Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Σάββατο 14 Μαΐου 2022

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ρόκε Δάλτον (14.5.1935 – 10.5.1975), Οι Απαγορευμένες Ιστορίες του Τοσοδούλη και άλλα ποιήματα

 

Ο Ρόκε Δάλτον στην Αβάνα το 1972. Το στιγμιότυπο τράβηξε ο μικρότερος από τους τρεις γιους του, Χόρχε. (Πηγή: Μουσείο Λόγου και Εικόνας του Ελ Σαλβαδόρ)



 

Ρόκε  Δάλτον

Γεννήθηκε στο Σαν Σαλβαδόρ στις 14 Μαΐου 1935
Δολοφονήθηκε στο Κεσαλτεπέκε στις 10 Μαΐου 1975

8 ποιήματα από 3 συλλογές

 


 

Μετάφραση

Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα, 14/5/2022

 

 

Παλίμψηστο III

 

Σ’ αυτή τη φυλακή τη γαμημένη
που έχει βασιλιά τον πόνο
το έγκλημα δεν τιμωρείται
η φτώχεια τιμωρείται μόνο.

Οι απαγορευμένες ιστορίες του Τοσοδούλη (1974)
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Ιανουαρίου 2019

 


 

Το παράθυρο στο πρόσωπο (Μεξικό, 1961)

 

Οι τρελοί

 

Σ’ εμάς τους τρελούς δεν ταιριάζουνε τα ονόματα.

Οι άλλες υπάρξεις
φοράνε τα ονόματά τους σαν τα καλά τους ρούχα,
τα τραυλίζουνε όταν κάνουνε καινούργιους φίλους,
τα εκτυπώνουν σε λευκές καρτούλες
που πάνε μετά από χέρι σε χέρι
με τη χαρά των απλών πραγμάτων.
Ω, τι χαρά που δείχνουνε οι Αλφρέδοι, οι Αντώνιοι,
οι Γιάννηδες οι φουκαράδες κι οι λιγομίλητοι οι Σέργιοι,
οι Αλέξανδροι με τη μυρωδιά της θάλασσας!

Κορδώνονται όλοι πάνω στον ίδιο λαιμό ξεδιπλώνοντας
τα αξιοζήλευτα ονόματά τους σαν λάβαρα πολεμικά,
τα ονόματά τους που πέφτουνε στη γη αντηχώντας
αν κι αυτά μαζί με το κουφάρι τους τα τρώνε τα μαύρα τα σκοτάδια.

Μα οι τρελοί, α κύριέ μου, οι τρελοί
που μες στην τόση λησμονιά μάς πιάνει ασφυξία,
οι φουκαράδες οι τρελοί που ως και το γέλιο το μπερδεύουμε
αφού ακόμα κι η χαρά με δάκρυα μας γεμίζει,
πώς άραγε θα πορευτούμε με ονόματα που με το ζόρι κουβαλάμε,
να τα φροντίζουμε,
να τα γυαλίζουμε σάμπως ζωάκια ασημένια,
να βλέπουμε με μάτια που δεν τα κάνει ζάφτι ούτε ο ύπνος,
για να μη χαθούνε στη σκόνη που μας δοξάζει και μας μισεί;

Εμείς οι τρελοί δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα πούνε τ’ όνομά μας
αλλά θα το ξεχάσουμε κι αυτό.

 

Το Παράθυρο στο Πρόσωπο – La Ventana en El Rostro (México 1961)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 8 Φεβρουαρίου 2020

 


 

Η ποίηση

 

Ο άνθρωπος με τα οργισμένα μάτια ρώτησε:
Τι είναι η ποίηση;

Ο άνθρωπος με τα καθάρια μάτια
τον κοίταξε βαθιά χωρίς να πει μια λέξη.

Υπήρχε ποίηση στο βλέμμα του.

 

Το Παράθυρο στο Πρόσωπο – La Ventana en El Rostro (México 1961)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 8 Φεβρουαρίου 2020

 


 

Δικιά μου πλάι στα πουλιά

 

Γυναίκα: Σήμερα που ξυπνάω
με μιαν αλλιώτικη κραυγή μέσα στις φλέβες,
παίρνω το χέρι σου που ’ναι γεμάτο μουσική κι αλείφω
τη ζωή με το τιτάνιο μέλι το απαλό.
Πάνω στο σώμα σου και στη μελλοντική σου γέννα μέσα από μένανε.

Φτάνω
ως τον παγκόσμιο έρωτά σου. Προχωράω και τραγουδάω.

Δεν έρχομαι από τη βροχή που την εκάρφωσε η νύχτα,
ούτε απ’ το φαρδύ βουνό με τα χιλιόψυχα πουλιά,
ούτε απ’ τα λουλούδια τα σιωπηλά και το διασκορπισμένο ιωβηλαίο τους·
έρχομαι
από τον τόπο που μοιράζεται η αγάπη ανυπόκριτα
από εκεί που το γρασίδι υψώνει τη μικροσκοπική του φύτρα ως τους ανέμους,
από εκεί που η ειρήνη φτιάχνει σταροχώραφα, θεούς ηλεκτρικούς, τραγούδια
και γιορτινούς ορίζοντες που αντέχουνε
από εκεί όπου σμιλεύεται την πάσα ημέρα με φιλιά
το αυγινό το πρόσωπο ενός φουριόζικου αύριο.

Έρχομαι και σ’ αγαπάω πιο πολύ επειδή ξημερώνω.

 

Ι

Αμαζόνα από πηλό που φωλιάζεις
στο αίμα μου και στα κύτταρά μου,
τραχιά αμαζόνα φύλακα άγγελε χωρίς ομίχλες και φαντάσματα
ολόγυμνή μου εσύ χωρίς δεσμά
στων τροπικών μου τα κοιτάσματα
ποιος μπροστά στις μήτρες τις παρθενικές ή μπρος στους άπιαστους φυγάδες
θα γνωρίσει αυτόν το θρίαμβο,
αυτή τη μάχη με τις γλυκές πληγές;
Ποιος θα μπορούσε να γείρει στα νυχτερινά μας τα φιλιά
χωρίς να ξαναγεννηθεί μέσα στις ρίζες, στη φωτιά, στην ξέχειλη την κούπα;
Ο έρωτάς μας είναι αιώνιος. Τα μάτια της ψυχής στρέφω για πάντα,
είμαι μαζί σου πάντα, οπώρα μου, γυναίκα μου,
είμαστε οι δυο μας πάντα, τον χρόνο κατοικώντας.

Ποιος παρεκτός το χέρι σου έκανε πιο αληθινή να γίνει η καρδιά μου;
Ποιος μπόρεσε να κάνει, να αιστανθούμε, ποιος μας άφησε
αυτόν τον έρωτα από μπουκαμβίλιες και νερά;
Ω, αγέρωχη χαρά από γαρύφαλλα φτιαγμένη κι από σύμβολα!
Ω, έρωτα καπετάνιε από αλήθειες και από κοίτες ποταμών!
Εσύ χυμέ μου που μου δόθηκες,
έλα και μπες με ένα καλωσόρισες της αγκαλιάς και του ψωμιού:
είμαστε η οργιαστική γιορτή, αγάπη, αγαπημένη,
όλη η έκσταση των καταπληκτικών ετούτων αστεριών
όλα τα αμέτρητα λουλούδια,
η γη ολόκληρη, ολόκληρος ο αθλητικός
ο χρυσαφένιος πόθος του καλαμποκιού.

Όταν σε έχω υπάρχουνε πουλιά…

 

ΙΙ

Κάποιες φορές
είμαι θλιμμένος. Λέω:
Αρχαία αγαπημένη μου, ζαρκάδι
από μέταλλο, υπέρλαμπρη θεόρατη νυχτιά,
όταν διασχίζω την έκταση την τρομερή
που δένει στο παράστημά σου την καρδιά μου,
πέφτω μες στα μαχαίρια, με μισώ,
να τραγουδήσω αλαλιασμένος προσπαθώ
και κλαίω.

Κι όμως ξαναγυρνάνε πάντα τα πουλιά…

 

Το Παράθυρο στο Πρόσωπο – La Ventana en El Rostro (México 1961)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 8 Φεβρουαρίου 2020

 


 

Ταβέρνα και άλλα Μέρη (Αβάνα, 1969)

(Πρώτο Βραβείο Casa de las Américas 1969)

 

VIII. Βρομάω

 

Βρομάω όπως το χρώμα του πένθους τις μέρες
που τα λουλούδια μαραίνονται πληρώνοντας το τίμημα
όπως όταν πεθαίνει στην ξηρασία ένας φτωχός
με τη σιγουριά πως σύντομα θα βρέξει.

Βρομάω όπως το χρονικό κάποιας μικρής καταστροφής
τόσο που θα μπορούσα να μείνω με τα πτώματα
βρομάω όπως το αρχέγονο χάος που έγινε τώρα πίστη
και η μεγάλη της φλόγα αναγορεύτηκε σε δέος.

Βρομάω από μακριά όπως η θάλασσα και δεν λέω
πως θα πέθαινα κιόλας για μια τέτοια μυρωδιά
βρομάω αξιοθρήνητα σας έλεγα
σάμπως χλωμή σκιά σαν πεθαμένο σπίτι.

Βρομάω ιδρώτα από σίδερο και σκόνη
που ξεπλένεται στο φως του φεγγαριού
σαν πεταμένο κόκκαλο μπροστά σ’ έναν λαβύρινθο
κάτω απ’ της χαραυγής την καταχνιά.

Βρομάω σαν ένα ζώο που μόνο εγώ το ξέρω
ξεψυχισμένο απάνω σε βελούδο
βρομάω σαν ζωγραφιά ενός παιδιού στη μοίρα του αφημένου
σαν την αιωνιότητα που ούτε ψυχή θα την αποζητούσε.

Βρομάω όπως όταν για όλα πλέον είναι αργά.

 

Ταβέρνα και άλλα Μέρη – Taberna y otros Lugares (La Habana 1969)
Η πατρίδα (ΙΙΙ) – Ποιήματα της τελευταίας φυλακής
El país (III) – Poemas de la última cárcel

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 8 Ιανουαρίου 2019

 


 

Η πάλη των αντιθέτων αλλά…

                              Στον Otto, in memoriam

 

Τα εμπόδια δεν τα ξεπερνάς
με βοηθητική όπως στο επί κοντώ.

Τα εμπόδια τα γκρεμίζεις
με το γυμνό σου στήθος.

Είναι κι αυτά όπως το πρωινό αεράκι
όπου μπορεί και να παγώσει τα πνευμόνια σου, μήπως
όμως το χώμα, η φωτιά και το νερό
σε βοηθάνε ν’ ανασαίνεις;

 

Ταβέρνα και άλλα Μέρη –  Taberna y otros Lugares (La Habana, 1969)
La historia – Escrito en Praga

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Ιανουαρίου 2019

 

 

Οι Απαγορευμένες Ιστορίες του Τοσοδούλη (1974)

 

Βόμβα

 

Τώρα ο χάρος με φωνάζει
γιατί ’μαι γέρος· κι έτσι γράφω
στη διαθήκη μου, πως θέλω,
μες στο κρεβάτι σου τον τάφο.

 

Οι Απαγορευμένες Ιστορίες του Τοσοδούλη (1974)
Las historias prohibidas del Pulgarcito (México, 1974)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Ιανουαρίου 2019

 


 

IX. Ποίημα Αγάπης

 

Αυτοί που ανοίξανε στο Κανάλι του Παναμά
(και τους ταχτοποιήσανε στη silver roll και όχι στην gold roll),
αυτοί που επισκευάσανε το στόλο του Ειρηνικού
στις βάσεις της Καλιφόρνιας,
αυτοί που σαπίσανε στα μπουντρούμια της Γουατεμάλας,
του Μεξικού, της Ονδούρας, της Νικαράγουας,
για κλέφτες, για λαθρέμπορους, για απατεώνες,
για πεινασμένους,
οι συνήθεις ύποπτοι,
(ας μου επιτραπεί να προσάγω τον περί ου
αργόσχολο με το επιπλέον επιβαρυντικό στοιχείο
της ιδιότητας του σαλβαδοριανού πολίτη)
Αυτές που γεμίσανε τα μπαρ και τα μπουρδέλα
σε όλα τα πόρτα και τις πρωτεύουσες του τροπικού
(Η Μπλε Σπηλιά, Το Κιλοτάκι, Happyland ),
οι καλαμποκοεργάτες μες στην καρδιά της ξένης σέλβας,
οι βασιλιάδες των ταμπλόιντ,
αυτοί που ποτέ κανείς δεν ξέρει πούθε κρατάει η σκούφια τους,
οι καλύτεροι τεχνίτες του κόσμου,
αυτοί που γαζωθήκανε με σφαίρες περνώντας τα σύνορα,
αυτοί που πεθάνανε από μαλάρια,
ή από τσίμπημα σκορπιού ή από δάγκωμα κροταλία
στην κόλαση της μπανανοφυτείας,
αυτοί που μεθυσμένοι κλαίγανε για τον εθνικό ύμνο
μες στον κυκλώνα του Ειρηνικού ή στου βορρά τα χιόνια,
οι υπηρέτες, οι ζητιάνοι, τα πρεζόνια,
οι γουανάκοι, οι τεμπέληδες, της καραπουτανάρας γιοι,
αυτοί που μετά βίας τα καταφέρανε,
αυτοί που σταθήκανε μια στάλα τυχεροί,
οι μια ζωή λαθραίοι,
οι πολυτεχνίτες, οι ερημοσπίτες, οι παμφάγοι,
οι κορυφαίοι στου μαχαιριού το τράβηγμα,
οι θλιμμένοι, οι πιο θλιμμένοι του κόσμου,
οι δυστυχισμένοι, οι πιο δυστυχισμένοι του κόσμου,
οι συμπατριώτες μου,
τα αδέρφια μου.

 

Οι Απαγορευμένες Ιστορίες του Τοσοδούλη (1974)
Las historias prohibidas del Pulgarcito (México, 1974)

La guerra, IX. Poema de amor

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 10 Ιανουαρίου 2019

____________

Ισπανικό κείμενο κάτω

____________

 


 

Σημειώσεις

 

Ρόκε Δάλτον. Ελ Σαλβαδόρ
Γεννήθηκε στο Σαν Σαλβαδόρ, 14 Μαΐ. 1935 – Δολοφονήθηκε στο Κεσαλτεπέκε, 10 Μαΐ. 1975
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 22.
VI.2019 (Μολύβι σε χαρτί, 21χ29 εκ.)

 

Pulgarcito (Τοσοδούλης· Κοντορεβιθούλης): «Ελ Σαλβαδόρ: Ο Τοσοδούλης της Αμερικής», φράση που αποδίδεται στην Χιλιανή νομπελίστα (1945) ποιήτρια Γαβριέλα Μιστράλ (7 Απρ. 1889 – 10 Ιαν. 1957), αλλά ανήκει στον Σαλβαδοριανό ποιητή και πεζογράφο Χούλιο Ενρίκε Άβιλα (4 Αυγ. 1892 – 16 Νοε. 1968).

Pulgarcito, επίσης: Εξαιρετικά δημοφιλές εβδομαδιαίο περιοδικό κόμικς της Ισπανίας, από τον Ιούνιο του 1921 έως 1987 με διηγήματα, άρθρα, χόμπι και αστεία και λίγα κόμικς. Όπως ακριβώς είναι διαρθρωμένο και το βιβλίο του Δάλτον.

Για την ιστορία: Αρχικά το περιοδικό λεγόταν Μαύρη Γάτα, αν και διατήρησε στο λογότυπό του μια μαύρη γάτα. Πολιτικές και οικονομικές δυσκολίες κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο το οδήγησαν σε μικρή διακοπή, αλλά ανέκαμψε μετά το 1952, με μεγαλύτερη έμφαση σε κόμικς.


Η μάχη των αντίθετων αλλά…

Otto René Castillo (Γουατεμάλα, Κετσαλτενάνγκο 25 Απρ. 1936 – 23 Μαρ. 1967): Βλέπε σε Ρόκε Δάλτον, 5 παράνομα ποιήματα και 1 ποίημα αγάπης – Η ζωή του, το έργο του, η δολοφονία του – 3 κείμενα του Εδουάρδο Γκαλεάνο (Αφιέρωμα Β΄)


IX. Ποίημα Αγάπης

silver (pay) roll και gold (pay) roll (Αγγλικά στο πρωτότυπο) – χρυσή και ασημένια μισθοδοσία: Οι δυο λογιών φυλετικά κατηγοριοποιημένοι κωδικοί μισθοδοσίας που διατηρούσαν οι αμερικανικές εταιρείες για τους εργαζόμενους στη διώρυγα του Παναμά, όταν ανέλαβαν το έργο, από το 1904-1914, μετά τους Γάλλους (1881-1894), οι οποίοι σταμάτησαν, αφενός λόγω προβλημάτων μηχανικής, αλλά κυρίως, λόγω του τεράστιου αριθμού εργατικών ατυχημάτων.

Οι πολίτες ΗΠΑ και Παναμά –μετά από απαίτηση των αμερικανικών εργατικών συνδικάτων– πληρώνονταν σε δολάρια ΗΠΑ με ισοτιμία χρυσού (gold roll) και οι ανειδίκευτοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία εργάτες από τις Δυτικές Ινδίες (: στο ομώνυμο ποίημα του Νικολάς Γκιγιέν), σε τοπικό νόμισμα, ισοτιμία σε ασήμι (silver roll).

Ένας μικρός αριθμός μαύρων Αμερικανών πολιτών ήταν γραμμένος στη χρυσή μισθοδοσία, αλλά χωρίς το προνόμιο του χρυσού.

Όταν διαμαρτυρήθηκαν, οι αρχές του καναλιού σταμάτησαν να προσλαμβάνουν μαύρους πολίτες ΗΠΑ, και μετά το 1909 δεν υπήρχε ούτε ένας μαύρος που να εργάζεται στο κανάλι.

Guanacos: Προσβλητικός χαρακτηρισμός του λαού του Ελ Σαλβαδόρ. Και πώς να μην είναι άλλωστε αφού τον εισήγαγε ο Pedro de Alvarado (1485-1541, υπολοχαγός του Κορτές, που ηγήθηκε της πρώτης ισπανικής εισβολής τον Ιούνιο του 1524), παρομοιάζοντας τους Σαλβαδοριανούς με το ομώνυμο ζώο των Άνδεων (άγριο λάμα), που το θεώρησε τεμπέλικο ζώο (τρέχει μόνο με 56 χιλ. την ώρα). Οι σκλάβοι έπρεπε να τρέχουν πιο γρήγορα και να μην πέφτουν νεκροί από τη σκληρή και βάρβαρη εργασία στις καφεφυτείες.

Εν πάσει περιπτώσει, το guanaco είναι μια προσφιλής προσφώνηση για τους Σαλβαδοριανούς.

 


 

Ισπανικό κείμενο

 

III

«En esta cárcel maldita

donde reina la tristeza

no se castiga el delito

se castiga la pobreza».

 

[Palimpsestos, Historias prohibidas de Pulgarcito (1974)]

 

 

 

La Ventana en El Rostro (1961)

 

 

LOS LOCOS

 

A los locos no nos quedan bien los nombres.

Los demás seres

llevan sus nombres como vestidos nuevos,

los balbucean al fundar amigos,

los hacen imprimir en tarjetitas blancas

que luego van de mano en mano

con la alegría de las cosas simples.

¡Y qué alegría muestran los Alfredos, los Antonios,

los pobres Juanes y los taciturnos Sergios,

los Alejandros con olor a mar!

 

Todos extienden, desde la misma garganta con que cantan

sus nombres envidiables como banderas bélicas,

sus nombres que se quedan en la tierra sonando

aunque ellos con sus huesos se vayan a la sombra.

 

Pero los locos, ay señor, los locos

que de tanto olvidar nos asfixiamos,

los pobres locos que hasta la risa confundimos

y a quienes la alegría se nos llena de lágrimas,

¿cómo vamos a andar con los nombres a rastras,

cuidándolos,

puliéndolos como mínimos animales de plata,

viendo con estos ojos que ni el sueño somete

que no se pierdan entre el polvo que nos halaga y odia?

 

Los locos no podemos anhelar que nos nombren

pero también lo olvidaremos.

 


 

LA POESÍA

 

El hombre de los ojos iracundos preguntó: ¿Qué es la poesía?

 

El hombre de los ojos limpios

miróle profundamente, sin proferir palabra.

 

En su mirada había poesía.

 

 

Mía junto a los pájaros

 

Mujer: hoy que amanezco 

con un grito distinto entre las venas, 

tomo tu mano musical, rodeo 

con miel suave titánica la vida. 

Hacia tu cuerpo y tu futuro parto desde mi mismo. 

 

Advengo 

hasta tu amor mundial. Avanzo y canto. 

 

Vengo no dela lluvia clavada por la noche, 

no de la ancha montaña de pájaros multánimes, 

no de las flores tácitas y su diseminado jubileo; 

vengo 

desde donde el amor es repartido sin trasudadas farsas 

desde donde la hierba levanta su diminuta estirpe hasta los vientos, 

desde donde la paz hizo trigales, dioses eléctricos, canciones 

y horizontes joviales perdurables 

desde donde se esculpe diariamente a besos 

el alboreado rostro del mañana urgente 

 

Vengo y te quiero más porque amanezco. 

 

I

Amazona de barro recostada 

sobre mi sangre y mis rebaños, 

ruda amazona tutelar sin nieblas ni fantasmas, 

desnuda mía desencadenada 

sobre los sedimentos de mi trópico 

¿quién ante vientres vírgenes o fugitividades inasibles 

conocerá este triunfo

esta batalla con heridos dulces? 

¿quién podría asomarse a nuestros besos nocturnos 

sin renacer a la raíz, al fuego, a la copa colmada? 

Eterno es nuestro amor. Volviendo 

los ojos del espíritu hacia siempre, 

siempre estoy junto a ti, fruta y esposa, 

siempre estamos los dos, poblando el tiempo. 

 

¿Quién hizo de tu mano mi corazón más cierto? 

¿Quién ha podido hacer, intuir, dejarnos este amor 

de veranera de aguas? 

Ah, júbilo orgulloso con claveles y símbolos! 

Ah, capitán amor de lecho y fiel y ríos! 

Savia otorgada, entraña 

con hospitalidad de pan y abrazo: 

somos toda la fiesta, amor, amada, 

toda la exaltación de estrellas increíbles, 

toda la cifra de las flores, 

toda la tierra, toda 

la atlética lujuria del maíz. 

 

Cuando te tengo hay aves... 

 

II 

A veces 

estoy triste, Digo: 

antigua amada, corza 

de metal, esplendente y alta noche, 

cuando atravieso la distancia terrible 

que ata mi corazón a tu estatura, 

caigo hasta los puñales, ódiome, 

rabiosamente trato de cantar 

y lloro, 

 

Siempre vuelven las aves sin embargo...

 


 

Taberna y otros lugares (1969)

 

 

VIII Huelo mal

 

Huelo a color de luto en esos días

que las flores enferman por su precio

cuando se muere a secas el que es pobre

confiando en que ya pronto lloverá.

 

Huelo a historia de pequeña catástrofe

tanto que se ha podido quedar con los cadáveres

huelo a viejo desorden hecho fe

doctorada en respeto su gran llama.

 

Huelo a lejos del mar no me defiendo

el algo he de morir por tal olor

huelo a pésame magro les decía

a palidez de sombra a casa muerta.

 

Huelo a sudor del hierro a polvo puesto

a deslavar con la luz de la luna

a hueso abandonado cerca del laberinto

bajo los humos del amanecer.

 

Huelo a un animal que sólo yo conozco

desfallecido sobre el terciopelo

huelo a dibujo de niño fatal

a eternidad que nadie buscaría.

 

Huelo a cuando es ya tarde para todo.

 

Taberna y otros lugares, 1969

El país (III)

Poemas de la última cárcel

 

 

La lucha de los contrarios pero

 

A Otto, in memoriam

 

Las dificultades no se remontan

ayudándonos con una garrocha.

 

Las dificultades se rompen

con el pecho abierto.

 

Ellas también son como el aire de la mañana

que puede congelarte los pulmones, pero

¿acaso la tierra, el fuego, el agua

te sirven para respirar?

 

Taberna y otros lugares, 1969

La historia

Escrito en Praga

 

 

Las Historias prohibidas de Pulgarcito (1974)

 

Bomba

 

Ya me voy porque estoy viejo

y ya la muerte me llama.

En el testamento digo

que me entierren en tu cama.

 


 

IX Poema de Amor

 

Los que murieron en el canal de Panamá

(y fueron clasificados como silver roll y no como gold roll),

los que repararon la flota del Pacífico

en las bases de California,

los que se pudrieron en las cárceles de Guatemala,

México, Honduras, Nicaragua,

por ladrones, por contrabandistas, por estafadores,

por hambrientos,

los siempre sospechosos de todo

(“me permito remitirle al interfecto

por esquinero sospechoso

y con el agravante de ser salvadoreño”),

las que llenaron los bares y los burderles de la zona

(“La Gruta Azul”, “El Calzoncito”, “Happyland”),

los sembradores de maíz en plena selva extranjera,

los reyes de la página roja,

los que nunca sabe nadie de dónde son,

los mejores artesanos del mundo,

los que fueron cosidos a balazos al cruzar la frontera,

los que murieron de paludismo

o de las picadas del escorpión o de la barba amarilla

en el infierno de las bananeras,

los que lloraran borrachos por el himno nacional

bajo el ciclón del Pacífico o la nieve del norte,

los arrimados, los mendigos, los marihuaneros,

los guanacos hijos de la gran puta,

los que apenitas pudieron regresar,

los que tuvieron un poco más de suerte,

los eternos indocumentados

los hacelotodo, los vendelotodo, los comelotodo,

los primeros en sacar el cuchillo,

los tristes más tristes del mundo,

mis compatriotas,

mis hermanos.

 

Las Historias prohibidas de Pulgarcito (1974) – La Guerra

 


La Ventana en El Rostro Las historias prohibidas del Pulgarcito Roque Dalton Taberna y otros Lugares Γυρεύοντας μπελάδες Ελ Σαλβαδόρ Λατινική Αμερική Μπάμπης Ζαφειράτος Μπάμπης Ζαφειράτος: Σχέδιο Οι Απαγορευμένες Ιστορίες του Τοσοδούλη Ποίημα Ποίηση Ρόκε Δάλτον Ταβέρνα και Άλλα Μέρη Το Παράθυρο Στο Πρόσωπο


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.