. Ο προλετάριος λογοτέχνης είναι ο μόνος "που θα δεχτεί ολόκληρο το βουητό και το μούγκρισμα της μηχανικής εποχής", έγραφε ο Θέμος Κορνάρος.
Σ’ αυτές τις αντιλήψεις είναι ολοφάνερη η επίδραση της σοβιετικής Προλετκουλτ, μαζικής πολιτιστικής οργάνωσης με πρωταγωνιστή τον Μπογκντάνοφ, του οποίου η ιδεαλιστική φιλοσοφία είχε υποστεί την κριτική του Λένιν. Σύμφωνα με την τεχνοκρατική θεωρία του Μπογκντάνοφ η εργατική τάξη αποκτά τα χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας κύρια μέσα από τη συμμετοχή της στη σύγχρονα οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή. Επομένως κάθε βιομηχανικός εργάτης έχει συνείδηση των συμφερόντων και του ρόλου του στην κοινωνία, έξω από τις σχέσεις ιδιοκτησίας που τη διαφεντεύουν και επιδρούν καταλυτικά στη συνείδησή του, αν δεν μεσολαβήσει πολιτικά και ιδεολογικά ο συνειδητός πολιτικός φορέας της εργατικής τάξης, το κομμουνιστικό κόμμα.
Επιπλέον σε δημοσιευμένο στη Νέα Επιθεώρηση το 1929 άρθρο του, ο Μπογκντάνοφ υποστηρίζει ότι "η λογοτεχνία δεν επιτρέπεται, όσο η πολιτική, να υπολογίζει σε σύμμαχο που έρχεται απ’ έξω".
Έτσι εξηγείται η επιφύλαξη της κομμουνιστικής λογοτεχνικής κριτικής απέναντι στον μικροαστικής προέλευσης και θέσης Βάρναλη, παρότι από νωρίς είχε αναγνωρίσει τη μεγάλη λογοτεχνική αξία και επαναστατικότητα του έργου του. Το μέγεθος ωστόσο του Βάρναλη μόνο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους λογοτέχνες του καιρού του μπορεί κανείς να το συλλάβει σε όλο το βάθος και την έκτασή του. Πολύ νωρίτερα, από το 1922 όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το Φως που καίει ο Βάρναλης είχε ανοίξει διάπλατα την πόρτα για να ανασάνει η ποιητική γενιά του ΄20 από την ασφυκτικά καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Πολύ έγκαιρα ακόμη, είχε φωτίσει με το έργο του το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει η λογοτεχνική πρωτοπορία για να αισθητοποιήσει καλλιτεχνικά την κομμουνιστική ιδεολογία της. Όμως οι κατευθύνσεις που χάραξε ο Βάρναλης με το λογοτεχνικό κυρίως έργο του, ήταν δύσκολο να υιοθετηθούν μέσα σ΄ένα κλίμα όπου θεωρούνταν δεδομένο πως η μέθοδος μορφοποίησης της κομμουνιστικής ιδεολογίας μπορεί να ερευνηθεί και να προσδιοριστεί μόνο από τη χώρα που οικοδομεί τον σοσιαλισμό. Έτσι από την αρχή, του είχε ασκηθεί άδικη κριτική πως ήταν γκρεμιστής της παλιάς ζωής και όχι οικοδόμος της νέας. Προσεκτικά μάλιστα διατυπώθηκε και από τον Γληνό στο ειδικό αφιέρωμα των Νέων Πρωτοπόρων για τον Βάρναλη τον Φλεβάρη του 1935.
Όμως ο Βάρναλης είχε σκέψη διαλεκτική. Με την ανελέητη σάτιρά του αναδείκνυε τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της -στην οικονομική βάση και στο εποικοδόμημα με όλες του τις πτυχές- αποκάλυπτε ότι καπιταλιστική πραγματικότητα δεν είναι αιώνια και χτυπούσε δυνατά την καμπάνα πως μόνο με την ταξική πάλη μπορούν αυτές οι αντιφάσεις να επιλυθούν σε όφελος των καταπιεσμένων. Η ποίησή του αποκλείει κάθε περιθώριο να σκεφτεί κανείς άλλη διέξοδο πέρα από την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού κόσμου και την οικοδόμηση ενός νέου, σοσιαλιστικού. Στην πραγματικότητα αυτό που του καταλογίζονταν ήταν η σπανιότητα θετικών ηρώων και η κριτική του στην ιδεολογική - πολιτική καθυστέρηση της εργατικής τάξης, παραβιάζοντας απαιτήσεις απαράβατες της προλεταριακής τέχνης και αργότερα του μηχανιστικά τοποθετημένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Μια κριτική που βέβαια τον βοήθησε να γράψει το 1930, τον αριστουργηματικό Οδηγητή, και να τον προσθέσει στο Φως που Καίει σε νεότερη έκδοσή του. Όμως ακόμη και χωρίς θετικούς ήρωες, το έργο του Βάρναλη αποπνέει την ιστορική επαναστατική αισιοδοξία, αβίαστα και χωρίς κηρύγματα. Είναι έργο σοσιαλιστικά ρεαλιστικό έξω από καλούπια και στρεβλώσεις, πριν ακόμη διατυπωθεί ο όρος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βάρναλης υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε ότι ο ιστορισμός στην ποίηση του Καβάφη αποτελούσε μέσον για κριτική στη σύγχρονή του πραγματικότητα και τον αξιοποίησε στο έργο του.
Εκείνος που εντόπισε γρήγορα τη σημασία του Βάρναλη ως τροχιοδείκτη για τη στρατευμένη στα κομμουνιστικά ιδανικά λογοτεχνία και πάτησε στα φτερά του για να πετάξει, ήταν ο Γιάννης Ρίτσος. Από την πρώτη του συλλογή Τρακτέρ που κυκλοφόρησε το 1934 -χρονιά και ένταξής του στο ΚΚΕ- με ποιήματα γραμμένα από το 1930, ανάμεσα στις επιρροές άλλων σπουδαίων ποιητών -σαν τον Μαγιακόφσκι και τον Καρυωτάκη- διακρίνεται η καυστική σάτιρα του Βάρναλη για την αστική κοινωνία και το ρόλο της αστικής τέχνης. Η επίδραση του Βάρναλη αποτυπώνεται και στη δεύτερη συλλογή του Ρίτσου Πυραμίδες (1935) ειδικά στα επαναστατικά στοιχεία των αντιπολεμικών ποιημάτων του Γράμματα από και για το μέτωπο, προδρομικά για τον συγκλονιστικό Επιτάφιο. Σ’ αυτό το ποίημα - σύμβολο για την ακατανίκητη δύναμη της εργατικής τάξης όταν φτάνει να συνειδητοποιήσει την κοινωνική αποστολή της, η κληρονομιά του Βάρναλη μεγαλούργησε.
Αυτό υπήρξε και το τελευταίο ομοιοκατάληκτο ποίημα του Ρίτσου, που έχοντας εμβαθύνει στην ουσία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, από την αρχή δεν δίστασε να οικειοποιηθεί τις μορφοπλαστικές κατακτήσεις οποιουδήποτε λογοτεχνικού ρεύματος, απογυμνωμένου από το ιδεαλιστικό ιδεολογικό - φιλοσοφικό του υπόβαθρο. Στις τρεις επόμενες συνθέσεις του "Το τραγούδι της αδελφής μου", "Εαρινή Συμφωνία" και "Εμβατήριο του Ωκεανού" -γραμμένες στις συνθήκες της αγριότερης ως τότε καταδίωξης του ΚΚΕ από τη δικτατορία Μεταξά και με τη λογοκρισία να μεσουρανεί- υιοθέτησε τη μοντερνιστική γραφή, που πλευρές της ανιχνεύονται και σε προηγούμενα έργα του. Οι συνθέσεις αυτές αν και στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, περιέχουν σαφείς νύξεις, ορισμένες φορές ιδιαίτερα τολμηρές, ενάντια στον επερχόμενο Β’ παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τον φασισμό, ως συνειδητό αποκύημα της αστικής κυριαρχίας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα συμφέροντά της.
Παρά τις κατηγορίες που έχει δεχτεί η κομμουνιστική πρωτοπορία ότι στην αισθητική της υπήρξε συντηρητική, ανάμεσα στους πρώτους που υποδέχτηκαν στο έργο τους πρωτοποριακές και μοντερνιστικές τεχνοτροπίες ήταν κομμουνιστές και φιλοκομμουνιστές. Εκτός από τον Γιάννη Ρίτσο, συγκαταλέγονται σε αυτούς ο Νικήτας Ράντος, η Μέλπω Αξιώτη μέλος του κόμματος από το 1936, που θεωρείται εισηγήτρια τεχνοτροπιών του υπερρεαλισμού στην πεζογραφία, ο Γιάννης Σκαρίμπας με την εντελώς ιδιότυπη γραφή του που θυμίζει την υπερρεαλιστική χωρίς να εντάσσεται σε αυτή, ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Είναι λοιπόν φανερό ότι το ΚΚΕ είχε μια ιδιαίτερα αποτελεσματική ιδεολογική παρέμβαση στον μεσοπόλεμο μέσω σειράς περιοδικών για τη λογοτεχνία και τις κοινωνικές επιστήμες ( Νέοι Βωμοί, Λογοτεχνική Επιθεώρηση, Νέα Επιθεώρηση, Πρωτοπόροι και Νέοι Πρωτοπόροι). Σημαντικότατη ήταν και η επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στους φοιτητές. Η αστική διανόηση υποχρεώθηκε να οργανώσει την αντεπίθεσή της για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στο πεδίο των γραμμάτων ανασκευάζοντας τα αστικά ιδανικά μια και το ως τα τότε μεγαλοϊδεατικό ιδεώδες της είχε συντριβεί στη Μικρασιατική καταστροφή.
Σε ανταπάντηση των Νέων Πρωτοπόρων, το 1933 εκδόθηκε το αντικομουνιστικό περιοδικό Ιδέα με στόχο να καταπολεμήσει την κομμουνιστική ιδεολογία αναζωογονώντας τις αρχές του ιδεαλισμού και του αστισμού. Τη συντακτική επιτροπή αποτελούσαν ο Σπύρος Μελάς, φανατικός τότε οπαδός του Βενιζέλου που στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους ναζί κατακτητές, ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς και ο Γιάννης Οικονομίδης με σπουδές στη φιλοσοφία, ενώ βασικοί συνεργάτες ήταν ο Κ.Θ. Δημαράς και ο κριτικός λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης. Στο επίπεδο της λογοτεχνίας το περιοδικό επιδίωξε να επιβάλει λογοτέχνες, έργα και αισθητικούς κανόνες που να υπηρετούν τους στόχους του, ενώ υιοθέτησε τον δημοτικισμό ως προϋπόθεση για την εθνική διαπαιδαγώγηση του λαού με σκοπό την αντίσταση στον κομμουνισμό, όπως λίγο αργότερα ο Μεταξάς. Την ίδια περίοδο οξύτατη ιδεολογική διαπάλη διεξάγονταν στο πανεπιστήμιο με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Γληνό από τη μαρξιστική πλευρά και τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τσάτσο από την ιδεαλιστική. Στον Γληνό στο πεδίο της ιδεολογίας και στον Βάρναλη σ’ αυτό της λογοτεχνίας προσωποποιήθηκαν τα πυρά του περιοδικού ενάντια στο ΚΚΕ. Στη λογοτεχνία μαζί με το Βάρναλη αντιμετωπίζονταν εχθρικά και οι Καβάφης και Καρυωτάκης ως εκφραστές της απαισιοδοξίας απέναντι στην καπιταλιστική πραγματικότητα .
Η σκυτάλη της αστικής αντεπίθεσης μεταβιβάστηκε στη συνέχεια στο επόμενο αστικό περιοδικό "Νέα Γράμματα" (1935-1940) επικεντρωμένο στη λογοτεχνία, που επιδεικνύει πιο σύγχρονο πνεύμα και χαμηλότερους αντικομουνιστικούς τόνους. Αυτό άλλωστε ήταν λογικό, γιατί ο αντίπαλος είχε βγει από τη σκηνή. Οι ασφυκτικοί περιορισμοί και οι διώξεις που αντιμετώπιζε η κομμουνιστική διανόηση όλα τα προηγούμενα χρόνια από το βενιζελικό Ιδιώνυμο, με τη δικτατορία Μεταξά κορυφώθηκαν. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των Νέων Πρωτοπόρων ενώ σχεδόν σύσσωμη η τελευταία τους συντακτική επιτροπή βρέθηκε στις εξορίες: Ο Δημήτρης Γληνός στην Ανάφη και στη συνέχεια στην Ακροναυπλία, ο Γιάννης Ζεύγος στην Ακροναυπλία, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης και η Φούλα Χατζηδάκη στην Κίμωλο. Ο μόνος που δεν είχε συλληφθεί, ήταν ο Νίκος Καρβούνης, ο οποίος στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας καθοδηγούσε την παράνομη φοιτητική - επιστημονική κομμουνιστική οργάνωση Αλήθεια. Επίσης στη Σίκινο εξορίστηκε και ο δημοσιογράφος και κριτικός Γιώργης Λαμπρινός, υπεύθυνος των Πρωτοπόρων που επανεκδόθηκαν για μικρό διάστημα στην κατοχή, ενώ ο Γιάννης Κορδάτος -που τα προηγούμενα χρόνια είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική αντιπαράθεση στους τομείς της ιστορίας και της λογοτεχνικής κριτικής στη Νέα Επιθεώρηση, τους Νέους Πρωτοπόρους και άλλα ευρύτερα προοδευτικά λογοτεχνικά περιοδικά- είχε συλληφθεί και φυλακιστεί.
Διευθυντής στα Νέα Γράμματα ήταν τα περισσότερα χρόνια ο γνωστός από το περιοδικό Ιδέα Αντρέας Καραντώνης, ενώ σ’ αυτό συσπειρώνονταν όλοι οι επώνυμοι λογοτέχνες της αντιεπιστημονικά αποκαλούμενης γενιάς του 30, καθώς δεν είχαν ιδεολογική ομοιογένεια. Ανάμεσά τους βασικότεροι ήταν οι Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Αντρέας Εμπειρίκος στην ποίηση και οι Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης, Στρατής Μυριβήλης, Κοσμάς Πολίτης στην πεζογραφία. Ο τελευταίος μάλιστα το 1944 έγινε μέλος του ΚΚΕ, έχοντας όμως από εκείνα τα χρόνια δώσει στο έργο του δείγματα αμφισβήτησης μέχρι άρνησης της τάξης του, που είχαν εντοπιστεί από τους Νέους Πρωτοπόρους, αλλά και από τον δαιμόνιο Καραντώνη.
Ο κεντρικός προσανατολισμός του περιοδικού συνοψίζονταν στην ανάδειξη της ελληνικότητας και συγκεκριμένα της εθνικής διάστασης στη λογοτεχνία μέσα από τη δημοτική γλώσσα και την προβολή της ελληνικής ιδιοτυπίας, έναντι της ταξικής διάστασης που εξέφραζε η κομμουνιστική λογοτεχνία. Ειδικά για την πεζογραφία είχε προστεθεί και ο παράγοντας της προβολής των υποτιθέμενων αρετών της αστικής τάξης, που έχοντας συσσωρεύσει πολύ μεγαλύτερο πλούτο, ζούσε παρασιτικά μέσα στη χλιδή και τις διασκεδάσεις. Η πρόταξη της ελληνικότητας με θέματα από την ιστορία, τον πολιτισμό, τη λαϊκή παράδοση, το λαό και τη φύση της Ελλάδας συγχωνεύονταν με ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα συγχρονισμού με τη Δύση. Η αισιοδοξία, η κατάφαση στην καπιταλιστική πραγματικότητα, αποτελούσε κεντρική απαίτηση. Με άλλα λόγια το περιοδικό Νέα Γράμματα έθεσε κανόνες και προδιαγραφές για έναν αστικό ρεαλισμό στην πεζογραφία, απονευρωμένο από το πιο βασικό χαρακτηριστικό του -την κριτική στάση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα- στον αντίποδα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι αν και οι βασικοί συνεργάτες του περιοδικού δεν αμφισβητούσαν την αστική κυριαρχία -σαν άξιοι λογοτέχνες που ήταν- κανείς τους σχεδόν δεν αντιμετώπισε αβασάνιστα, άκριτα και αισιόδοξα την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
Από το βήμα αυτού του περιοδικού -σε πείσμα της αντιπάθειας που έτρεφε ο Καραντώνης στα ξενόφερτα ρεύματα- προβλήθηκε το ποιοτικό άλμα που συντελέστηκε την περίοδο εκείνη στην νεοελληνική ποίηση προς έναν αφομοιωμένο μοντερνισμό, καθώς και η αποφασιστική μετάβαση από το διήγημα στο μυθιστόρημα, αλλαγές που απηχούσαν μια συγχρονισμένη με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ο Γιάννης Ρίτσος προχώρησε σε μια περιπαιχτική κίνηση, υποδηλωτική ότι οι κομμουνιστές δεν υστερούν στην ανανέωση της ελληνικής ποίησης, με το να στείλει τρία ποιήματά του στο περιοδικό κάτω από το ψευδώνυμο Κώστας Ελευθερίου και να αποσπάσει διθυραμβικούς επαίνους από τον Καραντώνη, ο οποίος στο πρόσωπο του Ρίτσου συγκέντρωνε εκείνη την περίοδο όλο το μένος του για την κομμουνιστική ιδεολογία.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η διαπάλη στο χώρο της λογοτεχνίας την περίοδο του μεσοπολέμου πήρε τη σφοδρότητα της ταξικής πάλης στο εργατικό κίνημα. Αυτό ήταν φυσιολογικό. Η λογοτεχνία πραγματοποίησε άλματα στην ανάπτυξή της εκείνη την περίοδο και ιδιαίτερο βάρος για την ταξική αναμέτρηση καθώς αντανακλούσε τα συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα της εποχής: την είσοδο στον ιμπεριαλισμό, την έκρηξη του Α’ παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου και την άνοδο του φασισμού από τη μία πλευρά, την Οκτωβριανή επανάσταση και την ίδρυση του ΚΚΕ από την άλλη. Αυτό δε σημαίνει ότι στη σημερινή φαινομενικά ειρηνική εποχή η ταξική πάλη δεν συνεχίζεται και μάλιστα αμείλικτα από την αστική πλευρά και στον λογοτεχνικό τομέα. Χρέος όλων εμάς και υπόσχεση μπροστά στα 100χρονα του κόμματός μας, είναι να φροντίσουμε για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που θα δυναμώσουν την κομμουνιστική παρέμβαση και σ’ αυτό πεδίο. Σ’ αυτή τη φροντίδα είναι αφιερωμένο και το συνέδριο τούτο.
Ευχαριστούμε τους εκλεκτούς ομιλητές μας για τη σπουδαία συμβολή τους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και αρκετοί απόγονοι των λογοτεχνών που θα παρουσιαστούν: η Έρη Ρίτσου, ο Γιώργος Κοτζιούλας, η Φλόγα και η Άντρι Ανθία και ο Λεωνίδας Εμπειρίκος. Ευχαριστούμε επίσης την αντιπροσωπία από το ΚΚ Τουρκίας που παρευρίσκεται ειδικά για το Συνέδριο. Και τέλος ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε το ενδιαφέρον να το παρακολουθήσετε, ελπίζοντας πως θα διατηρηθεί αμείωτο μέχρι το τέλος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.