Κάρλος Φράνκι (Μεξικανός δημοσιογράφος), 1956
«Ένας νεαρός Κουβανός ηγέτης με προσκάλεσε να προσχωρήσω στο κίνημά του, που αφορά την ένοπλη απελευθέρωση της πατρίδας του. Εγώ, φυσικά, δέχτηκα»[…] «Όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα σχέδιά μου, θα σας πω ότι το μέλλον μου είναι συνδεδεμένο με την απελευθέρωση της Κούβας. Ή θα θριαμβεύσω με αυτήν ή θα πεθάνω εκεί». Και πιο κάτω «Από δω και στο εξής δε θα θεωρούσα το θάνατό μου λόγο μεγάλης απογοήτευσης, αλλά, όπως λέει κι ο Χικμέτ: Το μόνο που θα πάρω μαζί μου στον τάφο / θα είναι η θλίψη ενός ατέλειωτου τραγουδιού».
Τραγούδι για τον ΦιντέλΠάμε λοιπόν,
φλογερέ προφήτη της αυγής
για τα κρυφά αποκομμένα μονοπάτια
Πάμε να ελευθερώσουμε αυτόν τον πράσινο αλιγάτορα που τόσο αγαπάς.Πάμε λοιπόν
τους εξευτελισμούς να αντιμετωπίσουμεοπλισμένοι με τα εξεγερμένα αστέρια του Μαρτίκι ας ορκιστούμε πως ή θα βγούμε νικητές ή που μας περιμένει ο θάνατος.Όταν θα πέσει η πρώτη ντουφεκιά και θα σκιρτήσει
μες στον παρθενικό της ύπνο η ζούγκλα απ’ άκρη σ’ άκρη,
εκεί, στο πλάι σου, αποφασισμένους μαχητές
λογάριαζε κι εμάς.Όταν η φωνή σου στους τέσσερεις ανέμους αντηχήσει
γι’ αγροτική αλλαγή, δικαιοσύνη, ψωμί και λευτεριά,
εκεί, στο πλάι σου, με μια φωνή,
λογάριαζε κι εμάς.Κι όταν θα φτάσεις στου ταξιδιού το τέρμα
στην κρίσιμη αναμέτρησή σου με τον τύραννο
εκεί, στο πλάι σου, προσμένοντας την τελευταία μάχη,
λογάριαζε κι εμάς.Τη μέρα που το κτήνος θα γλείφει την πληγή
απ’ της εθνικοποίησης το βέλος που θα ρίξεις,
εκεί, στο πλάι σου, με την καρδιά αγέρωχη,
λογάριαζε κι εμάς.(Μη φανταστείς ότι μπορεί να κόψουν την ορμή μας
αυτοί οι στολισμένοι ψύλλοι που παριστάνουν το στρατό·
ένα τουφέκι χρειαζόμαστε, τις σφαίρες τους κι ένα βράχο.
Τίποτ’ άλλο).Κι άμα το δρόμο μας το σίδερο θα κόψει,
το μόνο που ζητάμε είν’ ένα σάβανο από τα δάκρυα της Κούβας
για να σκεπάζει τ’ αντάρτικα κουφάρια μας,
καθώς θα διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία.
Τίποτ’ άλλο.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Δεκεμβρίου 2016)
ΘΛΙΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑΟΣΟΙ εζήσαμε αυτή την ιστορία,
το θάνατο και την ανάσταση
της μαυροφορεμένης μας ελπίδας,
όσοι διάλεξαμε το δρόμο του αγώνα
και είδαμε να ξεδιπλώνονται σημαίες,
ξέραμε πως οι πιο λιγομίλητοι
ήτανε οι μόνοι ήρωές μας,
και πως μετά τις νίκες
οι φαφλατάδες ήρθανε
με τα παχιά τα λόγια
και τα σάλια τους.
Κούνησε το κεφάλι του ο λαός·
και ξαναγύρισε ο ήρωας στη σιωπή του.
Μα ντύθηκε στα μαύρα η σιωπή,
ώσπου κι εμείς βουλιάξαμε στο πένθος
σαν έσβησε απάνω στα βουνά
η πυρκαγιά κι η δόξα του Γκεβάρα.
Ο Κομαντάντε τέλειωσε,
σ’ ένα φαράγγι σκοτωμένος.
Κανένας δε βρήκε λέξη για να πει.
Κανένας δεν έκλαψε στων Ίντιων χωριά.
Κανένας δεν εχτύπησε καμπάνες.
Κανένας δεν εσήκωσε ντουφέκι,
και εισπράξανε τα αργύρια
αυτοί που ο δολοφονημένος κομαντάντε
πήγε για να τους σώσει.
Τι τάχα γίνηκε, σκέφτετ’ εκείνος που μετάνιωσε,
με τούτα τα γενούμενα;
Και η αλήθεια δεν ειπώθηκε,
τυλίχτηκε όμως σε μια κόλα από χαρτί
αυτή η δυστυχία η ασήκωτη.
Κι ότι είχε αρχίσει ο δρόμος να χαράζει
και η ήττα έφτασε σε μας
σαν τσεκουριά που γκρέμισε
τη στέρνα της σιωπής.
Η Βολιβία ξαναγύρισε στην έχθρα της,
στους διαβρωμένους γοριλάνθρωπους,
μες στην αγιάτρευτή της φτώχεια,
και τότε οι λοχίες της ντροπής,
οι δολοφόνοι στρατηγίσκοι,
σαν τρομαγμένες μάγισσες,
εκρύψανε καλά καλά
το σώμα του αντάρτη,
λες και τους έκαιγε ο νεκρός.
Κατάπιε η σέλβα η πικρή
τα μονοπάτια, κάθε κίνηση,
κι εκεί που άλλοτε διάβαιναν
οι αποδεκατισμένοι άντρες
σήμερα είναι οι λιάνες που συσκέφτονται
–βραχνή η πράσινη φωνή τους όλο ρίζες–
και τ’ άγριο ελάφι ξαναγύρισε
στις φυλλωσιές χωρίς μια ντουφεκιά.
Από τη συλλογή Το Τέλος Του Κόσμου, 1969
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015)
και πως μετά τις νίκες / οι φαφλατάδες ήρθανε / με τα παχιά τα λόγια / και τα σάλια τους
Στόχος του PEN «να ξεχάσουμε –όπως επισημαίνουν οι Κουβανοί– τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν [από τις ΗΠΑ] στις τρεις υπανάπτυκτες ηπείρους, και άλλα που σχεδιάζουν να διαπράξουν, όπως στην Κούβα· και, πάνω απ’ όλα, να εξουδετερώσουν την αυξανόμενη αντίθεση στην πολιτική τους, όπως εκδηλώνεται μεταξύ των φοιτητών και διανοουμένων, όχι μόνο της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της δικής τους χώρας. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε αρνηθεί παρόμοια πρόσκληση, για να μην εκμεταλλευτούν το όνομά του, αλλά και για να δώσει με την άρνησή του σαφές περιεχόμενο στην επιθετικότητα των ΗΠΑ εναντίον του Βιετνάμ». Ο 20ετής βρόμικος πόλεμοςτου Βιετνάμ βρίσκεται στην κορύφωσή του τότε.
Αν και γνωρίζουμε τις πολιτικά δίκαιες δηλώσεις σου και άλλες θετικές δραστηριότητές σου, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε, Πάβλο, ότι αυτό ήθελαν να κάνουν, και το πέτυχαν, με την πρόσφατη επίσκεψή σου στις Ηνωμένες Πολιτείες: Να τη χρησιμοποιήσουν υπέρ της πολιτικής τους.
[...] Ο Κάρλος Φουέντες, του οποίου η υπογραφή στους συμμετέχοντες μας εξέπληξε, κάνει ανασκόπηση του συνεδρίου στο οποίο συμμετείχατε, με τίτλο: «PEN: Ο τάφος του ψυχρού πολέμου στη λογοτεχνία» (1 Αυγ. 1966). Μια από τις πιο εμβληματικές μορφές αυτού του υποτιθέμενου τάφου, λέγεται πως είσαι εσύ.
Είναι απαράδεκτο να εξυμνούμε μια υποτιθέμενη ειρηνική συνύπαρξη και να μιλάμε για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε οποιονδήποτε τομέα, τη στιγμή που τα βορειοαμερικανικά στρατεύματα, που μόλις επιτέθηκαν στο Κονγκό και στο Σάντο Δομίνγκο, επιτίθενται άγρια στο Βιετνάμ και έτοιμμαζονται να εισβάλουν πάλι στην Κούβα (απευθείας ή μέσω των λακέδων τους στης Λατινικής Αμερικής).
[...] Η αποστολή μας, Πάβλο, δεν μπορεί να είναι, με κανέναν τρόπο, να παίξουμε το παιχνίδι τους [των ΗΠΑ], αλλά να ξεμπροστιάσουμε την πολιτική τους και να επιτεθούμε.
Η περουβιανή κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Μπελαούντε, συνεχίζει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για τη συντριβή του αντάρτικου, που έχει αναπτυχθεί στη χώρα από το 1962 (ELNP - Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός του Περού και MIR –Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς). Κατά τις επιχειρήσεις θα σκοτωθούν επιφανή στελέχη του ένοπλου αγώνα: Luis de la Puente (1926-1965), Guillermo Lobaton (1927-1966), και ο νεαρός αντάρτης, σπουδαστής τότε του πανεπιστημίου της Αβάνας, πολλά υποσχόμενος ποιητής, Javier Heraud (1942-1963), τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στην επιστολή των 145.
Και φαίνεται ότι ο Νερούδα, με το πέρασμα των ετών πρέπει να το μετάνιωσε, ιδιαίτερα μετά και την επίσκεψη του Φιντέλ στη Χιλή το 1971 (πήγε στις 10 Νοε. για μια βδομάδα και έμεινε μέχρι τις 4 Δεκ., κοντά ένα μήνα, παίρνοντας σβάρνα τα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια), όπου μετέφερε την αμέριστη συμπαράσταση του λαού της Κούβας και διαβεβαίωσε ότι θα στηρίξει τον Πρόεδρο Αγιέντε με κάθε μέσον και τρόπο.
Χούλιο Κορτάσαρ - Αργεντινή Βρυξέλλες, 26 Αυγούστου 1914 - Παρίσι, 12 Φεβρουαρίου 1984 Εικόνα για το εμβληματικό μυθιστόρημά του Το Κουτσό, 1963
Πηγή πορτραίτου: Barbie Stattman
|
ΤΣΕΕΙΧΑ έναν αδερφό.Δεν ειδωθήκαμε ποτέαλλά δεν έχει σημασία.Είχα έναν αδελφόπου τράβαγε μες στα βουνάόσο εγώ κοιμόμουν.Αγάπησα τον τρόπο τουκαι πήρα τη φωνή τουελεύθερη όπως το νερό.Κάποιες φορές περπάτησαμαζί με τη σκιά του.Δεν ειδωθήκαμε ποτέαλλά δεν έχει σημασία.Ο αδερφός μου έμενε ξάγρυπνοςόσο εγώ κοιμόμουν.Ο αδερφός που μου ’δειχνεπίσω απ’ τη μαύρη νύχτατο διαλεχτό του αστέρι.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 4 Ιουνίου 2016)
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία γραφής του ποιήματος. Πάντως, στις 29 Οκτ. 1967, ο Κορτάσαρ, με επιστολή του από το Παρίσι προς τον Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ [Γεν. 9 Ιουν. 1930· ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, σημερινός πρόεδρος του Casa de las Americas· μεταξύ άλλων υπογράφει και την Εισαγωγή στο βιβλίο του Τσε Ανταρτοπόλεμος] και τη σύζυγό του, Αδελαΐδα, ομολογεί την αστική ντροπή του και τον πόνο του για το θάρρος ενός ανθρώπου που δεν τον γνώριζε καν, και σημειώνει (μεταφέρεται ολόκληρη σχεδόν η επιστολή):
[…] Θέλω να πω το εξής: δεν μπορώ να γράψω όταν κάτι πονάει τόσο πολύ, δεν είμαι, ούτε υπήρξα ποτέ, ο επαγγελματίας συγγραφέας, ο έτοιμος να γράψει αυτό που περιμένεις ή αυτό που εγώ ο ίδιος θα απαιτούσα απεγνωσμένα.Η αλήθεια είναι ότι το γράψιμο σήμερα, για να αντιμετωπίσεις αυτό το γεγονός, φαίνεται η πλέον κοινότοπη των τεχνών, ένα είδος καταφυγίου, μια συγκάλυψη σχεδόν, για να αντικαταστήσει τον αναντικατάστατο. Ο Τσε είναι νεκρός και δεν μένει τίποτα άλλο εκτός απ’ τη σιωπή, μέχρι ποιος ξέρει πότε· αν σου στέλνω το κείμενο είναι επειδή εσύ μου το ζήτησες και επειδή ξέρω πόσο πολύ αγαπούσες τον Τσε και τι σήμαινε για σένα.[…] Μου είπαν να γράψω εκατόν πενήντα λέξεις. Εκατόν πενήντα λέξεις λοιπόν, λες και θα μπορούσε να τις βγάλει κανείς απ’ την τσέπη του όπως βγάζει τα κέρματα [Σημ. Μποτίλιας: Το ισπανικό κείμενο αποτελείται από 67 λέξεις]. Δεν νομίζω ότι μπορώ να γράψω, είμαι άδειος και στεγνός, και θα πέσω σε ρητορείες[…] Κι ακόμα, να σας πω ότι ντρέπομαι, επειδή μιλώ για τον εαυτό μου, αυτό το αιώνιο πρώτο πρόσωπο, και νιώθω ανίκανος που δεν μπορώ να πω κάτι γι’ αυτόν. Θα βγάλω το σκασμό λοιπόν[…]Και για σένα, επίσης, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω τούτες τις πρώτες ώρες, αυτό που γεννήθηκε σαν ένα ποίημα, που επιθυμείς και δικαιούσαι να έχεις και θα μας κρατήσει περισσότερο ενωμένους.(Ακολουθεί το ποίημα)
«Ο θάνατός του ήταν ένα σκληρό χτύπημα, γιατί σκεφτόμουν να τον αφήσω διοικητή ενός δεύτερου πιθανού μετώπου».
Θυμήθηκα μια παλιά ιστορία του Τζακ Λόντον όπου ο πρωταγωνιστής, ακουμπώντας σ’ έναν κορμό δέντρου, ετοιμάζεται να τελειώσει με αξιοπρέπεια τη ζωή του.(Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: «Το βουνό και ο κάμπος», Αβάνα, 1961)
Σημ. Μπ. Ζ. Δεν έχω καν υπόψη το σχετικό κείμενο (διήγημα;) του Τσε στο οποίο αναφέρεται ο Κορτάσαρ. Ωστόσο, αυτούσια η σκηνή βρίσκεται στο βιβλίο του Τσε, Pasajes de la Guerra Revolucionaria (Αποσπάσματα από τον Επαναστατικό Αγώνα, Αβάνα, 1985), στο δεύτερο μετά τον πρόλογο κεφάλαιο, Alegría de Pío, περιοχή όπου δόθηκε η πρώτη μάχη των ανταρτών (5 Δεκ. 1956), μετά την αποβίβασή τους από το Granma (2 Δεκ.), κατά των στρατευμάτων του Μπατίστα.
Όμως εγώ που έχω για ερωμένη μου το άσθμα μου, που μ’ έμαθε να χαίρομαι τις νύχτες μου, έμεινα με τον Λούις, ακουμπισμένος κι εγώ στον κορμό ενός δέντρου, καπνίζοντας και κοιτάζοντας τα σχέδια που σχημάτιζαν τα φύλλα πάνω στον ουρανό.
Μάριο Μπενεδέτι - Ουρουγουάη Πάσο δε λος Τόρος, 14 Σεπτεμβρίου 1920 - Μοντεβιδέο, 17 Μαΐου 2009
Πηγή πορτραίτου: Verónica Ruiz García
|
ΓΕΜΑΤΟΙ ΟΡΓΗ, ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΟΙΠροχωράμε,αποκρούοντας επιθέσεις.Ερνέστο Τσε ΓκεβάραΈΤΣΙ είμαστεγεμάτοι οργήσυγκλονισμένοιαν και αυτό το φονικόήταν παράλογα προβλέψιμονιώθω ντροπή κοιτάζονταςτους πίνακεςτις πολυθρόνεςτα χαλιάακόμα και να πάρω ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείοκαι να χτυπήσω τα τρία παγκόσμια γράμματα του ονόματός σουστην παγωμένη γραφομηχανήεκείνη που ποτέποτέ δεν ήταν άλλοτετόσο η ταινία της χλωμήκαι που κρυώνω ντρέπομαιμα και που πάω κοντά στη σόμπα όπως συνήθωςκαι που πεινάω και τρώγωαυτό το τόσο απλόκαι που ανοίγω το πικάπ ν’ ακούσω κάτι στη σιωπήιδίως ένα του Μότσαρτ κουαρτέτονιώθω ντροπή για τις ανέσεις μουκαι ντρέπομαι για το άσθμα μουόταν εσύ κομαντάντε σωριάζεσαιαπό τις σφαίρες θερισμένοςυπέροχοςλαμπρόςείσαι η συνείδησή μας η διάτρητηλένε πως σ’ έκαψανμα ποια φωτιάμπορεί να κάψει το καλότα καλά νέααυτή την οργισμένη τρυφερότηταπου έγινε μεταδοτικήμέσα απ’ το βήχακι απ’ τις λάσπεςλένε πως αποτέφρωσανόλη σου τη ζωήεκτός από ένα δάχτυλομα είναι αρκετό το δρόμο να μας δείξειτο κτήνος να δικάσει και με τη στάχτη τουνα σφίξει πάλι τη σκανδάληέτσι είμαστεγεμάτοι οργήσυγκλονισμένοιβέβαια με τον καιρό αυτή η βαριάκατάπληξηθα υποχωρήσειθα μείνεισκέτη η οργήείσαι νεκρός,είσαι ζωντανός,είσαι πεσμένος καταγήςείσαι ένα σύννεφοείσαι βροχή,είσαι αστέριόπου κι αν είσαιαν είσαιαν έρχεσαιμπορείς εντέλεινα ανασάνεις ήσυχοςκαι να γεμίσεις τα πνευμόνια σου ουρανόόπου κι αν είσαιαν είσαιαν έρχεσαικρίμα που δεν υπάρχει και θεόςμα θα υπάρξουν άλλοισίγουρο πως θα υπάρξουν άλλοιάξιοι να σε υποδεχτούνεκομαντάντε.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6 Ιουνίου 2016)
Ρόκε Δάλτον - Ελ Σαλβαδόρ Γεννήθηκε στο Σαν Σαλβαδόρ, 14 Μαΐου 1935 Δολοφονήθηκε στο Κεσαλτεπέκε, 10 Μαΐου 1975
Πηγή πορτραίτου: Πόστερ βασισμένο σε γνωστή φωτογραφία του Δάλτον
για την ταινία μικρού μήκους της Tina Leisch: Roque Dalton, fusilemos la noche! (2013)
|
Ο ασεβής ποιητής, ο κόκκινος ποιητής, που συνδύαζε δυο τρομερά πάθη: τη λογοτεχνία και την επανάσταση. Το ποίημά του Το Ελ Σαλβαδόρ θα γίνει (από τη συλλογή Παράνομα ποιήματα, που κυκλοφόρησε το 1980) θα μείνει στην Ιστορία των βιβλίων και των ποιημάτων της ταξικής πάλης.(James Iffland, καθηγητής Ισπανικής και Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, ΗΠΑ).
ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΣΕΟ ΤΣΕ ο Ιησούς Χριστόςαιχμαλωτίστηκεμετά από την επί του όρους ομιλία του(στο βάθος των πολυβόλων το κροτάλισμα)από ρέιντζερς Βολιβιανούς κι Εβραίουςκατ’ εντολή γιάνκηδων εκατόνταρχωνΤον καταδικάσανε Γραμματείς και Φαρισαίοι ρεβιζιονιστέςμε τον Καγιάφα Μόνχε εκπρόσωπό τους
ο Πόντιος Μπαριέντος ένιπτε τας χείρας του
μιλώντας στους αμερικανούς στρατιωτικούςπίσω απ’ την πλάτη του λαού που μασουλούσε φύλλα κόκας
και ούτε καν η εναλλακτική για έναν Βαραββά(ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν σ’ εκείνους που εγκαταλείψανε το αντάρτικοκαι άνοιξε στους ρέιντζερς το δρόμο)Μετά φορέσανε στον Χριστό Γκεβάραένα στεφάνι αγκάθινο κι έναν ζουρλοχιτώνακαι μια ταμπέλα για εμπαιγμό κρέμασαν στο λαιμό τουΙΝΒΙ: Ιδανικός Νοηματοδότης των Βασανισμένων απ’ τον ΙμπεριαλισμόΚατόπιν του φορτώσανε το σταυρό απάνω από το άσθμα του
και με ριπές από Μ-2 τον καρφώσανετου κόψανε το κεφάλι και τα χέρια
και κάψανε τα υπόλοιπα ώσπου να μείνει στάχτηκαι να σκορπίσει με τον άνεμο.Κατά συνέπεια δεν έμεινε άλλος δρόμος για το Τσεπαρά ν’ αναστηθείκαι εξ αριστερών να στέκει των ανθρώπων
ζητώντας τους να γρηγορούνεεις τους αιώνες των αιώνωνΑμήν.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015)
Ο Ρικάρντο Ρόχο στο βιβλίο του Ο φίλος μου ο Τσε έχει μια σκηνή όπου ο Τσε και ο Φελίπε κάθονται σταυροπόδι σε ένα καφέ, εκθέτοντας σε κοινή θέα τις τρύπιες σόλες των παπουτσιών τους!
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΔΙΑΒΑΖΩ ξαπλωμένοςόλη τη ράθυμή μου Κυριακή.Χαλαρώνω στο κρεβάτι μουστο μαλακό προσκέφαλό μουστις καθαρές μου τις καλές κουβέρτες,αγγίζοντας πέτρα, λάσπη, αίμα,τσιμπούρι, δίψα,κάτουρo, άσθμα:βουβοί αυτόχθονες που δεν καταλαβαίνουνστρατιώτες που δεν καταλαβαίνουντης θεωρίας κύριοι που δεν καταλαβαίνουν,εργάτες, αγρότες που δεν καταλαβαίνουν.Το διάβασμα τελειώνεις,στρέφεις αλλού το βλέμμα,σε ποια μεριά του ανέμου;Μου καίει τα χέρια το βιβλίο,απ’ τη στιγμή που το άνοιξακάρβουνο πυρωμένομου κάθεται στο στήθος.Τα τελευταία λόγια νιώθωαπό μια μαύρη τρύπα ν’ ανεβαίνουν.Ο Ίντι, ο Παμπλίτο, ο ελ Τσίνο κι ο Ανιθέτο.Ο κλοιός που σφίγγει.Το ράδιο του στρατούπαραπλανάει.Κι εκείνο το φτενό το φεγγαράκιαβέβαια κρεμασμένομια λεύγα απ’ την Ιγέρακαι δυο απ’ την Πουκαρά.Μετά σιωπή.Δεν έχει άλλες σελίδες.Τα πράμα δυσκολεύει.Είναι η αρχή του τέλους.Τελειώνει.Παίρνει φωτιά.ΣβήνειΘα ξαναγεννηθεί.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτώβριος 2015
Το ποίημα του Νικολάς Γκιγιέν προέρχεται από το βιβλίο Αηδόνια και Μπαζούκας (2016). Μετάφραση – Σχολιασμός – Σχέδια: Μπάμπης Ζαφειράτος.
Βλέπε και από Μποτίλια Στον Άνεμο: Γκεβάρα, ο Γκάουτσο (4 ποιήματα).
Πρόκειται βέβαια για την Ανάγνωση του Ημερολογίου Βολιβίας, που είχε μόλις εκδοθεί στην Κούβα: (1 Ιουλίου 1968). Ο Ίντι, ο Παμπλίτο, ο Ελ Τσίνο και ο Ανιθέτο, Το φτενό φεγγαράκι ανάμεσα στις δυο πόλεις, και η παραπλανητική εκπομπή του ραδιοφώνου είναι αναφορές στην τελευταία εγγραφή του Τσε, με ημερομηνία Σάββατο, 7 Οκτ. 1967, σε υψόμετρο 2.000 μέτρα.
- Τραγούδι για τον Φιντέλ: Τσε Γκεβάρα: Ένα ποίημα για τον Φιντέλ − Σημειώσεις και Επίμετρο για την κρίσιμη αναμέτρηση στη Σάντα Κλάρα, 28-29 Δεκ. 1958 (φωτό)
- Νερούδα, Κορτάσαρ, Μπενεντέτι, Ντάλτον: Ο Τσε εις τους αιώνες των αιώνων: 5 ποιήματα - 1 τραγούδι
- Περισσότερα για το Επικό Τραγούδι: Ο Φιντέλ του Πάμπλο Νερούδα: Για να μπορούν τα γιασεμιά να λάμπουν (πρώτη ελληνική μετάφραση) −Ένα Επικό Τραγούδι και η ιστορία του (2 VIDEO-ντοκουμέντα και Φωτό)
- Ετικέτα: Επικό Τραγούδι (Με 5 ποιήματα για τον Φιντέλ και την Κούβα)
- Τσε Γκεβάρα: Ημερολόγιο Βολιβίας ‒ Οι στίχοι του Νικολάς Γκιγιέν μέσα απ' τα γεγονότα (Αφιέρωμα - Β' Μέρος με 118 φωτό)
- Νικολάς Γκιγιέν (τα τέσσερα ποιήματα για τον Τσε): Νικολάς Γκιγιέν: Γκεβάρα, ο Γκάουτσο (4 ποιήματα) ‒ Σχολιασμός και Επίμετρο: Τα γεγονότα μέσα απ' τους στίχους (Α' Μέρος με 47 φωτό)
- Το ποίημα του Νικολάς Γκιγιέν: Μια Μακριά Πράσινη Σαύρα
- Για Γκιγιέν βλέπε επίσης Αηδόνια και Μπαζούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.