Σέσαρ Βαγιέχο
César Vallejo
Περού, 16 Μαρ. 1892 – Παρίσι, 15 Απρ. 1938
Δύο ποιήματα
Μετάφραση
– Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος –
Μποτίλια Στον Άνεμο
(Πρώτη δημοσίευση, 16 Μαρ. 2024)
Ο Βορειοαμερικανός συγγραφέας και ποιητής Τόμας Μέρτον (31.1.1915 - 10.12.1968), πνευματικός πατέρας, δάσκαλος και μέντορας του Ερνέστο Καρδενάλ έχει πει πως ο Βαγιέχο είναι «ο μεγαλύτερος καθολικός ποιητής μετά τον Δάντη, και με τον όρο καθολικός εννοώ οικουμενικός».
Ο Βρετανός ποιητής, κριτικός και βιογράφος Μάρτιν Σέυμουρ Σμιθ (24.4.1928 - 1.7.1998), κορυφαία αυθεντία στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποκάλεσε τον Βαγιέχο «ο μεγαλύτερος ποιητής του εικοστού αιώνα σε οποιαδήποτε γλώσσα».
Σέσαρ Βαγιέχο
Μαύρη Πέτρα Απάνω Σε Μιαν Άσπρη Πέτρα
ΣΕ ΜΙΑ ΡΑΓΔΑΙΑ μπόρα θα πεθάνω στο Παρίσι
μια μέρα που τη ζω σαν να ’ναι τώρα στο μυαλό μου.
Θα πεθάνω στο Παρίσι —και δεν θα παρεκκλίνω—
μπορεί μια Πέμπτη, φθινοπωρινή, όπως κι ετούτη.
Ναι, Πέμπτη, αφού Πέμπτη είναι σήμερα που γράφω
αυτούς εδώ τους στίχους και τα μπράτσα μου φοράω
κακήν κακώς και ποτέ πριν σαν σήμερα δεν μ’ είδα,
στα δρομολόγια της ζωής μου, να ’μαι τόσο μόνος.
Ο Σέσαρ ο Βαγιέχο έχει πεθάνει, τον χτυπούσαν
όλοι χωρίς αυτός ποτέ κανέναν να πειράξει⸱
του ρίχνανε αλύπητα με μια χοντρή μαγκούρα,
με παλαμάρι, άγρια, και μάρτυρές του είναι
οι Πέμπτες, τα οστά στα μπράτσα τα σακατεμένα,
η μοναξιά, η βροχή, οι δρόμοι...
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 30 Οκτωβρίου 2022
Piedra negra sobre una piedra blanca. Από τη συλλογή Poemas humanos (1939). César Vallejo, Obra Poética Completa (Biblioteca Ayacucho, 1979, p. 154).
____
Εντέλει ο Βαγιέχο πέθανε στο Παρίσι, όχι μια Πέμπτη φθινοπωρινή, αλλά μια ανοιξιάτικη, θλιμμένη Μεγάλη Παρασκευή.
César Vallejo
Piedra Negra Sobre Una Piedra Blanca
ME MORIRÉ en París con aguacero,
un día del cual tengo ya el recuerdo.
Me moriré en París -y no me corro-
tal vez un jueves, como es hoy, de otoño.
Jueves
será, porque hoy, jueves, que proso
estos versos, los húmeros me he puesto
a la mala y, jamás como hoy, me he vuelto,
con todo mi camino, a verme solo.
César
Vallejo ha muerto, le pegaban
todos sin que él les haga nada;
le daban duro con un palo y duro
también
con una soga; son testigos
los días jueves y los huesos húmeros,
la soledad, la lluvia, los caminos…
Σέσαρ Βαγιέχο
Νεκρό Ειδύλλιο
ΑX TI NA KANEI η Ρίτα μου απ’ τις Άνδεις η γλυκιά μου,
από θαλασσινή γλαδιόλα κι αγριοκέρασο κορμί⸱
τώρα που το Βυζάντιο με πνίγει και στα σωθικά μου
κοιμάται το αίμα μου σαν το κονιάκ που του ξεθύμανε η ορμή.
Τα χέρια της πού να βρίσκονται μετανιωμένα μακριά μου
που ασπρόρουχα-απογεύματα σιδέρωναν για να ’ρθει να με βρει⸱
τώρα που βρέχει κι η βροχή αποδιώχνει από κοντά μου
την όρεξή μου για ζωή.
Με τη φανελένια φούστα της άραγε τι να γίνεται,
με τις λαχτάρες της και πού να περπατάει,
με γεύση από ζαχαροκάλαμα, από Άνδεις κι από Μάη.
Θα στέκεται στην πόρτα αναριγώντας και θα λέει
—έναν οιωνό στα σύννεφα ζητώντας—: «Τι κρύο Ιησού Χριστέ!»
Κι ένα αγριοπούλι εκεί στα κεραμίδια της θα κλαίει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 14 Οκτωβρίου 2022
Idilio muerto. Από τη συλλογή Los heraldos negros (1919), ενότητα Nostalgias imperiales (Αυτοκρατορικές Νοσταλγίες). Obra Poética Completa, ό.π. σ. 29.
Το Νεκρό Ειδύλλιο είναι ένα από τα 69 ποιήματα της ιδιόχειρης ανθολογίας που κουβάλαγε μαζί του ο Τσε στη Βολιβία, το
περίφημο Πράσινο Σημειωματάριο του Τσε —El cuaderno verde del Che (βλ. από Μποτίλια).
Θαλασσινή γλαδιόλα: Ισπ. junco (χούνκο). Το πολύ γνωστό μας βούρλο ή γιούνκος.
Σύμφωνα με τη RAE: 1. Junco común (κοινό)⸱ φυτό της οικογένειας Cyperaceae με λεπτούς γραμμωτούς κυλινδρικούς μίσχους και ταξιανθία που σχηματίζεται από πολλά σφαιρικά κεφαλάκια και με πολύ μικρά άνθη κοντά στην κορφή του στελέχους. 2. Junco florido (ανθοφόρο)⸱ θάμνος της οικογένειας Butomaceae (βούτομο)⸱ άνθη σε σχήμα ομπρέλας με έξι πέταλα και καρπούς σε κάψουλες με πολυπληθείς σπόρους. 3. Junco marítimo (θαλασσινό)⸱ της οικογένειας Juncaceae⸱ πράσινος, παχουλός, σκληρός μίσχος, φύλλα μυτερά και ταξιανθία σαν του σταχιού, που αναπτύσσεται σε υδροβιότοπους.
Μεταφραστικά διάλεξα συνδυασμό του 2 και 3. αφού το 2 είναι το ίδιο με το αρχαίο ελληνικό βούτομο, που συναντιέται και στη χώρα μας (butomus umbellatus) σε λίμνες και έλη (Κωπαΐδα, Δοϊράνη) και η αγγλική ονομασία του είναι γλαδιόλα του νερού.
Αγριοκέρασο: Ισπ. capulí⸱ είδος κερασιάς, περί τα δεκαπέντε μέτρα ύψος με καρπό ευχάριστο στη γεύση και στην οσμή (RAE).
Βυζάντιο (Bizancio): Η μεσαιωνική (προ του Κολόμβου) αυτοκρατορία του Περού, όπως έχουν χαρακτηρίσει αυτήν τη χώρα, αλλά και η «αυτοκρατορία» της (όποιας) πόλης σε αντίθεση με το παρθένο τοπίο των Άνδεων.
César Vallejo
Idilio Muerto
QUÉ ESTARÁ haciendo esta hora mi andina y dulce Rita
de junco y capulí;
ahora que me asfixia Bizancio, y que dormita
la sangre, como flojo cognac, dentro de mí.
Dónde estarán sus manos que en actitud contrita
planchaban en las tardes blancuras por venir;
ahora, en esta lluvia que me quita
las ganas de vivir.
Qué será de su falda de franela; de sus
afanes; de su andar;
de su sabor a cañas de Mayo del lugar.
Ha de estarse a la puerta mirando algún celaje,
y al fin dirá temblando: «Qué frío hay... Jesús!»
Y llorará en las tejas un pájaro salvaje.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.